ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ
ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΛΛΩΜΕΘΑ ΕΙΣ ΤΑ ΒΙΩΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΪΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕΝ
ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
1. Εγώ ενόμιζα, αγαπητοί, με το να σας κεντρίζω κάθε φορά και σφοδρότερα με τον λόγον μου, ότι θα σας φανώ ενοχλητικός, διότι επιδεικνύω κάποιαν υπέρμετρο ελευθεριότητα εις τον λόγον, που δεν αρμόζει ακόμη ούτε εις ιδιότροπο, ούτε εις άνδρα που κατέχεται από παρόμοια ελαττώματα. Σεις όμως από τους ελέγχους παρεκινήθητε εις εύνοιαν απέναντί μου και εκάματε τα πλήγματα του λόγου προσάναμμα δια περισσότερο πόθον. Και τίποτε το παράδοξον! Διότι είσθε σοφοί εις τα πνευματικά πράγματα. «Να ελέγχης σοφόν και θα σε αγαπήση», λέγει κάπου εις τα συγγράμματά του ο Σολομών1. Δια τούτο, αδελφοί, και τώρα έρχομαι στην ιδία προτροπήν θέλων να σας απομακρύνω, όσον ημπορώ, από τα δίκτυα του διαβόλου. Διότι, αγαπητοί, ο εχθρός της αληθείας καθημερινά διεξάγει πολύν και ποικίλο πόλεμο. Προσκομίζει δε, όπως ηξεύρετε, τας επιθυμίας μας με το να τας κάμνη βέλη εναντίον μας και με το να παίρνη δύναμιν από ημάς για να μας βλάπτη πάντοτε. Επειδή δηλαδή ο Δεσπότης εδέσμευσε με άλυτους νόμους τη μεγάλη δύναμιν εκείνου και δεν τον επέτρεψε δια μιας να ορμήση για να εξαφάνιση το γένος των ανθρώπων από τη γην, ο φθονερός λοιπόν μας κλέπτει την νίκη λόγω της μωρίας μας. Και όπως οι πονηροί και οι αρπακτικοί από τους ανθρώπους, που έχουν ως έργον και διάθεσιν να πλουτούν από τα ξένα, αλλά δεν έχουν τη δύναμιν, ώστε ελευθέρως να διαπράξουν την αρπαγή, συνηθίζουν να παραμονεύουν εις τους δρόμους· και εάν ιδούν κάποιαν τοποθεσία πλησίον εκεί, που να έχη βαθείας χαράδρας ή να είναι κατάσκιος λόγω της πυκνότητας των φυτών, εις αυτήν κρυπτόμενοι και εμποδίζοντες με τέτοια προκαλύμματα τους οδοιπόρους να τους αντιληφθούν από μακρυά, ορμούν επάνω εις αυτούς δια μιας, ώστε να μη ημπορή κανείς προηγουμένως να ιδή την παγίδα του κινδύνου, προτού να πέση εις αυτήν, έτσι και αυτός που από ανέκαθεν είναι εχθρικός και πολέμιος μας τρέχει κάτω από τας σκιάς των κοσμικών τέρψεων, αι οποίαι εκ φύσεως είναι ικαναί να κρύψουν ληστή κοντά εις τον δρόμο της ζωής αυτής και να κάμουν να διαφυγή την προσοχή μας ο επίβουλος εχθρός.
Απ’ εδώ απρόοπτα αυτός διασπείρει κρυφίως τας παγίδας της καταστροφής μας. Πρέπει λοιπόν ημείς, εάν θέλουμε με ασφάλεια να βαδίσουμε τον προκείμενο δρόμο της ζωής και να παρουσιάσουμε εις τον Χριστόν την ψυχή και το σώμα μαζί ελεύθερα από την εντροπήν των τραυμάτων και να λάβουμε τα νικητήρια στεφάνια, να περιφέρουμε πάντοτε άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας παντού και να υποψιαζόμαστε όλα τα ευχάριστα και αμέσως να τα παρατρέχουμε και εις τίποτε να μη προσκολλούμε την προσοχή μας. Ούτε και αν ακόμη εφαινόταν να είναι εμπρός άφθονο χρυσάφι, έτοιμο να περιέλθη εις τα χέρια αυτών που θα ήθελαν («διότι ο πλούτος, λέγει, εάν αυξάνη, μη προσκολλάτε εις αυτό την καρδία σας»2), ούτε εάν η γη εβλάστανε κάθε ευχαρίστησιν και επαρουσίαζε πολυτελή σπίτια («διότι το πολίτευμα μας είναι εις τον ουρανό, απ’ όπου και περιμένουμε σωτήρα τον Χριστόν» 3). Ούτε εάν χοροί και διασκεδάσεις και μεθύσια και τραπέζια με συνοδεία μουσικής («διότι ματαιότης, λέγει, ματαιοτήτων, τα πάντα είναι ματαιότης» 4). Ούτε εάν επρότεινε σωματικά κάλλη, εις τα οποία κατοικούν πονηρές ψυχαί (διότι ο σοφός λέγει- «να αποφεύγης το πρόσωπο της γυναικός, όπως αποφεύγεις την όψη του φιδιού» 5). Ούτε εάν δυναστείαι και βασιλικά αξιώματα και πλήθη από δορυφόρους και κόλακας, ούτε εάν υψηλός θρόνος και λαμπρός, που υπέταξε εις εκούσιο δουλεία λαούς και πόλεις («διότι κάθε σάρκα είναι όπως το χορτάρι και όλη η ομορφιά της είναι όπως το άνθος του χορταριού εξηράνθη το χορτάρι και έπεσε από επάνω του το άνθος» 6). Διότι εις όλα αυτά τα τόσον τερπνά κρύπτεται ο κοινός εχθρός, περιμένοντας μήπως τυχόν με το να δελεασθούμε από αυτά που βλέπουμε, ξεστρατίσουμε από τον ευθύν δρόμο και πέσουμε στην ενέδραν του. Και υπάρχει φόβος μεγάλος μη τυχόν, αφού προστρέξουμε εις αυτά χωρίς προφύλαξη και νομίσουμε ότι η τέρψη από την απόλαυσίν των δεν είναι τίποτε το βλαβερό, καταπιούμεν με την πρώτην γεύσιν το αγκίστρι του δόλου που είναι κρυμμένο εκεί και έπειτα, άλλοτε με τη θέλησίν μας και άλλοτε όχι με τη θέλησίν μας, προσδεθούμεν εις αυτά και χωρίς να το καταλάβουμε συρθούμε από τας ηδονάς εις το φοβερό σπήλαιο του ληστού, δηλαδή το θάνατο.
2. Ώστε είναι αναγκαίο και ωφέλιμο εις όλους, αδελφοί, αφού ανασκουμπωθούμε ωσάν οδοιπόροι ή δρομείς και επινοήσουμε από παντού το ελαφρό εις τας ψυχάς δια τον δρόμο αυτόν, χωρίς καμμία απόκλισιν να σπεύσουμε προς το τέρμα του δρόμου. Και, παρακαλώ, ας μη με εκλάβη κανείς ότι πλάθω καινούργια ονόματα, διότι απεκάλεσα τώρα οδόν την ανθρωπίνη ζωήν, διότι και ο προφήτης Δαβίδ έτσι ωνόμασε τον βίον, με το να λέγη άλλοτε μεν «μακάριοι είναι εκείνοι, των οποίων η οδός είναι άμωμος, οι οποίοι περιπατούν κατά τον νόμο του Κυρίου»7, άλλοτε δε με το να βοά προς τον Κύριό τού «απομάκρυνε από εμέ την οδόν της αδικίας και χάρισε μου τον νόμο σου»8. Άλλοτε δε εξυμνών την ταχείαν βοήθεια του Θεού υπέρ αυτού και κατά των εχθρών του, και ψάλλων ηδονικά με τη λύραν έλεγε· «Και ποίος είναι Θεός πλή του Θεού μας; Ο Θεός ο οποίος με περιζώνει με δύναμιν και καθιστά την οδόν μου άμωμον» 9, ευλόγως νομίζων ότι έτσι πρέπει να αποκαλήται εις όλα τα μέρη της γης η ζωή των ανθρώπων, είτε αυτή θαυμάζεται είτε είναι κακή. Διότι όπως αυτοί που διανύουν κάποιο σύντομο δρόμο, παίρνουν και αφήνουν δρόμο, κινούντες προς εμπρός τα πέλματα των ποδιών, που αμιλλώνται μεταξύ τους, και φέροντες δεύτερο το πέλμα που πάντοτε πρώτον στηρίζεται στη γην μέσω της ταχείας μετακινήσεως του άλλου, ευκόλως προχωρούν προς το τέρμα του δρόμου, έτσι και αυτοί, οι οποίοι ήλθαν στη ζωήν από τον κτίστην ευθύς από την αρχή του χρόνου βαδίζοντες τμηματικά και αφήνοντες πάντοτε το πρώτον διάστημα δεύτερο, φθάνουν εις το τέρμα της ζωής.
Ή μήπως και σεις δεν νομίζετε ότι η παρούσα ζωή έχει απλωθή ως κάποιος συνεχής δρόμος και πορεία που έχει κατανεμηθή ωσάν εις σταθμούς, εις τας ηλικίας; Αυτή δίδει εις τον καθένα ως αρχή μεν της οδοιπορίας τας μητρικές ωδίνας, υποδεικνύει δε ως τέρμα του δρόμου τη διαμονή των τάφων, και οδηγεί προς αυτήν όλους· άλλους μεν γρηγορώτερα, άλλους δε βραδύτερα και άλλους μεν αφού διήλθαν όλας τας ηλικίας της ζωής, άλλους δε χωρίς καν να έχουν αυλισθή εις τα πρώτα στάδια του βίου. Και τους μεν άλλους δρόμους, όσοι οδηγούν από πόλεως εις πόλιν, είναι δυνατό να τους αποφύγη και να μη τους βαδίση, αυτός που δεν θέλει· η οδός όμως αυτή, και αν ημείς θελήσουμε να αναβάλλουμε την πορεία, αφού μέσω της βίας περιαδράξη, τους σύρει αυτούς που έχει στην εξουσία της, εις το τέλος που έχει ταχθή από τον Δεσπότην. Και δεν είναι δυνατόν, αγαπητοί, αυτός, που μιας και εδρασκέλισε την πύλη που οδηγεί εις αυτήν εδώ την ζωήν και εβάδισε την οδόν αυτήν, να μη έλθη και προς το τέλος της. Ο καθένας από ημάς από τη στιγμήν που θα ξεγλιστρήση από τους μητρικούς κόλπους, αμέσως αφού προσδεθή στη ροή του χρόνου σύρεται προς τα κάτω. Κατόπιν πάντοτε, αφήνων την ημέραν που έζησε, δεν ημπορεί, και αν ακόμη το θέλη, να επανέλθη ποτέ στην χθεσινή ημέραν.
Ημείς όμως χαιρόμαστε, οδηγούμενοι προς τα εμπρός και αλλάσσοντες τας ηλικίας· χαιρόμαστε ωσάν να αποκτούμεν κάτι και θεωρούμε μακάριο πράγμα, όταν κάποιος από παιδί γίνη άνδρας και από άνδρας γέρος. Άρα αγνοούμε ότι κάθε φορά χάνουμε τόσον χρόνο από την ζωήν, όσον εζήσαμε και δεν αισθανόμαστε ότι χάνεται ο χρόνος, μολονότι πάντοτε τον μετρούμε από αυτόν που επέρασε και έφυγεν. Ούτε σκεπτόμαστε, είναι άλλωστε αβέβαιο, πόσον χρόνο εις τον δρόμο θα θελήση να μας παραχώρηση προς οδοιπορία αυτός που μας απέστειλε, και πότε θα ανοίξη τας πύλας της εισόδου εις τον καθένα από τους δρομείς και ότι πρέπει να ετοιμαζόμαστε καθημερινά για την αποδημία μας απ’ εδώ και να περιμένουμε το νεύμα του Δεσπότου με ορθάνοικτα τα μάτια. Διότι «ας είναι, λέγει, η μέση σας ζωσμένη καλά και τα λυχνάρια αναμμένα και σεις όμοιοι με ανθρώπους, οι οποίοι περιμένουν τον Κύριό τους πότε θα επιστρέψη από τους γάμους, για να τον ανοίξουν αμέσως, όταν έλθη και κρούν τη θύραν» 10.
3. Ούτε θέλουμε να εξετάζουμε με ακρίβεια, ποία φορτία μας είναι ελαφρά δια τον δρόμο αυτόν και ημπορούν να μετακινούνται μαζί μ' αυτούς που τα έχουν συλλέξει και τα οποία καθιστούν εκεί δι’ ημάς ευχάριστο τον βίον και τα οποία γίνονται κτήμα αυτών που τα απέκτησαν. Ούτε είναι βαρέα και δύσκολα και ασήκωτα από τη γην και που από την φύσιν των δεν οικειώνονται από τους ανθρώπους δια μιας, ούτε επιτρέπουν αυτούς που τα έχουν να βαδίσουν μέσω της στενής εκείνης πύλης. Αλλ' όσα μεν έπρεπε να συλλέγουμε, τα έχουμε αφήσει˙ αυτά δε που αρμόζει να περιφρονούμε, αυτά μαζεύουμε. Και αυτά μεν που ημπορούν να ενωθούν με ημάς και να γίνουν πράγμα ταιριαστό στολίδι της ψυχής και του σώματος, αυτά δεν τα προσέχουμε. Αυτά δε που παραμένουν αιωνίως ξένα και που μόνο εντροπήν μας προσάπτουν, αυτά προσπαθούμε να συγκεντρώνουμε, μοχθούντες εις τα χαμένα και κοπιάζοντες, όπως εάν κάποιος, εξαπατών τον εαυτόν του, θα ήθελε να αδειάζη εις τρυπημένο πιθάρι. Διότι αυτό νομίζω ότι το γνωρίζουν ακόμη και όλα τα μικρά παιδιά, ότι δηλαδή τίποτε από τα τερπνά του βίου, για τα οποία οι περισσότεροι έχουν ξετρελλαθή, είναι πράγμα ιδικό μας, ή εκ φύσεως γίνεται.
Αλλ’ εξ ίσου φαίνονται ότι είναι ξένα όλων και αυτών που νομίζουν ότι τα απολαμβάνουν και αυτών που ούτε καν τα εγγίζουν. Διότι ούτε, εάν μερικοί συγκεντρώσουν άφθονο χρυσόν στη ζωήν τους, παραμένει διαρκώς κτήμα τους. Αλλά, ή ενώ ζουν ακόμη και τον περισφίγγουν από παντού δραπετεύει, με το να περιέλθη εις τους πιο ισχυρούς, ή τους εγκαταλείπει πλέον αφού φθάσουν εις το θάνατο και δεν θέλει να συνεκδημήση μαζί με τους κατόχους του. Αλλ' οι μεν συρόμενοι προς τον αναπότρεπτο δρόμο από αυτό που μέσω της βίας χωρίζει τας ψυχάς από την ταλαίπωρο αυτήν σάρκα, με το να στρέφωνται διαρκώς προς τα χρήματα, Θρηνούν τους ιδρώτας που έχυσαν δί αυτά από τα νειάτα τους, ο δε πλούτος περιέρχεται εις τα χέρια άλλων, αφού αφήση εις εκείνους μόνο, τον κόπο για τη συλλογήν του και το έγκλημα της αρπαγής. Ούτε εάν κάποιος αποκτήση επάνω στη γην άπειρα στρέμματα και μεγαλοπρεπή σπίτια και κοπάδια από διάφορα ζώα, και περιβληθή όλας τας εξουσίας που υπάρχουν εις τους ανθρώπους, απολαμβάνει αυτά αιωνίως. Αφού δε δι’ ολίγον γίνη ονομαστός με αυτά, εις άλλους πάλιν θα μετάθεση την ευπορία, όταν ο ίδιος χωθή κάτω από ολίγον χώμα. Πολλάς δε φοράς και μάλιστα προτού πεθάνη και φύγη από εδώ, θα ιδή τον πλούτον να μεταβαίνη εις άλλους και ίσως εις εχθρούς. Ή δεν ηξεύρουμε πόσα μεν χωράφια, πόσα δε σπίτια και πόσα έθνη και πολιτείαι δεν επήραν τα ονόματα άλλων κυρίων, ενώ εζούσαν ακόμη αυτοί που τα κατείχαν; Και ότι αυτοί μεν που άλλοτε υπήρξαν δούλοι ανέβησαν εις τον θρόνο της εξουσίας, αυτοί δε που ωνομάζοντο κύριοι και δεσπόται ηρκέσθηκαν να σταθούν μεταξύ των υπηκόων και έσκυψαν το κεφάλι των εις τους δούλους τους, όταν τα πράγματα άλλαξαν δι’ αυτούς ξαφνικά, όπως αντιστρέφονται τα ζάρια;
4. Αλλ' αυτά που έχουμε επινοήσει ημείς δια βρώσιν και πόσιν και όλα όσα έξω από την ανάγκη ο πλούτος με τρόπο υβριστικό εμηχανεύθηκε για την ικανοποίησιν της ακολάστου κοιλίας, που δεν βαστάζει τίποτε, πότε θα ημπορούσαν να γίνουν ιδικά μας, έστω και αν συνεχώς μας κατακλύζουν; Δι’ αυτά βεβαίως που με τη γεύσιν αφήνουν κάποιαν μικρά ηδονή, όταν τα τρώγουμε, δυσανασχετούμε αμέσως, ωσάν να είναι ενοχλητικά και περιττά και με βιασύνη τα αποβάλλουμε, με την ιδέαν ότι εάν βραδύνουν μέσα εις τα σπλάγχνα, η ζωή μας θα διατρέξη τον έσχατο κίνδυνο. Εις πολλούς λοιπόν ο κόρος προκαλεί το θάνατο και γίνεται αιτία, ώστε τίποτε πλέον να μη απολαμβάνουν. Τα ακόλαστα δε κρεββάτια και αι βέβηλοι ερωτικαί περιπτύξεις και όλα όσα είναι έργα μανιώδους και παράφρονος ψυχής δεν είναι καθ' ολοκληρία ολοφάνερη ζημία της φύσεως; Δεν είναι προφανής βλάβη και μάλιστα αποξένωση και μείωση πράγμα από τα ίδια πράγματα του καθενός, έφ' όσον το σώμα βλάπτεται με τας ερωτικές μίξεις και αποστερείται και από τη γνησιώτατη ουσία που συγκρατεί τα μέλη; γι’ αυτό λοιπόν, ο καθένας από αυτούς που έχει κυλισθή εις τα ακόλαστα κρεββάτια της ηδονής, αμέσως ύστερα από την πράξιν, ο μεν οίστρος της σάρκας θα έχη κοπάσει, ο δε νους θα έχη φθάσει εις το σιχαμερό τέλος αυτών που επεχείρησε, μόλις συνέλθη, ωσάν από κάποιαν μέθην ή ταραχή, και συλλογισθή που τέλος πάντων ευρίσκεται, δοκιμάζει σφοδρά μετάνοιαν για την ακράτεια. Διότι αισθάνεται το σώμα του αποχαυνωμένο και νωθρό για να επιτελέση την εργασία για τας ανάγκας του και γενικά ασθενικό. Οι γυμναστές λοιπόν, επειδή το κατενόησαν αυτό, ανέγραψαν εις τας παλαίστρας τον νόμο της εγκράτειας, ο οποίος χάριν των νέων φυλάσσει άθικτα τα σώματα από τας ηδονάς και δεν επιτρέπει εις αυτούς που αγωνίζονται ούτε καν να κυττάξουν μορφάς που λάμπουν, εάν βέβαια θα ήθελαν να φορέσουν στεφάνι στο κεφάλι διότι η ακράτεια προκαλεί γέλιο κατά τον αγώνα και όχι στεφάνι.
5. Αυτά μεν σαν να είναι παντελώς ξένα και περιττά, και πράγματα που δεν ημπορούν να γίνουν απόκτημα κανενός, καλό είναι να τα προσπερνούμε με κλειστά τα μάτια. Δι’ αυτά δε που είναι πράγμα ιδικά μας πρέπει να επιδεικνύουμε μεγάλη φροντίδα. Αλλά τι είναι πράγμα ιδικό μας; Και η ψυχή, με την οποία ζούμε, είναι κάτι τι το λεπτό και νοερό και δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά που έχουν βάρος, και το σώμα που της έχει δοθή από τον κτίστην, ως όχημα δια τον βίον. Διότι τούτο είναι ο άνθρωπος· νους ενδεδυμένος με κατάλληλη και ταιριαστή σάρκα. Αυτός από τον πάνσοφο τεχνίτη των όλων διαπλάσσεται εις τους μητρικούς κόλπους. Αυτόν φέρει εις το φως από τους σκοτεινούς εκείνους θαλάμους ο καιρός του τοκετού. Αυτός έχει ταχθή να κυβέρνα τα επίγεια. Δι’ αυτόν η κτίση έχει απλωθή ως γυμναστήριο της αρετής, εις αυτόν υπάρχει νόμος να ομοιάση όσον το δυνατό τον πλάστην και να σκιαγραφή επάνω στη γην την ουράνιο ευταξία. Αυτός, όταν καλήται, σηκώνεται και απέρχεται απ’ εδώ. Αυτός παρουσιάζεται εμπρός εις το βήμα του Θεού, που τον απέστειλε. Αυτός κρίνεται. Αυτός δέχεται την ανταπόδοσιν δι’ αυτά, που έπραξε εδώ.
Θα ημπορούσε κανείς να εύρη ότι και αι αρεταί γίνονται κτήματά μας, όταν με επιμέλεια συνυφανθούν με την φύσιν. Και ούτε καν θέλουν να μας εγκαταλείψουν, ενώ μοχθούμε εδώ στη γην εκτός εάν εκουσίως μέσω της βίας τας απομακρύνουμε με την εισαγωγή των κακών. Και όταν επειγόμαστε να φύγουμε προς την άλλη ζωήν, προτρέχουν και συντάσσουν με τους αγγέλους αυτόν που τας απέκτησε, και λάμπουν αιωνίως κάτω από τα βλέμματα του δημιουργού. Ο πλούτος και η εξουσία και η υπερηφάνεια και η τρυφή και όλος αυτός ο παρόμοιος θόρυβος, που εξ αιτίας της μωρίας μας καθημερινά αυξάνεται, ούτε προχωρεί μαζί μας εις τον βίον, ούτε φεύγει μαζί με μερικούς. Αλλά αυτό, που έχει ειπωθή παλαιά από τον δίκαιο, έχει ορισθή και ισχύει δια κάθε άνθρωπον «Γυμνός εβγήκα από την κοιλία της μητέρας μου, και γυμνός θα απέλθω» 11.
6. Αυτός λοιπόν πού σκέπτεται άριστα, θα φροντίση πάρα πολύ την ψυχή και αυτήν θα προσπαθήση με όλα τα μέσα να διατηρή καθαρά και γνησία, για τη σάρκα δε, όταν λυώνη από την πείναν ή παλαίη με το ψύχος και την ζέστην ή πονή εξ αιτίας των ασθενειών ή από κάποιους υφίσταται κάτι τι το βίαιο, ολίγον θα ομιλήση, ξεφωνίζοντας δια το καθένα από τα δυσχερή και λέγοντας τον λόγον του Παύλου· «αν και ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, ο εσωτερικός όμως ανακαινίζεται ημέραν με την ημέραν»12. Και ούτε, όταν βλέπη τους κινδύνους να προβάλλουν στη ζωήν, θα φανή δειλός, αλλά θα ειπή εις τον εαυτόν του θαρραλέα˙ «γνωρίζουμε καλά ότι, εάν το επίγειο σπίτι μας, δηλαδή το σώμα μας, καταργηθή, έχουμε οικοδόμημα από τον Θεόν, σπίτι, κτισμένο όχι με χέρια, αιώνιο και ουράνιον» 13. Εάν όμως κάποτε θα ήθελε να ενδιαφέρεται και δια το σώμα, διότι είναι το μόνο αναγκαίο στην ψυχή κτήμα και συνεργάζεται μαζί της στην επίγειο ζωήν, ολίγον θα φροντίση για τας ανάγκας του. Ώστε και αυτό μόνο να συγκρατή και με μετρία φροντίδα να το διατηρή γερό για την υπηρεσία της ψυχής, αλλά να μη του επιτρέπη να σκιρτά από τον κόρο. Εάν δε κάποτε το ιδή να φλέγεται από τας επιθυμίας του περισσοτέρου και ανωφελούς, θα κραυγάση προς αυτό, νομοθετών εκείνο του Παύλου˙ «τίποτε δεν εφέραμεν εις τον κόσμο αυτόν και είναι φανερό ότι δεν ημπορούμε ούτε να πάρουμε τίποτε μαζί μας. Εάν δε έχουμε τροφάς και σκεπάσματα, να είμεθα ευχαριστημένοι με αυτά» 14.
Διότι με το να του επαναλαμβάνη και βοά συνεχώς αυτά, και θα το κάμη υπάκουον και ελαφρό πάντοτε προς την ουράνιο οδοιπορία και πολύ περισσότερο εις τα παρόντα θα απόκτηση συνεργάτην. Εάν δε λόγω ευρωστίας του επιτρέψη να αυθαδιάζη και να είναι καθημερινά χορτάτον από όλα, ωσάν κάποιο ανήμερο θηρίον, ύστερα, αφού συμπαρασυρθή με τα ορμητικά του τραβήγματα προς τη γην, θα κοίτεται και θα αναστενάζη ανώφελα. Και όταν οδηγηθή εις τον Κύριο και του απαιτηθή ο καρπός της επιγείου πορείας, που εις αυτόν είχεν επιτραπή, τότε θα θρηνήση για πολύ, διότι δεν θα έχη να δώση. Και θα κατοικήση εις αιώνιο σκοτάδι, κατηγορώντας τον εαυτόν του για την τρυφή και την από αυτή πλάνη, εξ αιτίας της οποίας του αφηρέθη ο καιρός της σωτηρίας. Τίποτε όμως πλέον δεν θα κερδίση από τα δάκρυα. Διότι «εις τον άδην ποιος θα σου εξομολογηθή;» 15, λέγει ο Δαβίδ.
7. Ας προφυλαχθούμε λοιπόν, όσον ημπορούμε πιο γρήγορα· ας μη συνθλίψουμε τους εαυτούς μας με τη θέλησίν μας. Εάν δε κάποιος κάποτε με το να δελεασθή, επεσώρευσε εις τον εαυτόν του σκόνη αδίκου πλούτου και με τας φροντίδας δι’ αυτόν εφυλάκισε τον νουν, ή προσήψεν στην φύσιν του βδέλυγμα ακολασίας, που δύσκολα ξεπλένεται, ή εγέμισε τον εαυτόν του με άλλα εγκλήματα, αυτός, όσον ακόμη είναι καιρός, προτού φθάση στην τελεία καταστροφή, ας αποβάλη τα περισσότερα από τα φορτία. Και προτού το σκάφος καταποντισθή, ας απορρίψη τα εμπορεύματα, που δεν τα εμάζευσε, όπως έπρεπε, και ας ομοιάση τους ναυτικούς. Διότι εκείνοι, και εάν ακόμη συμβή να φέρουν εις το πλοίον κάτι από τα αναγκαία, ξεσηκωθή δε φορτούνα στη θάλασσαν και απειλήση να σκεπάση το πλοίον, που πιέζεται από το φορτίον, όσον ημπορούν πιο γρήγορα, αποσκευάζουν το πολύ βάρος και χωρίς λύπη αδειάζουν στη θάλασσαν τα εμπορεύματα, για να κάμουν το πλοίον να επιπλεύση εις τα κύματα και να σώσουν, εάν βέβαια είναι δυνατό, μόνο τας ψυχάς και τα σώματα από τον κίνδυνο. Πολύ δε περισσότερο από εκείνους, ημείς αυτά πρέπει και να τα σκεπτόμαστε και να τα πράττουμε. Διότι εκείνοι ό,τι απορρίπτουν το χάνουν αμέσως, και εις το εξής τους περιβάλλει η ανάγκη της πτώχειας. Ημείς όμως εφόσον αδειάσουμε το πονηρό φορτίον, θα επισωρεύσουμε περισσότερο και καλύτερο πλούτον εις τας ψυχάς. Διότι η πορνεία και τα παρόμοια χάνονται, αφού αποβληθούν, και είναι ωσάν να μη έγιναν, αφού με τα δάκρυα λυθούν, εις το εξής η αγιότης και η δικαιοσύνη που είναι πράγματα ελαφρά και δεν γνωρίζουν τον καταποντισμό εις τα κύματα καταλαμβάνουν τον χώρο εκείνων˙ τα χρήματα όμως, όταν καλώς αποβληθούν, δεν χάνονται δι’ αυτούς που τα απέβαλαν και τα απέρριψαν. Αλλά αφού μεταφερθούν ωσάν εις κάποια άλλα πλοία πιο ασφαλή, τας κοιλίας των πτωχών, διασώζονται και φθάνουν εις τα λιμάνια και φυλάσσονται ως κόσμημα και όχι ως κίνδυνος δι’ αυτούς που τα απορρίπτουν.
8. Ας σκεφθούμε λοιπόν, αγαπητοί, για τους εαυτούς μας κάτι το φιλάνθρωπο. Και εάν γενικά θέλουμε το βάρος της ευπορίας να το κάμουμε κέρδος μας, ας το διαμοιράσουμε εις πολλούς, οι οποίοι και θα το βαστάξουν με πολλή χαρά και θα το εναποθηκεύσουν εις απαραβίαστα ταμεία, τους κόλπους του Δεσπότου, «όπου ο σκόρος δεν καταστρέφει, ούτε οι κλέπται κάμνουν διάρρηξιν, ούτε κλέπτουν» Ι6. Ας επιτρέψουμε εις τον πλούτον που θέλει, να ξεχειλίση προς αυτούς που τον έχουν ανάγκη. Ας μη περιφρονήσουμε τους Λαζάρους17 που ακόμη και τώρα κοίτονται εμπρός εις τα μάτια μας. Μήτε να στερήσουμε αυτούς από τα ψίχουλα της τραπέζης μας, τα οποία αρκούν να τους χορτάσουν. Μήτε να μιμηθούμε εκείνο τον άγριο πλούσιο, για να μη πορευθούμε στην ιδία με εκείνο φλόγα της κολάσεως. Διότι τότε θα παρακαλέσουμε πολύ τον Αβραάμ, πολύ δε τον καθένα από αυτούς που έζησαν καλώς, αλλά κανένα κέρδος δεν θα προέλθη δι’ ημάς από την κραυγήν. Διότι «εάν ο αδελφός δεν ημπορή να σώση, θα λυτρώση άλλος άνθρωπος;» 18.
Ο καθένας από εκείνους θα μας ειπή κραυγάζων μη ζητάς φιλανθρωπία την οποία ο ίδιος ηγνόησες δι’ άλλους. Μη επιθυμής να λάβης τόσον μεγάλα πράγματα, ενώ εσύ ελυπήθης τα πολύ μικρά. Να απολαμβάνης αυτά που εμάζευσες εις τον βίον σου. Χύνε δάκρυα τώρα, διότι τότε που έβλεπες τον αδελφόν σου να δακρύζη δεν τον ελέησες. Αυτά θα μας ειπούν, και με το δίκαιο τους. Εγώ δε φοβούμαι μήπως μας επιτεθούν και με πικρότερα λόγια από αυτά, διότι ξεπερνούμε, όπως ηξεύρετε, εκείνο τον πλούσιο στην κακία. Εμείς δηλαδή δεν περιφρονούμε απλώς τους αδελφούς μας που είναι κατάκοιτοι, επειδή λυπούμεθα τον πλούτον, ούτε κλείουμε τα αυτιά εις τας παρακλήσεις των πτωχών, επειδή φυλάσσουμε την ευπορία μας για τα παιδιά μας ή για τους άλλους συγγενείς μας, αλλά δαπανούμε τα χρήματα εις τα φαύλα και εμφανιζόμαστε γενναιόδωροι εις τους επιτηδείους και εκμεταλλευτάς.
Διότι πόσαι και πόσοι τέτοιοι περικυκλώνουν το τραπέζι μερικών πλουσίων; Άλλοι μεν με το να θέλγουν αυτόν που προσφέρει το γεύμα με αισχρά λόγια, άλλοι δε με το να του ανάπτουν την φλόγα της ακολασίας με άτοπα βλέμματα και σχήματα και άλλοι με το να θέλουν με τα μεταξύ των σκωπτικά πειράγματα να προκαλούν το γέλιο εις αυτόν που τους επροσκάλεσε, και άλλοι με το να ξεγελούν με ψεύτικους επαίνους. Και έτσι δεν κερδίζουν μόνο το καλό φαγοπότι, αλλά και τα χέρια κρατούν γεμάτα από πολυτελή δώρα και μαθαίνουν από ημάς ότι περισσότερο από τας αρετάς τους ωφελεί να ασκούν και να πράττουν αυτά. Εάν δε έλθη εις ημάς κάποιος πτωχός, που μόλις και μετά βίας ομιλεί από την πείναν, αποστρεφόμαστε τον όμοιο με ημάς κατά την φύσιν, σιχαινόμαστε, γρήγορα προσπερνούμε, ωσάν να φοβούμεθα μήπως, με το να βαδίσουμε σιγά, λάβουμε και ημείς μέρος στην ιδία τη δυστυχία. Και εάν μεν σκύψη το κεφάλι του προς τη γην, εντρεπόμενος για τη συμφορά, τον λέγουμε υποκριτήν, εάν δε με θάρρος μας ατενίση εξ αιτίας του πικρού κεντρίσματος της πείνης, τον αποκαλούμε πάλιν αναιδή και βίαιο. Και εάν μεν συμβή να φορή καλά ενδύματα που κάποιος του τα έχει δώσει, τον απομακρύνουμε ως άπληστον και εξοκιζόμαστε ότι αυτός προσποιείται τον πτωχόν. Εάν δε φορή ράκη που έχουν λυώσει, πάλιν τον απομακρύνουμε ως βρώμικον. Και εκείνος δεν ημπορεί να λυγίση την ανελεή διάθεσίν μας ούτε όταν ανακατώνη εις τας παρακλήσεις του το όνομα του πλάστου, ούτε όταν συνεχώς μας εύχεται να μη περιπέσουμε εις τέτοια βάσανα. Γι’ αυτό υποψιάζομαι ότι θα είναι βαρύτερα η φωτιά της κολάσεως δι’ ημάς παρά δι’ εκείνο τον πλούσιο 19.
Εάν λοιπόν ο καιρός το επέτρεπε και υπήρχεν αρκετή δύναμις, θα σας διηγούμην ολόκληρο την ιστορία που αφορά εις εκείνο, όπως την παρουσιάζει η Γραφή. Τώρα όμως είναι ώρα να σας αφήσω, διότι έχετε κουρασθή. Σεις δε οι ίδιοι, εάν ημείς έχουμε παραλείψει κάτι από αδυναμία της διανοίας και της γλώσσης συνάμα, αφού το αναπλάσσετε εις τον νουν σας, προσφέρατε το ωσάν κάποιο φάρμακον εις τα τραύματα των ψυχών. Διότι και η Γραφή λέγει· «δώσε αφορμήν εις τον σοφόν και θα γίνη σοφώτερος» 20. «Και ο Θεός ημπορεί να σας χορήγηση κάθε δώρο με αφθονία, ώστε να έχετε πάντοτε αυτάρκεια εις όλα και να δίδετε με αφθονία εις κάθε καλό έργον» 21.
9. Αλλά μολονότι ο λόγος πλέον, όπως βλέπετε, έχει φθάσει προς το τέλος, μερικοί από τους αδελφούς μας επαναφέρουν πάλιν εις τον δρόμο της συμβολής, με το να μας προτρέπουν να μη παρατρέξουμε αυτά που ο Δεσπότης εθαυματούργησε χθες, μήτε να αποσιωπήσουμε την νίκη, που ο Σωτήρ κατήγαγεν εναντίον της λύσσης του διαβόλου, και να δώσουμε εις σας αφορμήν δια υμνολογικά σκιρτήματα. Πάλιν λοιπόν, όπως γνωρίζετε, ο διάβολος εφανέρωσε τη μανία του εναντίον μας και αφού εξώπλισε τον εαυτόν του με την φλόγα της φωτιάς, επετέθη εναντίον των περιβόλων της Εκκλησίας. Και πάλιν η κοινή μας μητέρα ενίκησε και έστρεψε το σχέδιο κατά του εχθρού και αυτός δεν κατάφερε τίποτε άλλο από το να γνωστοποιήση την έχθραν του. Η χάρις αντεφύσηξε εις τας προσβολάς του εχθρού. Ο ναός έμεινεν άθικτος. Δεν κατώρθωσε η συμφορά που ο εχθρός επροκάλεσε να ανατίναξη την πέτραν, επάνω στην οποία ο Χριστός έκτισε τη μάνδραν του ποιμνίου του22. Ετάχθη και τώρα με το μέρος μας αυτός που κάποτε έσβησε στην Βαβυλώνα το καμίνι23. Πόσον, νομίζετε, στενοχωρείται σήμερα ο διάβολος, διότι δεν εχάρηκεν όσον ήθελε από την επιχείρησιν; Διότι ο εχθρός άναψε φωτιάν γειτονική στην εκκλησία, για να καταστρέψη την ευημερία μας. Και από παντού η φλόγα εζωήρεψε με τα ορμητικά φυσήματά της και εξηπλώνετο εις τα υλικά που υπόκεινται εις αυτήν και κατέτρωγε τον γύρω αέρα και εβιάζετο να πλησίαση τον ναόν και να μας σύρη στη συμφορά. Ο Σωτήρ όμως έκαμεν ώστε να ξεχυθή εναντίον αυτού που την άναψε και επρόσταξε πάλιν να περιμαζεύση τη μανία του εις τον εαυτόν του. Και ο εχθρός ητοίμασε μεν το επίβουλο τόξον, εμποδίσθη όμως να αφήση το βέλος. Ή καλύτερα το άφησε μεν, αλλ' έγύρισε εις το κεφάλι του. Ο ίδιος απολαμβάνει τα πικρά εκείνα δάκρυα, που δι’ ημάς είχεν ετοιμάσει. Αλλ' ας κάμουμε, αδελφοί, βαρύτερο το τραύμα εις τον εχθρό ας μεγαλώσουμε το πένθος του. Το πως δε, εγώ μεν θα σας το ειπώ, σεις όμως πράξατέ το. Υπάρχουν μερικοί τους οποίους ο κτίστης τους άρπαξε από την εξουσία της φωτιάς και εις τους οποίους δεν απομένει καμμία αιτία για να ζήσουν του λοιπού, αφού εξέφυγαν τον κίνδυνο με μόνη την ψυχή και το σώμα. Ημείς λοιπόν, όσοι δεν εδοκιμάσαμε την πείραν των κακών, ας κάμουμε κοινή με εκείνους την ευπορία μας. Ας αγκαλιάσουμε τους αδελφούς μας, που μόλις και μετά δυσκολίας εσώθησαν και ο ένας ας ειπούμε προς τον άλλο «νεκρός ήταν και ανέζησε· ήταν χαμένος και ευρέθη» 24, και ας σκεπάσουμε το συγγενικό σώμα, εις τας επιβουλάς του εχθρού ας αντιτάξουμε την παρηγορία μας, ώστε και όταν εκείνος βλάπτη να μη νομίζη ότι έβλαψε πολύ και όταν πολεμή κανένα να μη βγάζη νικημένο και ενώ αρπάζει την περιουσία των αδελφών, είθε να νικηθή από την φιλοτιμία μας.
10. Σεις δε, αδελφοί, που έχετε διαφύγει τον κίνδυνο, ας μη λυπήσθε πολύ για τα κακά που έχουν συμβή. Μήτε να ταραχθήτε κατά τη διάνοιάν σας, αλλά να αποτινάξετε τον ζόφο της λύπης και να δυναμώσετε τας ψυχάς, κάμνοντες σκέψεις πιο γενναίας, και να κάμετε το συμβάν πρόφασιν δια στεφάνια. Διότι, εάν παραμείνετε ασάλευτοι, και θα φανήτε δοκιμώτεροι κατά την πίστιν, με το να λάμψετε όπως το ευγενικό χρυσάφι από την φωτιάν, και την εντροπήν εις τον εχθρό θα αυξήσετε περισσότερο, διότι δεν ημπόρεσε με όσα επεβουλεύθηκε ούτε τα δάκρυα σας να νικήση. Υπενθυμήστε εις τους εαυτούς σας την καρτερία του Ιώβ. Να ειπήτε προς τους εαυτούς σας, αυτά που είπεν εκείνος· «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφήρεσε όπως εφάνη καλό εις τον Κύριο, έτσι και έγινε» 25. Και κανείς ας μη μεταπεισθή από αυτά που έπαθεν, ώστε να συλλογισθή και να είπή, ότι καμμία λοιπόν πρόνοια δεν κυβερνά τα ιδικά μας πράγματα. Ας μη κατηγορή την οικονομία και την κρίσιν του Δεσπότου. Αλλ' ας αποβλέπη προς τον αθλητήν εκείνο, και αυτόν ας κάμνη σύμβουλο προς το καλύτερο. Ας αναλογίζεται τους συνεχείς αγώνας εις τους οποίους εκείνος ηρίστευσε και ενώ εβλήθη με τόσα βέλη από τον διάβολο, δεν εδέχθη θανάσιμο κτύπημα. Του αφήρεσε δηλαδή την ευτυχία από τους ιδικούς του και εσκέφθη να τον παραχώση με τας διαδοχικές πληροφορίας των κακών. Διότι καθ' ην στιγμήν ο προηγούμενος αγγελιαφόρος του εξήγγελλε την τόσον μεγάλη συμφορά, άλλος ήρχετο και του έφερε θλίψη δια χειρότερα πράγματα. Και τα κακά προσηρτώντο το ένα εις το άλλο, και αι συμφοραί εμιμούντο την επιδρομήν των κυμάτων και προτού να σταματήσουν τα πρώτα δάκρυα, έφθανεν η αιτία δι’ άλλα. Ο δίκαιος όμως έστεκεν ωσάν κάποια προβλήτα, με το να υποδέχεται τας προσβολάς της τρικυμίας, και με το να μεταβάλλη εις αφρό την ορμήν των κυμάτων, και άφηνε τον λόγον της ευγνωμοσύνης προς τον Δεσπότην «ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος επήρεν όπως εφάνη καλό εις τον Κύριο, έτσι και έγινε». Και δεν έκλαυσε δια κανένα από τα συμβάντα. Όταν δε κάποιος ήλθε για να του αναγγείλη ότι, ενώ τα παιδιά και αι κόρες του έτρωγαν, ορμητικός άνεμος εκρήμνισε το σπίτι της χαράς, τότε μόνο εξέσχισε το ένδυμα για να δείξη τη συμπάθεια της συγγενείας και για να βεβαιώση μ' αυτά που έπραττεν ότι ήταν φιλόστοργος πατέρας. Αλλά και τότε, αφού έβαλε όριο και μέτρο εις τας λύπας και εκόσμησε το συμβάν με τους ευσεβείς εκείνους λόγους, έλεγεν «ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος επήρεν όπως εφάνη καλό εις τον Κύριο, έτσι και έγινε». Τέτοια περίπου λέγων ωνομάσθην πατέρας, εφόσον χρόνο ήθελε αυτός που μου έκαμεν αυτό. Εσκέφθη πάλιν να μου αφαιρέση το στεφάνι του γεννήτορος· δεν τσακώνομαι δια αυτά που ανήκουν εις αυτόν. Ας υπερισχύση αυτό που ο Κύριος απεφάσισε. Αυτός είναι ο πλάστης του ανθρωπίνου γένους, εγώ είμαι όργανό του. Διατί πρέπει να δυσανασχετώ ανώφελα, ενώ είμαι δούλος, και να κατακρίνω απόφασιν, την οποία δεν ημπορώ να διαλευκάνω; Με τέτοια λόγια ο δίκαιος κατηκόντιζε τον διάβολο.
11. Επειδή όμως ο εχθρός τον είδε πάλιν να νικά και να μη ημπορή να σαλευθή με τίποτε από αυτά, εμηχανεύθηκε τη δοκιμασία της σαρκός. Αφού εμαστίγωσε το σώμα με ανείπωτους πληγάς το έκαμε να αναβλύζη πηγάς σκωλήκων. Και αφού κατέβασε τον άνδρα από τα βασιλικά καθίσματα, τον εκάθισε στην κοπριάν. Αυτός δε μολονότι επροσβάλλετο με τέτοια βάσανα, παρέμεινεν ατάραχος. Και μολονότι το σώμα εσπαράσσετο, εφύλασσε άθικτο τον θησαυρό της ευσέβειας εις τα κρυπτά της ψυχής. Ο εχθρός λοιπόν μη έχοντας τι να πράξη εις το εξής, ενθυμείται την πάλαιαν επιβουλήν. Αφού παρέσυρε τη διάνοιαν της γυναικός εις ασεβή και βλάσφημο απόφασιν, επροσπαθούσε με εκείνη να λυγίση τον αθλητήν. Και αυτή κουρασμένη από τον πολύ χρόνο παρουσιάσθη εις τον δίκαιο. Έσκυψε κάτω και έκρουσε τα χέρια δι’ αυτά που έβλεπε˙ τον εμάλωνε για τους καρπούς της ευσέβειας και απαριθμούσε άφ' ενός μεν την πάλαιαν αφθονία των ιδικών των πραγμάτων και άφ’ ετέρου εδείκνυε τα τωρινά κακά και από ποία εις ποία ζωήν κατήντησε και ποιο μισθό έλαβεν από τον Δεσπότην για τας πολλάς θυσίας. Και συνεχώς έλεγε λόγια που είναι άξια της γυναικείας μικροψυχίας και που ημπορούσαν να συγκινήσουν κάθε άνδρα και να μεταβάλλουν ακόμη και γενναίον φρόνημα. Γυρίζω δηλαδή σαν αλήτισσα και υπηρέτρια˙ εγώ η βασίλισσα είμαι δούλη. Και είμαι αναγκασμένη να προσβλέπω εις τα χέρια των δούλων μου και ενώ κάποτε έτρεφα πολλούς, τώρα ευχαρίστως ανατρέφομαι από τους ξένους. Και ότι θα ήταν καλό και χρήσιμο αφού μεταχειρισθής ασεβή λόγια να βγάλης τον εαυτόν σου από τη γην με το να ακονίσης το ξίφος της οργής του πλαστού, παρά να μακραίνης δια τον εαυτόν σου και τη σύζυγόν σου τον κόπο εις τους αγώνας με το να υπομένης εις τα βάσανα. Αυτός δε αφού ελυπήθη τόσον πολύ με τα λόγια αυτά, όσον με κανένα από τα προηγούμενα κακά, και εγέμισε το βλέμμα του από θυμό και εστράφηκε προς τη γυναικά του, ωσάν εις εχθρό, τι λέγει; «Διατί ωμίλησες ως μία από τας ανόητους γυναίκας;»26. Άφησε, λέγει, ω γυναίκα, τη συμβουλή. Ως πότε με αυτά που λέγεις θα υβρίζης την κοινή ζωήν; Παρέστησες, όπως δεν ηυχόμην, και την ιδική μου διαγωγή ως ψευδή, και εσυκοφάντησες με όσα είπες και την ζωήν μου. Τώρα νομίζω ότι εξ ημισείας έχουμε ασεβήσει, διότι ο γάμος μας έκαμε και τους δύο ένα σώμα˙ εσύ όμως εβλασφήμησες. «Εάν τα καλά έχουμε λάβει από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε τα κακά;» 27. Να ενθυμηθής τα αγαθά που είχες. Να ζυγίσης τα καλά με τα κακά. Κανενός από τους ανθρώπους ο βίος δεν είναι διαπαντός ευτυχής. Η παντοτινή ευτυχία είναι του Θεού. Εσύ όμως εάν θλίβεσαι για τα τωρινά, να παρηγορήσης τον εαυτόν σου με τα περασμένα. Τώρα κλαίεις, αλλά προηγουμένως εγέλασες. Τώρα είσαι πτωχή, αλλά πρώτα ήσουν πλουσία. Έχεις πιή το ολοκάθαρο νάμα της ζωής· να υπομείνης, ενώ πίνεις το θολό τούτο. Ούτε τα νερά των ποταμών φαίνονται πάντοτε να είναι καθαρά. Ο βίος μας, όπως γνωρίζης, είναι ποτάμι, πού τρέχει συνεχώς και γεμίζει με διαδοχικά κύματα. Διότι το μεν ένα έχει κιόλας κυλήσει, το δε άλλο ακόμη τρέχει. Και άλλο μεν μόλις τώρα εξεπήδησε από τας πηγάς, άλλο δε πρόκειται. Και όλοι τρέχουμε προς την κοινή θάλασσαν του θανάτου. «Εάν τα καλά έχουμε δεχθή από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε τα κακά»; Εξαναγκάζουμε τον κριτήν να μας χορηγή αιωνίως όμοια πράγματα; Διδάσκουμε τον Κύριο πως πρέπει να κυβέρνα την ζωήν μας; Αυτός εξουσιάζει τας αποφάσεις του. Όπως θέλει, διευθετεί τα ιδικά μας πράγματα. Είναι όμως σοφός και αποδίδει το ωφέλιμο εις τους δούλους.
12. Να μη περιεργάζεσαι την κρίσιν του Δεσπότου. Να αγαπάς μόνο αυτά που οικονομεί η σοφία του. Αυτό που θα σου δώση, αυτό να δέχεσαι με χαρά. Να φανής ότι δέχεσαι τα δυσάρεστα, όπως εδέχεσο και τα ευχάριστα προηγουμένως. Ο Ιώβ με το να λέγη αυτά απέκρουσε και αυτή την προσβολή του διαβόλου και του επέφερε τελεία την εντροπήν από την ήτταν. Τι λοιπόν συνέβη ύστερα από αυτά; Η αρρώστια έφυγε πάλιν από αυτόν, ωσάν να είχε συμβή τυχαίως και χωρίς να κατορθώση τίποτε πλέον. Η σάρκα ξανανθίζει στη δευτέραν νεότητα. Ο βίος άνθησε πάλιν με όλα τα αγαθά, και διπλάσιος συνέρρευσε από παντού ο πλούτος εις το σπίτι, για να έχη το μεν ένα, ως να μη το έχασε, το δε άλλο να υπάρξη εις τον δίκαιο, ως μισθός της καρτερίας του. Διατί όμως έλαβεν εις το διπλάσιο τα άλογα και τα μουλάρια και τας καμήλας και τα πρόβατα και τα χωράφια και όλη την τρυφή της περιουσίας, ενώ ο αριθμός των παιδιών εβλάστησε ίσος με τα πεθαμένα; Διότι τα μεν άλογα ζώα και όλος ο πλούτος που φθείρεται, είχαν ολότελα απολεσθή. Τα παιδιά δε, μολονότι είχαν πεθάνει, εζούσαν κατά το πιο καλύτερο μέρος της φύσεως28. Επειδή λοιπόν ο Κύριος τον εκόσμησε πάλιν με άλλους υιούς και κόρας, και κατά τούτο είχε διπλό απόκτημα. Διότι άλλοι μεν παρίσταντο, προσφέροντες εις τους γονείς την εις τον βίον ευφροσύνη, άλλοι δε προπορευθέντες ανέμεναν τον γεννήτορα. Τότε όλοι θα περικυκλώσουν τον Ιώβ, όταν ο κριτής της ανθρώπινης ζωής θα συνάξη πάνδημο την Εκκλησία. Όταν η σάλπιγγα, η οποία εξαγγέλλει τον ερχομό του βασιλέως, θα απαιτήση την παρακαταθήκη των σωμάτων, αφού ηχήση δυνατότερα επάνω εις τους τάφους. Τότε και αυτοί που τώρα φαίνονται να είναι νεκροί, πιο γρήγορα από τους ζωντανούς θα παρουσιασθούν εις τον δημιουργόν των όλων˙ γι’ αυτό, νομίζω, με το να του αποδώση εις το διπλάσιο τον όλο πλούτον, τον εδικαίωσε να αρκεσθή εις τα ισάριθμα παιδιά. Βλέπεις πόσα αγαθά συνεκέντρωσε ο δίκαιος Ιώβ δια τον εαυτόν του λόγω της υπομονής του;
Και συ λοιπόν, εάν κάποια δυσκολία σε επλησίασε από τη χθεσινή πυρκαιάν λόγω της επιβουλής των δαιμόνων, να την υπομείνης και να καταπραύνης τη στενοχωρία από το βάσανο με τας καλυτέρας σκέψεις, και σύμφωνα με αυτό που έχει γραφή· «Ρίξε την φροντίδα σου εις τον Κύριο και αυτός θα σε θρέψη» 29. Εις αυτόν πρέπει η δόξα εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
1. Παροιμ. 9, 8.
2. Ψαλμ. 61, 11.
3. Φιλιπ. 3, 20.
4. Εκκλησ. 1, 2.
5. Σοφ. Σειρ. 21, 2.
6. Ησ. 40, ο 7.
7. Ψαλμ. 118, 1.
8. Ψαλμ. 118, 29.
9. Ψαλμ. 17, 32- 33.
10. Λουκ. 12, 35 36.
11. Ιώβ 1, 21.
12. Β' Κορ. 4, 16.
13. Β' Κορ. 5, 1.
14. Α' Τιμ. 6, 7-8.
15. Ψαλμ. 6, 6.
16. Ματθ. 6, 20.
17. Λουκ. 16, 20.
18. Ψαλμ. 48, 8.
19. Λουκ. 16, 24.
20. Παροιμίες 9, 9.
21. Β' Κορ. 9, 8.
22. Ματθ. 16, 18.
23. Δαν. 3, 23.
24. Λουκ. 15, 24.
25. Ιώβ 1, 21.
26. Ιώβ 2, 10.
27. Ιώβ 2, 10.
28. Εννοεί την αθάνατο ψυχή.
29. Ψαλμ. 54, 23.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
http://www.egolpion.com/viotika_pragmata.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου