Ο Θεοχάρης ήταν ορφανός από μωρό, δεν είχε γνωρίσει καν τους γονείς του ούτε είχε άλλους συγγενείς. Μικρό παιδί τον πήραν μαζί με άλλα παιδιά σε στρατόπεδο. Ρακένδυτα, πεινασμένα , υπέφεραν τα σκλαβωμένα παιδιά τους ξυλοδαρμούς και τα βάσανα. Ο μικρός Θεοχάρης, ο οποίος είχε εμπιστευθεί τον εαυτό του στον Θεό, προσευχόταν γονατιστός μέρα νύχτα για την λύτρωσή τους.
Κάποια μέρα ο δικαστής της Νεάπολης επισκέφτηκε το στρατόπεδο των παιδιών, είδε τον Θεοχάρη, του άρεσε και τον πήρε για δούλο στο σπίτι του, όπου του ανέθεσε να περιποιείται τα ζώα του.
Μετά από καιρό, ένα βράδυ, η σύζυγος του αφέντη του βλέπει τον Θεοχάρη να προσεύχεται γονατιστός με υψωμένα τα χέρια. Το ανέφερε στον σύζυγό της και αφού το συζήτησαν, αποφάσισαν να τον κάνουν γαμπρό και κληρονόμο τους. Τον κάλεσαν και του ανακοίνωσαν πως τον εκτίμησαν βλέποντάς τον δίκαιο, ευσεβή και όμορφο και πως αποφάσισαν να του δώσουν τη θυγατέρα τους .Τον ρώτησαν ποιοι είναι οι συγγενείς του και ο άγιος τους απάντησε ότι στη γη δεν έχει κανένα και μόνο πατέρα τον Θεό στον ουρανό. Τότε ο καδής του είπε ότι θα τον κάνει γαμπρό του και κληρονόμο του, με τον όρο όμως να γίνει μουσουλμάνος.
Ο άγιος απάντησε: Εγώ, αφέντη, Χριστιανός γεννήθηκα, βαφτίστηκα και δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την πίστη του Σωτήρα μου και των πατέρων μου. Ο καδής θεώρησε προσβλητική την απάντηση του νεαρού υπηρέτη του και τον απείλησε με πείνα , βασανιστήρια και θάνατο.
Ο άγιος πήγε αμέσως τότε στον ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου συναντήθηκε με τον αγιασμένο αρχιμανδρίτη Γεώργιο, μετέπειτα νεομάρτυρα, εξομολογήθηκε και κοινώνησε. Ο πνευματικός τον συμβούλευσε να προσεύχεται και να διαβάζει την Αγία Γραφή .
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του αφέντη του, έγιναν πάλι οι ίδιες προτάσεις , τις οποίες αρνήθηκε και πάλι. Ο αφέντης του τον φυλάκισε χωρίς τροφή, μόνο με λίγο νερό κατά αραιά διαστήματα . Ο άγιος προσευχόταν συνεχώς, είχε τον νου του στον ουρανό, με αποτέλεσμα να μην αισθάνεται το βάσανο της πείνας.
Μετά από καιρό τον έβγαλε από την φυλακή και τον ρώτησε αν άλλαξε γνώμη. Όταν αρνήθηκε και πάλι ο άγιος, διέταξε να τον δέσουν σ’ ένα άλογο και τον οδήγησαν έξω από την πόλη, μια ώρα μακριά απόσταση, σ’ ένα αμπέλι όπου υπήρχε μια λεύκα. Εκεί τον έδεσαν και του επανέλαβαν την ίδια πρόταση γι’ άρνηση ειδ’ άλλως θα τον κρεμούσαν. Ο άγιος , με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό ζητώντας δύναμη στο μαρτύριό του, αρνήθηκε ξανά. Οι δήμιοι θεωρώντας την προσευχή του ως εμπαιγμό τον έδεσαν από τον λαιμό και, λιθοβολώντας τον, τον κρέμασαν .Στη συνέχεια τον έθαψαν εκεί μπροστά στη λεύκα.
Τότε ξαφνικά σκοτείνιασε ο ουρανός και ήρθε μεγάλη καταιγίδα με βροντές και αστραπές , με αποτέλεσμα το εκτελεστικό απόσπασμα ν’ αποπροσανατολιστεί και να παρασυρθεί από το ρεύμα του νερού. Οι κάτοικοι της Νεάπολης απορούσαν με την αιφνίδια αυτή οργή των στοιχείων της φύσεως, καθώς ο καιρός μέχρι εκείνη την ώρα ήταν αίθριος.. Η σύζυγος δε του δικαστή τον επιτιμούσε λέγοντας : Σας είπα ότι αυτός ο νέος ήταν άγιος και δεν με ακούσατε, γι’ αυτό έγιναν όλα αυτά.
Εκείνη η λεύκα ονομάστηκε τούρκικα « κανλί καβάκ » δηλαδή « λεύκη αίματος » . Για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν κάποιος έκοβε ένα κλαδί έτρεχε αίμα. Έγινε δε προσκύνημα Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Μετά από αρκετό καιρό εμφανίστηκε στον ύπνο μιας ευσεβούς μοναχής και ζήτησε να του κάνουν ανακομιδή των λειψάνων του σε χριστιανικό τόπο, πράγμα που έγινε με τη συμμετοχή όλων των Νεαπολιτών.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 τα ιερά λείψανα του αγίου μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό της Αγίας Αικατερίνης στη Θεσσαλονίκη και έγιναν πηγή ιάσεων και θαυμάτων.
http://vatopaidi.wordpress.com/2009/08/20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου