Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Υπό Ιερομ. Seraphim Rose
Η όρασις του «παραδείσου»
Η όρασις του «παραδείσου»
Στο
βιβλίο του Ζωή μετά την ζωή ο Δρ. Μούντυ παρατηρεί ότι τα άτομα από τα
οποία πήρε συνέντευξι δεν φαίνεται να είχαν καμία εμπειρία που να μοιάζη
με την «μυθική εικόνα της άλλης ζωής» και μάλιστα δείχνουν δυσπιστία
προς την συνηθισμένη άποψι περί παραδείσου και κολάσεως και γενικά για
όλο αυτό το «πρότυπο περί ανταμοιβής ή τιμωρίας στην άλλη ζωή».
Στο
άλλο βιβλίο του όμως δηλώνει ότι οι μεταγενέστερες συνεντεύξεις που
πήρε αποκάλυψαν πράγματι μία πληθώρα μεταθανατίων εμπειριών που
αναφέρονται σε «άλλα βασίλεια υπάρξεως που θα μπορούσαν κάλλιστα να
χαρακτηρισθούν "ουράνια"» . Ένας άνδρας παραδείγματος χάριν βρέθηκε σε
«μία εξοχή με ρυάκια, χορτάρι, δένδρα και βουνά» , ενώ κάποια γυναίκα
ήταν σ' ένα παρόμοιο «ωραίο μέρος» και «πέρα μακρυά... έβλεπα μία πόλι.
Υπήρχαν εκεί οικοδομήματα — ξεχωριστά οικοδομήματα που άστραφταν όλο
λάμψι. Εκεί οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι. Υπήρχαν κρυστάλλινα νερά και
πηγές... ο πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός νομίζω ότι θα ήταν "μία πόλις
φωτός"» .
Στην
πραγματικότητα όπως άλλως τε αποκαλύπτουν και μερικά από τα άλλα
νεώτερα βιβλία η εμπειρία αυτή είναι συνηθισμένη. Οι Προτεστάντες
συγγραφείς που αναφέραμε πιο πάνω πιστεύουν ότι αυτή η εμπειρία
—τουλάχιστον όταν οι παραστάσεις της είναι καθαρά βιβλικές— είναι
εμπειρία χριστιανική και πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τις
περισσότερες από τις άλλες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τις οποίες
πιστεύουν ότι είναι δαιμονικές άπατες. «Οι άθεοι φαίνεται να δοκιμάζουν
εμπειρίες βασισμένες σε λανθασμένες διδασκαλίες —εκείνες που στην Βίβλο
αποδίδονται στον Σατανά. Οι πιστοί αντίθετα έχουν εμπειρίες δογματικώς
ορθές, που θα μπορούσαν να προκύψουν κατ' ευθείαν από την Γραφή».
Αληθεύει άραγε αυτό ή μήπως οι εμπειρίες πιστών και απίστων βρίσκονται
στην πραγματικότητα πολύ πλησιέστερα μεταξύ τους απ’ ό,τι φαντάζονται οι
συγγραφείς αυτοί;
Η
εμπειρία την οποία παρουσιάζουν σαν αυθεντικά «χριστιανική» είναι
εκείνη της Μπέτυ Μαλζ, που εξέδωσε ένα βιβλίο όπου περιγράφει την
διαρκείας εικοσιοκτώ λεπτών «εξωσωματική» εμπειρία της, ενώ ήταν
«κλινικά νεκρή». Μετά τον θάνατό της βρέθηκε αμέσως να «ανεβαίνη σ' έναν
όμορφο πράσινο λόφο... Περπατούσα στο χορτάρι που είχε την πιο ζωηρή
απόχρωση πρασίνου που είδα ποτέ μου». Την συνώδευε μία μορφή που βάδιζε
μαζί της, «μία ψηλή ανδρική μορφή ντυμένη με μακρύ χιτώνα. Αναρωτιόμουν
αν ήταν άγγελος... Καθώς περπατούσαμε μαζί, δεν έβλεπα κανένα ήλιο, αλλά
υπήρχε παντού φώς. Πέρα προς τ' αριστερά υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια.
Επίσης δένδρα, θάμνοι... Φθάσαμε σ' ένα υπέροχο ασημένιο οικοδόμημα.
Ήταν σαν παλάτι, μόνο που δεν υπήρχαν πύργοι. Καθώς προχωρούσαμε προς τα
κει, άκουσα φωνές. Ήταν μελωδικές, αρμονικές κι έψαλαν εν χορώ. Άκουσα
την λέξι "Ιησούς"... Ο άγγελος προχώρησε κι άγγιξε την παλάμη του χεριού
του πάνω σε μία πύλη που δεν την είχα παρατηρήσει προηγουμένως. Ήταν
ψηλή δώδεκα πόδια κι ήταν φτιαγμένη από ένα μονοκόμματο φύλλο
μαργαριταριού». Όταν άνοιξε η πύλη, «είδα μέσα κάτι σαν χρυσό δρόμο μ'
ένα επίστρωμα από γυαλί ή νερό. Το κίτρινο φως που φάνηκε ήταν
εκτυφλωτικό. Δεν μπορώ να το περιγράψω.
Δεν
έβλεπα κανένα, ένοιωθα όμως την παρουσία ενός Προσώπου. Ξαφνικά
συνειδητοποίησα ότι αυτό το φως ήταν ο Ιησούς». Όταν την κάλεσαν να
εισέλθη από την πύλη θυμήθηκε τον πατέρα της που προσευχόταν γι' αυτήν.
Μετά η πύλη έκλεισε κι αυτή επέστρεψε πίσω στον λόφο, όπου παρατήρησε
τον ήλιο ν' ανατέλλη πάνω από τον τοίχο με τους πολύτιμους λίθους. Η
ανατολή αυτή σύντομα ταυτίσθηκε με την ανατολή στην πόλι Τερ Χόιτ, όπου
επέστρεψε στο σώμα της στο νοσοκομείο —πράγμα που όλοι αποδέχθηκαν σαν
θαύμα.
Είναι
πράγματι η εμπειρία αυτή διαφορετική στο είδος της από τις περισσότερες
που παραθέτει ο Δρ Μούντυ; Είναι πράγματι το όραμα αυτό ένα χριστιανικό
όραμα του παραδείσου; (Η κ. Μαλζ ανήκει στο Προτεσταντικό θρήκευμα και η
πίστις της ενισχύθηκε με την εμπειρία αύτη). Φυσικά ο Ορθόδοξος
αναγνώστης δεν είναι τόσο πεπεισμένος γι' αυτό, όσο είναι οι
Προτεστάντες συγγραφείς που αναφέραμε. Άσχετα με το τι γνωρίζουμε για το
πώς η ψυχή πλησιάζει τον ουρανό μετά τον θάνατο και τι υφίσταται μέχρις
ότου φθάσει εκεί —αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα—, η εμπειρία αυτή δεν
μας φαίνεται πράγματι να διαφέρη πολύ από τις «κοσμικές» μεταθανάτιες
εμπειρίες για τις όποιες έχουμε γράψει. Πέρα από την «χριστιανική»
απόχρωσι που φυσικά προσδίδεται στην εμπειρία αυτή από κάποια
Προτεστάντισσα πιστή —ο άγγελος, ο ύμνος, η παρουσία του Ιησού—,
υπάρχουν αρκετά στοιχεία που είναι κοινά σ' αυτήν και στις «κοσμικές»
εμπειρίες: Το αίσθημα της ανακουφίσεως και της ειρήνης, που τα
περιγράφει σαν μεγάλη αντίθεσι προς τους μήνες που πέρασε μέσα στους
πόνους της αρρώστειας της, το «φωτεινό ον», που και άλλοι το ταυτίζουν
με τον Ιησού, καθώς και το πλησίασμα σ' ένα είδος διαφορετικού βασιλείου
που βρίσκεται πέρα από κάποιο είδος «συνόρου». Και είναι κάπως περίεργο
το ότι είδε τον ήλιο του δικού μας κόσμου να ανατέλλη πάνω από τον
τοίχο με τους πολύτιμους λίθους, αν αυτό πράγματι είναι παράδεισος...
Πώς πρέπει λοιπόν να ερμηνεύσουμε αυτή την εμπειρία;
Σε
μερικά από τα άλλα νέα βιβλία υπάρχουν μερικές παρόμοιες εμπειρίες και
μία σύντομη εξέτασίς τους θα μας δώση μία πολύ καλύτερη ιδέα αυτού που
συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Τελευταία έχει εκδοθή ένα βιβλίο σχετικά με Χριστιανούς —κυρίως Προτεστάντες— ετοιμοθάνατους και τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες τους. Σε μία από τις εμπειρίες που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό μία γυναίκα «πέθανε», ελευθερώθηκε από το σώμα της και βρέθηκε σ' ένα τόπο γεμάτο φως, κοιτάζοντας μέσα από ένα «παράθυρο τ' ουρανού». «Αυτό που είδα εκεί έκανε όλες τις γήινες χαρές να ωχριούν και να φαίνωνται εντελώς ασήμαντες. Λαχταρούσα να ανακατευθώ κι εγώ μέσα στο ευτυχισμένο εκείνο πλήθος των παιδιών που τραγουδούσαν κι έπαιζαν μέσα στον κήπο με τις μηλιές. Πάνω στα δένδρα υπήρχαν εύοσμα άνθη και ταυτόχρονα ώριμοι κόκκινοι καρποί. Καθώς καθόμουν εκεί ρουφώντας την ομορφιά, άρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ την ύπαρξι μιας Παρουσίας, μιας Παρουσίας χαράς, αρμονίας και συμπαθείας. Η καρδιά μου λαχταρούσε να γίνω κι εγώ ένα μέρος αυτής της ομορφιάς». Όταν επέστρεψε στο σώμα της, αφού υπήρξε «νεκρή» επί δεκαπέντε λεπτά, «όλην την υπόλοιπη εκείνη ήμερα καθώς και την επομένη, αυτός ο άλλος κόσμος ήταν για μένα πολύ πιο πραγματικός από εκείνον στον οποίο είχα επιστρέψει». Η εμπειρία αυτή προκάλεσε μία φαινομενικά «πνευματική» χαρά παρόμοια με εκείνη της κ. Μαλζ και έδωσε μία νέα θρησκευτική διάστασι στην ζωή της γυναίκας αυτης· η εικόνα όμως του «παραδείσου» που είδε αυτή ήταν πολύ διαφορετική.
Τελευταία έχει εκδοθή ένα βιβλίο σχετικά με Χριστιανούς —κυρίως Προτεστάντες— ετοιμοθάνατους και τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες τους. Σε μία από τις εμπειρίες που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό μία γυναίκα «πέθανε», ελευθερώθηκε από το σώμα της και βρέθηκε σ' ένα τόπο γεμάτο φως, κοιτάζοντας μέσα από ένα «παράθυρο τ' ουρανού». «Αυτό που είδα εκεί έκανε όλες τις γήινες χαρές να ωχριούν και να φαίνωνται εντελώς ασήμαντες. Λαχταρούσα να ανακατευθώ κι εγώ μέσα στο ευτυχισμένο εκείνο πλήθος των παιδιών που τραγουδούσαν κι έπαιζαν μέσα στον κήπο με τις μηλιές. Πάνω στα δένδρα υπήρχαν εύοσμα άνθη και ταυτόχρονα ώριμοι κόκκινοι καρποί. Καθώς καθόμουν εκεί ρουφώντας την ομορφιά, άρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ την ύπαρξι μιας Παρουσίας, μιας Παρουσίας χαράς, αρμονίας και συμπαθείας. Η καρδιά μου λαχταρούσε να γίνω κι εγώ ένα μέρος αυτής της ομορφιάς». Όταν επέστρεψε στο σώμα της, αφού υπήρξε «νεκρή» επί δεκαπέντε λεπτά, «όλην την υπόλοιπη εκείνη ήμερα καθώς και την επομένη, αυτός ο άλλος κόσμος ήταν για μένα πολύ πιο πραγματικός από εκείνον στον οποίο είχα επιστρέψει». Η εμπειρία αυτή προκάλεσε μία φαινομενικά «πνευματική» χαρά παρόμοια με εκείνη της κ. Μαλζ και έδωσε μία νέα θρησκευτική διάστασι στην ζωή της γυναίκας αυτης· η εικόνα όμως του «παραδείσου» που είδε αυτή ήταν πολύ διαφορετική.
Μιαν
άλλη ζωντανή «μεταθανάτια» εμπειρία δοκίμασε ο Δρ Τζωρτζ Ρίτσι, γιατρός
από την Βιρτζίνια των Η.Π.Α. Μία σύντομη περιγραφή αυτής της εμπειρίας
δημοσιεύθηκε το 1963, ενώ μία πιο εκτεταμένη περιγραφή της δημοσιεύθηκε
σ' ένα βιβλίο με τον τίτλο Επιστροφή από το αύριο. Στην σχετική διήγησι
αναφέρεται ότι μετά από μία μακρά περιπέτεια που πέρασε η ψυχή του
νεκρού Τζωρτζ Ρίτσι, όταν χωρίσθηκε από το σώμα του, που είχε επισήμως
χαρακτηρισθεί νεκρό, επέστρεψε στο μικρό δωμάτιο όπου κειτόταν το σώμα
του και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν «νεκρός». Όταν συνέβη αυτό,
το δωμάτιο γέμισε από ένα δυνατό φως που εκείνος ένοιωσε ότι ήταν ο
Χριστός, «μία παρουσία που με γέμιζε ανακούφισι, χαρά και πλήρη
ικανοποίησι, ώστε ήθελα να χαθώ για πάντα μέσα σ' αυτό το θαύμα». Αφού
είδε αστραπιαία μία αναδρομή της ζωής του, προσπαθώντας να απάντηση στην
ερώτησι «Πώς εκμεταλλεύθηκες τον χρόνο της ζωής σου στην γη;» είδε τρία
οράματα. Τα δύο πρώτα φαινόταν να είναι οράματα ενός «πολύ διαφορετικού
κόσμου που κατελάμβανε τον ίδιο χώρο» με την γη μας, αλλά και
παρουσίαζε επίσης πολλές εικόνες με γήινα χαρακτηριστικά —δρόμους,
εξοχές, πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, εργαστήρια. «Στον τελευταίο κόσμο
έρριξα μόνο μια ματιά. Τώρα πια δεν φαινόταν ότι ήμασταν στην γη, αλλά
απείρως πιο μακρυά και δεν είχαμε καμμία απολύτως σχέσι μ' αυτήν.
Εκεί,
σε μεγάλη απόστασι, είδα μία πόλι, μία πόλι φτιαγμένη από φως, αν είναι
δυνατόν κάτι τέτοιο... Οι τοίχοι, τα σπίτια και οι δρόμοι φαίνονταν να
εκπέμπουν φως, ενώ ανάμεσα τους περιφέρονταν όντα που ήταν τόσο
εκτυφλωτικά φωτεινά, όσο κι Εκείνος που στεκόταν δίπλα μου. Αυτό το
όραμα κράτησε μόνο μία στιγμή κι αμέσως μετά οι τοίχοι του μικρού
δωματίου έκλεισαν γύρω μου, το αστραφτερό φως χαμήλωσε και με κατέλαβε
ένας παράξενος ύπνος».
Πριν
απ’ αυτό το περιστατικό ο Δρ Τζωρτζ Ρίτσι δεν είχε διαβάσει τίποτε
σχετικά με την ζωή μετά τον θάνατο· μετά όμως από την εμπειρία του αυτή
έγινε πολύ δραστήριο μέλος της προτεσταντικής εκκλησίας .
Η
εντυπωσιακή αυτή εμπειρία συνέβη το 1943 και, όπως φαίνεται, αυτό το
είδος εμπειρίας δεν είναι μοναδικό μέσα στο σύνολο των εμπειριών
«ανανήψεως» των τελευταίων ετών. Ο Προτεστάντης πάστωρ Νόρμαν Βίνσεντ
Πηλ κατέγραψε μερικές παρόμοιες εμπειρίες με το ακόλουθο σχόλιο:
«Πρόκειται άραγε περί ψευδαισθήσεων, ονείρων η οραμάτων; Δεν το πιστεύω.
Έχω περάσει πάρα πολλά χρόνια συζητώντας με άτομα που έφθασαν στο
χείλος αυτού του «κάτι» κι έρριξαν μια ματιά πέρα απ’ αυτό. Όλοι τους
ανεξαιρέτως ανέφεραν την ομορφιά, το φως και την ειρήνη που «είδαν»,
ώστε δεν μπορώ να έχω καμμία αμφιβολία». Στο βιβλίο Φωνές από την άκρη
της Αιωνιότητος υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα παρμένα από τρεις
συλλογές του 19ου αιώνος, που αναφέρονται σε οράματα πάνω στην
επιθανάτιο κλίνη και εμπειρίες πάνω στο χείλος του θανάτου. Αν και
κανένα από τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τόσο λεπτομερειακό όσο μερικές
από τις πιο πρόσφατες μαρτυρίες, ωστόσο αυτά προσφέρουν μία πληθωρική
απόδειξι ότι η θέα εικόνων και σκηνών από τον άλλο κόσμο είναι κάτι που
συμβαίνει πολύ συχνά στους ανθρώπους που πεθαίνουν. Κατά τις εν λόγω
εμπειρίες, που αναφέρονται στην παραδοσιακώτερη Αμερική του 19ου αιώνος,
εκείνοι που είναι συνειδητοί Χριστιανοί και νοιώθουν ότι είναι
προετοιμασμένοι για τον θάνατο, δοκιμάζουν αισθήματα ειρήνης και χαράς
και βλέπουν φως, αγγέλους και τον παράδεισο, ενώ οι άπιστοι βλέπουν
συχνά τους δαίμονες και την κόλασι.
Αφού
λοιπόν αποδείξαμε ότι τα οράματα αυτά είναι αυθεντικά, πρέπει τώρα να
θέσουμε το ερώτημα: Ποια είναι η φύσις τους; Είναι πράγματι η οπτασία
του ουρανού τόσο κοινή μεταξύ εκείνων που, ενώ πεθαίνουν ως καλοί
Χριστιανοί σύμφωνα με την αντίληψί τους, βρίσκονται ωστόσο ακόμη έξω από
την Εκκλησία του Χριστού, την Ορθόδοξη δηλαδή Εκκλησία;
Στην
προσπάθειά μας να προσδιορίσουμε την φύσι και την αξία τέτοιων
εμπειριών θ' αρχίσουμε πρώτα με την επανάληψι της προσεγγίσεως μας στο
ζήτημα της «συναντήσεως με άλλους». Ας εξετάσουμε τις εμπειρίες που
έχουν κατά την ώρα του θανάτου οι «μη Χριστιανοί», για να δούμε αν
διαφέρουν σημαντικά από εκείνες των καθ' ομολογίαν Χριστιανών. Εάν και
οι μη Χριστιανοί βλέπουν συνήθως «παράδεισο» κατά την στιγμή του θανάτου
η μετά τον «θάνατο» τους, τότε αυτήν την εμπειρία θα πρέπει να την
ενοήσουμε σαν κάτι το φυσιολογικό που μπορεί να συμβή στον καθένα και
όχι σαν κάτι το χαρακτηριστικά χριστιανικό. Το βιβλίο των Όσις και
Χάραλντσον παρέχει πληθώρα αποδείξεων ως προς το σημείο αυτό.
Οι
εν λόγω ερευνητές αναφέρουν κάπου έβδομηνταπέντε περιπτώσεις «οραμάτων
ενός άλλου κόσμου» που τις είδαν διάφοροι ασθενείς που πέθαιναν. Μερικοί
απ’ αυτούς περιγράφουν λειβάδια και κήπους απίστευτης ομορφιάς, άλλοι
βλέπουν ν' ανοίγωνται πύλες προς ωραίες έξοχες ή πόλεις και άλλοι ακούν
μία απόκοσμη μουσική. Συχνά στις οπτασίες αυτές ανακατεύονται και πολύ
κοσμικές εικόνες όπως αυτό συνέβη λ.χ. με την Αμερικανίδα εκείνη που
είδε ότι πήγε σ' έναν ωραίο κήπο με ταξί ή με την Ινδή εκείνη που πήγε
στον «παράδεισο» της καβάλα σε μίαν αγελάδα, ή τον Νεοϋορκέζο που μπήκε
σ' ένα πράσινο λειβάδι με οργιαστική βλάστησι ενώ η ψυχή του ήταν γεμάτη
«αγάπη και ευτυχία» και έβλεπε μακρυά τα κτίρια του Μανχάταν κι ένα
λούνα παρκ.
Είναι
σημαντικό ότι στην μελέτη των Όσις και Χάραλντσον οι Ινδοί βλέπουν τον
«παράδεισο» τόσο συχνά όσο και οι Χριστιανοί, κι ενώ οι τελευταίοι
βλέπουν συχνά τον «Ιησού» και «αγγέλους», οι πρώτοι βλέπουν εξ ίσου
συχνά Ινδικούς ναούς και θεούς. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι ο βαθμός
θρησκευτικότητας των ασθενών δεν φαίνεται να επηρεάζη καθόλου την
ικανότητα τους να βλέπουν οπτασίες του άλλου κόσμου. «Οι βαθιά
θρησκευόμενοι ασθενείς δεν έβλεπαν κήπους, πύλες και παράδεισο πιο συχνά
από τους άλλους που ήταν λιγότερο ή και καθόλου θρησκευόμενοι» . Και
πράγματι ένα μέλος του Ινδικού Κομμουνιστικού Κόμματος, άθεος και
υλιστής, μεταφέρθηκε καθώς πέθαινε σ' έναν «όμορφο τόπο που δεν ανήκε σ'
αυτόν τον κόσμο... Άκουσε μουσική και τραγούδια στο βάθος. Όταν
συνειδητοποίησε ότι ζούσε λυπήθηκε που θα εγκατέλειπε εκείνον τον όμορφο
τόπο» . Κάποιος άλλος αποπειράθηκε να αυτοκτονήση και καθώς πέθαινε
είπε τα εξής: «Βρίσκομαι στον Παράδεισο. Υπάρχουν τόσα σπίτια γύρω μου
και τόσοι δρόμοι με μεγάλα δένδρα γεμάτα γλυκά φρούτα και μικρά πουλιά
που κελαϊδούν στα δένδρα» . Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που έχουν τέτοιες
εμπειρίες αισθάνονται μεγάλη χαρά, ειρήνη και γαλήνη και αποδέχονται
τον θάνατο- λίγοι είναι αυτοί που επιθυμούν να επιστρέψουν σ' αυτήν τη
ζωή.
Είναι
λοιπόν φανερό ότι πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί ως προς την
ερμηνεία της «οπτασίας του παραδείσου» από ετοιμοθάνατους ή από άτομα
που υπήρξαν «νεκροί». Όπως και πιο πάνω, όταν αναλύαμε την «συνάντησι με
άλλους», έτσι κι εδώ πρέπει να κάνουμε μία διάκρισι μεταξύ των
αυθεντικών οπτασιών του άλλου κόσμου, που δίδονται κατά χάριν, και της
απλής φυσιολογικής εμπειρίας, η οποία, αν και μπορεί να βρίσκεται έξω
από τα όρια των ανθρωπίνων εμπειριών, δεν είναι ούτε στον ελάχιστο βαθμό
πνευματική και δεν μας λέγει τίποτε σχετικά με την αληθινή
πραγματικότητα του παραδείσου ή της κολάσεως, σύμφωνα με την αυθεντική
χριστιανική διδασκαλία.
Διαπραγματευόμαστε
τώρα το πιο σημαντικό μέρος της έρευνάς μας περί των μεταθανάτιων και
των επιθανάτιων εμπειριών, δηλαδή την αξιολόγησι και την κρίσι αυτών των
εμπειριών από την σκοπιά της αυθεντικής χριστιανικής διδασκαλίας και
εμπειρίας της μετά θάνατον ζωής, καθώς και τον προσδιορισμό της σημασίας
τους για την εποχή μας. Ωστόσο ήδη στο σημείο αυτό μπορούμε να κάνουμε
μία πρωταρχική αξιολόγησι των εμπειριών του «παραδείσου», που τόσο συχνά
αναφέρονται σήμερα. Οι περισσότερες και πιθανόν όλες από τις εμπειρίες
αυτές έχουν ελάχιστη σχέσι με την όρασι του παραδείσου των Χριστιανών. Οι οπτασίες αυτές δεν είναι πνευματικές, αλλά «του κόσμου τούτου».
Είναι τόσο σύντομες, κατορθώνονται τόσο εύκολα, είναι τόσο κοινότυπες
και τόσο γήινες στις εικόνες τους, που δεν μπορεί να συγκριθούν σοβαρά
με τις αληθινές χριστιανικές οράσεις του παραδείσου που έλαβαν χώρα στο
παρελθόν —μερικές απ’ αυτές θα περιγράφουν παρακάτω. Ακόμη και το πιο
«πνευματικό» στοιχείο τους —το αίσθημα της «παρουσίας» του Χριστού— μας
πείθει περισσότερο για την πνευματική ανωριμότητα εκείνων που είχαν την
εμπειρία παρά για οτιδήποτε άλλο. Αντί να προκαλούν το βαθύ δέος, τον
φόβο του Θεού και την μετάνοια που προκάλεσαν οι γνήσιες εμπειρίες της
παρουσίας του Θεού στους Χριστιανούς αγίους —εκείνη του Αποστόλου Παύλου
στον δρόμο προς την Δαμασκό μπορεί να ληφθή ως χαρακτηριστικό
παράδειγμα —, οι σύγχρονες εμπειρίες προκαλούν κάτι που είναι πολύ πιο
συγγενικό προς την «άνεσι» και την «ειρήνη» των συγχρόνων πνευματιστικών
και χιλιαστικών κινήσεων.
Παρά
ταύτα δεν μπορούμε να μη παραδεχθούμε ότι αυτές οι εμπειρίες είναι
ασυνήθιστες. Πολλές απ’ αυτές είναι αδύνατον να χαρακτηρισθούν απλές
ψευδαισθήσεις και φαίνεται ότι συμβαίνουν πέρα από τα όρια της γήινης
ζωής, όπως αυτή εννοείται γενικά, μέσα σε μια περιοχή, ας πούμε, κάπου
μεταξύ ζωής και θανάτου.
Ποια
είναι λοιπόν η περιοχή αυτή; Αυτό είναι το ζήτημα που θα δούμε τώρα.
Για να δώσουμε απάντησι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ερευνήσουμε την
αυθεντική χριστιανική μαρτυρία και κατόπιν —όπως κάνει ο Δρ Μούντυ και
πολλοί άλλοι συγγραφείς που ασχολούνται μ' αυτό το αντικείμενο— να
στραφούμε στα κείμενα των συγχρόνων αποκρυφιστών και άλλων, οι οποίοι
ισχυρίζονται ότι έχουν ταξιδέψει στο βασίλειο αυτό. Η τελευταία αυτή
πηγή, αν κατανοηθή σωστά, παρέχει μία εκπληκτική επιβεβαίωσι της
Χριστιανικής αληθείας.
Και για ν' αρχίσουμε ας θέσουμε το ερώτημα: Σύμφωνα με την Χριστιανική διδασκαλία ποιος είναι εκείνος ο χώρος στον οποίο εισέρχεται πρώτα η ψυχή μετά τον θάνατο;
Και για ν' αρχίσουμε ας θέσουμε το ερώτημα: Σύμφωνα με την Χριστιανική διδασκαλία ποιος είναι εκείνος ο χώρος στον οποίο εισέρχεται πρώτα η ψυχή μετά τον θάνατο;
http://www.impantokratoros.gr/orasis-paradeisos.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου