Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21
Ομιλία
του Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου, περί της
πλεονεξίας, και του ρητού του κατά Λουκάν Ευαγγελίου «Καθελώ μου τας
αποθήκας, και μείζονας οικοδομήσω».
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθεί η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις, αλλά και να μην αλαζονευθεί κάποιος όταν τον δοξάζουν.
Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής, ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη τη βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο να είχαν προβληθεί από τον εχθρό τα αγωνίσματα.
Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούσιος αυτός για τoν οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται. Αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήσει και άλλον. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν, και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνει πιο κοινωνική και ήμερη.
Δύο είναι τα είδη των πειρασμών. Ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές ως χρυσόν στην κάμινον, ελέγχοντας δια της υπομονής την ακεραιότητά των, ή πολλές φορές και αυτή η αφθονία της ζωής λειτουργεί ως δοκιμαστήριο για τους περισσοτέρους. Διότι είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να διαφυλαχθεί η ψυχή ανυποχώρητος στις δύσκολες περιστάσεις, αλλά και να μην αλαζονευθεί κάποιος όταν τον δοξάζουν.
Και του μεν πρώτου είδους των πειρασμών παράδειγμα είναι ο μέγας Ιώβ, ο ακαταμάχητος αυτός αθλητής, ο οποίος υποδεχόμενος με ακλόνητον καρδία και σταθερότητα λογισμών όλη τη βία του διαβόλου η οποία σαν χείμαρρος του επετέθη, τόσον ανώτερος από τους πειρασμούς εφάνη, όσον μεγάλα και ανυπέρβλητα εφαίνοντο να είχαν προβληθεί από τον εχθρό τα αγωνίσματα.
Παραδείγματα δε των πειρασμών που οφείλονται στην ευημερία της ζωής είναι και άλλα, είναι όμως και ο πλούσιος αυτός για τoν οποίον ηκούσαμε σήμερα να αναγινώσκεται. Αυτός είχε μεν πλούτον, ήλπιζε δε ότι θα αποκτήσει και άλλον. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον κατέκρινεν εξ αρχής, αλλά του προσέθετε στον υπάρχοντα πλούτο και άλλον, μήπως τυχόν του προκαλούσε κάποτε κορεσμόν, και με τον τρόπον αυτόν εβοηθούσε την ψυχήν του να γίνει πιο κοινωνική και ήμερη.
Διότι
λέγει «ανθρώπου τινός πλουσίου ηφόρησεν η χώρα, και διελογίζετο καθ’
εαυτόν, τι ποιήσω; Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω».
Γιατί όμως είχαν τόσην ευφορία τα χωράφια ενός ανθρώπου ο οποίος κανένα
καλόν δεν επρόκειτο να κάμει με τα αγαθά που θα απεκόμιζε; Για να φανεί
περισσότερον η μακροθυμία του Θεού, και ότι η καλοσύνη του φθάνει μέχρι
και του σημείου αυτού. Διότι «βρέχει επί δικαίους και αδίκους, και
ανατέλλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς». Η καλοσύνη του όμως αυτή
επισσωρεύει μεγαλυτέραν τιμωρία για τους πονηρούς. Ποτίζει με τις βροχές
την γη που καλλιεργείται από τα χέρια των πλεονεκτών. Έδωσε τον ήλιο
για να θερμαίνει τους σπόρους και να πολλαπλασιάζει δια της ευφορίας
τους καρπούς. Και όλα όσα προέρχονται από τον Θεόν παρόμοια είναι.
Καταλληλότης της γης, εύκρατοι καταστάσεις των αέρων, αφθονίες
σπερμάτων, συνεργία βοών και ό,τι άλλο βοηθεί στην προαγωγή της
γεωργίας.
Τι
είδους όμως είναι αυτά που προέρχονται από τον άνθρωπον; Η πικρότης του
ήθους, η μισανθρωπία, η δυσκολία στο να δώσει. Αυτά ανταπέδωσεν ο
άνθρωπος για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον ευεργέτην. Δεν ενεθυμήθη
την κοινήν φύση, δεν εθεώρησε απαραίτητο να διαμοιράσει το περίσσευμα
του στους πτωχούς, δεν ελογάριασε καθόλου την εντολή «μη απόσχη ευ
ποιείν ενδεή», και «ελεημοσύναι και πίστεις μη εκλειπέτωσάν σε», και
«διάθρυπτε (να διαμοιράζεις δηλαδή) πεινώντι τον άρτον σου». Και
μολονότι όλοι οι Προφήτες και όλοι οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν
εισηκούοντο από τον πλούσιον, αλλά οι μεν αποθήκες εκινδύνευαν να
διαρραγούν στενοχωρούμενες από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών, η
αμετάδοτος καρδία όμως δεν εχόρταινε. Διότι με το να προσθέτει συνεχώς
τα νέα στα παλαιά, και να αυξάνει την ευπορία με την συγκομιδή κάθε
ετους, περιέπεσε στην αδιέξοδον αυτήν αμηχανίαν. Ούτε επέτρεπε δηλαδή να
ελαττωθούν τα παλαιά εξ αιτίας της πλεονεξίας, ούτε επαρκούσε να
αποθηκεύσει τα νέα εξ αιτίας του πλήθους των. Γι’ αυτό και οι ιδέες του
ήσαν αλλεπάλληλοι και οι φροντίδες ανυπέρβλητοι.
Τι
να κάμω; Ποίος δεν θα ελυπείτο αυτόν που ευρίσκεται σε τόσην
στενοχωρία; Ταλαίπωρος ενώπιον τόσο μεγάλης ευφορίας, ελεεινός εμπρός
στα παρόντα αγαθά, ελεεινότερος ενώπιον των προσδοκωμένων. Δεν του
αποφέρει εισοδήματα η γη. Στεναγμοί μόνον του φυτρώνουν. Δεν του
συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά φροντίδες και λύπες και αμηχανίαν
φοβερά. Θρηνεί όμοια με τους πτωχούς. Ή μήπως δεν εκβάλλει την ιδίαν
φωνή και ο στενοχωρούμενος για την πτωχεία του; Τι να κάμω; Από πού
τροφές; Από πού ενδύματα; Τα ιδια λέγει και ο πλούσιος. Η καρδία του
πονά, η μέριμνα τον κατατρώγει. Πράγματι, αυτό που ευφραίνει τους
άλλους, αυτό λυώνει τον πλεονέκτη. Δεν χαίρεται που τα έχει όλα άφθονα
και στην διάθεσή του, αλλά αντιθέτως ο πλούτος που ρέει γύρω του κεντά
την ψυχήν του, μήπως καθώς ξεχειλίζει από τις αποθήκες χυθεί και προς
τους έξω, και γίνει αφορμή κάποιου καλού για τους πτωχούς.
Και
μου φαίνεται ότι το πάθος της ψυχής αυτού ομοιάζει με εκείνο των
γαστριμάργων, οι οποίοι προτιμούν να εκραγούν από την πολυφαγία παρά να
δώσουν κάτι από τα υπολείματα στους ενδεείς. Συνειδητοποίησε, άνθρωπε,
ποιος σου τα έδωσε. Ενθυμήσου ποιος είσαι, τι διαχειρίζεσαι, από ποίον
τα έλαβες, για ποίον λόγον επροτιμήθης από τους πολλούς. Έγινες υπηρέτης
του αγαθού Θεού, διαχειριστής για τους συναννθρώπους σου. Μη νομίζεις
ότι όλα έχουν ετοιμασθεί για την κοιλία την ιδική σου. Να θεωρείς ως
ξένα αυτά που έχεις στα χέρια σου. Προσωρινώς σε ευφραίνουν, έπειτα
ξεγλιστρούν σαν το νερό και χάνονται. Θα απαιτηθεί όμως γι’ αυτά να
δώσεις λόγο με κάθε λεπτομέρεια. Αλλά συ τα έχεις αμπαρώσει όλα με θύρες
και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά, επαγρυπνείς με τις φροντίδες
τους, και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιώντας ανόητον σύμβουλο τον εαυτό
σου. Τι να κάμω; Εύκολο ήταν να ειπείς ότι θα χορτάσω αυτούς που
πεινούν, θα ανοίξω τις αποθήκες και θα καλέσω όσους έχουν ανάγκη. Θα
μιμηθώ τον Ιωσήφ στο κήρυγμα της φιλανθρωπίας, θα ειπώ λόγον μεγαλόψυχο.
Όσοι στερείσθε τον άρτον ελάτε εδώ, να λάβει ο καθένας από την δωρεά
που έδωσε ο Θεός, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ
δεν κάνεις έτσι. Τι δηλαδή; Φθονείς μάλιστα τους ανθρώπους για την
απόλαυση των αγαθών, και δημιουργείς μέσα στην ψυχή σου πονηρούς
συλλογισμούς, φροντίζοντας όχι πώς να χορηγήσεις στον καθένα ό,τι του
χρειάζεται, αλλά πώς θα τα αποθηκεύσεις όλα, και έτσι θα αποστερήσεις
όλους από την ωφέλεια που θα είχαν από αυτά.
Παρουσιάσθησαν
εκείνοι που απαιτούν την ψυχήν του, και εκείνος συζητούσε με την ψυχήν
του για τα φαγητά. Αυτή την νύχτα τον παρελάμβαναν, και αυτός εφαντάζετο
πολυχρόνιο την απόλαυση. Του επετράπη όμως να κάνει όλες αυτές τις
σκέψεις και να εκδηλώσει την εσωτερική του διάθεση, ώστε να δεχθεί
απόφασιν ανάλογον με την προαίρεσή του.
Αυτό
όμως μην το πάθεις εσύ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον έχει γραφεί. Για να
αποφύγωμε την εξομοίωση με εκείνον. Την γη να μιμηθείς, ω άνθρωπε. Να
καρποφορήσεις όπως εκείνη, μη φανείς κατώτερος από αυτήν που δεν έχει
ψυχήν. Εκείνη λοιπόν εκτρέφει τους καρπούς όχι για ιδικήν της απόλαυσιν,
αλλά για να υπηρετήσει εσένα. Ενώ συ τον καρπό της αγαθοεργίας σου, για
τον εαυτόν σου τον συγκεντρώνεις. Διότι οι δωρεές των αγαθών έργων
επιστρέφουν στους δωρητάς. Έδωσες στον πεινασμένον; Αυτό που εδόθη
γίνεται ιδικό σου, και μάλιστα επανέρχεται επηυξημένον. Όπως ακριβώς ο
σίτος, όταν πέσει στην γη γίνεται κέρδος για τον σπορέα, έτσι και ο
άρτος που κατετέθη στον πεινασμένον, αποδίδει ύστερα μεγάλον κέρδος. Ας
σου γίνει λοιπόν το τέλος της γεωργίας αρχή της επουρανίου σποράς. Διότι
λέγει «σπείρατε εαυτοίς εις δικαιοσύνην». Γιατί λοιπόν αδημονείς, γιατί
κόπτεσαι, αγωνιζόμενος να περικλείσεις τον πλούτο με πηλό και πλίνθους;
«Κρείσσον όνομα καλόν υπέρ πλούτον πολύν».
Εάν
όμως θαυμάζεις τα χρήματα για την δόξα που απολαμβάνεις χάριν αυτών,
σκέψου πόσον περισσοτέραν δόξα σου προξενεί το να αποκαλείσαι μυρίων
τέκνων πατέρας, παρά να έχεις μυρίους στατήρες στο βαλάντιόν σου. Διότι
τα χρήματα θα τα εγκαταλείψεις εδώ και χωρίς να το θέλεις, ενώ την
υπόληψη για τα καλά εργα θα την προσκομίσεις στον Δεσπότην, όταν
ολόκληρος λαός θα σε περικυκλώσει ενώπιον του κοινού Κριτού, και θα σε
αποκαλούν τροφέα και ευεργέτην και με όλα τα ονόματα της φιλανθρωπίας.
Δεν βλέπεις αυτούς που διαθέτουν μέσα στα αμφιθέατρα τον πλούτο τους
προς τους αθλητάς του παγκρατίου, και στους ηθοποιούς, και σε ορισμένους
θηριομάχους ανθρώπους, τους οποίους θα σιχαίνετο κανείς και να τους
αντικρύσει, και αυτό για την τιμή της στιγμής και για τις ζητωκραυγές
και τα χειροκροτήματα του λαού. Και συ που μέλλεις να απολαύσεις τόσην
μεγάλη δόξαν, είσαι τόσο μικροπρεπής όταν πρόκειται για παρόμοιες
δαπάνες; Ο Θεός θα είναι αυτός που θα σε υποδεχθεί, άγγελοι θα σε
επευφημούν, όλοι οι άνθρωποι από κτίσεως κόσμου θα σε μακαρίζουν. Δόξα
αιώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία των ουρανών θα είναι για σε τα
έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των φθαρτών αυτών πραγμάτων. Όμως για
κανένα από αυτά δεν φροντίζεις, αφού η μέριμνά σου για τα παρόντα σε
έκαμε να περιφρονείς τα ελπιζόμενα αγαθά. Εμπρός λοιπόν, διάθεσε τον
πλούτο ποικιλοτρόπως, γίνε φιλότιμος και λαμπρός, όσον αφορά στις
δαπάνες γι’ αυτούς που έχουν ανάγκην. Ας λεχθεί και για σε: «Εσκόρπισεν,
έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα».
Μην
αυξάνεις τις τιμές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες των άλλων. Μη
περιμένεις πότε θα υπάρξει έλλειψις σίτου για να ανοίξεις τις
σιταποθήκες. «Ο γαρ τιμιουλκών (που αυξάνει δηλαδή την τιμή) σίτον,
δημοκατάρατος». Μην περιμένεις λιμοκτονία για να κερδίσεις χρυσόν, ούτε
κοινήν στέρηση για να πλουτίσεις ο ίδιος. Μη καπηλευθείς ανθρώπινες
συμφορές, μην εκμεταλλευθείς την οργήν αυτήν του Θεού για να αποκτήσεις
χρηματικήν περιουσία. Μην ερεθίσεις τα τραύματα εκείνων που έχουν
πληγωθεί από τις μάστιγες. Συ όμως αποβλέπεις στο χρήμα, και στον αδελφό
δεν προσβλέπεις. Και γνωρίζεις μεν την σημασία που έχει το χάραγμα του
κάθε νομίσματος, και ξεχωρίζεις το γνήσιον από το πλαστόν, αγνοείς όμως
εντελώς τον αδελφό στην ώρα της ανάγκης. Και σε υπερευχαριστεί μεν το
ωραίο χρώμα του χρυσού, δεν υπολογίζεις όμως πόσο σε επυβαρύνει ο
στεναγμός του πτωχού. Πώς να σου κάμω γνωστά τα βάσανά του; Εκείνος,
αφού παρατηρήσει τα όσα υπάρχουν μέσα στον οίκο του, βλέπει ότι ο μεν
χρυσός ούτε υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Τα σκεύη δε και το
ένδυμά του είναι τοιαύτα ώστε αν κάποιος πτωχός θελήσει να τα αποκτήσει,
αξίζουν όλα μαζί ολίγους οβολούς. Τι λοιπόν; Στρέφει τώρα το βλέμμα στα
παιδιά του για να οδηγήσει αυτά στην αγορά, και να εύρει από εκεί
ανακούφισιν από τον θάνατον.
Αναλογίσου
εδώ τι αγώνας γίνεται μεταξύ της ανάγκης που δημιουργεί η πείνα και της
πατρικής στοργής. Η πείνα απειλεί με τον πιο οικτρόν θάνατον, ενώ η
φύσις τον ωθεί να αποθάνει μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλές φορές
όρμησε να το πραγματοποιήσει και άλλες τόσες οπισθοχώρησε, τελικώς
υπέκυψε αφού τον εξεβίασε τόσον αμείλικτα η ανάγκη. Και τι συλλογίζεται
τώρα ο πατέρας; Ποίον να θυσιάσω πρώτον; Ποίον θα ιδεί με ευχαρίστησιν ο
σιτοπώλης; Να έλθω στον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του.
Αλλά τον μικρό μου; Λυπούμαι όμως την ηλικία του, που δεν γνωρίζει από
συμφορές. Ο ένας έχει φανερά τα χαρακτηριστικά των γονέων του, ο άλλος
έχει καλήν επίδοση στα μαθήματα. Αλλοίμονο, τι αδιέξοδο; Τι θα γίνω;
Ποίον θα αδικήσω; Ποίου θηρίου την καρδία να αναλάβω; Πώς να λησμονήσω
την φύση; Εάν τους κρατήσω όλους, θα τους ιδώ όλους να αφανίζωνται από
την πείνα. Εάν διαθέσω προς ανταλλαγήν τον ένα, με ποίους οφθαλμούς θα
αντικρύσω τους υπολοίπους, αφού ήδη θα με υποπτεύωνται για έλλειψιν
εμπιστοσυνης; Πώς θα κατοικώ εδώ μέσα, αφού μόνος μου κατέστησα τον
εαυτόν μου άτεκνο; Πώς θα πλησιάσω σε τραπέζι που θα έχει γεμίσει με τον
τρόπον αυτόν;
Και
αυτός μεν έρχεται με άφθονα δάκρυα να πωλήσει το πιο αγαπημένο από τα
παιδιά του, συ όμως δεν λυγίζεις από την συμφοράν, ούτε αναλογίζεσαι την
φύσιν. Αλλά ενώ λιμοκτονία συνθλίβει τον ταλαίπωρο, συ αναβάλλεις και
ειρωνεύεσαι, και έτσι του κάνεις διαρκεστέρα την συμφορά. Και αυτός μεν
προσφέρει τα σπλάχνα του ως αντίτιμο των τροφών, το ιδικό σου όμως χέρι
δεν ξηραίνεται υποδεχόμενο τιμήματα τοιούτων συμφορών, αλλά και
αγωνίζεσαι για περισσότερον κέρδος. Φιλονικείς για να λάβεις όσο το
δυνατόν περισσότερα και να δώσεις ολιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο
την συμφοράν αυτού του δυστυχούς. Ούτε τα δάκρυα του πόνου ούτε ο
στεναγμός σου μαλακώνουν την καρδίαν, αλλά μένεις άκαμπτος και
αμείλικτος. Όλα τα βλέπεις ως χρυσά, τα φαντάζεσαι όλα χρυσά, αυτό είναι
το ονειρό σου όταν κοιμάσαι, αυτή η έννοια σου όταν ξυπνάς. Όπως
ακριβώς οι μανιακοί δεν βλέπουν τα ίδια τα πράγματα, αλλά φαντάζονται
αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και η δική σου ψυχή, που έχει
κυριευθεί από την φιλοχρηματία, τα βλέπει όλα ως χρυσόν και ως άργυρον.
Πιό ευχαρίστως θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να
μετατραπούν σε χρυσάφι, και ευρίσκεις βέβαια τρόπους να το κατορθώσεις
όσον σου είναι δυνατόν.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσεις χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σένα γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι για να αποκτήσεις χρυσόν; Ο σίτος σου γίνεται χρυσός, ο οίνος στερεοποιείται και γίνεται χρυσός, το μαλλί για σένα γίνεται χρυσός, κάθε εμπορική συναλλαγή, κάθε νέα ιδέα χρυσόν σου αποφέρει. Ο ίδιος ο χρυσός άλλον χρυσό γεννά, αφού πολλαπλασιάζεται με τα δάνεια που δίδεις, και όμως δεν χορταίνεις, η επιθυμία δεν ευρίσκει τέλος.
Στα
λαίμαργα παιδιά πολλές φορές επιτρέπουμε αφειδώς να τρώγουν όσον και
ό,τι επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν χορτασμό, να τους προκαλέσουμε
αποστροφή. Με τον πλεονέκτην όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά όσον
περισσότερα αποκτά τόσον πιο πολλά επιθυμεί. «Πλούτος εάν ρέει, μη
προστίθεσθε (μην προσκολλάτε δηλαδή) την καρδίαν». Συ όμως κρατείς τον
πλούτο που συνεχώς αυξάνεται, και περιφράσσεις όλες τις διεξόδους.
Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζει, τι σου προξενεί; Αχρηστεύει
τις ασφάλειες, και μάλιστα βιαίως τώρα που έχει αμπαρωθεί, και
πλημμυρίζει. Καταστρέφει τις αποθήκες του πλουσίου, κατεδαφίζει τα
χρηματοκιβώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα οικοδομήσει
μεγαλύτερες; Αμφίβολον είναι εάν και αυτές δεν τις παραδώσει στον
κληρονόμο του κρημνισμένες. Διότι είναι δυνατόν γρηγορότερα να
εγκαταλείψει αυτός την παρούσα ζωήν, παρά να χτισθούν εκείνες σύμφωνα με
τα σχέδια της πλεονεξίας.
Αλλά
εκείνου μεν το τέλος είναι ανάλογον με τους κακούς σχεδιασμούς του.
Σεις όμως, εάν μου έχετε εμπιστοσύνην, ανοίξτε όλες τις θύρες των
χρηματοκιβωτίων, και αφήστε να ρέει άφθονος ο πλούτος. Όπως σε ένα
μεγάλο ποτάμι που διοχετεύεται με πολυάριθμα κανάλια στην πολύκαρπο γη,
έτσι και σεις αφήστε τον πλούτο να διαμοιρασθεί μέσα από διαφόρους
δρόμους στις οικίες των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται δίδουν
αφθονώτερο νερό, ενώ όταν εγκαταλείπωνται σαπίζουν και στερεύουν. Ομοίως
και ο πλούτος, όταν μένει στάσιμος είναι άχρηστος, ενώ όταν κινείται
και μεταδίδεται γίνεται κοινωφελής και καρποφόρος. Ω, πόσο μεγάλος θα
είναι ο έπαινος από τους ευεργετουμένους! Μην τον καταφρονήσεις. Και
πόσο μεγάλος ο μισθός από τον δίκαιον Κριτήν! Πρόσεξε, μην απιστήσεις.
Πάντοτε να σε συντροφεύει το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου. Αυτός, με το να φυλάσσει τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζει, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμη δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα. Δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς, και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της. Προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια Επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτη από καρπούς, και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος. Ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών. Διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθεί η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθείς αυτά που σου εδείχθησαν.
Πάντοτε να σε συντροφεύει το παράδειγμα του κατηγορουμένου πλουσίου. Αυτός, με το να φυλάσσει τα παρόντα και να αγωνιά για τα ελπιζόμενα, και ενώ αγνοεί εάν αύριο θα ζει, αμαρτάνει από την σημερινήν ημέρα μεριμνώντας για την αυριανήν. Ακόμη δεν ήλθεν ο ζητιάνος και προκαταβολικώς εδείκνυε την αγριότητα. Δεν συνέλεξε ακόμη τους καρπούς, και είχεν ήδη το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη μεν εχαιρέτιζε με τα προϊόντα της. Προεφανέρωνε βαθύ το ρίζωμα του σπαρμένου σίτου, επαρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια Επάνω στα κλήματα, παρείχε την ελαία κατάφορτη από καρπούς, και υποσχόταν κάθε τρυφήν από τα καρποφόρα δένδρα. Εκείνος όμως ανίκανος για κάθε καλό και άκαρπος. Ενώ ακόμη δεν τα είχε, φθονούσε ήδη αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Μολονότι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι από την συγκομιδήν των καρπών. Διότι και το χαλάζι τσακίζει και ο καύσωνας αρπάζει μέσα από τα χέρια και βροχή που διαφεύγει παράκαιρα από τα σύννεφα αφανίζει τους καρπούς. Εσύ λοιπόν αντί να προσεύχεσαι στον Κύριο να ολοκληρωθεί η δωρεά, καθιστάς εκ των προτέρων ανάξιον τον εαυτόν σου να υποδεχθείς αυτά που σου εδείχθησαν.
Και
συ μεν συνομιλείς κρυφά με τον εαυτόν σου, τα λόγια σου όμως αυτά
ελέγχονται στον ουρανό. Γι’ αυτό από εκεί σου έρχονται οι απαντήσεις.
Ποία είναι όμως αυτά που λέγει; «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποκείμενα.
Φάγε, πίε, ευφραίνου καθ’ ημέραν». Ω τι παραλογισμός. Εάν είχες ψυχήν
χοίρου, τι άλλο καλλίτερο θα ημπορούσες να της ευαγγελισθείς; Τόσον
κτηνώδης είσαι, τόσον αναίσθητος για τα αγαθά της ψυχής, ώστε να της
προσφέρεις για να την περιποιηθείς βρώματα της σαρκός; Αυτά που
προορίζονται για τον αφεδρώνα, εσύ τα παραπέμπεις στην ψυχή; Εάν μεν
έχει αρετήν, εάν είναι πλήρης αγαθών έργων, εάν έχει προσοικειωθεί τον
Θεόν, έχει πολλά αγαθά, και ας ευφραίνεται με την καλήν ευφροσύνην της
ψυχής. Επειδή όμως το φρόνημά σου είναι γήινο και έχεις θεόν την κοιλία
και είσαι όλος σάρκινος, υποδουλωμένος στα πάθη, άκουε την προσωνυμία
που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο
ίδιος ο Κύριος.
«Άφρον,
ταύτη τη νυκτή την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Α δε ητοίμασας, τίνι
έσται;». Η γελοιοποίησις της απερισκεψίας είναι κακόν μεγαλύτερον από
την αιώνιον κόλαση. Αυτός που πρόκειται εντός ολίγου να αρπαγεί από την
ζωήν αυτή, τι συλλογίζεται; «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας
οικοδομήσω». Πολύ καλά κάμνεις, θα ημπορούσα να του ειπώ. Αξίζει
πράγματι να καταστραφούν τα ταμεία της αδικίας. Κατεδάφισε με τα ίδια
σου τα χέρια εκείνα που κακώς έχεις οικοδομήσει. Ισοπέδωσε τις
σιταποθήκες, από τις οποίες ποτέ κανείς δεν έφυγε παρηγορημένος.
Εξαφάνισε κάθε οίκημα που ασφαλίζει την πλεονεξίαν, απομάκρυνε την
στέγην, γκρέμισε τους τοίχους, δείξε στον ήλιο τον μουχλιασμένον σίτο,
βγάλε από την φυλακή τον δεσμευμένον πλούτο, φέρε στο φώς τα σκοτεινά
καταγώγια του μαμωνά. «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω».
Εάν όμως και αυτές τις γεμίσεις, τι άλλο άραγε θα διανοηθείς; Ή μήπως
θα τις καταστρέψεις και πάλι θα τις οικοδομήσεις; Και τι είναι πιο
ανόητον από αυτά, να κοπιάζεις αδιάκοπα, να βιάζεσαι να οικοδομήσεις,
και να τα καταστρέφεις πάλι με βιασύνην; Εάν θέλεις, έχεις αποθήκες, τις
οικίες των πτωχών. Θησαύρισε για τον εαυτόν σου θησαυρό στον ουρανόν.
Αυτά που εναποτίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα κατατρώγει ούτε η σήψις τα
αφανίζει ούτε τα κλέπτουν οι λησταί.
Αλλά
θα δώσω σε αυτούς που έχουν ανάγκη όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες.
Έχεις εξασφαλίσει λοιπόν την μακροζωία. Κοίταξε μη σε προλάβει αυτός που
επείγεται να σε παραλάβει λόγω προθεσμίας. Η υπόσχεσις αυτή αποδεικνύει
πονηρίαν και όχι καλωσύνην. Διότι υπόσχεσαι όχι για να δώσεις κατόπιν,
αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τι σε εμποδίζει να τα δώσεις τώρα; Δεν
έχεις τον πτωχόν ενώπιόν σου; Δεν είναι πλήρεις οι αποθήκες; Και ο
μισθός δεν είναι έτοιμος; Δεν είναι ξεκάθαρη η εντολή; Ο πεινασμένος
λιώνει, ο γυμνός παγώνει, ο οφειλέτης άγχεται, και συ αναβάλλεις την
ελεημοσύνην για την επαύριον; Άκου τoν Σολομώντα: «Μη είπεις, επανελθών
επάνηκε (πήγαινε και ξαναγύρισε δηλαδή), αύριον δώσω… ου γαρ οίδα τι
τέξεται η επιούσα». Τι παραγγέλματα περιφρονείς φράζοντας τα ώτα σου με
την φιλαργυρία; Πόσην ευγνωμοσύνην έπρεπε να χρεωστά στον ευεργέτη, και
να είσαι χαρούμενος και να λαμπρύνεσαι με την τιμήν, διότι ο ίδιος δεν
ενοχλείς τις θύρες των άλλων, αλλά εκείνοι κρούουν τις ιδικές σου; Τώρα
όμως είσαι κατηφής και αμίλητος, αποφεύγεις τις συναντήσεις, μη τυχόν
αναγκασθείς να βγάλεις έστω και το παραμικρόν από τα χέρια σου. Ένα λόγο
γνωρίζεις. Δεν έχω, δεν θα δώσω, είμαι πτωχός. Είσαι πράγματι πτωχός
και στερημένος από κάθε αγαθόν. Πτωχός από αγάπη, πτωχός από
φιλανθρωπία, πτωχός από πίστη στον Θεόν, πτωχός από ελπίδα αιωνία. Κάμε
συμμετόχους στα τρόφιμα τους αδελφούς σου εκείνο που αύριο σαπίζει, δώσε
το σήμερα σ’ αυτόν που το στερείται. Η χειροτέρα μορφή πλεονεξίας είναι
το να μη δίδει κάποιος στους ενδεείς ούτε από τα φθειρόμενα.
Και
ποίον, λέγει, αδικώ, με το να κρατώ για τoν εαυτόν μου αυτά που μου
ανήκουν; Ποία, ειπέ μου, είναι αυτά που σου ανήκουν; Από πού τα έλαβες,
και τα έφερες στην ζωήν αυτήν; Όπως ακριβώς κάποιος που ευρίσκει στο
θέατρο θέση με καλήν θέαν, εμποδίζει έπειτα τους εισερχομένους,
θεωρώντας ως ιδικό του αυτό που προορίζεται για χρήσιν κοινήν, έτσι
είναι και οι πλούσιοι. Αφού εκυρίευσαν εκ των προτέρων τα κοινά αγαθά,
τα ιδιοποιούνται απλώς επειδή τα επρόλαβαν. Εάν ο καθένας εκρατούσε
εκείνο που αρκεί για την ικανοποίηση των αναγκών του, και άφηνε το
περίσσευμα σ’ αυτόν που το χρειάζεται, κανείς δεν θα ήταν πλούσιος, αλλά
και κανείς πτωχός. Γυμνός δεν εξήλθες από την κοιλία της μητέρας σου;
Πάλι γυμνός δεν θα επιστρέψεις στην γη; Τα παρόντα λοιπόν από πού τα
έχεις; Εάν μεν λέγεις ότι μόνα τους ήλθαν, είσαι άθεος, αφού δεν
αναγνωρίζεις τον δημιουργόν, ούτε ευχαριστείς τον Σωτήρα. Εάν όμως
ομολογείς ότι είναι από τον Θεόν, ειπέ μας τον λόγο για τον οποίον τα
έλαβες. Μήπως ο Θεός που διανέμει άνισα τα βιοτικά, είναι άδικος; Γιατί
ενώ συ πλουτείς, εκείνος είναι πτωχός; Για κανέναν άλλο λόγο, παρά για
να λάβεις εσύ τον μισθόν της καλοσύνης και της καλής διαχειρίσεως, και
εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής. Συ όμως αφού τα
περιέλαβες όλα στην αχόρταγον αγκάλη της πλεονεξίας, νομίζεις ότι
κανέναν δεν αδικείς όταν αποστερείς τόσους πολλούς; Ποίος είναι ο
πλεονέκτης; Αυτός που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποίος είναι ο άρπαγας;
Αυτός που αφαιρεί όσα ανήκουν στον καθένα. Και συ δεν είσαι πλεονέκτης;
Δεν είσαι άρπαγας, όταν αυτά που εδέχθης για να τα διαχειρισθείς, αυτά
συ τα ιδιοποιείσαι; Ή θα ονομασθεί λωποδύτης εκείνος που απογυμνώνει τον
ενδεδυμένον, αυτός δε που δεν ενδύει τον γυμνόν, ενώ ημπορεί να το
κάμει, αξίζει να ονομασθεί αλλιώς; Ο άρτος που κρατάς εσύ ανήκει σ’
αυτόν που πεινά, το ένδυμα που συ φυλάσσεις στις αποθήκες ανήκει στον
γυμνόν, το υπόδημα που συ αφήνεις να σαπίσει ανήκει στον ανυπόδητον. Το
χρήμα που έχεις εσύ κρυμμένο ανήκει σ’ αυτόν που το χρειάζεται. Ώστε
αδικείς τόσους, όσους ημπορούσες να ευεργετήσεις.
Καλά
τα λόγια, λέγει, αλλά καλλίτερος ο χρυσός. Όπως δηλαδή συμβαίνει με
αυτούς που συζητούν με τους ακολάστους περί εγκρατείας. Πράγματι και
εκείνοι όταν εξυβρίζεται η πόρνη, φλέγονται προς την επιθυμία, μόνον με
την ενθύμηση. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του πτωχού, ώστε να
μάθεις πόσο μεγάλοι στεναγμοί ευρίσκονται πίσω από τους θησαυρούς σου; Ω
πόσον ποθητός θα σου φανεί κατά την ημέρα της κρίσεως ο λόγος αυτός:
«Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν
βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν.
Εδίψησα και εποτίσατέ με, γυμνός ήμην και περιεβάλετέ με». Αλλά πόσον
μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοταδισμός θα σου προκληθούν όταν ακούσεις
την καταδίκη: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το σκότος το
εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα
γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, γυμνός
ήμην και ου περιεβάλλετέ με». Διότι εκεί δεν κατηγορείται ο άρπαγας,
αλλά κατακρίνεται όποιος δεν μοιράζεται τα αγαθά του με τον πλησίον.
Εγώ
μεν είπα όσα εθεώρησα ότι συμφέρουν. Για σένα δε, εάν πεισθείς, είναι
ολοφάνερα τα αγαθά που σύμφωνα με τις επαγγελίες σε αναμένουν. Εάν όμως
παρακούσεις, η απειλή έχει ήδη γραφεί. Από αυτήν την εμπειρία σου
εύχομαι να διαφύγεις, αφού πρώτα αποκτήσεις καλλίτερον φρόνημα, για να
σου γίνει λύτρον ο ίδιος ο πλούτος σου, και να εύρεις εκεί έτοιμα τα
ουράνια αγαθά, με την χάριν αυτού που μας εκάλεσεν όλους στην Βασιλείαν
του, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
-Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 375 και εξής.Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς. Ορθόδοξη Πορεία. http://www.orp.gr/?p=235http://aktines.blogspot.com/2011/11/blog-post_2195.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου