Οἱ Ἅγιοι Ὀλυμπᾶς, Ῥοδίων (ἢ Ἠρωδίων), Ἔραστος, Σωσίπατρος, Τέρτιος καὶ Κουάρτος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70
Καὶ οἱ ἕξι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρονται ὅλοι στὸ ιστ’ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν ἄριστοι ἐφαρμοστὲς τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλὰ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδὲ ὡς κατὰ κυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Ποιμάνετε, δηλαδή, τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴ δικαιοδοσία σας, καὶ ἐπιβλέπετε αὐτὸ μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, ὄχι ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ βρεθήκατε στὴν θέση αὐτή, ἀλλὰ μὲ ὅλη σας τὴν θέληση, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε σὲ αἰσχρὰ κέρδη, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο, χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ποὺ σὰν ἄλλοι γεωργικοὶ κλῆροι δόθηκαν στὸν καθένα σας γιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ νὰ γίνεσθε στὸ ποίμνιο ὑποδείγματα ἀρετῆς ἀξιομίμητα.
Πράγματι, καὶ οἱ πέντε Ἀπόστολοι ἔγιναν ὑποδείγματα ἀρετῆς . Ὁ Ὀλυμπᾶς καὶ ὁ Ἠρωδίων πέθαναν μαρτυρικὰ ἐπὶ Νέρωνος. Ὁ Σωσίπατρος ἔγινε ἐπίσκοπος στὸ Ἰκόνιο καὶ πέθανε ἐπιτελώντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τερτίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Ὀκτωβρίου. Ὁ Ἔραστος κυβέρνησε μὲ παρόμοιο τρόπο τὴν ἐπισκοπὴ Νεάδος. Καὶ ὁ Κούαρτος, σὰν ἐπίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε μὲ θάρρος καὶ ἐνέταξε σὰν χριστιανοὺς στὴν ἐπισκοπή του πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον καταπλουτήσαντες, τῆς εὐσέβειας φωστῆρες καὶ ὑποφῆται σοφοί, ἀνεδείχθητε ἡμῖν Χριστὸν κηρύττοντες, Κούαρτε Ἔραστε κλεινέ, Τέρτιε καὶ Ὀλυμπᾶ, Σωσίπατρε καὶ Ῥοδίων, Ἀπόστολοι θεηγόροι, φωταγωγοὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐκηρύξατε πίστιν, πολύθεον σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἐκ μέσου ποιήσαντες, ταῖς σεπταῖς διδαχαῖς ὑμῶν· ὅθεν εὕρατε, τὴν ἀμοιβὴν τῶν καμάτων, αἰωνίζουσαν, ἐν οὐρανοῖς τοὺς στεφάνους, λαβόντες Ἀπόστολοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔμπνους λυχνία, ἡ ἑξάφωτος καὶ λαμπρά· χαίροις Ἀποστόλων, ἑξάστιχος χορεία, δι’ ὧν τὰ ὑπὲρ λόγον, μυσταγωγούμεθα.
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καταγόταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Τὴν περίοδο τοῦ Διοκλητιανοῦ διωγμοῦ, ἀναγκάστηκε πολυτρόπως, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα.
Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»
Ὑπῆρξε στὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 17η Φεβρουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ κατηχητὴς τῆς Ἁγίας Πελαγίας
Ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο Λόγο στὴν Ἀντιόχεια.
Ἔτσι προσείλκυσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴν τότε πόρνη Πελαγία, ποὺ ἀπὸ τότε, ἀφοῦ κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαίων, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση τελείωσε τὴν ζωή της.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος Ταρακίνης
Διάσημος Ἰλλυριὸς ἀπὸ τὴ Σαβαρία τῆς Παννονίας, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἀρειανοὶ τὸν κακοποίησαν δημόσια καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πόλη.
Ὁπότε κατέφυγε στὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλὰ ἔπαθε καὶ ἐκεῖ τὰ ἴδια ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ ἐπίσκοπο τῆς πόλης, Αὐξέντιο. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ νησὶ Γαλαρία (στὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος), ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ χόρτα.
Ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος Ταρακίνης καὶ διέπρεψε μὲ τὶς εὐαγγελικές του πράξεις. Ἔτρεφε τοὺς φτωχούς, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικημένους καὶ ποίμανε θεοπρεπὼς τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο καὶ στὶς 12 Νοεμβρίου, βέβαια στὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλος Μαρτῖνος ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Φρυγίας καὶ φυσικὰ εἶναι διαφορετικός τοῦ Μαρτίνου αὐτῆς τῆς ἡμερομηνίας.
Ὁ Ἅγιος Μίλος ἢ Μίλης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ τρεῖς μαθητές του
Αὐτοὶ ἦταν Πέρσες. Καὶ ὁ μὲν Μίλος, στρατηγὸς προηγουμένως, γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του ἔγινε ἐπίσκοπος Τελεπόλεως (ὅπου ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶδε τὶς ὁπτασίες).
Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Βηθλαπὰτ ἐπίσκοπο Γεδδηγουπόλεως. Καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ κατέφυγε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συνάντησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο.
Μετὰ δυὸ χρόνια ἐπέστρεψε στὴν Περσία καὶ συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, ἀπὸ τὸν Βασιλίσκο Μισθοφάρη στὴν πόλη Μιλιγέρδα. Ἐκεῖ θανατώθηκε μὲ μαχαίρια καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς θανάτωσαν, ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν μὲ ξύλα καὶ πέτρες.
Ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νίρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ὠρίων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔθαψαν ζωντανὸ στὴν γῆ.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης
Ὁ Ὁσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε, Θεόδωρου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.
Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τοὺς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτό» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε καὶ ἔπιανε στὰ χέρια του. Συνήθιζε νὰ λέγει, «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».
Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεία». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ, πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου.Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση.
Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορά – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;».
Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».
Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!», λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.
Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά.
Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.
Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλον του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν.
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, θεοφόρε γεγονώς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τὰς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταῖς ἱκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοι· οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ Καππαδοκίας, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ παρέχων, ἑκάστῳ θείαν χάριν, ὡς δοξασθεὶς θεόθεν, Πάτερ Ἀρσένιε.
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὸ 253 μὲ 256 μ.Χ. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία τὸ 256, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ἀντιοχείας Δόμνος (270 – 273) ἦταν γιὸς του.
Ὁ Ἅγιος Justus (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Καὶ οἱ ἕξι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρονται ὅλοι στὸ ιστ’ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν ἄριστοι ἐφαρμοστὲς τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλὰ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδὲ ὡς κατὰ κυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Ποιμάνετε, δηλαδή, τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴ δικαιοδοσία σας, καὶ ἐπιβλέπετε αὐτὸ μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, ὄχι ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ βρεθήκατε στὴν θέση αὐτή, ἀλλὰ μὲ ὅλη σας τὴν θέληση, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε σὲ αἰσχρὰ κέρδη, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο, χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ποὺ σὰν ἄλλοι γεωργικοὶ κλῆροι δόθηκαν στὸν καθένα σας γιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ νὰ γίνεσθε στὸ ποίμνιο ὑποδείγματα ἀρετῆς ἀξιομίμητα.
Πράγματι, καὶ οἱ πέντε Ἀπόστολοι ἔγιναν ὑποδείγματα ἀρετῆς . Ὁ Ὀλυμπᾶς καὶ ὁ Ἠρωδίων πέθαναν μαρτυρικὰ ἐπὶ Νέρωνος. Ὁ Σωσίπατρος ἔγινε ἐπίσκοπος στὸ Ἰκόνιο καὶ πέθανε ἐπιτελώντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τερτίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Ὀκτωβρίου. Ὁ Ἔραστος κυβέρνησε μὲ παρόμοιο τρόπο τὴν ἐπισκοπὴ Νεάδος. Καὶ ὁ Κούαρτος, σὰν ἐπίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε μὲ θάρρος καὶ ἐνέταξε σὰν χριστιανοὺς στὴν ἐπισκοπή του πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον καταπλουτήσαντες, τῆς εὐσέβειας φωστῆρες καὶ ὑποφῆται σοφοί, ἀνεδείχθητε ἡμῖν Χριστὸν κηρύττοντες, Κούαρτε Ἔραστε κλεινέ, Τέρτιε καὶ Ὀλυμπᾶ, Σωσίπατρε καὶ Ῥοδίων, Ἀπόστολοι θεηγόροι, φωταγωγοὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐκηρύξατε πίστιν, πολύθεον σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἐκ μέσου ποιήσαντες, ταῖς σεπταῖς διδαχαῖς ὑμῶν· ὅθεν εὕρατε, τὴν ἀμοιβὴν τῶν καμάτων, αἰωνίζουσαν, ἐν οὐρανοῖς τοὺς στεφάνους, λαβόντες Ἀπόστολοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔμπνους λυχνία, ἡ ἑξάφωτος καὶ λαμπρά· χαίροις Ἀποστόλων, ἑξάστιχος χορεία, δι’ ὧν τὰ ὑπὲρ λόγον, μυσταγωγούμεθα.
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καταγόταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Τὴν περίοδο τοῦ Διοκλητιανοῦ διωγμοῦ, ἀναγκάστηκε πολυτρόπως, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα.
Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»
Ὑπῆρξε στὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 17η Φεβρουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ κατηχητὴς τῆς Ἁγίας Πελαγίας
Ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο Λόγο στὴν Ἀντιόχεια.
Ἔτσι προσείλκυσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴν τότε πόρνη Πελαγία, ποὺ ἀπὸ τότε, ἀφοῦ κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαίων, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση τελείωσε τὴν ζωή της.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος Ταρακίνης
Διάσημος Ἰλλυριὸς ἀπὸ τὴ Σαβαρία τῆς Παννονίας, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἀρειανοὶ τὸν κακοποίησαν δημόσια καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πόλη.
Ὁπότε κατέφυγε στὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλὰ ἔπαθε καὶ ἐκεῖ τὰ ἴδια ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ ἐπίσκοπο τῆς πόλης, Αὐξέντιο. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ νησὶ Γαλαρία (στὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος), ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ χόρτα.
Ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος Ταρακίνης καὶ διέπρεψε μὲ τὶς εὐαγγελικές του πράξεις. Ἔτρεφε τοὺς φτωχούς, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικημένους καὶ ποίμανε θεοπρεπὼς τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο καὶ στὶς 12 Νοεμβρίου, βέβαια στὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλος Μαρτῖνος ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Φρυγίας καὶ φυσικὰ εἶναι διαφορετικός τοῦ Μαρτίνου αὐτῆς τῆς ἡμερομηνίας.
Ὁ Ἅγιος Μίλος ἢ Μίλης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ τρεῖς μαθητές του
Αὐτοὶ ἦταν Πέρσες. Καὶ ὁ μὲν Μίλος, στρατηγὸς προηγουμένως, γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του ἔγινε ἐπίσκοπος Τελεπόλεως (ὅπου ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶδε τὶς ὁπτασίες).
Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Βηθλαπὰτ ἐπίσκοπο Γεδδηγουπόλεως. Καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ κατέφυγε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συνάντησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο.
Μετὰ δυὸ χρόνια ἐπέστρεψε στὴν Περσία καὶ συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, ἀπὸ τὸν Βασιλίσκο Μισθοφάρη στὴν πόλη Μιλιγέρδα. Ἐκεῖ θανατώθηκε μὲ μαχαίρια καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς θανάτωσαν, ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν μὲ ξύλα καὶ πέτρες.
Ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νίρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ὠρίων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔθαψαν ζωντανὸ στὴν γῆ.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης
Ὁ Ὁσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε, Θεόδωρου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.
Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τοὺς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτό» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε καὶ ἔπιανε στὰ χέρια του. Συνήθιζε νὰ λέγει, «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».
Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεία». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ, πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου.Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση.
Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορά – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;».
Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».
Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!», λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.
Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά.
Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.
Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλον του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν.
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, θεοφόρε γεγονώς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τὰς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταῖς ἱκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοι· οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ Καππαδοκίας, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ παρέχων, ἑκάστῳ θείαν χάριν, ὡς δοξασθεὶς θεόθεν, Πάτερ Ἀρσένιε.
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὸ 253 μὲ 256 μ.Χ. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία τὸ 256, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ἀντιοχείας Δόμνος (270 – 273) ἦταν γιὸς του.
Ὁ Ἅγιος Justus (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου