Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Λόγοι Β΄ Μέρος Τρίτο Κεφάλαιο 2ον.1)«Όσο ξεχνάμε τον εαυτό μας, τόσο μας θυμάται ό Θεός » 2)«Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δέν πεθαίνουν»3)«Όποιος δέν υπολογίζει τον εαυτό του δέχεται Θεϊκή δύναμη»
«Όσο ξεχνάμε τον εαυτό μας, τόσο μας θυμάται ό Θεός »
Άλλα όποιος σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του, αυτός απομονώνεται καί από τους ανθρώπους, απομονώνεται καί από τόν Θεό - διπλή απομόνωση -, οπότε δέν δέχεται θεία Χάρη.
Αυτός είναι άχρη- στος άνθρωπος. Καί νά δήτε, αυτόν πού σκέφτεται συνέχεια τόν εαυτό του, τίς δυσκολίες του κ.λπ., καί ανθρωπίνως κανείς δέν θά του συμπαρασταθη σέ μιά ανάγκη.
Καλά, θεϊκή συμπαράσταση δέν θά έχη, αλλά δέν θά έχη καί ανθρώπινη. Μετά θά προσπαθη από έδώ-άπό εκεί νά βοηθηθή.
Θά βασανίζεται δηλαδή, γιά νά βοηθηθή από ανθρώπους, άλλα βοήθεια δέν θά βρίσκη. Αντίθετα, όποιος δέν σκέφτεται τόν εαυτό του, αλλά σκέφτεται συνέχεια τους άλλους, μέ τήν καλή έννοια, αυτόν τόν σκέφτεται συνέχεια ό Θεός, καί μετά τόν σκέφτονται καί οί άλλοι. Όσο ξεχνάει τόν εαυτό του, τόσο τόν θυμάται ό Θεός.
Νά, μιά ψυχή φιλότιμη μέσα σέ ένα Κοινόβιο θυσιάζεται, δίνεται κ.λπ. Αυτό, νομίζετε, δέν έχει πέσει στην αντίληψη τών άλλων; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθούν οί άλλοι αυτήν τήν ψυχή πού δίνεται ολόκληρη καί δέν σκέφτεται τόν εαυτό της; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθή ό Θεός; Μεγάλη υπόθεση! Έδώ βλέπει κανείς τήν ευλογία του Θεοϋ, πώς εργάζεται ό Θεός.
Στις δυσκολίες δίνει εξετάσεις ό άνθρωπος. Έκεϊ φαίνεται αν έχη πραγματική αγάπη, θυσία. Καί όταν
λέμε ότι ένας έχει θυσία, εννοούμε ότι τήν ώρα του κινδύνου δέν υπολογίζει τόν εαυτό του καί σκέφτεται τους άλλους.
Βλέπεις, καί ή παροιμία λέει «ό καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται». Θεός φυλάξοι, άν λ.χ. τώρα έπεφταν βόμβες, θά φαινόταν ποιος σκέφτεται τόν άλλον καί ποιος σκέφτεται τόν εαυτό του. Όποιος όμως έχει μάθει νά σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του, σέ μιά δυσκολία πάλι τόν εαυτό του θά σκέφτεται, καί ό Θεός δέν θά τόν σκέφτεται αυτόν τόν άνθρωπο.
Όταν από τώρα δέν σκέφτεται κανείς τόν εαυτό του άλλα σκέφτεται τους άλλους, και στον κίνδυνο τους άλλους Θά σκεφθη. Τότε ξεκαθαρίζουν ποιοι έχουν πραγματικά θυσία και ποιοί είναι φίλαυτοι. Άν δεν άρχίση κανείς νά κάνη από τώρα καμμιά θυσία, νά θυσιάση μιά επιθυμία, έναν εγωισμό, πώς θά φθάση νά θυσιάση την ζωή του σε μιά δύσκολη στιγμή;
"Αν τώρα σκέφτεται τόν κόπο και κοιτάη νά μήν κοπιάση λίγο παραπάνω άπό έναν άλλο σε μιά δουλειά, πώς θά φθάση στην κατάσταση νά τρέχη νά σκοτωθή αυτός, γιά νά μή σκοτωθή ό άλλος; Άν τώρα γιά μικρά πράγματα σκέφτεται τόν εαυτό του, τότε πού θά κινδυνεύη ή ζωή του, πώς θά σκεφθη τόν άλλον; Τότε θά είναι πιο δύσκολα.
Αν έρθουν δύσκολα χρόνια και εχη λ.χ. ό διπλανός του πυρετό και τόν δη νά πέση στον δρόμο, θά τόν άφήση καί θά φύγη. Θά πή: «Νά πάω νά ξαπλώσω, μήν πέσω καί εγώ».
Στον πόλεμο παλεύει ή ζωή ή δική σου με τήν ζωή τοΰ άλλου. Λεβεντιά είναι νά τρέχη ό ένας νά γλυτώση τόν άλλον. Όταν δεν ύπάρχη θυσία, ό καθένας πάει νά γλυτώση τόν εαυτό του. Καί είναι παρατηρημένο· όποιος πάει στον πόλεμο νά ξεφύγη, τόν βρίσκει εκεί ή οβίδα.
Πάει δήθεν νά γλυτώση καί σπάζει τά μούτρα του. Γι' αυτό νά μήν κοιτάζη κανείς νά ξεφύγη, καί ιδίως όταν αυτό είναι εις βάρος τών άλλων. Θυμάμαι ένα περιστατικό άπό τόν Αλβανικό πόλεμο.
Ένας στρατιώτης είχε μιά πλάκα, γιά νά προστατεύη το κεφάλι του. Έν τω μεταξύ χρειάσθηκε νά πάη λίγο πιο πέρα καί τήν ακούμπησε κάτω.
Πάει αμέσως ό διπλανός του καί τήν παίρνει. Σού λέει: «Ευκαιρία είναι, θά τήν πάρω εγώ τώρα». Τήν ίδια στιγμή, τάκ, πέφτει ό όλμος επάνω του, τόν διέλυσε.
Αυτός έβλεπε τά πυρά πού έπεφταν καί πήρε τήν πλάκα, γιά νά γλυτώση· δεν υπολόγισε τόν άλλον πού θά γύριζε πάλι. Σκέφθηκε μόνον τόν εαυτό του καί δικαιολόγησε κάπως καί τήν πράξη του: «Αφού πήγε λίγο πιο πέρα ό άλλος, μπορώ νά τήν πάρω τήν πλάκα».
Ναί, έφυγε, άλλα ή πλάκα ήταν δική του. Ένας άλλος, όσο συνεχιζόταν ό πόλεμος, προσπαθούσε να γλυτώση. Κανέναν δεν υπολόγιζε.
Οί άλλοι βοηθούσαν, αυτός καθόταν στο σπίτι του. Κοίταζε μέχρι την τελευταία ώρα πού δυσκόλεψαν τα πράγματα να ξεφύγη. Αργότερα, όταν είχαν έρθει οί Άγγλοι, πήγε στο στρατόπεδο, παρουσιάσθηκε στον Ζέρβα καί, επειδή είχε και αμερικανική υπη- κοότητα, βρήκε ευκαιρία καί έφυγε γιά τήν Αμερική. Μόλις όμως έφθασε εκεί, πέθανε!
Ή γυναίκα του ή καημένη έλεγε: «Πήγε να ξεφύγη από τον Θεό!». Αυτός πέθανε, ενώ άλλοι πού πήγαν καί στον πόλεμο έζησαν.
«Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δέν πεθαίνουν»
Θυμάμαι, στον στρατό τό σύνολο είχε έναν κοινό σκοπό. Προσπαθούσα εγώ, άλλα ή θυσία υπήρχε καί στους άλλους, άσχετα αν πίστευαν ή όχι στην άλλη ζωή. «Γιατί νά σκοτωθή ό άλλος; είναι οικογενειάρχης», έλεγαν, καί πήγαιναν αυτοί σέ μιά επικίνδυνη επιχείρηση. Ή θυσία πού έκαναν αυτοί είχε μεγαλύτερη αξία άπό τήν θυσία πού έκανε ένας πιστός. Ό πιστός πίστευε στην θεία δικαιοσύνη, στην θεία ανταπόδοση, ενώ αυτοί δεν γνώριζαν ότι δεν πάει χαμένη ή θυσία πού έκαναν καί ότι θά έχουν νά λάβουν γι' αυτήν στην άλλη ζωή.
Στην Κατοχή, τότε με τον Δαβάκη, οί Ιταλοί είχαν κάνει συλλήψεις νέων αξιωματικών, τους έβαλαν σέ ένα καράβι καί τους βούλιαξαν. Ύστερα, τους πρώτους πού έπιασαν, τους βασάνισαν, γιά νά μαρτυρήσουν ποιοί έχουν όπλα. Εκεί νά δήτε κοσμικοί άνθρωποι τί θυσία έκαναν!
Στην Κόνιτσα, κοντά στο σπίτι μας, εκεί πού έχτισαν τώρα τον Ναό τοΰ Αγίου Κοσμά τοϋ Αιτωλού, πρώτα ήταν τζαμί. Τους έκλειναν μέσα στο τζαμί καί τους έδερναν όλη τήν νύχτα με βούρδουλα πού είχε επάνω κολτσίδες όλο αγκάθια ή μέ καλώδια γδαρμένα· έβγαιναν έξω τά σύρματα, έδεναν και στην άκρη μολύβια και μ' αυτά τους χτυπούσαν και αυτό το ατσαλένιο σύρμα πήγαινε και έγδερνε το δέρμα.
Γιά νά μην άκούγωνται οι φωνές, τραγουδούσαν ή έβαζαν μουσική. Άπό 'δώ βγήκε το «ξύλο μετά μουσικής». Τους κρεμούσαν και ανάποδα και έβγαζαν οι καημένοι αΐμα άπό το στόμα, άλλα δεν μιλούσαν, γιατί σκέφτονταν: «Άν μαρτυρήσουμε εμείς - ήξεραν ποιοι εΐχαν ντουφέκια -, ύστερα Θά χτυπούν τον καθέναν, γιά νά μαρτυρηση».
Γι' αυτό οί πρώτοι είπαν: «Ας πεθάνουμε εμείς, γιά νά τους αποδείξουμε ότι δεν έχουν οί άλλοι ντουφέκια». Καί ήταν μερικοί πού γιά μιά οκά ή γιά πέντε οκάδες αλεύρι έλεγαν ότι ό τάδε π.χ. έχει δύο ντουφέκια.
Πεινούσε ό κόσμος καί πρόδιδαν τους άλλους. Όποτε καί μερικοί Ιταλοί άπό ένα τάγμα πού ήταν νόθα παιδιά καί ήταν βάρβαροι με όλα τά κόμπλεξ πού είχαν, έβγαζαν τό άχτι τους. Έπαιρναν τά μικρά παιδιά, τά έβαζαν τά καημένα γυμνά πάνω στην μασίνα πού έκαιγε καί τά πατούσαν νά καούν.
Τά έκαιγαν, γιά νά μαρτυρήσουν οί γονείς πού έχουν τό ντουφέκι. «Δέν έχω, δέν έχω», έλεγαν οί μεγάλοι καί εκείνοι έκαιγαν τά παιδάκια.
Θέλω νά πώ, εκείνοι προτίμησαν νά πεθάνουν, άν καί ήταν κοσμικοί άνθρωποι, γιά νά μή φάνε καί οί άλλοι ξύλο ή γιά νά μήν τους σκοτώσουν. Μέ αυτόν τον τρόπο έσωσαν πολύ κόσμο. Έτσι άπό μερικά παλληκάρια κρατήθηκε τό Έθνος!
- «Κάπνισαν τά μάτια μου», λέει κάπου, Γέροντα.
- Ναί, κάπνισαν τά μάτια του. Άπό τήν ένταση καί τήν αγωνία πού είχε, ήταν σάν νά έβγαζαν υδρατμούς τά μάτια του. Βρέθηκε σ" εκείνη τήν κατάσταση καί άπό πόνο καί αγάπη θυσιαζόταν συνέχεια. Δέν σκέφθηκε, δέν υπολόγισε ποτέ τον εαυτό του.
Δέν φοβήθηκε μήν τον σκοτώσουν, όταν αγωνιζόταν για την πατρίδα. Ό Μακρυγιάννης ζούσε πνευματικές καταστάσεις. Αν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ότι άπό τον Άγιο Αντώνιο δέν θά είχε μεγάλη διαφορά.
Τρεις χιλιάδες μετάνοιες έκανε καί είχε και τραύματα καί πληγές. Άνοιγαν οι πληγές του, έβγαι- ναν τά έντερα του, όταν έκανε μετάνοιες, καί τα έβαζε μέσα. Τρεις δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του. Έβρεχε το πάτωμα με τά δάκρυα του. Εμείς, αν ήμασταν στην θέση του, θά πηγαίναμε στο νοσοκομείο να μας υπηρετούν. Θά μάς κρίνουν οι κοσμικοί!
«Όποιος δέν υπολογίζει τον εαυτό του δέχεται Θεϊκή δύναμη»
- Γέροντα, κινδυνεύσατε καμμιά φορά στον πόλεμο;
- Ω, μιά καί δυό; Τά σκέφτομαι τώρα πώς βοηθούσε ό Θεός καί συγκλονίζομαι. Τότε δέν τά σκεφτόμουν. Ειδικά τον θάνατο δέν τον σκεφτόμουν καθόλου. Όταν είσαι αποφασισμένος γιά τον θάνατο, δέν φοβάσαι τίποτε.
Ή απόφαση γιά τον θάνατο ισοδυναμεί με χίλιους φύλακες. Ό θάνατος είναι ασφάλεια. Στον πόλεμο οι ιεροί λόχοι έχουν τήν νεκροκεφαλή· είναι αποφασισμένοι νά πεθάνουν. Όποιος δέν υπολογίζει τον εαυτό του γιά το καλό τοϋ άλλου ή γιά το κοινό καλό, δέχεται μέσα του θεϊκή δύναμη.
Καί νά δητε, αν κινηθή κανείς με θυσία, ό Θεός τον σκεπάζει. Θυμάμαι, μιά φορά είχαμε όχυρωθή πίσω άπό έναν βράχο.
Έγώ είχα σκάψει ένα λακκάκι και είχα κρυφτή λίγο. Έρχεται ό ένας καί μοϋ λέει «νά μπώ κι εγώ»· έρχεται ό άλλος, μού λέει «νά μπώ κι έγώ». Τους άφησα νά μπουν, άφοϋ μοϋ το ζητούσαν καί έμεινα έγώ έξω.
Το βράδυ, όταν έπεφταν τά πολλά βλήματα, μέ παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Φορούσα κουκούλα· δέν φορούσα κράνος. «Παιδιά, φωνάζω, μέ χτύπησε βλήμα!». Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα· το ξαναπιάνω, τίποτε.
Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε κουρέψει μόνον από μπρος προς τά πίσω τά μαλλιά μου καί είχε σχηματισθή μιά λωρίδα εξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά!
Εσείς δεν περάσατε δύσκολα χρόνια, κατοχές, δεν είδατε πόλεμο, εχθρούς κ.λπ. - εύχομαι νά μη δήτε - καί ούτε καταλαβαίνετε άπό αυτά. Τά χρόνια όμως αυτά είναι σάν μιά χύτρα πού βράζει καί σφυρίζει. Θέλει μιά σκληραγωγία, μιά παλληκαριά καί έναν ανδρισμό.
Αν τυχόν γίνη κάτι, κοιτάξτε μη βρεθήτε τελείως απροετοίμαστες. Νά έτοιμασθητε άπό τώρα, γιά νά μπορέσετε νά αντιμε- τωπίσετε μιά δυσκολία.
Καί ό Χριστός τί είπε; «Γίνεσθε έτοιμοι»[1] δεν είπε; Σήμερα πού ζούμε σε τέτοια δύσκολα χρόνια, γιά έναν λόγο παραπάνω, τρεις φορές πρέπει νά είμαστε έτοιμοι. Δέν είναι μόνον ό αιφνίδιος θάνατος πού μπορεί νά αντιμετωπίσουμε, είναι καί άλλοι κίνδυνοι. Νά φύγη λοιπόν το βόλεμα τού εαυτού μας. Νά δουλεύη τό φιλότιμο. Νά ύπάρχη το πνεύμα της θυσίας.
Τώρα βλέπω σάν νά είναι κάτι πού πάει νά γίνη καί συνέχεια αναβάλλεται. Όλο αναβολές μικρές. Ποιος τις κάνει; Ό θεός σπρώχνει; Άντε ακόμη έναν μήνα, δύο μήνες!... Ή υπόθεση έτσι πάει[2]. 'Αλλά, επειδή δέν ξέρουμε τί μας περιμένει, όσο μπορείτε, νά καλλιεργήσετε την αγάπη.
Αυτό είναι τό κυριώτερο άπ' όλα: νά έχετε μεταξύ σας αγάπη αληθινή, αδελφική, όχι ψεύτικη. Πάντα, όταν ύπάρχη τό καλό ενδιαφέρον, ό πόνος, ή αγάπη, ενεργεί κανείς σωστά.
Ή καλωσύνη, ή αγάπη, είναι δύναμη. Όσο μπορείτε νά έχετε εχεμύθεια καί νά μήν ξανοίγεσθε· ό ένας θά τό πή στον άλλον, καί ό άλλος στον άλλον, καί τί βγήκε;
Μπορεί ακόμη καί άπό μιά χαζομάρα νά κάνετε κακό και να χτυπήσετε μετά τό κεφάλι στον τοίχο. Να βλέπατε στον στρατό εχεμύθεια! Πρώτη δουλειά, αν κινδύνευες νά σέ πιάσουν, ήταν νά καταστρέψης τά διακριτικά στοιχεία.
Έκοβες τά στοιχεία κομματάκια, γιά νά τά καταπιής. Μιά φορά πού βρέθηκα σέ δυσκολία, τά κατάπια. Γιατί, αν τά έπαιρναν οι αντάρτες, μάθαιναν ότι στο τάδε μέρος υπάρχει στρατός, έχει ανάγκη από τροφές κ.λπ., έστελναν αυτοί σήμα στο κέντρο, οπότε ερχόταν ή αεροπορία καί έρριχνε σ' αυτούς τρόφιμα καί βομβάρδιζε τον στρατό.
Κατάλαβες; Παρουσιάζονταν αυτοί γιά στρατός. Άν σέ έπιαναν καί ήσουν ασυρματιστής, σοϋ έβγαζαν τά νύχια μέ την τανάλια, γιά νά μαρτυρήσης τά διακριτικά. Καί προτιμούσες νά σοϋ βγάλουν τά νύχια, παρά νά προδώσης. Του άλλου τοϋ έκαψαν τίς μασχάλες, γιά νά παραδώση επιστολή, καί δέν ομολόγησε- έμεινε παράλυτος. Δέν ομολόγησε, γι' αυτό καί έγινε όμολογητής.
Γυναίκες μετέφεραν μέσα στά σαμάρια έγγραφα αποφασισμένες νά πεθάνουν.
Ό θάνατος στον πόλεμο πολύ εξιλεώνει, γιατί θυσιάζεται κανείς, γιά νά προστατεύση τους άλλους. Εκείνοι πού θυσιάζουν τήν ζωή τους από καθαρή αγάπη, γιά νά προστατεύσουν τους συνανθρώπους τους, μιμούνται τον Χριστό.
Αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι ήρωες, διότι τους τρέμει ακόμη καί ό θάνατος, επειδή αψηφούν τόν θάνατο από αγάπη, καί έτσι κερδίζουν τήν αθανασία, παίρνοντας τό κλειδί τής αιωνιότητος κάτω από τήν πλάκα τοϋ τάφου, καί προχωρούν ελαφρά στην αιώνια μακαριότητα.
1. Ματθ. 24,44 καί Λουκ. 12,40
2. Ειπώθηκαν τόν Νοέμβριο του 1984.
Απόσπασμα από τις σελίδες 201 -208 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου