Ιερομ. Σάββα Βατοπαιδινού
Και όλοι όσοι πλησίαζαν έλεγαν «η καημένη η Γερόντισσα βρωμάει!»· ή πάλι ξεσπούσαν στη δόκιμη λέγοντας «γιατί δεν φροντίζεις τη Γερόντισσα; Δεν την πλένεις και δεν την καθαρίζεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι μυρίζει άσχημα;»· και η δόκιμη απαντούσε ότι δεν ξέρει τί συμβαίνει, αφού η Γερόντισσα είναι καθαρή και πλυμμένη. Έτσι έγινε και με μία γυναίκα που λυπήθηκε και έφυγε για το σπίτι της. Απόρησε η δόκιμη αλλά η Γερόντισσα της είπε· «Αυτή αύριο θα έλθει εδώ». Πράγματι την επομένη, η κόρη της έπεσε στο πηγάδι και παραλίγο θα πνιγόταν, αλλά οι γείτονες πρόλαβαν και την έβγαλαν. Η μητέρα της έτρεξε στη Γερόντισσα, ζήτησε συγνώμη για όσα είχε πεί, και την παρακάλεσε να προσευχηθεί για την κόρη της.
Στον Καθεδρικό Ναό στο Σοχούμ, ένας ιερέας με το όνομα Αρσένιος, για δύο χρόνια έπαιρνε ταξί, πήγαινε στη Γερόντισσα και την κοινωνούσε. Την έβλεπε να κάνει την διά Χριστόν σαλή, και νόμιζε πως έχασε τις λογικά της. Κάποτε τη ρώτησε· -«Γερόντισσα, προσεύχεσαι για μένα; Και τί λές; -Εγώ λέω, του απάντησε, σώσον Κύριε τον παπα-Μάξιμο!». Ο παπα-Αρσένιος πολύ στεναχωρήθηκε και είπε «εγώ τόσα χρόνια παίρνω ταξί, έρχομαι και την κοινωνώ, και αυτή προσεύχεται για τον παπα-Μάξιμο!». Όταν κάποια φορά ο παπα-Αρσένιος ξαναπήγε, εκείνη παρίστανε την άρρωστη· ο παπα-Αρσένιος της έκανε εξορκισμό, αλλά αρρώστησε ο ίδιος! Αργότερα έλεγε στους παρευρισκόμενους ότι αρρώστησε επειδή τα δαιμόνια βγήκαν από τη Γερόντισσα και μπήκαν σ’ αυτόν. Όταν το είπαν στη Γερόντισσα, εκείνη απάντησε χαμογελώντας· «ο Θεός να μή δώσει να έχω δαίμονες».
Λίγο καιρό αργότερα, ζήτησα ευλογία απ’ τη Γερόντισσα, να φτιάξω επιτάφιο προσκυνητάρι στον τάφο της αδελφής της Νίνας, ενώ σκεφτόμουν πως κάποτε και η ίδια θα πεθάνει και πρέπει να το κάνω πιο μεγάλο. Μου είπε· «κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός». Ερχόταν συχνά να με δεί, ενώ δούλευα, με δοκίμαζε και συχνά έλεγε, «Χριστόφορε γιατί σκάβεις, σκάβεις και όλο σκάβεις;». Εγώ πάλι της έλεγα· «Γερόντισσα, αφού δεν ξέρεις τί κάνω, άφησέ με ήσυχο να δουλέψω· αφού εσύ μου έδωσες ευλογία». «Καλά, καλά, εργάσου» μου έλεγε· αλλά ερχόταν ξανά και έκανε πάλι τα ίδια! Κάποια μέρα όμως τα άφησα όλα και της είπα ότι φεύγω πιά, κάπου θα πάω να βρώ να δουλέψω. «Έλα πίσω και τελείωσε τη δουλειά που σου ανέθεσε ο Θεός», μου είπε, και έτσι με μεγάλη υπομονή τελείωσα το προσκυνητάρι. Σ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς που και που ερχόταν η Γερόντισσα, κυτούσε και τα δάκρυα από τα μάτια της έτρεχαν σαν ποτάμι. Όταν τη ρωτούσα όμως δεν απαντούσε.
Αλλη φορά την παρακάλεσα για κάποιο πρόσωπο, να προσευχηθεί για να το σώσουμε, και εκείνη απάντησε· «Λυπάμαι και εκείνον και σένα, αλλά όλα έχουν τελειώσει!». Εγώ σκέφτηκα ότι το λέει επειδή φεύγω απ’ αυτήν, αλλά εκείνη προέλεγε τον σύντομο θάνατό της.
Αλλη φορά ενώ δούλευα, με φώναξε· «Παπά, έλα εδώ και δες ποιοί είναι αυτοί που ήρθαν σε μάς». Πλησίασα αλλά δεν είδα κανέναν. Το ίδιο έγινε δύο ή τρεις φορές. Με ξαναφώναξε δύο ή τρεις φορές όμως, λέγοντας· «έλα να δείς ποιοί είναι αυτοί και τί θέλουν;». Γερόντισσα μή με ενοχλείς, της είπα, γιατί για σας δουλεύω. Κούνησε απειλιτικά το δάχτυλό της, και είπε· «θά με ψάχνεις και δεν θα με βρίσκεις!».
Τελικά έφυγα, πήγα στο Σοχούμ στο Μητροπολίτη Ηλία και τον διακονούσα. Όταν ήλθε στη πόλη η υποτακτική της, της είπα να πεί στη Γερόντισσα, ότι μόλις τελειώσω το διακόνημά μου στο Μητροπολίτη, θα έλθω. Η δόκιμη μετάφερε τα λόγια μου στη Γερόντισσα, αλλά εκείνη είπε· «Τί το όφελος, είτε έρθει είτε όχι; Αφού δεν τον αφήνουν να έρθει εδώ». Εγώ όμως προσπαθούσα να τελειώσω το διακόνημα που είχα αναλάβει, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να πάω στη Γερόντισσα. Είπα στο Μητροπολίτη Ηλία τον σκοπό μου, και εκείνος απάντησε· «ώσπου να τελειώσεις, εκείνη θα πεθάνει!»
Το μαρτυρικό τέλος της Γερόντισσας.
Όταν η υποτακτική επέστρεψε στη Γερόντισσα Ελένη, παρατήρησε ότι είχε ανάψει το κερί που είχε όταν έγινε μεγαλόσχημη μοναχή, και διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως. (Αυτό το κερί το ανάβουν όταν ο μεγαλόσχημος μοναχός ψυχορραγεί στην επιθανάτια κλίνη).
Η υποτακτική με έκπληξη κοιτούσε τη Γερόντισσα, και σκεφτόταν ότι, μάλλον η Γερόντισσα έχασε τα λογικά της αφού άναψε αυτό το κερί και διαβάζει την ακολουθία της θείας μεταλήψεως χωρίς να υπάρχει ιερέας για να την κοινωνήσει. «Γερόντισσα Ελένη, μήπως σας ενοχλώ;», της είπε. Όταν αυτή της απάντησε «Όχι» αυτή έφυγε, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και απ’ εκεί την παρακολουθούσε. Η Γερόντισσα όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν. Το πρωί φώναξε την υποτακτική της και της είπε: «Παλιότερα, οι άγγελοι έρχονταν στην έρημο και κοινωνούσαν τους μοναχούς». Η υποτακτική την ρώρησε «Γερόντισσα ήρθαν και σε σένα οι άγγελοι;» και αυτή απάντησε· «Γιατί πρέπει να ξέρεις;».
Ύστερα, η Γερόντισσα πήρε μια εικόνα -όπως κάνουν στον επιτάφιο οι ιερείς- τη λιτάνευσε γύρω από το σπίτι, έφθασε στο ξωκλήσι και την άφησε εκεί. Η υποτακατική της τη ρώτησε «Γερόντισσα, τί σημαίνει αυτό». Αυτή όμως δεν απάντησε. Έτσι η Γερόντισσα, προέλεγε τον σύντομο θάνατό της. Στη συνέχεια, ρωτούσε «Πού είναι οι εικόνες; Πού;» και απαντούσε η ίδια «Στην εκκησία, στην εκκλησία, στον Δεσπότη του Καθεδρικού στο Σοχούμ, λόγω του αξιώματός του!». Ύστερα απ’ αυτό άρχισε μία συζήτηση με αόρατα πρόσωπα, τους ληστές· «Εσείς ήρθατε να με σκοτώσετε. Αντε, σκοτώστε με. Θα γίνω μάρτυρας. Εσείς Όμως θα πάτε στη κόλαση».
Έπειτά η Γερόντισσα είπε στην υποτακτική της · «Ο πατέρας έχτισε το σπίτι για μένα και σύντομα θα πάω στο σπίτι μου· αλλά θα είμαι εδώ, κοντά σας».
Στον Αδάμ, που ήρθε από τη Γεωργιεύκα, διάβασε τη προσευχή και του είπε να κάνει γρήγορα γιατί θα πεθάνει, αλλά «γιά σένα όμως, θα προσεύχομαι», απάντησε όταν τη ρώτησε, «σέ ποιόν θα μας αφήσεις εμάς;». Φεύγοντας ο Αδάμ, η Γερόντισσα απομάκρυνε τη δόκιμη από κοντά της. Εκείνη την ημέρα, ήρθαν ληστές, σκότωσαν τη Γερόντισσα, την πέταξαν από το βράχο και έπεσε κοντά στο ποτάμι. Όλα έγιναν όπως προέλεγε ή ίδια στις ομιλίες της, ότι δηλαδή θα είναι κοντά μας, πλησίον του ποταμού!
Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε η δόκιμη, επειδή δε βρήκε τη Γερόντισσα, πήγε στο χωριό Γεωργιεύκα, βρήκε τον Αδάμ και του είπε ότι «χάθηκε η Γερόντισσα». Ήταν βράδυ· έψαξαν, αλλά δεν την βρήκαν. Το επόμενο πρωί πήγαμε ξανά στη Γεωργιεύκα, ψάξαμε και βρήκαμε τη Γερόντισσα νεκρή κοντά στο ποτάμι. Τη μεταφέραμε στο σπίτι και μετά μία εβδομάδα την ενταφιάσαμε δίπλα στη αδελφή της Νίνα, κάτω από το προσκυνητάρι που έχτισα γι’ αυτές. Αυτό έγινε το Σεπτέμβριο του 1975.
Ο κλήρος έδειξε ότι πρέπει να μείνω κοντά στον Μητροπολίτη· εγώ βέβαια σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει το σπίτι της Γερόντισσας να το αφήσω κενό, και ξαναλέω στο Δεσπότη: «Δέσποτα, δεν μπορώ να ησυχάσω, θα πάω στην έρημο στη Γερόντισσα». Εκείνος μου είπε· «εφόσον το θέλεις, πήγαινε εκεί· ένα λόγο θα σου πώ μόνο και μετά αποφάσισε όπως εσύ νομίζεις». Μου είπε, λοιπόν, αυτή την ιστορία· «Έμαθαν τον λύκο να ψαρεύει· εκείνος όμως σκέφτηκε· -″Θα μπορέσω και εγώ με την ουρά μου να πιάσω ψάρια!‶. Πήγε στη λίμνη, έχωσε την ουρά του στο νερό και περίμενε. Το νερό όμως πάγωσε και έτσι αναγκάστηκε ν’ αφήσει την ουρά του και να φύγει, και μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του!»
Την άλλη μέρα, αποχαιρέτησα τον Μητροπολίτη Ηλία και έφυγα για την έρημο, για το σπίτι της Γερόντισσας Ελένης. Αν και είχα συνειδητοποιήσει ότι μπορεί και να με σκοτώσουν, εξαιτίας του σεβασμού που είχα στη μακαριστή Γερόντισσα, αποφάσισα να μην ακούσω τον Δεσπότη. Έμεινα 8 μήνες στην έρημο, μόνος μου. Ο Δεσπότης που έβλεπε τα βάσανά μου, μερικές φορές με κάλεσε κοντά του. Εγώ δεν αποφάσιζα να εγκαταλείψω την έρημο, και πάντα παρακαλούσα τη Γερόντισσα, να με πληροφορήσει πώς την σκότωσαν. Κάποτε, με αυτές τις σκέψεις, πήγα στο Σοχούμ, στην εκκλησία, και διανυκτέρευσα στο σπίτι του Μητροπολίτη Ηλία. Αυτός τότε μου είπε· «Χριστόφορε, ετοιμάσου, σε λίγο θα σε κάνουμε ρασοφόρο μοναχό». Με μεγάλη χαρά απάντησα· «ευλογημένο, Δέσποτα». Όλα τα ρούχα τα είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και μου έδωσε το όνομα Χαρίτων. Την άλλη μέρα, εξομολογήθηκα και κοινώνησα και έφυγα πάλι στην έρημο. Την άλλη μέρα, και ενώ διάβαζα τους Χαιρετισμούς στο εξωκκλήσι, μου έκαναν επίθεση οι ληστές· με έδεσαν χειροπόδαρα, φίμωσαν το στόμα μου, με έριξαν στο πάτωμα και με απειλούσαν λέγοντας ότι θα με πετάξουν από το βράχο, ενώ έψαχναν κάποιο φορείο για να με δέσουν πάνω του. Αρχισα να προσεύχομαι, παρακαλώντας τη Γερόντισσα Ελένη, να με βοηθήσει, υποσχόμενος ότι, αν μείνω ζωντανός, θα κάνω υπακοή στο Δεσπότη Ηλία. Οι ληστές ήθελαν να με πάνε στο δάσος και εκεί να με σκοτώσουν. Όσο όμως και αν προσπάθησαν δεν μπορούσαν να με κουνήσουν από τη θέση μου. Ο Θεός επέτρεψε και φοβήθηκαν τόσο πολύ, και έτσι απομακρύνθηκαν τρέχοντας, και εγώ έμεινα ζωντανός. Από το περιστατικό αυτό κατάλαβα τη βοήθεια της μακαριστής Γερόντισσας. Μετά από αυτό έκανα υπακοή, κράτησα την υπόσχεσή μου, πήγα στον Δεσπότη και του τα διηγήθηκα όλα. Εκείνος για δεύτερη φορά, έδωσε ευλογία να φέρω τις εικόνες και να μείνω κοντά του, οπότε και εγώ μετακόμισα οριστικά στη Μητρόπολη. Αργότερα μου διάβασε το βίο του αγίου Χαρίτωνος, που και αυτόν τον έδεσαν ληστές και με την βοήθεια του Θεού έμεινε ζωντανός. Ο Δεσπότης είπε· «αυτός ο Χαρίτων, είσαι σύ», και τότε κατάλαβα ότι δίνοντάς μου αυτό το όνομα, προέλεγε αυτό το περιστατικό.
Ο Ιερομόναχος Σάββας μου διηγήθηκε μία οπτασία της Γερόντισσας Ελένης: Εκεί που έμενε και ασκήτευε αυτή η μοναχή θα ιδρυθεί μια μονή στην οποία θα αγωνιστούν σαράντα παρθένες· ότι η Γεωργία θα συνενωθεί και ο Γέροντας Σάββας θα επιστρέψει σ’ αυτήν την περιοχή και θα ασκητεύσει μαζί με τους υποτακτικούς του. Όταν θα ιδρυθεί η γυναικεία μονή τόνιζε, πως εμείς δεν θα είμαστε σ’ αυτή τη ζωή· προφανώς θα γίνει στο απομακρυσμένο μέλλον.
πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/08/22
Η Γερόντισσα ως δια Χριστόν σαλή
Η Γερόντισσα, πριν φύγει απ’ αυτή τη ζωή, έκανε την διά Χριστόν σαλή. Προσποιούνταν πως δεν ακούει, πως δεν καταλαβαίνει και όλοι έλεγαν ότι «γέρασε και έχασε τα μυαλά της». Κάποτε μερικοί κοσμικοί της έφεραν φρέσκο ψάρι· το πήρε και το έβαλε κάτω από το κρεββάτι της και είπε στη δόκιμη· «Κοίταξε, μή πλησιάσεις κοντά στο κρεββάτι γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». Το ψάρι βέβαια βρώμισε, αλλά η Γερόντισσα Ελένη, το έκανε αυτό για να μην την τιμούν στο χωριό σαν αγία.Και όλοι όσοι πλησίαζαν έλεγαν «η καημένη η Γερόντισσα βρωμάει!»· ή πάλι ξεσπούσαν στη δόκιμη λέγοντας «γιατί δεν φροντίζεις τη Γερόντισσα; Δεν την πλένεις και δεν την καθαρίζεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι μυρίζει άσχημα;»· και η δόκιμη απαντούσε ότι δεν ξέρει τί συμβαίνει, αφού η Γερόντισσα είναι καθαρή και πλυμμένη. Έτσι έγινε και με μία γυναίκα που λυπήθηκε και έφυγε για το σπίτι της. Απόρησε η δόκιμη αλλά η Γερόντισσα της είπε· «Αυτή αύριο θα έλθει εδώ». Πράγματι την επομένη, η κόρη της έπεσε στο πηγάδι και παραλίγο θα πνιγόταν, αλλά οι γείτονες πρόλαβαν και την έβγαλαν. Η μητέρα της έτρεξε στη Γερόντισσα, ζήτησε συγνώμη για όσα είχε πεί, και την παρακάλεσε να προσευχηθεί για την κόρη της.
Στον Καθεδρικό Ναό στο Σοχούμ, ένας ιερέας με το όνομα Αρσένιος, για δύο χρόνια έπαιρνε ταξί, πήγαινε στη Γερόντισσα και την κοινωνούσε. Την έβλεπε να κάνει την διά Χριστόν σαλή, και νόμιζε πως έχασε τις λογικά της. Κάποτε τη ρώτησε· -«Γερόντισσα, προσεύχεσαι για μένα; Και τί λές; -Εγώ λέω, του απάντησε, σώσον Κύριε τον παπα-Μάξιμο!». Ο παπα-Αρσένιος πολύ στεναχωρήθηκε και είπε «εγώ τόσα χρόνια παίρνω ταξί, έρχομαι και την κοινωνώ, και αυτή προσεύχεται για τον παπα-Μάξιμο!». Όταν κάποια φορά ο παπα-Αρσένιος ξαναπήγε, εκείνη παρίστανε την άρρωστη· ο παπα-Αρσένιος της έκανε εξορκισμό, αλλά αρρώστησε ο ίδιος! Αργότερα έλεγε στους παρευρισκόμενους ότι αρρώστησε επειδή τα δαιμόνια βγήκαν από τη Γερόντισσα και μπήκαν σ’ αυτόν. Όταν το είπαν στη Γερόντισσα, εκείνη απάντησε χαμογελώντας· «ο Θεός να μή δώσει να έχω δαίμονες».
Λίγο καιρό αργότερα, ζήτησα ευλογία απ’ τη Γερόντισσα, να φτιάξω επιτάφιο προσκυνητάρι στον τάφο της αδελφής της Νίνας, ενώ σκεφτόμουν πως κάποτε και η ίδια θα πεθάνει και πρέπει να το κάνω πιο μεγάλο. Μου είπε· «κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός». Ερχόταν συχνά να με δεί, ενώ δούλευα, με δοκίμαζε και συχνά έλεγε, «Χριστόφορε γιατί σκάβεις, σκάβεις και όλο σκάβεις;». Εγώ πάλι της έλεγα· «Γερόντισσα, αφού δεν ξέρεις τί κάνω, άφησέ με ήσυχο να δουλέψω· αφού εσύ μου έδωσες ευλογία». «Καλά, καλά, εργάσου» μου έλεγε· αλλά ερχόταν ξανά και έκανε πάλι τα ίδια! Κάποια μέρα όμως τα άφησα όλα και της είπα ότι φεύγω πιά, κάπου θα πάω να βρώ να δουλέψω. «Έλα πίσω και τελείωσε τη δουλειά που σου ανέθεσε ο Θεός», μου είπε, και έτσι με μεγάλη υπομονή τελείωσα το προσκυνητάρι. Σ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς που και που ερχόταν η Γερόντισσα, κυτούσε και τα δάκρυα από τα μάτια της έτρεχαν σαν ποτάμι. Όταν τη ρωτούσα όμως δεν απαντούσε.
Αλλη φορά την παρακάλεσα για κάποιο πρόσωπο, να προσευχηθεί για να το σώσουμε, και εκείνη απάντησε· «Λυπάμαι και εκείνον και σένα, αλλά όλα έχουν τελειώσει!». Εγώ σκέφτηκα ότι το λέει επειδή φεύγω απ’ αυτήν, αλλά εκείνη προέλεγε τον σύντομο θάνατό της.
Αλλη φορά ενώ δούλευα, με φώναξε· «Παπά, έλα εδώ και δες ποιοί είναι αυτοί που ήρθαν σε μάς». Πλησίασα αλλά δεν είδα κανέναν. Το ίδιο έγινε δύο ή τρεις φορές. Με ξαναφώναξε δύο ή τρεις φορές όμως, λέγοντας· «έλα να δείς ποιοί είναι αυτοί και τί θέλουν;». Γερόντισσα μή με ενοχλείς, της είπα, γιατί για σας δουλεύω. Κούνησε απειλιτικά το δάχτυλό της, και είπε· «θά με ψάχνεις και δεν θα με βρίσκεις!».
Τελικά έφυγα, πήγα στο Σοχούμ στο Μητροπολίτη Ηλία και τον διακονούσα. Όταν ήλθε στη πόλη η υποτακτική της, της είπα να πεί στη Γερόντισσα, ότι μόλις τελειώσω το διακόνημά μου στο Μητροπολίτη, θα έλθω. Η δόκιμη μετάφερε τα λόγια μου στη Γερόντισσα, αλλά εκείνη είπε· «Τί το όφελος, είτε έρθει είτε όχι; Αφού δεν τον αφήνουν να έρθει εδώ». Εγώ όμως προσπαθούσα να τελειώσω το διακόνημα που είχα αναλάβει, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να πάω στη Γερόντισσα. Είπα στο Μητροπολίτη Ηλία τον σκοπό μου, και εκείνος απάντησε· «ώσπου να τελειώσεις, εκείνη θα πεθάνει!»
Το μαρτυρικό τέλος της Γερόντισσας.
Όταν η υποτακτική επέστρεψε στη Γερόντισσα Ελένη, παρατήρησε ότι είχε ανάψει το κερί που είχε όταν έγινε μεγαλόσχημη μοναχή, και διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως. (Αυτό το κερί το ανάβουν όταν ο μεγαλόσχημος μοναχός ψυχορραγεί στην επιθανάτια κλίνη).
Η υποτακτική με έκπληξη κοιτούσε τη Γερόντισσα, και σκεφτόταν ότι, μάλλον η Γερόντισσα έχασε τα λογικά της αφού άναψε αυτό το κερί και διαβάζει την ακολουθία της θείας μεταλήψεως χωρίς να υπάρχει ιερέας για να την κοινωνήσει. «Γερόντισσα Ελένη, μήπως σας ενοχλώ;», της είπε. Όταν αυτή της απάντησε «Όχι» αυτή έφυγε, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και απ’ εκεί την παρακολουθούσε. Η Γερόντισσα όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν. Το πρωί φώναξε την υποτακτική της και της είπε: «Παλιότερα, οι άγγελοι έρχονταν στην έρημο και κοινωνούσαν τους μοναχούς». Η υποτακτική την ρώρησε «Γερόντισσα ήρθαν και σε σένα οι άγγελοι;» και αυτή απάντησε· «Γιατί πρέπει να ξέρεις;».
Ύστερα, η Γερόντισσα πήρε μια εικόνα -όπως κάνουν στον επιτάφιο οι ιερείς- τη λιτάνευσε γύρω από το σπίτι, έφθασε στο ξωκλήσι και την άφησε εκεί. Η υποτακατική της τη ρώτησε «Γερόντισσα, τί σημαίνει αυτό». Αυτή όμως δεν απάντησε. Έτσι η Γερόντισσα, προέλεγε τον σύντομο θάνατό της. Στη συνέχεια, ρωτούσε «Πού είναι οι εικόνες; Πού;» και απαντούσε η ίδια «Στην εκκησία, στην εκκλησία, στον Δεσπότη του Καθεδρικού στο Σοχούμ, λόγω του αξιώματός του!». Ύστερα απ’ αυτό άρχισε μία συζήτηση με αόρατα πρόσωπα, τους ληστές· «Εσείς ήρθατε να με σκοτώσετε. Αντε, σκοτώστε με. Θα γίνω μάρτυρας. Εσείς Όμως θα πάτε στη κόλαση».
Έπειτά η Γερόντισσα είπε στην υποτακτική της · «Ο πατέρας έχτισε το σπίτι για μένα και σύντομα θα πάω στο σπίτι μου· αλλά θα είμαι εδώ, κοντά σας».
Στον Αδάμ, που ήρθε από τη Γεωργιεύκα, διάβασε τη προσευχή και του είπε να κάνει γρήγορα γιατί θα πεθάνει, αλλά «γιά σένα όμως, θα προσεύχομαι», απάντησε όταν τη ρώτησε, «σέ ποιόν θα μας αφήσεις εμάς;». Φεύγοντας ο Αδάμ, η Γερόντισσα απομάκρυνε τη δόκιμη από κοντά της. Εκείνη την ημέρα, ήρθαν ληστές, σκότωσαν τη Γερόντισσα, την πέταξαν από το βράχο και έπεσε κοντά στο ποτάμι. Όλα έγιναν όπως προέλεγε ή ίδια στις ομιλίες της, ότι δηλαδή θα είναι κοντά μας, πλησίον του ποταμού!
Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε η δόκιμη, επειδή δε βρήκε τη Γερόντισσα, πήγε στο χωριό Γεωργιεύκα, βρήκε τον Αδάμ και του είπε ότι «χάθηκε η Γερόντισσα». Ήταν βράδυ· έψαξαν, αλλά δεν την βρήκαν. Το επόμενο πρωί πήγαμε ξανά στη Γεωργιεύκα, ψάξαμε και βρήκαμε τη Γερόντισσα νεκρή κοντά στο ποτάμι. Τη μεταφέραμε στο σπίτι και μετά μία εβδομάδα την ενταφιάσαμε δίπλα στη αδελφή της Νίνα, κάτω από το προσκυνητάρι που έχτισα γι’ αυτές. Αυτό έγινε το Σεπτέμβριο του 1975.
Ένα θαύμα μετά την Κοίμησή της.
Επιθυμία μου ήταν, να μείνω στον τόπο που ασκήτεψε η Γερόντισσα, γι’ αυτό πήγα στο Μητροπολίτη Ηλία και του το είπα· «Είναι ευλογημένο να πάω στην έρημο, στο σπίτι της Γερόντισσας Ελένης;». Εκείνος όμως μου έδειξε το σπίτι του, και μου είπε: «Να το δωμάτιό σου, φέρε απ’ εκεί τις εικόνες και μείνε εδώ». «Καλύτερα να ρίξουμε κλήρο και όπου μας δείξει ο Θεός εκεί θα μείνω», του απάντησα εγώ. Ο Μητροπολίτης συμφώνησε, λέγοντάς μου όμως, «μετά μή μου πείς ή εκεί ή εδώ».Ο κλήρος έδειξε ότι πρέπει να μείνω κοντά στον Μητροπολίτη· εγώ βέβαια σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει το σπίτι της Γερόντισσας να το αφήσω κενό, και ξαναλέω στο Δεσπότη: «Δέσποτα, δεν μπορώ να ησυχάσω, θα πάω στην έρημο στη Γερόντισσα». Εκείνος μου είπε· «εφόσον το θέλεις, πήγαινε εκεί· ένα λόγο θα σου πώ μόνο και μετά αποφάσισε όπως εσύ νομίζεις». Μου είπε, λοιπόν, αυτή την ιστορία· «Έμαθαν τον λύκο να ψαρεύει· εκείνος όμως σκέφτηκε· -″Θα μπορέσω και εγώ με την ουρά μου να πιάσω ψάρια!‶. Πήγε στη λίμνη, έχωσε την ουρά του στο νερό και περίμενε. Το νερό όμως πάγωσε και έτσι αναγκάστηκε ν’ αφήσει την ουρά του και να φύγει, και μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του!»
Την άλλη μέρα, αποχαιρέτησα τον Μητροπολίτη Ηλία και έφυγα για την έρημο, για το σπίτι της Γερόντισσας Ελένης. Αν και είχα συνειδητοποιήσει ότι μπορεί και να με σκοτώσουν, εξαιτίας του σεβασμού που είχα στη μακαριστή Γερόντισσα, αποφάσισα να μην ακούσω τον Δεσπότη. Έμεινα 8 μήνες στην έρημο, μόνος μου. Ο Δεσπότης που έβλεπε τα βάσανά μου, μερικές φορές με κάλεσε κοντά του. Εγώ δεν αποφάσιζα να εγκαταλείψω την έρημο, και πάντα παρακαλούσα τη Γερόντισσα, να με πληροφορήσει πώς την σκότωσαν. Κάποτε, με αυτές τις σκέψεις, πήγα στο Σοχούμ, στην εκκλησία, και διανυκτέρευσα στο σπίτι του Μητροπολίτη Ηλία. Αυτός τότε μου είπε· «Χριστόφορε, ετοιμάσου, σε λίγο θα σε κάνουμε ρασοφόρο μοναχό». Με μεγάλη χαρά απάντησα· «ευλογημένο, Δέσποτα». Όλα τα ρούχα τα είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και μου έδωσε το όνομα Χαρίτων. Την άλλη μέρα, εξομολογήθηκα και κοινώνησα και έφυγα πάλι στην έρημο. Την άλλη μέρα, και ενώ διάβαζα τους Χαιρετισμούς στο εξωκκλήσι, μου έκαναν επίθεση οι ληστές· με έδεσαν χειροπόδαρα, φίμωσαν το στόμα μου, με έριξαν στο πάτωμα και με απειλούσαν λέγοντας ότι θα με πετάξουν από το βράχο, ενώ έψαχναν κάποιο φορείο για να με δέσουν πάνω του. Αρχισα να προσεύχομαι, παρακαλώντας τη Γερόντισσα Ελένη, να με βοηθήσει, υποσχόμενος ότι, αν μείνω ζωντανός, θα κάνω υπακοή στο Δεσπότη Ηλία. Οι ληστές ήθελαν να με πάνε στο δάσος και εκεί να με σκοτώσουν. Όσο όμως και αν προσπάθησαν δεν μπορούσαν να με κουνήσουν από τη θέση μου. Ο Θεός επέτρεψε και φοβήθηκαν τόσο πολύ, και έτσι απομακρύνθηκαν τρέχοντας, και εγώ έμεινα ζωντανός. Από το περιστατικό αυτό κατάλαβα τη βοήθεια της μακαριστής Γερόντισσας. Μετά από αυτό έκανα υπακοή, κράτησα την υπόσχεσή μου, πήγα στον Δεσπότη και του τα διηγήθηκα όλα. Εκείνος για δεύτερη φορά, έδωσε ευλογία να φέρω τις εικόνες και να μείνω κοντά του, οπότε και εγώ μετακόμισα οριστικά στη Μητρόπολη. Αργότερα μου διάβασε το βίο του αγίου Χαρίτωνος, που και αυτόν τον έδεσαν ληστές και με την βοήθεια του Θεού έμεινε ζωντανός. Ο Δεσπότης είπε· «αυτός ο Χαρίτων, είσαι σύ», και τότε κατάλαβα ότι δίνοντάς μου αυτό το όνομα, προέλεγε αυτό το περιστατικό.
Μια προφητεία της Γερόντισσας
Αφήγηση του Γεωργιανού Γεωργίου Μονανούλι-εκδότη της Βιογραφίας της Γερόντισσας.Ο Ιερομόναχος Σάββας μου διηγήθηκε μία οπτασία της Γερόντισσας Ελένης: Εκεί που έμενε και ασκήτευε αυτή η μοναχή θα ιδρυθεί μια μονή στην οποία θα αγωνιστούν σαράντα παρθένες· ότι η Γεωργία θα συνενωθεί και ο Γέροντας Σάββας θα επιστρέψει σ’ αυτήν την περιοχή και θα ασκητεύσει μαζί με τους υποτακτικούς του. Όταν θα ιδρυθεί η γυναικεία μονή τόνιζε, πως εμείς δεν θα είμαστε σ’ αυτή τη ζωή· προφανώς θα γίνει στο απομακρυσμένο μέλλον.
πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/08/22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου