Β΄ Στήν ἐξομολόγηση
- Συνήθη λάθη, ἐπιπολαιότητες καί δαιμονικές παγίδες
῞Οταν
ὁ πονηρός δέν κατορθώσει νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους -μέ τίς συνεχεῖς
ἀναβολές πού τούς ὑποβάλλει- ἀπό τόν Πνευματικό, τότε προσπαθεῖ νά
ἐκμηδενίσει τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ Μυστηρίου. Κάνει τό πᾶν ὥστε ὁ
προσερχόμενος στό Ἐξομολογητήριο νά μήν ἐξομολογηθεῖ θεαρέστως τίς
ἁμαρτίες του.
Ἔτσι
βλέπουμε ἀρκετούς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή προσέρχονται ἐπιφανειακά στό
Μυστήριο, ἔχουν τή ψευδαίσθηση ὅτι πηγαίνουν γιά συζήτηση καί προσωπική
προβολή. Δέν προηγεῖται καμμιά προσευχή, περισυλλογή καί αὐτοκριτική. Τό
ὅλο παρουσιαστικό τους καί ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας τους, κάθε ἄλλο παρά
μετάνοια φανερώνουν. Κυριευμένοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἐπιτηδεύονται,
προσποιοῦνται, θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν. Σκοπός τους δέν εἶναι νά σώσουν
τίς ψυχές τους, ἀλλά νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τοῦ Πνευματικοῦ, ὥστε στό
μέλλον νά τούς διευκολύνει στήν πραγματοποίηση ὑλικῶν στόχων καί
προσωπικῶν συμφερόντων.
Κατά
τή διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, διακρίνονται γιά τόν ἐγωϊσμό τους, ὁ ὁποῖος
ἐκδηλώνεται μέ αἴσθημα ὑπεροχῆς. Δέν διστάζουν νά ὑποκρίνονται καί νά
παρουσιάζονται ὡς δῆθεν εὐσεβεῖς. Προβάλλουν τίς ἀνύπαρκτες ἀρετές τους
καί καταγγέλλουν ἤ κατηγοροῦν τούς συνανθρώπους τους. Μιλοῦν μέ
γενικότητες καί ἀοριστολογίες καί καταφεύγουν σέ ἄσχετες ἱστορίες, οἱ
ὁποῖες τείνουν νά συγχύσουν ἤ καί νά παραπλανήσουν τόν Πνευματικό καί νά
ξεθωριάσουν τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου.
Ὅταν
ἀποφασίσουν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἐκφράζουν παράπονα γιά νά
αὐτοδικαιωθοῦν ἤ νά δικαιολογηθοῦν. Ὅταν ἐπιτέλους μιλήσουν γιά τίς
δικές τους ἁμαρτίες, περιορίζονται στά μικρά καί ἀσήμαντα καί
ἀποκρύπτουν μέ ἐπιμέλεια τά μεγάλα καί σοβαρά, δῆθεν γιά νά μήν ἐκτεθοῦν
στόν Πνευματικό καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γι’ αὐτούς. Ἀρέσκονται
νά ὑπεισέρχονται σέ περιττές λεπτομέρειες, ὄχι γιατί θέλουν νά
διαφωτίσουν καί νά διασαφηνίσουν, ἀλλά γιά νά συσκοτίσουν ἀποκρύπτοντας
τήν ἀλήθεια ἀπό τόν Πνευματικό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό γιατί ἡ οὐσία τῆς
ἁμαρτίας ἀποφεύγεται οἱ δέ ἐξομολογούμενοι λόγῳ τῆς ἀνειλικρίνειάς
τους, φεύγουν ἀσυγχώρητοι καί λυπημένοι.
Ἄλλοι,
πάλι, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, κατά τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, τόν
Πνευματικό, ὅτι τἄχα ἔχουν φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, μιλοῦν γιά
ὁράματα καί ὀπτασίες. Στήν ὑπόδειξη τοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν
σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καί ἐξανίστανται
παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν
ἔχει ὁ ἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι
παίγνιο τῶν πονηρῶν πνευμάτων»40. Σπάνια τά ὁράματα εἶναι ἀπό τόν Θεό.
Γενικά
εἶναι πολύ δύσκολη ἡ διάκριση τῶν ὁραμάτων. «Ὁ πνευματικός», γράφει ὁ
π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, «κατά τήν συνάντησιν αὐτοῦ μετά προσώπων ἅτινα
διηγοῦνται εἰς αὐτόν περί τῶν ὁράσεων αὐτῶν, μεριμνᾶ πρωτίστως ὅπως
ἀσφαλῶς διακρίνῃ τήν ἀληθῆ πηγήν τῆς ὁράσεως ἐάν εἶναι αὔτη ὄντως
δεδομένη Ἄνωθεν, ἤ μόνον ἀποκύημα διεγηγερμένης φαντασίας, ἤ συνέπεια
ἐπιρροῆς τῶν ἐχθρικῶν πνευμάτων. Τό ἔργον εἶναι ἐνίοτε δύσκολον καί
ἄκρως ὑπεύθυνον. Ἐάν τό παρά τοῦ Θεοῦ δοθέν ἐπιγράψωμεν εἰς ἐναντίαν
δύναμιν, τότε κινδυνεύομεν νά ἐμπέσωμεν εἰς βλασφημίαν κατά τοῦ
Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Καί ἀντιθέτως: Ἐάν δεχθῶμεν δαιμονικήν ἐπίδρασιν ὡς
ἐκ τοῦ Θεοῦ προερχομένην τότε ὠθοῦμεν τόν ἐμπεπιστευμένον εἰς ἡμᾶς
ἐξομολογούμενον εἰς τήν λατρείαν τῶν δαιμόνων. Συνεπῶς εἶναι ἀπαραίτητος
εἰς πάντας ἀνεξαιρέτως τούς Πνευματικούς ἡ θερμή καί διηνεκής προσευχή
ἐν γένει καί ἐν ἑκάστῃ ἰδιαιτέρᾳ περιπτώσει, ὅπως Αὐτός ὁ Κύριος
διαφυλάξῃ αὐτούς ἀπό σφαλμάτων ἐν τῇ διακονίᾳ αὐτῶν»41.
Τό ὑπόβαθρο τῶν δαιμονικῶν ὁραμάτων εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Οἱ ἄνθρωποι μέ ὑπερηφάνεια θά πρέπει νά διαγινώσκονται.
Ὁ
Πνευματικός κάποιες φορές μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει μία μέθοδο γιά νά
διαπιστώσει ἄν ὑπάρχει ὑπερηφάνεια ἤ ταπείνωση στήν ψυχή αὐτοῦ πού
διηγεῖται τήν ὅραση.
«Ὅταν
ἡ κατάστασις τῶν πραγμάτων», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, «δέν εἶναι σαφής
εἰς τόν Πνευματικόν, δύναται οὗτος νά καταφύγῃ εἰς τήν «ψυχολογικήν
μέθοδον»: Προτείνει εἰς τόν ἐξομολογούμενον νά μή ἐμπιστεύηται εἰς
ἰδιότυπα φαινόμενα παντός εἴδους. Ἐάν ἡ ὅρασις εἶναι ἀληθῶς ἐκ τοῦ Θεοῦ,
τότε ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ ἐξομολογουμένου θά ἐπικρατῆ ταπείνωσις καί ἡσύχως
θά δεχθῆ τήν συμβουλήν νά εὑρίσκηται οὗτος πάντοτε ἐν νήψει. Εἰς τήν
ἀντίθετον περίπτωσιν εἶναι δυνατόν νά ἀντιδράσῃ ἀρνητικῶς ὁ
ἐξομολογούμενος ἐπιμένων νά ἀποδείξῃ ὅτι ἡ ὅρασις δέν ἦτο δυνατόν νά
προέρχηται ἄλλοθεν εἰ μή ἐκ τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔχομεν λόγον νά ἀμφιβάλλωμεν
περί αὐτοῦ. Βεβαίως ἡ τοιαύτη μέθοδος δέν εἶναι εἰ μή καταπραϋντικόν τι,
καί δέν πρέπει νά προσφεύγωμεν εἰς αὐτήν εὐκόλως. Ἡ πείρα κατέδειξεν
ὅτι, ὅταν πειράζῃ τις τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ὠθεῖ αὐτόν εἰς θυμόν καί
πικρίαν»42.
Ἐπίσης εὔστοχα ἐπισημαίνει: «Ἡ ὑπερηφάνεια συνιστᾶ τόν πυρήνα τῆς
πνευματικῆς πτώσεως. Διά τῆς ὑπερηφανείας οἱ ἄνθρωποι ἀποβαίνουν ὅμοιοι
πρός τούς δαίμονας. Ἴδιον εἰς τόν Θεόν εἶναι ἡ ταπεινή ἀγάπη, …»43.
Ἔνα
μέγα ἐμπόδιο στήν σωστή ἐξομολόγηση εἶναι τό ἴδιον θέλημα, τό ὁποῖο ὁ
ἐξομολογούμενος ἀρνεῖται νά ἀπαρνηθεῖ. Εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ
ὑπερήφανου τό ἴδιον θέλημα καί ἡ παρακοή. Ἐξομολόγηση χωρίς διάθεση
ὑπακοῆς στίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ δέν ὁδηγεῖ σέ θεραπεία τοῦ
ἐξομολογουμένου.
«Αὐτοί
πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται», παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος, «δέν
γνωρίζουν τί σημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ
ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα
πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιά νουθεσία. Ὁ Πνευματικός, τούς
ἀκούει κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεώς τους μέ προσοχή καί προσευχή
καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἀμετανοησία τους καί τήν ἔλλειψη ἀγαθῆς
διαθέσεως ἐκ μέρους τους. Ὅταν ἀρχίσει νά τούς νουθετεῖ τόν διακόπτουν.
Ὅταν μέ ταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους,
ἐξανίστανται καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται
καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλά γιατί εἶναι γεμᾶτοι ἀπό
ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πού
ἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν
ψυχή. Γιατί οὔτε ταπεινωμένοι εἶναι, οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις
καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυά τους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά
ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖα ὑποδηλώνουν πληγωμένο
ἐγωϊσμό καί ὄχι συντετριμμένη καρδιά»44.
Δυστυχῶς
οἱ ὑπερήφανοι-ἐγωισταί προσέρχονται στό μυστήριο τῆς
Ἐξομολογήσεως-Μετανοίας-Πνευματικῆς Πατρότητας ὄχι γιά νά μάθουν τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά νά κάνουν μία «συζήτηση», νά πάρουν καί τή
«γνώμη-ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας». Πολύς ἐγωισμός συνήθως ὑπάρχει στούς
μορφωμένους σέ ἀντίθεση μέ τούς ἀμόρφωτους πού εἶναι, κατά κανόνα, πιό
ταπεινοί.
«Οἱ
πεπαιδευμένοι ἄνθρωποι», σημειώνει ὁ π. Σωφρόνιος, «κρατοῦν ἰσχυρῶς
ἄλλην ἀρχήν: τήν ἰδίαν αὐτῶν σύνεσιν. Πᾶς λόγος τοῦ ἱερέως δι’ αὐτούς
εἶναι ἁπλῶς ἀνθρώπινος, καί ὡς ἐκ τούτου ὑποκείμενος εἰς κριτικήν
συζήτησιν. Νά ἀκολουθήσῃ τις ἀδιακρίτως τήν ὑπόδειξιν τοῦ πνευματικοῦ θά
ἦτο δι’ αὐτούς μωρία. Ἐκεῖνο ὅπερ βλέπει καί φρονεῖ ὁ πνευματικός τοῦτο
οὐδόλως ἀποδέχεται ὁ ψυχικός ἄνθρωπος καί ἀπορρίπτει διότι ζεῖ εἰς ἄλλο
ἐπίπεδον. Καί ἐγώ ὁ ἴδιος, συναντώμενος μετ’ ἀνθρώπων οἵτινες
κατευθύνονται ὑπό τῶν προσωπικῶν αὐτῶν παρορμήσεων καί ἀπορρίπτουν τόν
λόγον, τόν διδόμενον ὑπό τοῦ ἱερέως κατόπιν προσευχῆς, ἀρνοῦμαι νά
ἐκζητήσω παρά τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύψῃ εἰς τούς προσερχομένους τό ἅγιον
καί παντέλειον Αὐτοῦ θέλημα. Διά τῆς ὁδοῦ ταύτης δέν θέτω αὐτούς εἰς
κατάστασιν πάλης μετά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά λέγω εἰς αὐτούς τήν προσωπικήν μου
μόνον γνώμην, ἥτις στηρίζεται ἐπί τῶν Ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, καί ἀφήνω αὐτούς ἐλευθέρους ἀπό τῆς Θεομαχίας, καί τρόπον
τινά εἰς τό δικαίωμα νά ἀποκλίνουν ἀναμαρτήτως ἀπό τῆς συμβουλῆς μου, ὡς
ἐξ ἀνθρώπου μόνον προερχομένης. Βεβαίως τοῦτο μακράν ἀπέχει τοῦ
ζητουμένου ἀφ’ ἡμῶν ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Ἐκκλησίας»45.
Οἱ
ταπεινοί ἄνθρωποι, σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐγωιστές, εἶναι αὐτοί πού
ἀναπαύουν τόν Θεό ἀλλά καί τόν Πνευματικό. Αὐτοί καί ὁδηγοῦνται στή
θεραπεία. «Συνήρπαζεν ἐμέ», γράφει πάλι ὁ π. Σωφρόνιος, « ἡ θέα τῶν
ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν κεκρυμμένων ὑπό τήν ταπεινήν αὐτῶν ἐμφάνισιν.
Ἐνίοτε οἱ ἴδιοι φυλασσόμενοι ὑπό τοῦ Θεοῦ, δέν κατενόουν ὁπόσον πλουσία
εὐλογία ἐπανεπαύετο ἐν αὐτοῖς. Εἰς αὐτούς κατ’ ἐξοχήν ἐδόθη νά
διαισθανθοῦν τήν ἀνεπάρκειαν αὐτῶν, κατά καιρούς δέ εἰς τοιοῦτον βαθμόν,
ὥστε τρόπον τινά νά μή τολμοῦν καί νά σκεφθοῦν ὅτι ὁ Θεός ἐπαναπαύεται
ἐν αὐτοῖς καί οὗτοι ἐν Αὐτῷ. Τινές ἐξ αὐτῶν ὠδηγήθησαν εἰς τήν θεωρίαν
τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλά δέν ἐγνώριζον περί αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐν
μέρει διότι ἦσαν ὀλίγον μόνον οἰκεῖοι πρός τά Ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων,
οἵτινες περιγράφουν τό εἶδος τῆς χάριτος ταύτης. Ἡ ἄγνοια ἐφρούρει
αὐτούς ἐξ’ ἐνδεχομένης κενοδοξίας»46.
Ἐνῶ
λοιπόν οἱ ταπεινοί ἁγιάζονται, δυστυχῶς ὑπάρχουν καί κάποιοι τόσο
ὑπερφίαλοι καί ὑποκριτές, πού νομίζουν ὅτι μποροῦν νά ἐμπαίξουν τόν Θεό,
τόν Πνευματικό καί τό μυστήριο. Ἐξομολογοῦνται ἁπλῶς γιά νά
τακτοποιήσουν κάπως τή συνείδησή τους, γιά τό «καλό», ἤ καί γιά «νά
φανοῦν στούς ἀνθρώπους» ὅτι εἶναι «ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας».
«Ἀποκορύφωμα
τῆς ὑποκρισίας αὐτοῦ πού ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἐξομολογεῖται»,
παρατηρεῖ ὁ π. Παῦλος, «εἶναι ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς
Ἐξομολογήσεως. Προσποιεῖται τόν εὐσεβῆ. Πηγαίνει δῆθεν γιά νά καταθέσει
τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά δέν ἀνέχεται τίς παρατηρήσεις καί δέν ἀκολουθεῖ
τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ.
Ἐπειδή
ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά
παραδεχθεῖ τά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί ἐκφράζει
προσωπικά παράπονα, πού ἔχει γι’αὐτούς, ἀλλά καί γιά τόν ἴδιο τόν
Πνευματικό. Τολμᾶ μάλιστα νά ἐλέγχει τόν Πνευματικό γιά τίς ἀπόψεις καί
τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἄσχετα μέ τό
Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως, νά ἐπηρεάζει μιά
ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν
εἴδει κασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ
ὑποτίθεται ἐξομολογήσεώς τους»47.
Πολλοί κατηγοροῦν τόν Πνευματικό γιά σκληρότητα, αὐστηρότητα καί
ἔλλειψη διάκρισης. Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν συνήθως εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀληθινῆς
μετάνοιας καί διάθεσης γιά θεραπεία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἐξομολογουμένου.
«Ἡ
ψυχολογία τῶν μοναχῶν», γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, πού πρίν μεταβεῖ στήν
Εὐρώπη ἦταν Πνευματικός σέ πέντε Ἁγιορείτικα μοναστήρια, «ἡ ὑπομονή καί ἡ
ἀντοχή αὐτῶν ὑπερέβαινον τοσοῦτον πάντας καί πάντα (ὅσα ἐν Εὐρώπῃ
συνήντησα), ὥστε δέν εὕρισκον οὔτε λόγους, οὔτε ἐξωτερικούς τρόπους
ἐπικοινωνίας. Ἐκεῖνο ὅπερ οἱ μοναχοί ἀποδέχονται μετ’ εὐγνωμοσύνης, ἐν
Εὐρώπῃ συνέτριβε τούς ἀνθρώπους. Πολλοί ἀπεστρέφοντο ἐμέ ὡς ἀσυνήθως
σκληρόν, καί δή σκληρόν μέχρι διαστροφῆς τοῦ Εὐαγγελικοῦ πνεύματος τῆς
ἀγάπης. Καί ἐγώ κατενόουν τάς κρίσεις ταύτας ἀντιλαμβανόμενος ὅτι τά
«μέτρα» τῶν μοναχῶν καί τά μέτρα τῶν ἀνθρώπων τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ
διέφερον βαθέως. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ πλέον ἀφύσικος, οὐχί μόνον
διά τούς ἀνθρώπους τῶν καιρῶν τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστοῦ», ἀλλά καί διά
τούς συγχρόνους ἡμῶν θά ἦτο ὁ Χριστός. Τίς δύναται νά ἀκούσῃ τοῦ Χριστοῦ
ἤ ἔτι μᾶλλον νά ἀκολουθήσῃ Αὐτόν; Ἐκεῖνο ὅπερ ἐδίδετο εἰς τούς μοναχούς
μετά παρέλευσιν δεκαετιῶν πένθους, οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι θέλουν νά
λάβουν εἰς σύντομον χρονικόν διάστημα, καί μάλιστα κατά τήν διάρκειαν
ὀλίγων ὡρῶν εὐχαρίστου «θεολογικῆς» συζητήσεως. Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ –
ἕκαστος λόγος Αὐτοῦ – ἦλθον εἰς τόν κόσμον τοῦτον Ἄνωθεν. Ἀνήκουν εἰς
τήν σφαίραν ἄλλων διαστάσεων καί δέν ἀφομοιοῦνται ἄλλως, εἰ μή διά τῆς
ὁδοῦ τῆς ἐπί μακρόν προσευχῆς μετά πολλῶν δακρύων. Ἄνευ τῆς προϋποθέσεως
ταύτης θά παραμένουν ἐσαεί ἀκατανόητοι εἰς τόν ἄνθρωπον, τόν ὁσονδήποτε
«πεπαιδευμένον», ἔστω καί θεολογικῶς»48.
40«ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ», Ἐκδ. Ἱ. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, oparadeisos.wordpress.com
44Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
47Μητροπολίτης Κυρηνείας Παῦλος, Ἡ ψυχολογία τῶν ἐξομολογουμένων ἐπιπολαίως, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/03/blog-post_28.html
48
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Περί προσευχῆς, Β’ περί τοῦ ἔργου τοῦ
πνευματικοῦ πατρός Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ.
216,
http://youtube-istas.net/viewtopic.php?f=60&t=1785&start=30
συνεχίζεται...
Μπορεῖτε να δεῖτε τό πλῆρες κείμενο, ἐδῶ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου