ΟΜΙΛΙΑ
1η
π.
Ἀθανασίου
Μυτιληναίου
“Λόγοι
Ἀφυπνίσεως”
Ἀναισθησία:
μία
βαρύτατη
νόσος.
Τί
εἶναι αὐτή ἡ πνευματική ἀναισθησία;
Κατ᾿ ἀρχάς εἶναι νόσος, εἶναι ἀρρώστια·
ὅπως ἀκριβῶς θά λέγαμε ὅτι αὐτός ὁ
ἄνθρωπος δέν βλέπει, συνεπῶς κάτι ἔχουν
τά μάτια του, εἶναι ἄρρωστα· ἤ δέν
ἀκούει· κάτι ἔχουν τά αὐτιά του, δέν
ἀκούει. Νόσος ὅμως βαρύτατη. Βαρύτατη!
Ὁ
Διάβολος ἐπιδιώκει τή βλάβη τῶν
αἰσθήσεών μας,
ἐνῶ
ὁ Χριστός τή θεραπεία τους.
Ἄς
μοῦ ἐπιτραπεῖ μία παρέκβαση· ἀνοίγω
μιά παρένθεση. Ξέρετε γιατί οἱ δαίμονες
κυριαρχοῦσαν πάνω στούς ἀνθρώπους καί
τούς ἔκαναν δαιμονισμένους ἤ κουφούς
ἤ τυφλούς ἤ παραλυτικούς; Γιά νά μή
μποροῦν νά πᾶνε νά ἀκούσουν, νά
περπατήσουν καί νά ἀκούσουν τά λόγια
τοῦ Θεοῦ ἤ νά δοῦν μέ τά μάτια τους τά
θαυμάσια τοῦ Θεοῦ.
Μήν
πηγαίνετε πολύ μακρυά. Ὅταν ἕνας
ἄνθρωπος λέει «ὅταν θά γεράσω θά
μετανοήσω», ὅταν ἔρχεται τό γῆρας
–πού εἶναι γνωστό ὅτι δέν ἔρχεται
μόνο του, ἀλλά συνοδεύεται μέ τήν
καταστροφή τῶν αἰσθήσεων– ὁ ἄνθρωπος
δέν ἀκούει πιά πολλές φορές ἤ δέν
βλέπει. Πάει ὁ πνευματικός στό κρεββάτι
τοῦ θανάτου καί προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει
μέ τόν ἄνθρωπο αὐτό, πού κάποτε ἔλεγε
«ὅταν θά γεράσω θά μετανοήσω»· ἀλλά
ματαίως, ἡ ἐπικοινωνία εἶναι ἀδύνατη.
Ἄστε
καί τήν μαλάκυνση τοῦ ἐγκεφάλου, πού
δέν μπορεῖ πιά ὁ ἄνθρωπος οὔτε νά
σκεφθεῖ οὔτε νά θυμηθεῖ – τί νά
θυμηθεῖ...! ὕστερα, κι ἄν ἀκόμη δέν ἔχει
αὐτό, καί τό μυαλό του δέν ἔχει γίνει
κουρκούτι, μέσα στόν πόνο του, ἄν εἶναι
ἄρρωστος, δέν μπορεῖ νά σκεφθεῖ τίποτ᾿
ἄλλο παρά... τόν πόνο του.
Τελευταῖα
πῆγα σέ κάποιον, θυμᾶμαι, καί μοῦ εἶπε
–καί δέν εἶναι ὁ μοναδικός πού μοῦ τό
ἔχει πεῖ: «Ἄσε με, πάτερ μου... Ἄσε
με, πάτερ μου... Τώρα δέ μπορῶ νά σκεφθῶ·
πονῶ...». Ἔφθασε νά μοῦ πεῖ –κι αὐτός,
καί ἄλλοι μοῦ τό ᾿χουν πεῖ: «Μή μέ
βασανίζεις!». Θά τοῦ ᾿λεγε κανείς:
Δέν σέ βασανίζω, ἄνθρωπέ μου· ἁπλῶς
ἐπιμένω νά σέ σώσω· κι ἐσύ μοῦ λές ὅτι
σέ βασανίζω;! Ἀλλά τό θεωρεῖς βασανισμό
ἐπειδή αὐτή τή στιγμή ἴσως πονᾶς, καί
σοῦ εἶμαι ἀνεπιθύμητος.
Δέν
λέω ὅμως τώρα γι᾿
αὐτές τίς περιπτώσεις, ἀλλά μιλάω γιά
ἐκεῖνον πού εἶναι κουφός. Τοῦ λές:
«Ἔκανες αὐτή τήν ἁμαρτία;».
«Τί;...» σοῦ λέει.
«Ἔκανες αὐτή τήν ἁμαρτία;».
«Πῶς;...» Δέν ἀκούει, δέν καταλαβαίνει.
Κι ἄν εἶναι σέ νοσοκομεῖο καί βρίσκονται
κι ἄλλοι δίπλα ἄνθρωποι καί δέν μπορεῖς
νά φωνάξεις, τί κάνεις; Πέστε μου, τί
κάνεις;
Γι᾿
αὐτό ὁ Διάβολος φθείρει τίς αἰσθήσεις,
καταστρέφει τίς αἰσθήσεις, μέ σκοπό οἱ
ἄνθρωποι νά μή μποροῦν νά δοῦν τά
θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκούσουν ἤ
νά διαβάσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά
γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Κύριος θεράπευε.
Δέν θεράπευε γιά νά περάσει κανείς τήν
ὑπόλοιπη ζωή του ὄμορφα καί ἄνετα –
φυσικά καί γι᾿ αὐτό, γιατί ὁ Θεός ἔκανε
τόν ἄνθρωπο νά εἶναι εὐτυχισμένος
πάνω στή γῆ – ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως
γιά νά δεῖ καί νά καταλάβει τά μεγαλεῖα
τοῦ Θεοῦ. Κλείνω τήν παρένθεσή μου.
Εἴπαμε
ὅτι ἡ ἀναισθησία εἶναι νόσος βαρύτατη.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
–τόν ὁποῖο πάλι θά χρησιμοποιήσουμε
ἀπόψε στήν ἀγάπη σας: «Ἀναισθησία
ἐστί νενεκρωμένη αἴσθησις», αἴσθηση
νεκρή, «ἐκ χρονίας νόσου καί ἀμελείας
εἰς ἀναισθησίαν καταλήξασα»1.
Ποιά εἶναι αὐτή ἡ χρόνια νόσος;
Τά
χρονίζοντα πάθη πίσω ἀπό τήν ἀναισθησία.
Ἐδῶ
πού τά λέμε ἡ ἀναισθησία μόνη, αὐτή
καθ᾿ ἑαυτή, δέν εἶναι χρόνια νόσος·
πίσω ἀπό τήν ἀναισθησία ὑπάρχει μιά
ἄλλη χρόνια νόσος. Εἶναι γνωστό ὅτι
μιά ἀρρώστια φέρνει καί μιά ἄλλη
ἀρρώστια. Ὅταν ἐπί παραδείγματι δέν
λειτουργεῖ καλά ἄς ποῦμε ἡ καρδιά,
σιγά-σιγά μοῦ φαίνεται ὅτι καταστρέφονται
ἴσως καί τά νεφρά· δέν λειτουργοῦν
καλά. Ἤ, ἄν τά νεφρά δέν λειτουργοῦν
καλά, ἴσως καταστρέφεται, ξέρω ᾿γώ, καί
ἡ καρδιά· ἀντιστρόφως. Δέν ξέρω βέβαια
ἄν συμβαίνει αὐτό –νά μέ συγχωρέσετε
πού δέν ξέρω– ἀλλά θέλω νά πῶ ὅτι ὅταν
χαλάσει ἕνα ὄργανο, πλάϊ σ᾿ αὐτό μπορεῖ
νά χαλάσει κι ἕνα ἄλλο ὄργανο. Ἔτσι
κι ἐδῶ· μπορεῖ νά ὑπάρχει μιά ἀρρώστια
πνευματική, καί πίσω ἀπ᾿ αὐτή νά ὑπάρχει
μιά ἄλλη ἀρρώστια.
Ποιά
εἶναι λοιπόν αὐτή ἡ ἄλλη χρόνια νόσος;
Θά τρομάξετε. Εἶναι τά χρόνια πάθη!
Εἶναι τά πάθη τά ὁποῖα χρονίζουν, καί
κυρίως τά θανάσιμα πάθη. Ποιά εἶναι
αὐτά; Εἶναι ἡ γαστριμαργία, εἶναι ἡ
πορνεία,... –τά ᾿χαμε κάνει πέρσι. Ὅταν
ἕνας ἄνθρωπος χρονίζει στήν πορνεία,
τί γίνεται; δέν γίνεται ἀναίσθητος; Ἤ
ὅταν χρονίζει στήν γαστριμαργία, ὁ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν βλέπει τίποτε
μπροστά του παρά μόνο τό πῶς θά τρώει
καί τί θά πίνει καί τίποτε ἄλλο, αὐτός
δέν γίνεται πνευματικά ἀναίσθητος; Ἤ
ὅταν χρονίζει στήν ὑπερηφάνεια, στήν
κενοδοξία, στή φιλαργυρία,... Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος χρονίζει στή φιλαργυρία, δέν
γίνεται ἀνάλγητος καί ἀναίσθητος στήν
δυστυχία πού μπορεῖ νά ὑπάρχει γύρω
του;
Ὥστε
λοιπόν αὐτή ἡ χρόνια νόσος εἶναι
τά χρoνίζοντα πάθη, πού μέ τήν συνέργεια
τῆς ἀμελείας ὁδηγοῦν στήν ἀναισθησία.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει νά τά
θεραπεύσει, ὅπως θά ᾿λεγε κάποιος «Ἔχω
κάτι, ἀλλά δέν πάω στόν γιατρό.», τότε
θά καταλήξει στήν ἀναισθησία, δηλαδή
στήν βλάβη. Γι᾿ αὐτό ἄς προσέξουμε,
ἀγαπητοί μου, καί ἄς φοβηθοῦμε τά
χρονίζοντα πάθη.
Πῶς
ὁ Ἰούδας ἔφθασε στήν ἀναισθησία.
Τί
ἦταν ὁ Ἰούδας; Ὁ Ἰούδας ἦταν ἕνας ἐκ
τῶν δώδεκα Μαθητῶν, πού ἐπελέγη ὅπως
καί οἱ ὑπόλοιποι ἕνδεκα. Ἀνατέθηκε
σ᾿ αὐτόν τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ· ἀνατέθηκε σ᾿ αὐτόν νά θαυματουργεῖ
καί νά ἐκδιώκει καί ἀπελαύνει δαίμονες.
Θαυματούργησε ὁ Ἰούδας. Θαυματούργησε!
Στάθηκε ἐκλεκτός Μαθητής –ἀπό τό
ἐκλέγω– τόν ἐξέλεξε ὁ Κύριος! «οὐκ
ἐγώ ὑμᾶς τούς δώδεκα ἐξελεξάμην;
λέγει· καί ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός
ἐστιν»2,
ἕνας ἀπό σᾶς εἶναι προδότης, λέει.
Ἐγώ σᾶς ἐξέλεξα. Ὁ Χριστός δέν
ἐξέλεξε ἕναν προδότη. Μήν πᾶμε σ᾿ αὐτή
τή βλασφημία, ὅπως τό παρουσιάζουν
κάποια ἱστορικά μυθιστορήματα καί
ταινίες καί θεατρικά ἔργα ἤ θεωρίες
πού κυκλοφοροῦν, καί συνεπῶς δίνουν
δίκιο στόν Ἰούδα. Ὄχι, πρός Θεοῦ! Δέν
ἐκλέγει προδότη· ἐκλέγει Μαθητή. Ἀλλά
ὁ Μαθητής αὐτός φθάνει νά γίνει προδότης.
Γιατί; Ἐπειδή ἔγινε ἀναίσθητος. Πῶς
ἔγινε ἀναίσθητος; Ἄφησε νά κυριευθεῖ
ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Κρατοῦσε
τό ταμεῖο – ἡ ἀφορμή. Ἔ, τήν πρώτη φορά
ἔβαλε ἕνα νομισματάκι ἀπό τόν κοινό
κορβανά στήν τσέπη του· γλυκάθηκε. Τήν
δεύτερη φορά κάτι περισσότερο, τήν ἄλλη
κάτι περισσότερο. Προσπαθοῦσε μέ κάθε
τρόπο νά αὐξήσει τά ἔσοδά του. Πίστεψε
ὅτι ἤτανε μία πολύ μεγάλη εὐκαιρία νά
πάρει καί τριάντα ἀργύρια, καί ἔφθασε
στό σημεῖο νά προδώσει τόν Χριστό.
Δέν
ἄκουγε τίποτα; Πόσες φορές ὁ Χριστός
ἔκανε μνεία τοῦ πράγματος; Θά σᾶς
θυμίσω μόνο τοῦτο. Ὅταν εἶπε «εἷς
ἐξ ὑμῶν διάβολός ἐστιν»3,
ὁ Ἰούδας τό ἄκουσε, ἤτανε παρών. Ὅταν
στό δείπνο, τό τελευταῖο δεῖπνο, τούς
εἶπε «ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει»,
ὁ Ἰούδας αὐτό τό ἄκουσε, καί φθάνει
στήν ὑποκρισία νά πεῖ: «μήτι ἐγώ
εἰμι, ῥαββί;», μήπως εἶμαι ἐγώ; Κι
ἀκόμη, ἕνα τρίτο σημεῖο, τοῦ λέγει ὁ
Κύριος: «ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον»4
–εἶναι φοβερό αὐτό τό πρᾶγμα! Οἱ ἄλλοι
Μαθητές δέν πῆραν εἴδηση· νόμισαν ὅτι
πρόκειται περί ἀγορᾶς τροφίμων γιά
τούς φτωχούς. «Ὅ,τι ἔχεις νά κάνεις,
κάν᾿ το γρήγορα»! Ἄν τό θῦμα πεῖ
στόν θύτη, στόν ἐγκληματία, «Ὅ,τι
ἔχεις νά κάνεις, κάν᾿ το, καημένε,
γρήγορα.», ὁ θύτης θά πεῖ «Μέ
κατάλαβε!», θά λάβει τά μέτρα του. Ἤ
ἀκόμη, ἄν ἔχει κάτι μέσα του, θά συνέλθει,
θά τρανταχθεῖ, θά γίνει μέσα του σεισμός.
Ἄν ἔχει κάτι ἀκόμη μέσα του...! ὁ Ἰούδας
φεύγει γιά τό ἔργο του· καί τελευταῖα
στιγμή, ὅταν μέ φίλημα Τόν προδίδει,
ἀκούει: «ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πέρει;»5.
Φίλε, ἐδῶ εἶσαι; «Ἑταῖρε», φίλε.
Ἀκοῦτε· «φίλε»! Αὐτό εἶναι ἔλεγχος
φοβερός. «Φίλε, ἐδῶ εἶσαι;»! Ὁ
Ἀπόστολος Πέτρος μέ μία ματιά τοῦ
Κυρίου συγκλονίστικε. Ὅταν Τόν ἀρνήθηκε
γιά τρίτη φορά, κι Ἐκεῖνος γύρισε καί
τόν κοίταξε, ἡ ματιά ἐκείνη τοῦ Κυρίου
ἤτανε ἔλεγχος· βγῆκε ἔξω καί ἔκλαψε
πικρά!6
Ὁ Ἰούδας ὅμως, μέ τήν προσφώνηση «φίλε»,
δέν συγκινεῖται. Μέ φίλημα προδίδεις
τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τόν διδάσκαλό
σου;... Μέ φίλημα;...! Δέν συγκινεῖται.
Γιατί; Εἶναι ἀναίσθητος. Καί γιατί
εἶναι ἀναίσθητος; Τόν κατάντησε τέτοιον
τό πάθος τῆς φιλαργυρίας.
Συνεχίζεται....
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἐκδόσεις:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Ἱ.
Μ.
Κομνηνείου
«Κοιμήσεως
Θεοτόκου»
καί
«Ἁγίου
Δημητρίου»
400.07
Στόμιον
Λαρίσης.
Τηλ.
&
Fax.: 24950.91220.
1Ἅγ.
Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, Κλῖμαξ, Λόγος
ΙΖ, ΠΑΡ. α΄, Ἐκ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός
Ἀττικῆς, 1978, σελ. 223.
2Ἰωάν.
Στ΄: 70.
3Ἰωάν.
Στ΄ : 70. Ιγ΄ : 21. Ματθ. Κστ΄ : 21. Μᾶρκ. Ιδ΄
: 18.
4Ἰωάν.
Ιγ΄: 27.
5Ματθ.
Κστ΄ : 50.
6Βλ.
Ματθ. Κστ΄ : 75.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου