Μεγάλη σκέψις καὶ παντοτεινὴ ἐξάσκησις χρειάζεται γιὰ νὰ κυβερνηθοῦν
καὶ νὰ διορθωθοῦν καλὰ οἱ πέντε ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις· δηλαδὴ ἡ
ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις καὶ ἡ ἁφή.
Γιατὶ ἡ παράλογη
ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι σὰν στρατηγὸς τῆς διεφθαρμένης μας
φύσεως, γέρνει μὲ ὑπερβολὴ στὸ νὰ ζητάῃ πάντα τὶς εὐχαριστήσεις καὶ τὶς
ἀναπαύσεις καὶ μὴ μπορώντας μόνη της νὰ τὶς ἀποκτήσῃ, μεταχειρίζεται
τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος σὰν στρατιῶτες καὶ ὄργανα φυσικά, γιὰ νὰ
συλλαμβάνῃ τὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀντικείμενά τους, δηλαδὴ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, τῶν
ὁποίων τὶς εὐχάριστες εἰκόνες καὶ φαντασίες ποὺ περνᾶνε παίρνοντάς της,
τὶς τυπώνει στὴν ψυχή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἀκολουθεῖ ἡ εὐχαρίστησις.
Αὐτὴ ἐξ αἰτίας τῆς συγγένειας ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς
σάρκας, μοιράζεται σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη τῶν αἰσθήσεων, ποὺ χωροῦν αὐτὴ
τὴν εὐχαρίστησι· καὶ ἀπὸ αὐτήν, συμβαίνει (ἀλλοίμονο) στὴ ψυχὴ ὁ
ἀθάνατος θάνατος· καὶ συπληρώνεται αὐτὸ ποὺ γράφτηκε, ὅτι «ἀνέβη
θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἱερ.9,20). Δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, τὶς
ὁποῖες ἔχει σὰν παράθυρα ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὰ αἰσθητά.
Βλέπεις, ἀδελφέ, τὴν μεγάλη ζημιά, ποὺ σοῦ προξενεῖται ἀπὸ τὶς
αἰσθήσεις; Πρόσεχε, λοιπόν, νὰ τὴν θεραπεύσῃς, δηλαδή, φρόντιζε καλῶς,
νὰ μὴν ἀφήνῃς νὰ πηγαίνουν οἱ αἰσθήσεις σου ἐκεῖ, ποὺ αὐτὲς θέλουν, οὔτε
νὰ τὶς μεταχειρισθῇς γιὰ μόνη τὴν ἀπόλαυσι τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν καὶ ὄχι
γιὰ κανένα ἄλλο σκοπὸ καλὸ ἢ ὠφέλεια ἢ ἀνάγκη. Καὶ ἂν ὡς τώρα, χωρὶς
νὰ τὰ γνωρίσῃς αὐτά, οἱ αἰσθήσεις σου δόθησαν ὁλοκληρωτικὰ στὶς
αἰσθητὲς εὐχαριστίες, ὅμως, ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα, ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς,
νὰ τὶς φέρῃς πίσω καὶ νὰ τὶς κυβερνήσῃς τόσο καλά, μὲ τρόπο πού, ἀπὸ
ἐκεῖ ποὺ προτύτερα ὑποδουλώνονταν ἄθλια στὶς μάταιες καὶ ψυχοφθόρες
ἡδονές, νὰ ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπὸ κάθε κτίσμα καὶ ἀντικείμενο αἰσθητό,
ψυχωφελῆ νοήματα καὶ νὰ τὰ φέρουν μέσα στὴ ψυχή· μέσα ἀπὸ τὰ νοήματα
αὐτὰ ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ συμμαζεύται στὸν ἑαυτό της καὶ μὲ τὰ φτερὰ τῶν
ἀΰλων της δυνάμεων, νὰ ἀνεβαίνῃ στὴ μελέτη καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ (1)· αὐτὸ ὁποῖο μπορεῖς καὶ σὺ νὰ τὸ κάνῃς μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
Γιὰ παράδειγμα· ὅταν βρεθῆ μπροστὰ σὲ καμμία ἐξωτερική σου αἴσθησι
κανένα αἰσθητὸ ἀντικείμενο, εἴτε ὁρατό, εἴτε ἀκουστό, εἴτε ὀσφρατό, εἴτε
γευστικὸ ἢ χειροπιαστό, ξεχώρισε μὲ τὸν λογισμό σου ἀπὸ τὸ ὑλικὸ
πρᾶγμα ποὺ ἔχει τὸ ἄϋλο πνεῦμα, δηλαδὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ποὺ εἶναι σὲ αὐτό· καὶ σκέψου, ὅτι αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ ἔχῃ τὸ εἶναι ἢ ἄλλο τίποτε, ἀπὸ ὅσα βρίσκονται σὲ αὐτό· ἀλλὰ
ὅλο του τὸ κάθε τί εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πνεῦμα του
ἀοράτως τοῦ δίνει ἐκεῖνο τὸ εἶναι, ἐκείνη τὴν ἀγαθότητα, ἐκείνη τὴν
ὡραιότητα, ἐκείνη τὴν δύναμι, ἐκείνη τὴν σοφία καὶ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ
ἔχει μέσα του.
Ὁπότε ἐδῶ ἂς χαρῆ ἡ καρδιά σου, διότι μόνον ὁ Θεός σου
εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ τόσων διαφόρων, τόσων μεγάλων, τόσων θαυμαστῶν
στὴν ἀκρίβεια πραγμάτων καὶ ὅτι αὐτὸς μὲ ὑπεροχή, ὅλα τὰ ἐμπεριέχει
στὸν ἑαυτό του· καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ τελειότητες ὅλων τῶν αἰσθητῶν
κτισμάτων, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ἐλάχιστος βαθμὸς ἢ ἕνας ἴσκιος τῶν
ἀπείρων αὐτοῦ θεϊκῶν θαυμασιῶν καὶ τελειοτήτων.
Καὶ λοιπὸν ὅταν ἐσὺ
κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο συνηθίσῃς νὰ βλέπῃς τὰ αἰσθητὰ κτίσματα καὶ δὲν
μένῃς στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στὸ φαινόμενο μόνον, ἀλλὰ διαπερνᾷς μὲ τὸν νοῦ
σου στὴν ἐσωτερικὴ καὶ κρυφὴ αὐτὴ ὡραιότητα (γιατὶ εἰκόνες τῶν νοητῶν
εἶναι τὰ αἰσθητὰ κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη), τότε τὴν μὲν
ἐξωτερική τους ὡραιότητα, ὡς ἀσήμαντη καὶ ὑλική, θὰ τὴν καταφρονήσῃς
καὶ θὰ τὴν προσπεράσης, στὴν δὲ κρυπτόμενη δύναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ
ἁγίου Πνεύματος, θὰ προσηλώσῃς τὸ νοῦ σου, δοξολογώντας τὸν Κύριο.
Ἔτσι βλέποντας τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, τὴ φωτιά, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ
τὴν γῆ καὶ στοχαζόμενος τὴν οὐσία καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ
ἔχουν, μὲ μεγάλη σου εὐχαρίστησι θὰ πῇς πρὸς τὸν τέλειο Δημιουργό, ποὺ
κατὰ τέτοιο τρόπο τὰ δημιούργησε· «ὦ θεία οὐσία! ὦ ἄπειρος Δύναμις καὶ
ἐνέργεια ἄκρως ἐπιθυμητή, πόσο χαίρομαι καὶ εὐχαριστοῦμαι, διότι ἐσὺ
εἶσαι μόνη ἡ ἀρχὴ καὶ αἰτία κάθε κτιστῆς οὐσίας τῶν ὄντων καὶ κάθε
ἐνέργειας καὶ δυνάμεως»! (2)
Ἔτσι ὅταν βλέπῃς τὰ οὐράνια καὶ φωτεινὰ σώματα, τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη
καὶ τὰ ἀστέρια καὶ σκεφθῇς ὅτι πῆραν τὸ φῶς καὶ τὴν λαμπρότητα ἀπὸ τὸν
Θεό, θὰ φωνάξης· «ὦ φῶς, ὑπὲρ πᾶν φῶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε κάθε
φῶς ἄϋλον καὶ ὑλικό· ὦ φῶς θαυμαστό, τὸ πρῶτο ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς τῶν
Ἀγγέλων καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἁγίων, στοῦ ὁποίου τὴν ἀκλινῆ θεωρίαν,
θαμπώνονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Χερουβίμ, καὶ σὲ σύγκρισι αὐτοῦ, ὅλα τὰ
αἰσθητὰ φῶτα φαίνονται σκοτάδι βαθύτατο, σὲ δοξολογῶ καὶ σὲ ὑπερυψῶ· ὦ
φῶς ἀληθινό, ὅπου φωτίζεις κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο (Ἰωάν.
α´)· ἀξίωσέ με νὰ σὲ δῶ νοερά, γιὰ νὰ χαρῆ μὲ τὴν τελειότητα ἡ καρδιά
μου».
Ἔτσι καὶ ὅταν βλέπῃς τὰ δένδρα, τὰ χόρτα καὶ ἄλλα διάφορα φυτὰ
καὶ σκέφτεσαι μὲ τὸ μυαλό, πῶς ζοῦνε, τρέφονται, αὐξάνουν καὶ γεννοῦν
τὰ ὅμοιά τους καὶ πῶς ἀπὸ μόνα τους δὲν ἔχουν τὴν ζωὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα
ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἐσὺ δὲν βλέπεις, τὸ ὁποῖο
μόνο τὰ ζωογονεῖ· ἔτσι μπορεῖς νὰ πῇς· «Νά, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή,
ἀπὸ τὴν ὁποία, στὴν ὁποία καὶ διὰ τῆς ὁποίας ζοῦν καὶ τρέφονται καὶ
αὐξάνουν τὰ πάντα, ὢ ζωντανὴ θεραπεία τῆς καρδιᾶς μου»!
Παρόμοια καὶ
ἀπὸ τὴν μορφὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, θὰ ἐξυψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸν Θεό, ποὺ
δίνει σὲ αὐτὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἀπὸ τόπου σὲ τόπο κίνησι, λέγοντας· ὢ
πρῶτον κινοῦν· τὸ ὁποῖο μολονότι κινεῖς τὰ πάντα, εἶσαι ἀκίνητο στὸν
ἑαυτό σου· ὤ, πόσο χαίρομαι καὶ εὐφραίνομαι στὴν ἀκινησία καὶ
στερεότητά σου»!
Βλέποντας πάλι τὸν ἑαυτό σου ἢ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ
σκεπτόμενος ὅτι μόνο ἐσὺ ἔχει ὄρθιο σχῆμα καὶ εἶσαι σωστὸς καὶ λογικὸς
ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα καὶ πὼς εἶσαι μία ἕνωσις καὶ ἕνας σύνδεσμος τῶν
ἀΰλων καὶ ὑλικῶν κτισμάτων, παρακινήσου σὲ δοξολογία καὶ εὐχαριστία τοῦ
Δημιουργοῦ Θεοῦ σου καὶ πές: «Ὦ Τριὰς ὑπερούσιε, Πάτερ, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα
Ἅγιο, ἂς εἶσαι δεδοξασμένη στοὺς αἰῶνας. Πόσο χρεωστῶ νὰ σὲ εὐχαριστῶ
πάντοτε, ὄχι μόνον διότι μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὴν γῆ καὶ μὲ ἔκαμες βασιλέα
ὅλων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων ὄχι μόνον διότι μὲ τίμησες κατὰ τὴν φύσι μὲ
τὴν δική σου εἰκόνα, μὲ νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιό του σώματος μου (3),
ἀλλὰ καὶ διότι μοῦ ἔδωσες δύναμι νὰ γίνω προαιρετικὰ μὲ τὶς ἀρετές,
καθ᾿ ὁμοίωσιν δική σου, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ σὲ ἀπολαμβάνω στοὺς
αἰῶνας».
Ἔρχομαι τώρα στὶς πέντε αἰσθήσεις εἰδικώτερα καὶ σοῦ λέω· ἂν
θέλγεσαι, ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος τῶν κτισμάτων, τὴν
ὁποία βλέπουν τὰ μάτια σου, χώρισε μὲ τὸν νοῦ σου ἐκεῖνο ποὺ βλέπῃς, ἀπὸ
τὸ πνεῦμα ποὺ δὲν βλέπεις· καὶ σκέψου, ὅτι ὅλη ἐκείνη ἡ ὡραιότητα ποὺ
φαίνεται ἀπὸ ἀπὸ ἔξω, εἶναι τοῦ μόνου ἀοράτου καὶ παγκαλεστάτου
πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴν ἀφορμὴ ἐκείνη ἡ ἐξωτερικὴ
ὡραιότητα· καὶ πὲς γεμάτος εὐχαρίστησι·
«Νὰ τὰ ρυάκια τῆς ἄκτιστης
πηγῆς! Νά, οἱ ρανίδες τοῦ ἀπείρου πελάγους παντὸς ἀγαθοῦ! ὤ, καὶ πόσο
χαίρομαι, ὢ εἰς τὰ ἐνδότερά της καρδιᾶς μου, συλλογιζόμενος τὴν αἰώνια
καὶ ἄπειρη τοῦ Κτίστου μου ὡραιότητα, ποὺ εἶναι ἀρχὴ καὶ αἰτία πάσης
κτιστῆς ὡραιότητος! ὤ, πόσο γλυκαίνομαι, στοχαζόμενος τὸ ἄφραστον καὶ
ἀκατανόητο καὶ ὑπέρκαλο κάλλος τοῦ Θεοῦ μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει τὴν ἀρχὴ
κάθε κάλλος».
Ὅταν ἀκούσῃς καμιὰ γλυκειὰ φωνὴ ἡ ἁρμονία ἤχων καὶ τραγουδιῶν, στρέψε
τὸ νοῦ σου στὸν Θεὸ καὶ πές· «ὢ ἀρμονία τῶν ἁρμονιῶν, Κύριέ μου! πόσο
εὐφραίνομαι στὶς ἄπειρές σου τελειότητες· ἐπειδὴ ὅλες μαζὶ σοῦ
ἀποδίδουν ὑπερουράνια ἁρμονία· καὶ ἑνωμένες ἀκόμη μὲ τοὺς Ἀγγέλους
στοὺς οὐρανοὺς καὶ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα, δημιουργοῦν μεγάλη συμφωνία·
πότε θὰ ἔλθη, Κύριέ μου, ἡ ὥρα, νὰ ἀκούσω μέσα στὰ ὦτα τῆς καρδιᾶς μου
τὴν γλυκυτάτη φωνή σου νὰ μοῦ πῇς· «σοῦ δίνω τὴν δική μου εἰρήνη· τὴν
εἰρήνη ἀπὸ τὰ πάθη· διότι ἡ φωνή σου εἶναι εὐχάριστη», σύμφωνα τὸ Ἆσμα
(2,14).
Ἂν πάλι μυρίζῃς κανένα ἄρωμα ἢ λουλοῦδι εὐωδιαστό, πέρασε ἀπὸ τὴν
ἐξωτερικὴ εὐωδία στὴν κρυμένη μυρωδιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ πές· «Νά,
οἱ εὐωδίες τοῦ πανευώδους ἐκείνου ἄνθους καὶ τοῦ ἀκένωτου ἐκείνου
μύρου, τὸ ὁποῖο δόθηκε σὲ ὅλα τὰ κτίσματά του· κατὰ τὸ Ἆσμα ἐγὼ ἄνθος
τῆς πεδιάδος, κρίνο τῶν κοιλάδων (2, 10)· καὶ πάλι· «τὸ ὄνομά σου μύρο
ποὺ σκορπιέται» (1,2). Νά, ἡ τῆς πηγαίας εὐωδίας διάδοσις, ἡ ὁποία
ἄφθονα πλημμυρίζει τὶς θεϊκές της πνοές, ἀπὸ τοὺς πάνω καὶ καθαρώτατους
Ἀγγέλους, μέχρι τὰ τελευταῖα κτίσματα καὶ τὰ κάνει ὅλα νὰ εὐωδιάζουν,
σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο (Ἐκκλησ. Ἱεραρ. κεφ. Δ´)· σχετικὰ μὲ
τὴν ὁποία εὐωδία εἶπε ὁ Ἰσαὰκ στὸ υἱὸ τοῦ Ἰακώβ· «ἡ εὐωδία τοῦ υἱοῦ
μου εἶναι σὰν τοῦ ἀγροῦ, τὴν ὁποία εὐλόγησε ὁ Κύριος» (Γέν. 27,27).
Πάλι, ὅταν τρῷς ἢ πίνῃς, σκέψου πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δίνει
σὲ ὅλα τὰ φαγητὰ νοστιμάδα καὶ μόνο μὲ αὐτὸν εὐχαριστημένος, μπορεῖς νὰ
πῇς: «Νὰ χαίρεσαι ψυχή μου διότι, καθὼς ἔξω ἀπὸ τὸν Θεόν σου δὲν
ὑπάρχει καμμία ἀνάπαυσις, ἔτσι ἔξω ἀπὸ αὐτόν, δὲν ὑπάρχει καὶ καμμία
γλυκύτητα ἢ νοστιμάδα· ὁπότε, σὲ αὐτὸν μόνο μπορεῖς νὰ εὐχαριστιέσαι,
καθὼς ὁ Δαβὶδ σὲ παρακινεῖ λέγοντας «Δοκιμάστε καὶ δεῖτε πόσο καλὸς
εἶναι ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33, 8). Καὶ ὁ Σολομώντας σὲ πληροφορεῖ λέγοντας
σχετικὰ μὲ αὐτό· «ὅτι ὁ καρπὸς του εἶναι γλυκὸς στὸ λαρύγγι μου» (Ἆσμα
2,3).
Ὅταν κινήσῃς τὰ χέρια σου, γιὰ νὰ κάνῃς κανένα ἔργο, σκέψου, πὼς ὁ
Θεὸς εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ σύ, δὲν εἶσαι ἄλλο, παρὰ
ἕνα ζωντανὸ ὄργανό του· στὸν ὁποῖο σηκώνοντας τὸν λογισμό σου, πὲς
ἔτσι: «Πόση εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζω μέσα στὸν ἑαυτό μου, Ὕψιστε Θεὲ
τοῦ σύμπαντος! Γιατὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κάνω χωρὶς ἐσένα κανένα πρᾶγμα·
πράγματι, εἶσαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἀρχικὸς δημιουργὸς κάθε πράγματος».
Ὅταν βλέπῃς σὲ ἄλλους ἀγαθότητα, σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἄλλες ἀρετές,
κάνοντας μὲ τὸ νοῦ σου αὐτὸν τὸν διαχωρισμό, πὲς στὸν Θεό σου· «Ὦ
πλουσιώτατε θησαυρὲ τῆς ἀρετῆς, πόση εἶναι ἡ χαρά μου! διότι ἀπὸ σένα
καὶ διὰ σοῦ μόνου προέρχεται κάθε καλό· καὶ διότι ὅλο τὸ καλό, κατὰ
σύγκρισι τῶν θείων σου τελειοτήτων, εἶναι μηδέν· σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου,
γι᾿ αὐτὸ καὶ γιὰ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ ἔκανες στὸν πλησίον μου· ἀλλὰ
θυμήσου, Θεέ μου, καὶ τὴ δική μου φτώχεια καὶ τὴν μεγάλη ἀνάγκη ποὺ ἔχω
γιὰ τὴν ἀρετή».
Καὶ γιὰ νὰ πῶ γενικά, ὅσες φορὲς δῇς στὰ κτίσματα κάποιο πρᾶγμα νὰ σὲ
ἀρέσῃ καὶ σὲ εὐχαριστῇ, μὴ σταματήσῃς σ᾿ αὐτό, ἀλλὰ πέρασε μὲ τὸν
λογισμό σου στὸ Θεὸ καὶ πές· «Ἂν Θεέ μου, τὰ κτίσματά σου εἶναι τόσο
ὡραῖα, τόσο χαροποιά, τόσο ἀρεστά, πόσο ἀράγε ὡραῖος, πόσο χαροποιὸς καὶ
γλυκύτατος εἶσαι ἐσὺ ὁ Κτίστης ὅλων αὐτῶν»!
Ἐὰν λοιπόν, ἀγαπητέ, ἔτσι κάνῃς, μπορεῖς νὰ ἀπολαμβάνῃς τὸν Θεὸ μέσα
ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις σου καὶ νὰ ἀνεβαίνῃς πάντα ἀπὸ τὰ κτίσματα στὸν
Κτίστη, μὲ τρόπο ποὺ ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως νὰ σοῦ γίνεται μία
θεολογία καὶ ἀκόμη εὑρισκόμενος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, νὰ
φαντάζεσαι ἐκεῖνο τὸν νοητό. Ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅλος ὁ κόσμος καὶ
ὅλη ἡ φύσις, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας νόμος καὶ ἕνα ὄργανο κάτω ἀπὸ τὸ
ὁποῖο ἀόρατα βρίσκεται ὁ Δημιουργὸς καὶ τεχνίτης, ἐνεργώντας καὶ
δείχνοντας τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ προβάλλει τὶς ἀόρατες
καὶ ἀσώματες ἐνέργειες καὶ τελειότητές του (4).
1. Γιὰ αὐτὸ ὁ μέγας ἐκεῖνος Αὐγουστίνος
ἔλεγε, ὅτι, «ὅσα κτίσματα εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον, ὁμιλοῦσι μὲ τοὺς
ἐνάρετους ἄνδρας μὲ μίαν γλῶσσαν βουβὴν ἀληθινὰ καὶ σιωπηλήν, ἀλλὰ κατὰ
πολλὰ ἐνεργητικήν, ἡ ὁποία εὔκολα ἀκούεται καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ τοὺς παρακινεῖ περισσότερον εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην καὶ ἀπὸ
ὅλα τὰ πάντα ἐβρίσκουν ἀφορμὴν νὰ λαμβάνουν καλοὺς καὶ εὐλαβητικοὺς
λογισμούς». Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Ὅλα δοξάζουν τὸν Θεὸ μὲ
ἀλάλητες φωνές· γιὰ ὅλα εὐχαριστεῖται ὁ Θεὸς διὰ μέσου ἐμοῦ· καὶ ἔτσι ὁ
ὕμνος ἐκείνων γίνεται δικός μας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐγὼ παίρνω τὸν
ὕμνο». (Λόγος εἰς τὴν Καινὴν Κυριακήν). Ὁπότε καὶ οἱ τρεῖς παῖδες πῆραν
ἀφορμὴ ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα νὰ δοξολογήσουν τὸν Κτίστη στὸν ὕμνο
τους.
2. Σημείωσε ὅτι, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ
οὐσία τῶν ὑπαρκτῶν ἔχει εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ἡ δύναμις τοῦ Υἱοῦ, ἡ
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε κατὰ ὅποιον τρόπο παραθέτει αὐτὸν σὰν
Θεὸ ποιητή, ὄχι μόνο πὼς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ καὶ πὼς εἶναι Τρία.
3. Βλέπε τὸ λη´ κεφ. τῶν φυσικῶν καὶ
θεολογικῶν τοῦ μεγάλου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου στὴ Φιλοκαλίας, ποὺ
λέγει ἐκεῖνος ὁ θειότατος νοῦς ὅτι τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τοῦ σώματος, εἶναι
ἕνας ἔρωτας νοερός, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὸ Λόγο, καὶ
ὑπάρχει στὸ λόγο καὶ στὸ νοῦ καὶ σὲ αὐτὸ ὑπάρχει τὸν λόγο καὶ τὸ νοῦ·
καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, ἡ νοερὰ καὶ ἡ λογικὴ ψυχή,
πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ
ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν τέτοιο εἴδους ζωοποιὸ Πνεῦμα, διότι δὲν ἔχουν τὸ
σῶμα τὸ ὁποῖο νὰ δίνῃ ζωή.
4. Γι᾿ αὐτό, ἀπὸ μὲν τὸ ἕνα μέρος ὁ
Σολομώντας εἶπε· «ἀπὸ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν δημιουργημάτων,
παίρνουμε τὴν ἀνάλογη ἰδέα γιὰ τὴν δημιουργία τους» (Σοφ. 13,5)· ἀπὸ δὲ
τὸ ἄλλο ὁ μακάριος Παῦλος· «Μολονότι εἶναι ἀόρατες καὶ ἡ αἰώνια δύναμις
τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θεϊκή του ἰδιότητα, μποροῦσαν νὰ τὶς ἰδοῦν μέσα στὴν
δημιουργία, ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος» (Ρωμ. 1,20). Προσθέτουμε καὶ
αὐτὸ ἐδῶ ὅτι γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ δημιουργήθηκαν, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὅλα τὰ
Δημιουργήματα, μὲ λόγο καὶ μὲ σοφία, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι
πλουτίσθηκαν μὲ δύναμι λογική, μελετώντας τοὺς λόγους τῶν
δημιουργημάτων, ὥστε ἀπὸ τὴ λογικὴ αὐτὴ δύναμι νὰ ἀνεβαίνουν στὴ γνῶσι
καὶ μελέτη τοῦ προαιώνιου καὶ ἐνυπόστατου λόγου, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο τὰ πάντα
ἔγιναν. «Πάντα γάρ φησι, δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ
ἕν, ὃ γέγονεν» (Ἰωάν. 1,3). Ἐπειδὴ ἀπὸ τὶς αἰτίες γνωρίζουμε τὰ
ἀποτελέσματα, καὶ ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθα, τί προηγήθηκε· ὥστε φθάνει μόνο
κάποιος νὰ γνωρίζει νὰ σκέφτεται σωστὰ καὶ ἀμέσως, μέσα στὴν Δημιουργία
βρίσκει τὴν πίστι καὶ ἀπὸ τὰ Κτίσματα καί τοὺς μελετώμενους λόγους τῶν
κτισμάτων, ἀντιλαμβάνεται καὶ πιστεύει χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει
Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου