Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὄχι ἁπλός ὁ προφήτης, ὅπως ἔλεγε ὁ ὄχλος, ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Δημιουργός, ὁ Θεός τοῦ παντός, ὁ Τροφοδότης τοῦ Σύμπαντος, ὁ Προνοητής, Αὐτός ὁ ὁποῖος στηρίζει, Αὐτός ὁ ὁποῖος δημιούργησε, συντηρεῖ καί κατευθύνει τά πάντα. Ὁ Κύριος εἶναι πού μᾶς τρέφει, ὄχι μόνο σωματικά ἀλλά καί πνευματικά. Μᾶς δίνει τήν θεία Του Χάρη καί μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά θεραπευτοῦμε πνευματικά, νά ἁγιασθοῦμε καί νά ἔχουμε θεῖες ἐμπειρίες, νά ἔχουμε τήν ἐμπειρία τῶν θείων Του ἐνεργειῶν, νά μετέχουμε στήν θεότητά Του, ὄχι βέβαια κατά φύσιν, ἀλλά ἐγκολπούμενοι, μετέχοντες στίς ἐνέργειές Του. Καί ἔτσι, μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τά ὡραιότατα τροπάρια καί τούς κανόνες, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἁγιαζόμαστε ἀναίμακτα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μελετᾶ, ψάλλει τά ἱερά αὐτά τροπάρια καί τούς κανόνες πού ἔχουμε στήν ὑμνολόγια τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔχουμε στήν λειτουργική μας ζωή. Αὐτά μᾶς ἁγιάζουν, μᾶς καθαρίζουν, μᾶς φωτίζουν καί μᾶς θεώνουν.
Ὁ ἴδιος ἀπό μικρός εἰς τό Ἅγιον ὄρος εἶχε ἐπιδοθεῖ στήν μελέτη αὐτῶν τῶν ἱερῶν τροπαρίων καί κανόνων καί ἀκολουθιῶν. Ἔλεγε, πόσο ὡραῖος εἶναι ὁ κανόνας εἰς τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Θαύμαζε καί ἔψαλλε μέ ἱερή κατάνυξη τά τριαδικά τροπάρια καί ἀκόμα τροπάρια ἀπό τήν Παρακλητική. «Ὅλο τέτοια ἔλεγα. Τέτοια μοῦ ἀρέσανε. Σέ αὐτά καταγινόμουνα γιά νά κλαίω»[1], ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Δηλαδή αὐτά τά δάκρυα δέν ἤτανε ἀπελπισίας, οὔτε ἀπογοητεύσεως, ἦταν δάκρυα χαρᾶς. Ὁ Ἅγιος ἀπό μικρός στό Ἅγιον Ὄρος καί μετέπειτα ψάλλοντας αὐτά τά ἱερά τροπάρια τῆς Ὑμνολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας, γέμιζε μέ ἱερή κατάνυξη, μέ ἔνθεο ζῆλο, μέ ἔνθεο πόθο καί ἐρχότανε σέ κατάσταση ὅπου ἐξέβλυζε δάκρυα χαρᾶς, καί ὄχι ἀπογοητεύσεως καί ἀπελπισίας, πληγωμένου ἐγωισμοῦ, ἀλλά δάκρυα κατανύξεως τά ὁποῖα εἶναι γλυκύτατα πού εὐφραίνουν καί τρέφουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ἔτσι παραθέτει ἐδῶ τό κείμενο καί κάποια τροπάρια πού ἔψελνε ἐδῶ ὁ Ἅγιος. Ὅπως αὐτό ἀπό τήν Κυριακή ἑσπέρας. Εἶναι στά στιχηρά τοῦ πλαγίου πρώτου ἤχου. «Λύμη με τῶν παθῶν τυραννεῖ, καί τῆς καρδίας μου τάς κόρας ἐζόφωσε». Δηλαδή, μέ βασανίζει ἡ λύμη τῶν παθῶν, δηλαδή οἱ ἀσθένειες τῶν παθῶν, καί μολύνουν τήν καδριά μου καί ἔχουν σπείρει, ἔχουν καλύψει μέ ζόφο τάς κόρας τῆς καρδίας μου, δηλαδή εἶμαι τυφλός πνευματικά, «καί βλέπειν οὐ σθένω ὅλως, τάς σωτηρίους ὁδούς». Καί πλέον, ἐξαιτίας τῶν παθῶν μου, λέει ὁ ὑμνογράφος, δέν μπορῶ καθόλου νά δῶ τάς ὁδούς πού ὁδηγοῦν στή ζωή τήν ἀληθινή καί στήν σωτηρία, τόν τρόπο δηλαδή πού πρέπει νά ζήσω γιά νά σωθῶ. «Προϊόν πλανῶμαι, καί κρημνίζομαι, δεινῶς εἰς τά βάραθρα, τά τοῦ Ἅδου, Ἀρχάγγελοι»∙ καί ἐνῶ προχωράω, ὅμως εἶμαι σέ λάθος δρόμο καί γκρεμίζομαι φοβερά στά βάραθρα τοῦ Ἅδου, ὤ Ἀρχάγγελοι∙ «τῶν δέ θαυμάτων, τῶν ὑμῶν μιμνησκόμενος, θεραπεύομαι, ἀπό πάσης τῆς νόσου μου». Ὅμως ἐνθυμόμενος τά θαύματά σας, Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, θεραπεύομαι ἀπό κάθε νόσο πνευματική, γιατί στηρίζομαι στήν πίστη, στήν εὐσέβεια∙ «ἴδοιμι τήν εὐμένειαν, ὑμῶν νῦν ταχύτατα», εἴθε νά ἰδῶ τήν εὐμένειά σας, τήν ἀγάπη σας ταχύτατα∙ «σπεύσατε σβέσαι τήν φλόγα τήν τῶν παθῶν μου, πανσέβαστοι». Τρέξτε, Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, νά σβήσετε τήν φλόγα τῶν παθῶν μου, «πρός φῶς ὁδηγοῦντες, σωτηρίας με καί λύσιν κακῶν μοι νέμοντες»[2]. Κι ἔτσι, ἀφοῦ σβήσετε τήν φλόγα τῶν παθῶν μου, ἐσεῖς πού εἶστε πανσεβάσμιοι, νά μέ ὁδηγήσετε στό φῶς τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ μέ ἀπαλλάξετε ἀπό τά κακά, ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία, μέ τίς πρεσβεῖες σας καί μέ τήν χάρη τήν ὁποία σᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός.
«Μά τί νά σᾶς πῶ», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τί νά σᾶς πῶ; Τώρα δέν μπορῶ νά τά πῶ. Ἀλλά μέσα στ' αὐτιά μου ἠχοῦν, τά ζῶ δηλαδή. Ἀκοῦστε τώρα καί ἕνα τοῦ δευτέρου ἤχου». Εἶναι τό ἑξῆς: «Δός μοι μετανοίας λογισμόν, δός καί κατανύξεως πόθον τή ταπεινήν μου ψυχή». Ἀπευθύνεται δηλαδή ὁ ὑμνωδός στόν Κύριο καί Τόν ἱκετεύει νά τοῦ δώσει λογισμό μετανοίας καί πόθο κατανύξεως, διότι δυστυχῶς εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι στά γήινα καί ξεχνᾶμε τίς οὐράνιες καταστάσεις, τίς θεῖες ἐμπειρίες πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός καί μάλιστα τήν ἐμπειρία τῆς κατανύξεως. «Ἔγειρον ἐξ ὕπνου με δεινῆς πωρώσεως καί τό σκότος ἀπέλασον τό τῆς ραθυμίας»∙ σήκωσέ με, ἀνάστησέ με, ἀπό τόν ὕπνο τόν φοβερό τῆς πώρωσης πού ἔχει ἐπέλθει στήν ψυχή μου ἐξαιτίας τῶν παθῶν μου καί διῶξε τό σκοτάδι τῆς ραθυμίας, «καί λῦσον τῆς ἀπογνώσεως τήν ζόφωσιν», καί τό ζωφερό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας καί αὐτό διάλυσέ το, «ὅπως ἀνανεύσας ὁ τάλας, Σοί προσκοληθήσομαι, Λόγε, καί Σοῦ τοῖς θελήμασι πορεύσομαι»∙ καί κάν’ τα ὅλα αὐτά, Κύριε, ἔτσι ὥστε ἐγώ νά ἀνανήψω, νά ξυπνήσω ὁ ταλαίπωρος καί νά προσκολληθῶ σέ Σένα, Λόγε τοῦ Θεοῦ, καί νά προπορευθῶ σύμφωνα μέ τά δικά Σου θελήματα.
«Αὐτά», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «κυνηγοῦσα. Τό «Σύ», τό «Σοῦ» δηλώνει τόν Πατέρα, τόν Χριστό, τόν Νυμφίο. Αὐτά εἶναι λόγια ἐρωτικά, μέ τήν ἔννοια τοῦ θείου ἔρωτος»[3].
Καί ἀκόμα ἕνα παραθέτει ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἀπό τήν Κυριακή ἑσπέρας, στιχηρό τοῦ β' ἤχου. «Μόνε εὐδιάλλακτε Χριστέ, μόνε ὑπεράγαθε Λόγε καί ἀνεξίκακε, Σοί προσπίπτω, εὔσπαλαχνε, Σέ ἱκετεύω θερμῶς, Σοί κραυγάζω δεόμενος, ἡμάρτηκα, σῶσον με τόν ἄσωτον τή εὐσπαλχνία Σου, ὅπως εὐχαρίστως κραυγάζω∙ Κύριε, συγχώρησιν δός μοι, καί Σοῦ τῇ χρηστότητι πορεύσομαι». Δηλαδή, Χριστέ μου, Ἐσύ πού εἶσαι ὁ μόνος εὔκολος νά συνδιαλλαγεῖς μαζί μας καί νά συμφιλιωθεῖς, Ἐσύ πού εἶσαι ὁ μόνος πάνω ἀπό κάθε ἀγαθότητα, Λόγε τοῦ Θεοῦ ἀνεξίκακε, Σέ Σένα προσπίπτω εὔσπλαχνε καί Σέ ἱκετεύω θερμά, κραυγάζω δεόμενος: ἁμάρτησα, σῶσον με. Σῶσον με τόν ἄσωτον μέ τήν εὐσπλαχνία Σου, ἔτσι ὥστε μέ πολλή χαρά νά κραυγάζω, Κύριε, δῶσε μου τήν συγχώρηση καί ἐγώ θά πορευθῶ στή δική Σου χρηστότητα, στόν δικό Σου δρόμο πού εἶναι χρηστός, καλός, ἀγαθός, τέλειος καί θά ἐμπιστευτῶ τήν δική Σου ἀγαθότητα καί καλοσύνη.
«Πάντα, ἅπερ ἥμαρτον εἰς Σέ λόγοις τε καί ἔργοις, Θεέ μου, καί ἐνθυμήμασι, πάντα ἐξαγγέλλω Σοι, πάντα νῦν λέγω Σοι». Ὅλα ὅσα ἁμάρτησα σέ Σένα, εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ ἔργο, Θεέ μου, εἴτε στήν μνήμη μου, στήν σκέψη μου, ὅλα αὐτά τά παρουσιάζω, τά ἐξαγγέλλω, τά ἀνακοινώνω σέ Σένα καί Σοῦ μιλῶ καί Σοῦ λέγω: «τήν ἡμέραν παρῆλθον γάρ καί πάντα τόν χρόνον, νύκτα δέ κατέλαβον πλήρης ὑπάρχων κακῶν, ὅθεν Σοι προσπίπτω κραυγάζων∙ Δέσποτά μου, Δέσποτα Σῶτερ, ἥμαρτον, συγχώρησον καί σῶσον με»[4]∙ τήν ἡμέρα πέρασα καί ὅλο μου τόν χρόνο καί ἔφτασα στήν νύχτα καί εἶμαι γεμάτος ἀπό κακά πάθη. Ἑπομένως προσπίπτω σέ Σένα καί κραυγάζω, Δέσποτά μου, Δέσποτα Κύριε Σωτήρα μου, ἁμάρτησα, συγχώρησέ με καί σῶσον με.
«Τί ὡραῖα πράγματα! Ἔτσι ἦταν ἡ ζωή μου», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, μιά συνεχής δοξολογία δηλαδή, εὐχαριστία, καί ἐμπειρία μετανοίας δακρύων καί κατανύξεως. Καί αὐτή εἶναι ἡ πραγματικά μακαρία ζωή, αὐτή εἶναι πού πραγματικά κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ θείου, νά αἰσθάνεται τόν Θεό, νά ζεῖ τόν Θεό. «Ἥμαρτον εἰς Σέ Σωτήρ, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός, δέξαι με πάτερ, μετανοοῦντα καί ἐλέησόν με, ὁ Θεός», λέει πάλι ἕνα στιχηρό τοῦ δευτέρου ἤχου, ἀπόστιχο τῆς Κυριακῆς ἑσπέρας. Ἁμάρτησα σέ Σένα Σωτήρ, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, δέξαι με πάτερ μετανοοῦντα καί ἐλέησόν με. «Μέ τί δέος καί εὐλάβεια ἔψαλλα!», ἀναπολεῖ ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Δέν τά χορταίνω. Ὅλα μ' ἀρέσουν νά τά θυμᾶμαι, νά τά ἀπαγγέλω, νά τά ψάλλω. Εὔχομαι νά τά ἀγαπήσετε κι ἐσεῖς, ὅπως κι ἐγώ. Στήν κηδεία μου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά βάλετε αὐτή τήν κασέτα. Δέν εἶναι ὑποκριτική ἡ εὐλάβειά μου. Ὁ Θεός νά μ' ἐλεήσει. Συγκινοῦμαι τώρα πού τά ἀκούω αὐτά. Τώρα πού ὁ λόγος ἠσθένησεν...
Ὁ Ἅγιος ζοῦσε καί κατανιγόταν πολύ εὔκολα, γιατί εἶχε μέσα του πλούσια-πλουσιότατη τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προσευχόταν ἐκ καρδίας εἰς τόν Κύριον καί γεμάτος μέ κατάνυξη. Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς τόν Ἅγιο καί ἄς προσπαθήσουμε νά προσευχόμαστε μέ κατάνυξη, μέ δάκρυα, μέ προσήλωση, μέ ταπείνωση, μέ διάθεση δοξολογητική καί ἀγαπητική, ἔτσι ὥστε νά προγευόμαστε ἀπό ἐδῶ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς μαζί μέ τούς Ἁγίους, τόν Ἅγιο Πορφύριο καί ὅλους τούς Ἁγίους.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου