Ἀρχιμ. Κυρίλλου
Ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ ἕναν ἰδιαίτερο
τρόπο ζωῆς μέσα στὴν Ἐκκλησία, γιὰ πολλοὺς ἀκατανόητος καὶ
παρεξηγημένος, γιὰ ἄλλους ἴσως καὶ περιττός, ὡστόσο ἡ μοναχικὴ βιοτὴ
ἐμπερικλείει τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸν συνεχῆ ἀγώνα τοῦ
πιστοῦ νὰ καταπολεμήσει τὰ πάθη του, νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτά, νὰ
καθαρθεῖ καὶ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ μοναχισμὸς
ἀποτελεῖ μία ἰδιαίτερη μορφὴ πνευματικοῦ ἀγώνα ποὺ κάθε πιστὸς
χριστιανὸς ὀφείλει νὰ διεξάγει.
Σὲ ὀργανωμένη μορφὴ ὁ μοναχισμὸς
ἐμφανίζεται τὸν 4ο μ.Χ. αἱ. ὡς ἀναχωρητισμὸς στὴν ἔρημο καὶ κατόπιν ὡς
κοινοβιακὸς βίος. Ὅμως, τὸ πνεῦμα τῆς μονώσεως καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς
ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς μοναχοὺς ὑπῆρχε ἀπὸ παλαιοτέρα στὴν πίστη μας,
ἤδη ἀπὸ τοὺς προφῆτες τῆς Π.Δ. ποὺ ζοῦσαν σὲ ἐρημιὲς μὲ ἄσκηση καὶ
κακουχίες, στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, καὶ διαποτίζει τὰ γραπτά τοῦ Ἀπ.
Παύλου καὶ τὴν ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ πτωχεία,
ἁγνότητα, ἁγιότητα, γνωρίσματα κατεξοχὴν τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Οἱ
χριστιανοὶ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων ζοῦσαν τὴν παρουσία τοῦ Ἄγ. Πνεύματος
ποὺ φώτιζε τὴν σκέψη τους καὶ διηύθυνε τὴν ζωή τους, προσπαθοῦσαν νὰ
βιώνουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου νεκρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες,
ὅπως γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος, καὶ ζοῦσαν ὡς χριστιανικὲς κοινότητες μὲ
κοινοκτημοσύνη ἀγαθῶν καὶ προσευχή, πάντοτε ἕτοιμοι νὰ ὑποστοῦν
κακουχίες καὶ ταλαιπωρίες, ἀκόμη καὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν πίστη. Ὅλα
τα παραπάνω στοιχεῖα ἐμφανίζονται καὶ χαρακτηρίζουν τὸν μοναχικὸ βίο,
ποῦ οὐσιαστικὰ συνεχίζει τὴν προϋπάρχουσα ἀσκητικὴ παράδοση τῆς πρώτης
ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ εἰσερχόμενος στὸν μοναχικὸ βίο
φλέγεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀγαπήσει ἐξ’ ὁλοκλήρου τὸν Θεό, μὲ κάθε
δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς διανοίας τοῦ (Ματθ.12,30-31),νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν
προσευχὴ καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τῆς ἁμαρτωλότητάς του, νὰ θεραπευθεῖ καὶ νὰ
ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του. Αὐτὸς εἶναι ὁ συνεχὴς ἀγώνας τοῦ μοναχοῦ μέσα
στὸ μοναστήρι, στὸ ἡσυχαστήριο, στὴν μονώση τοῦ κελλιοῦ του, μὲ τὴν
συμπαράσταση τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν της μονῆς. Ὁ μοναχός εἰσερχόμενος στὴ
μονή, ἀφήνει πίσω του τὸν κόσμο, γίνεται ξένος καὶ νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο
καὶ μπαίνει σὲ μία νέα ζωή. Τὸ μοναστήρι καθίσταται τόπος μετανοίας,
ἐργαστήριο τῶν ἀρετῶν, θεραπευτήριο τῶν παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν ποὺ
ταλαιπωροῦν τὴν ἀνθρωπίνη ψυχή, τόπος καθαρισμοῦ, ἐξαγνισμοῦ.
Ἡ εἴσοδος στὸν μοναχικὸ
βίο σημαίνει ἀποξένωση ἀπὸ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ κοσμικὰ ἐνδιαφέροντα,
ἀποκοπὴ τοῦ ἰδίου-ἐγωκεντρικοῦ θέληματος, σταύρωση-νέκρωση τῶν κοσμικῶν
φροντίδων (ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὀνομάζει τὴν ἀρετὴ αὐτὴ τοῦ μοναχοῦ ὡς «ξενιτεία»). Ὁ μοναχὸς κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴ μονὴ δίνει ὑποσχέσεις νὰ
καλλιεργήσει τὶς τρεῖς μοναχικὲς ἀρετές: παρθενία, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή. Ἡ
καλλιέργειά τους, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι
ἰδιαιτέρως σημαντική, γιατί καταπολεμᾶ ἀντιστοίχως τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς,
τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλοδοξίας. Τὰ πάθη αὐτὰ ἔχουν τὴν ρίζα τους στὸ
μέγα πάθος τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγωισμοῦ, τοῦ χαρακτηριστικοῦ δηλ.
γνωρίσματος τοῦ πονηροῦ. Ὅπως γράφει ὁ Ἄγ. Μάξιμος Ὁμολογητής, «φιλαυτία
εἶναι ἡ πρὸς τὸ σῶμα ἐμπαθὴς καὶ ἄλογη φιλία, στὴν ὁποία ἀντίκειται ἡ
ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια. Ὁ φίλαυτος ἔχει ὅλα τα πάθη».
Ὁ μοναχὸς
ἀγωνίζεται νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν φιλαυτία, τὴν μητέρα ὅλων των παθῶν, νὰ
ἀποδιώξει τοὺς πονηροὺς λογισμούς, ποὺ σκοτίζουν τὴν σκέψη του, τοὺς
πειρασμοὺς τοῦ χρήματος καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ τὸν ἀποσποῦν σὲ ὑλικὲς
μέριμνες καὶ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἀποκόψει τὴν ὑπερβολικὴ
ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτόν του καὶ τὶς μάταιες φιλοδοξίες, ποὺ τὸν κάνουν νὰ
ἐμπιστεύεται τὶς δικές του δυνάμεις καὶ ὄχι τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ
ἀρετὲς τῆς παρθενίας, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς ὑπακοῆς, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ
θεωροῦνται σημαντικὲς γιὰ τὸν μοναχό, διότι τὸν προφυλάσσουν ἀπὸ τοὺς
περισπασμοὺς καὶ τὶς μέριμνες, καὶ τὸν καθιστοῦν εὐνοϊκὸ δέκτη τῆς
θεϊκῆς Παρουσίας, ποὺ τὴν ἀποδέχεται μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ ὡς τὴν
κύρια δύναμη ποὺ καθοδηγεῖ τὴν ζωή του, ὅλην του τὴν ὕπαρξη. Ὁ μοναχὸς
γίνεται θετικὸς δέκτης τοῦ Ἄγ. Πνεύματος, ποὺ τὸν καθαρίζει, τὸν
ἐξαγνίζει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν θέωση. Ὁ μοναχὸς βιώνει τὴν ἀπεράντη
γλυκύτητα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, καὶ μὲ τὴν σειρὰ του θέλει νὰ τὴν μεταδώσει
στοὺς ἄλλους, νὰ τὴν μοιρασθεῖ μὲ τὸν πλησίον, μὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Πολλοὶ θεωροῦν τοὺς μοναχοὺς ὡς ἀργόσχολους, ἀποκομμένους ἀπὸ τὸν κόσμο,
ὄντα ποὺ δὲν ἔχουν κάτι σημαντικὸ νὰ προσφέρουν. Ὡστόσο, ἡ ἀποστολὴ τοῦ
μοναχοῦ συνδέεται μὲ τὸν κόσμο. Ὁ μοναχὸς στὴν μονώσή του προσεύχεται
γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες καὶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ ἐφ΄ ὅσον
κατορθώσει νὰ καθαρθεῖ καὶ νὰ φωτισθεῖ ἀπὸ τὸ Ἄγ. Πνεῦμα, μεταδίδει
στοὺς ὑπολοίπους τὸ φῶς, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ
κοντὰ καὶ μέσα στὸν κόσμο.
Γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν μοναχῶν στὸν
κόσμο ὁ ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης (1855-1938), σύγχρονος ἀσκητὴς καὶ
ἅγιος της Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ τὰ ἀκόλουθα καὶ ἄκρως διαφωτιστικά: «Ὁ
κόσμος νομίζει πῶς οἱ μοναχοὶ εἶναι ἀνώφελο γένος. Ἔχουν ἄδικο νὰ
σκέφτονται ἔτσι. Δὲν ξέρουν πὼς ὁ μοναχὸς προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν
κόσμο. Δὲν βλέπουν τὶς προσευχές του καὶ δὲν γνωρίζουν μὲ πόση
εὐσπλαχνία τὶς δέχεται ὁ Κύριος. Οἱ μοναχοὶ κάνουν μεγάλο πόλεμο μὲ τὰ
πάθη καὶ γι’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα τους θὰ εἶναι μεγάλοι κοντὰ στὸν
Θεό…Ὑπάρχουν μοναχοὶ ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία. Ὁ Κύριος
εἶναι τόσο κοντά μας, ζεῖ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχουν
μερικοὶ ποὺ λένε πῶς οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν τὸν κόσμο, γιὰ νὰ
μὴν τρῶνε δωρεὰν ψωμί. Πρέπει ὅμως νὰ καταλάβουμε σὲ τί ἔγκειται αὐτὴ ἡ
ὑπηρεσία καὶ μὲ τί ὀφείλει νὰ βοηθᾶ τὸν κόσμο ὁ μοναχός. Ὁ μοναχὸς
εἶναι ἱκέτης γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, θρηνεῖ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ σὲ αὐτὸ
ἔγκειται τὸ κύριο ἔργο του. Δὲν εἶναι δουλειὰ τοῦ μοναχοῦ νὰ διακονεῖ
τὸν κόσμο μὲ τὸν κόπο τῶν χειρῶν του. Αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τῶν κοσμικῶν.
Οἱ κοσμικοὶ προσεύχονται λίγο, ἐνῷ ὁ μοναχὸς συνεχῶς. Χάρη στοὺς
μοναχοὺς δὲν παύει ποτὲ ἡ προσευχὴ στὴν γῆ. Καὶ μὲ αὐτὸ ὠφελεῖται ὅλος ὁ
κόσμος, γιατί ὁ κόσμος στέκεται μὲ τὴν προσευχή, καὶ ὅταν χαλαρώσει ἡ
προσευχή, τότε θὰ χαθεῖ ὁ κόσμος…ὅταν δὲν θὰ ὑπάρχουν πιὰ ἄνθρωποι ποὺ
νὰ πρεσβεύουν γιὰ τὸν κόσμο, τότε θὰ τελειώσει ὁ κόσμος…
Ὁ μοναχὸς
ὀφείλει νὰ παλεύει μὲ τὰ πάθη καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ τὰ νικᾶ. Ὁ
μοναχὸς ἄλλοτε ἀπολαμβάνει τὴν μακαριότητα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ ζεῖ σὰν
στὸν παράδεισο δίπλα στὸν Θεό, καὶ ἄλλοτε θρηνεῖ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο,
γιατί ἐπιθυμεῖ νὰ σωθοῦν οἱ πάντες. Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει τὸν
μοναχὸ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, νὰ ἀγαπᾶ καὶ τὸν κόσμο…Ὁ κόσμος στηρίζεται στὶς
προσευχὲς τῶν Ἁγίων. Καὶ ὁ μοναχὸς κλήθηκε νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν κόσμο
μὲ ὅλο του τὸ εἶναι. Αὐτὴ εἶναι ἡ διακονία του καὶ γιὰ αὐτὸ μὴν τὸν
ἐπιβαρύνετε μὲ κοσμικὲς μέριμνες…Ὁ μοναχὸς ὀφείλει νὰ ζεῖ μέσα σὲ συνεχῆ
ἐγκράτεια. Ἡ θεία χάρη ἀγαπᾶ νὰ ζεῖ σὲ σῶμα ποὺ ἔχει ἀποξηράνει ἡ
ἄσκηση».
Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναχῶν ἐπιδιώκει
τὴν ἱερὰ ἡσυχία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν βιώση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν
καρδιακὴ γνώση-ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει τὴν αὐτογνωσία
τῆς ἁμαρτωλότητας τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν συνεχῆ μετάνοια.
Τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν (κάθαρση). Τὸ ἑπόμενο στάδιο εἶναι
νὰ γευθεῖ ὁ μοναχὸς τὴν γλυκύτητα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς γαλήνης ποὺ
παρέχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ φωτισμένες διάνοιες(φωτισμὸς τοῦ νοῦ)καὶ στὸ
τρίτο στάδιο ἡ βίωση τοῦ θείου καὶ ἡ θέαση τοῦ Θεοῦ (θεωρία). Ὅλη ἡ ζωὴ
τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἐπιδιώξη τῶν τριῶν αὐτῶν πνευματικῶν
σταδίων, ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν συνεχῆ προσευχὴ καὶ μετάνοια νὰ ἀξιωθεῖ ἀπὸ
τὴν Θεία Χαρῆ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, νὰ μιμηθεῖ τὴν ζωὴ τῶν ἀγγέλων καὶ
νὰ βιώσει τὸν παράδεισο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τὴν
μοναστικὴ αὐτὴ μέθοδο ὡς ἡσυχαστικὴ-νηπτικὴ ζωή, κύρια γνωρίσματα τῆς
ὁποίας ἀποτελοῦν ἡ προσευχή, ἡ ἄσκηση, ἡ λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ ζωή.
Οἱ μοναχοὶ ὡς ἀποστολὴ τους ἔχουν νὰ μιμηθοῦν τὴν ἀγγελικὴ ζωή, νὰ
γίνουν δηλ. ὑπάρξεις ἀφιερωμένες στὴν προσευχὴ καὶ τὴν δοξολογία τοῦ
Θεοῦ, χωρὶς κοσμικὲς μέριμνες, χωρὶς ἐμπαθεῖς λογισμούς, μὲ καθαρὴ
καρδία. Ἐφ’ ὅσον τὸ πετύχουν αὐτό, καθίστανται φωτεινοὶ φωστῆρες καὶ
χορεία ἐπιγείων ἀγγέλων καὶ ἁγίων, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ μοναχοὶ μὲ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ τὸ
παράδειγμα τους γίνονται φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν
Οὐράνιο Πατέρα. Οἱ ἂνθρωποι, κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ταραχὴ ποὺ ἐπικρατεῖ
στὴν καθημερινότητά τους καὶ στὶς κοσμικὲς φροντίδες, ἐναγωνίως
ἀποζητοῦν μοναχοὺς-ἀνθρώπους προσευχῆς, καὶ ἐπισκέπτονται μοναστήρια γιὰ
νὰ ἐναποθέσουν τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς ψυχικές τους ἀγωνίες, νὰ
βροῦν ἕναν τόπο γαλήνης καὶ ἠρεμίας, νὰ μιλήσουν μὲ μοναχοὺς-φορεῖς τῆς
χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ νὰ ἀκούσουν λόγους πνευματικούς,
γεμάτους ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ παραθέσουμε
ἀπόψεις Πατέρων γιὰ τὴν ἔννοια καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ μοναχοῦ. «Φῶς μὲν
μοναχοῖς Ἄγγελοι, φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων, μοναχικὴ πολιτεία» (Ἰωάννης
Κλίμακος). Οἱ μοναχοὶ ἔχουν ὡς πρότυπο τὴν ἀγγελικὴ ζωή, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι
τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὴν ρήση τοῦ Ἄπ. Παύλου ὅτι
«ξένοι καὶ πάροικοι συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι του
Θεοῦ»(Ἐφεσ.2,19), ποὺ συμπυκνώνει τὸ νόημα τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὁ μοναχὸς
εἶναι ξένος ὡς πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὶς κοσμικότητες καὶ βιώνει μία ζωὴ
ποὺ τὸν φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Ἔτσι, ὁ
μοναχὸς ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας καὶ ἔχοντας
ἐπιλύσει τὶς ὑπαρξιακές του ἀναζητήσεις, μπορεῖ νὰ γίνει φωτεινὸς φάρος
γιὰ τοὺς ὑπολοίπους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σὲ ἐσωτερικὴ ἀναζητήση.
Ὁ μοναχὸς ζεῖ μία ζωὴ ὑπακοῆς στὶς
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, μὲ συνεχῆ μετάνοια καὶ ταπείνωση, ὑποβάλλοντας τὸ σῶμα
του σὲ ἄσκηση γιὰ νὰ φθάσει στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῆς κάθαρσης τῆς
διανοίας του, νὰ γίνει ἐξαγνισμένος καὶ πεφωτισμένος. «Μοναχὸς ἐστιν, ὁ
μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ ἐνταλμάτων ἐχόμενος, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ καὶ
πράγματι. Μοναχός ἐστι, βία φύσεως διηνεκής, καὶ φυλακὴ αἰσθήσεως
ἀνελλιπής. Μοναχὸς ἐστιν, ἡγνισμένον σῶμα, κεκαθαρμένον στόμα, καὶ
πεφωτισμένος νοῦς. Μοναχός ἐστι, κατώδυνος ψυχή, ἐν διηνεκεῖ μνήμῃ
θανάτου ἀδολεσχοῦσα, ἐγρηγορυῖα τὲ καὶ ὑπνώττουσα» (Ἰωάννης Κλίμακος). Ὁ
ὁρισμὸς αὐτὸς μᾶς παρουσιάζει τὰ γνωρίσματα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ:
συνεχὴς προσευχὴ σὲ κάθε τόπο καὶ εὐκαιρία, ἄσκηση »φύσεως διηνεκής»,
μόνωση καὶ διαρκὴ νήψη (»φυλακὴ αἰσθήσεως ἀνελλιπής»), συγκέντρωση τῆς
διανοίας καὶ ἐγρήγορση τῶν αἰσθήσεων (ἡσυχασμὸς) ποὺ ἐπιτρέπει τὴν
αὐτοσυγκέντρωση στὴν ἀπερίσπαστη προσευχὴ καὶ ὁδηγεῖ στὸν φωτισμὸ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, μετάνοια καὶ μνήμη θανάτου.
Ὁ γνήσιος αὐτὸς ὀρθόδοξος
μοναχισμὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ νηπτικὴ παράδοση τῶν Πατέρων
καὶ ἀσκητῶν, ποὺ στοχεύει στὴν πνευματικὴ τελείωση τῶν ἀνθρώπων καὶ
ἔχει ἐσχατολογικὸ προσανατολισμό, ποὺ δὲν ἐκπίπτει σὲ ἐκκοσμικευμένες
δραστηριότητες (π.χ. ἐμπορικὲς μοναστηριακὲς ἐπιχειρήσεις,
μοναστήρια-κέντρα θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ) καὶ δὲν περιορίζεται σὲ μία
μονομερὴ δράση ἐντόνου κοινωνικοῦ ἀκτιβισμοῦ (λ.χ. προσφορὰ σὲ ἱδρύματα
καὶ κοινωνικὲς ὑπηρεσίες, ὅπως συμβαίνει στὸν μοναχισμὸ τῆς Δυτικῆς
Ἐκκλησίας) εἰς βάρος τῆς πνευματικῆς του καὶ προσευχητικὴς ἀποστολῆς,
ἀποτελεῖ πραγματικὸ κὸσμημα καὶ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ δὲ τῶν
τελουμένων ἁπασῶν ὑψηλοτέρα τάξις ἡ τῶν μοναχῶν ἐστίν ἱερὰ διακόσμησις,
πᾶσαν μὲν ἀποκεκαθαρμένην κάθαρσιν, ἐν νοερᾷ θεωρίᾳ καὶ κοινωνίᾳ
γεγενημένῃ, καὶ πρὸς τῆς ἱερᾶς αὐτῶν ἐπιστήμης ἀναλόγως εἰς τελειοτάτην
ἀναγομένη τελείωσιν» (Ἅγ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείας Ἱεραρχίας). Καὶ
πρὰγματι, ὁ μοναχὸς «ὁ ἔξωθεν τοῦ κόσμου καθήμενος ,καὶ ἀεὶ δεόμενος
τοῦ Θεοῦ τυχεῖν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν» βιώνει τὸ ἀληθινὸ-ἐσχατολογικὸ-
νόημα τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέτοιοι μοναχοὶ ἀποτελοῦν «καύχημα γὰρ τῆς τοῦ
Χριστοῦ ἐκκλησίας ἡ μοναχικὴ πολιτεία» (ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος).
http://www.enromiosini.gr/arthrografia/5598-%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CE%BF%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CE%B6%CF%89/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου