Ή ζωή μου στην πόλη συνεχιζόταν κανονικά. Ό
καθηγητής συνήθως έστελνε σε μένα για να με ειδοποιήσει κάποιον από τούς συνεργάτες του, συνήθως κάποια από τις
ηλικιωμένες νοσοκόμες πού είχαν αφιερωθεί στη φροντίδα των κληρικών. Πήγαινα στο
κρατικό νοσοκομείο τού Αρχάγγελου καί κάποιος από τούς νοσοκόμους με οδηγούσε στο
χειρουργείο. Ό καθηγητής με κοίταξε από τις πόρτες του χειρουργείου φορώντας τη
μάσκα, τη λευκή μπλούζα, το άσπρο σκουφάκι τού χειρουργού, καί με παρακαλούσε να
τον περιμένω λίγο. Έπειτα εμφανιζόταν. Ναι, ήταν ό ίδιος ό καθηγητής, ψηλός, με
μεγαλοπρεπέστατη κορμοστασιά, αλλά τώρα φορούσε το ράσο του, το σκουφάκι τού
μοναχού καί το παλιό εγκόλπιο πού κρεμόταν σέ μια άμορφη αλυσίδα στο στήθος
του. Έτρεχα γρήγορα να πάρω τήν ευλογία του καί ό Αρχιεπίσκοπος Λουκάς -αυτός
ήταν ό καθηγητής- με σταύρωνε αργά καί μου έδινε τήν ευλογία του. Έπειτα ασπαζόμασταν
τρεις φορές ό ένας τον άλλον καί υστέρα γυρνούσε πίσω στην πόρτα από τήν οποία
έβγαινε, εκεί όπου τον περίμεναν οι βοηθοί του καί οι νοσοκόμες. Τούς ευλογούσε
καί με μια κίνηση τής κεφαλής του τούς έδινε άδεια να φύγουν.
Ήταν πολύ γνωστός ό μεγάλος καθηγητής
χειρουργός Βόινο- Γιασενέτσκι, ό Αρχιεπίσκοπος Τασκένδης, ό περίφημος Λουκάς. Είχε
μάθει τούς βοηθούς του πού εργάζονταν μαζί του, να προσεύχονται. Χωρίς προσευχή
δεν έμπαινε στο χειρουργείο, δεν άρχιζε τήν εγχείρηση. Τούς έμαθε να αποδέχονται
καί να συνηθίσουν τούς ιερείς, τούς οποίους ύστερα από παράκληση τών ασθενών
έφερνε στο νοσοκομείο για εξομολόγηση καί θεία Κοινωνία. Έτσι, σ’ αυτό το σοβιετικό
νοσοκομείο, δέχονταν σαν κάτι νόμιμο τις ορθόδοξες συνήθειες καί τά μυστήρια. Ή
τέχνη τού χειρουργού, ή μεγάλη φήμη του ήταν ένας τοίχος προστασίας γι` αυτόν. Οι
μυστικές υπηρεσίες είχαν δώσει εντολή να μην περιορίζουν πολύ τον Αρχιεπίσκοπο.
Έλεγαν:
-Άς κάνει τις μετάνοιές του καί τούς
σταυρούς του. ’Ας μουρμουρίζει τις προσευχές του. Μάς ενδιαφέρει μόνο να χειρουργεί,
μόνο να είναι κοντά μας αυτός ό μάγος χειρουργός πού κάνει θαύματα. Όταν θα
χρειαστεί κάτι ή ηγεσία μας, θέλουμε να είναι στην υπηρεσία!
Στην πόλη δεν είχε μείνει ούτε μία
εκκλησία. Τελευταία είχαν ανατινάξει καί τον καθεδρικό ναό τής πόλης. Για τις ακολουθίες
έπρεπε να πηγαίνουμε σ’ ένα παρεκκλήσι μακριά, έξω από τήν πόλη, στο
νεκροταφείο. Ό Αρχιεπίσκοπος Λουκάς με έπαιρνε μαζί του. Του είχαν απαγορέψει να
λειτουργεί. Έτσι στις λειτουργίες εμφανιζόταν σαν απλός λαϊκός. Δεν έμπαινε ούτε
στο ιερό, αλλά στεκόταν σέ μια γωνία τής εκκλησίας, αριστερά από τήν είσοδο.
- Εμένα
δεν θα μου κάνουν τίποτα, μου έλεγε. Ούτε θα πουν κάτι αν θα μπω στο ιερό ή ακόμη
αν θελήσω να λειτουργήσω. Όμως θα κυνηγήσουν τον εφημέριο τής εκκλησίας καί
τούς επιτρόπους θα τούς τιμωρήσουν σκληρά, για να φοβούνται οι άλλοι. Εμένα απλώς
με ανέχονται. Αλλά με παρακολουθούν αυστηρά, μήπως επηρεαστεί κανείς από μένα.
Τότε αλίμονο του. Κι εγώ τότε τίθα κάνω; Να ξέρω ότι έγινα ένας
στόχος για κυνηγό; Γύρω μου τριγυρίζουν οι συνεργάτες των μυστικών υπηρεσιών
καί χαίρομαι όταν κάποιοι χριστιανοί έρχονται σε μένα, αλλά φοβάμαι πολύ ταυτόχρονα
Φοβάμαι, φυσικά, όχι για τον εαυτό μου, αλλά για τούς άλλους...
Το παρεκκλήσι τού νεκροταφείου έξω απ’
τήν πόλη, όπου πηγαίναμε με τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά, ήταν πάντα γεμάτο από
πιστούς. Οι περισσότεροι πιστοί πού γέμιζαν το παρεκκλήσι, ήταν οι ίδιοι οι
βασανισμένοι εξόριστοι πού τούς συναντούσα στους δρόμους τοΰ Αρχάγγελου. Οι πιο
φτωχοί απ’ αυτούς κάθονταν κοντά στην είσοδο, μήπως κάποιος τούς δώσει κάτι. (Από
παράδοση στη Ρωσία μοίραζαν κάτι ακριβώς στην είσοδο τών εκκλησιών.) Ό
Αρχιεπίσκοπος είχε πάντα μαζί του κάποια τρόφιμα. Τά τρόφιμα αυτά τά έδινε σέ
κάποια μοναχή πού ήταν στην εκκλησία, να τά μοιράζει στους φτωχούς. Όσο φτωχικό
κι αν ήταν το εκκλησάκι, ξεβαμμένο καί μικρό, αυτό ακριβώς όπως καί το εκκλησάκι
τού άγιου Ονούφριου στο Σολοφκύ ήταν για μάς ένα σύμβολο, ήταν σαν ένας φάρος
πού υψωνόταν ψηλά στο βράχο, πάνω από τήν άδικη καί δυστυχισμένη ζωή μας. Καί
παρ’ όλες τις δυσκολίες μάς χάριζε το φώς - καί το φως φωτίζει γύρω του. Κι
εγώ, έλεγα μέσα μου, «να περπατώ άνοιχτά στο δρόμο, δίπλα στο δεσπότη τής εκκλησίας
αυτής. ’Άς μάς κοιτάζουν παράξενα κάποια μάτια πού μάς παρακολουθούν, άς γράφουν
τις αναφορές τους στις μυστικές υπηρεσίες». Καί μ’ αυτή τήν πράξη μόνο, πού
πήγαινα στην εκκλησία άνοιχτά δίπλα στο δεσπότη, ενάντια στους νόμους με τούς
όποιους ζούσαν οι σοβιετικοί άνθρωποι, αυτή ή ενέργεια ήταν για κάποιους μια
μαρτυρία, ένα παράδειγμα καί μια παρηγοριά...
- Δεν
ήξερα ότι είσαστε θρήσκος...
Έτσι μού είπε ξαφνικά κάποια μέρα ό
κύριος Σερεμέτνικωφ. Γελούσε καί περίμενε τί θα τού απαντήσω. Πράγματι, τον
είχαμε δει με τον Αρχιεπίσκοπο μια φορά στο δρόμο, καθώς γυρνούσαμε από το
παρεκκλήσι. Ό Σερεμέτνικωφ ήταν τότε παρέα με κάποιον εξόριστο Εβραίο από τήν
πόλη Γκόμελ. Ζούσε στον Αρχάγγελο καί εργαζόταν στο ινστιτούτο, στο οικονομικό
τμήμα. Πρόσεξα πώς ό Εβραίος μάς έδειξε με το χέρι του στον Σερεμέτνικωφ. Εγώ
τά ’χα- σα απ’ αυτή τήν ερώτηση.
- ’Αν
θα δοκιμάσετε καί μάθετε τί σημαίνει έλκος στομάχου, θα κάνετε κι εσείς παρέα με
τούς γιατρούς, τού απάντησα χωρίς να χαμηλώσω τά μάτια. Κι έλεγα μέσα μου: «Δεν
θα σέ αφήσω να μπεις
στην ψυχή μου καί να αγγίξεις τά ιερά
μου πράγματα». Σέ δύο λεπτά τού έδωσα ένα γράμμα για τον αδελφό μου. Ό
Σερεμέτνικωφ με είχε ειδοποιήσει από μέρες πριν ότι θα κατέβει στη Μόσχα. Τού
έδωσα το γράμμα καί τού ευχήθηκα καλό ταξίδι.
ΟΛΕΓΚ ΒΟΛΚΩΦ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΣΤΑΧΤΗ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2015/04/blog-post_6.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου