Καρδιακὴ Προσευχὴ καὶ
ἀντοχή στὶς δοκιμασίες
Ὁ
κόσμος τοῦ σκότους (ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονες) προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ σ’ ἐμποδίσει
καὶ νὰ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς καρδιᾶς· γιατὶ ἡ καρδιακὴ προσευχὴ
(τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησόν με») κατ’ ἐξοχὴν πληγώνει τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι,
ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, εἶναι στὴν περιφέρεια τῆς καρδιᾶς.
Ἡ
καρδιά, ὡς ὄργανο (τὸ σαρκικὸ ὄργανο), θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὅτι εἶναι τὸ
κέντρο τῆς ὕπαρξής μας (τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης) καὶ εἶναι τὸ τελευταῖο ὄργανο
ποὺ σταματᾶ νὰ λειτουργεῖ. Εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ἀρχίζει νὰ λειτουργεῖ στὸ ἔμβρυο
καὶ μόλις κοιμᾶται, δηλαδὴ μόλις πεθαίνει (σωματικῶς) ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ τὸ ὄργανο
εἶναι ποὺ σταματᾶ νὰ λειτουργεῖ τελευταῖο.
Ὅσο
ἡ καρδιὰ λειτουργεῖ, σημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμα μέσα στὸ σῶμα. Ἀπλῶς ἔχει
συσταλεῖ καὶ βρίσκεται μόνο στὴν καρδιά. Μπορεῖ ὁ ἐγκέφαλος νὰ εἶναι νεκρός καὶ
τὸ ὑπόλοιπο σῶμα νὰ ἔχει παγώσει ἣ νὰ χάνει θερμοκρασία καὶ νὰ ἔχει μείνει μόνο
τὸ χτύπημα τῆς καρδιᾶς... ἔχει μαζευτεῖ ἡ ψυχὴ στὴν καρδιά.
Ὁ
Ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε γιὰ τὸν Εὔτυχο, τὸ παιδάκι ποὺ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ
παράθυρο κάτω γιατὶ νύσταξε, καὶ ἤτανε σὰν πτῶμα, καὶ πῆγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ
πάνω καὶ τοὺς εἶπε «μὴ φοβᾶστε, ἀκόμα ἡ ψυχὴ εἶναι μέσα, δὲν ἔχει φύγει ἡ ψυχὴ
του».
Στὴν
καρδιά, λοιπόν, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι, ὑπάρχει ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς (γιατὶ ἡ ψυχὴ: ἔχει
καὶ οὐσία ἔχει καὶ ἐνέργεια), ἡ ουσία τοῦ νοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχωρεῖ ἡ ψυχὴ, γιὰ
νὰ πάει εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὸν ἄδη, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τοῦ καθενός, καὶ νὰ
περιμένει τὴν τελικὴ Κρίση.
Ὅταν,
λοιπόν, ἀρχίζει νὰ προσεύχεται καρδιακά, ἀρχίζει νὰ πυροβολεῖ –κατὰ κάποιον
τρόπο– τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶναι γύρω-γύρω ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ τὸν
τοξεύουν, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι, τοῦ ρίχνουνε, δηλαδή, βέλη ἐπιθυμιῶν. Ἔτσι, ὁ
διάβολος ξεσηκώνει ἐπιθυμίες μέσῳ ἡδονῶν (τὸ δόλωμα εἶναι ἡ ἡδονή) καὶ μέσῳ τῶν
ἡδονῶν μᾶς ἐμβάλλει, μᾶς ὑποβάλλει, μᾶς ξεσηκώνει διάφορες ἐπιθυμίες.
Ὅταν,
λοιπόν, ἐμεῖς ἀρχίζουμε νὰ προσευχόμαστε, ρίχνουμε ἀντίθετα βέλη πρὸς τοὺς
δαίμονες καὶ τοὺς ἀποθοῦμε, καὶ αὐτὸ δὲν τὸ θέλουν καθόλου· γιατὶ: ὅσο πιὸ
μακρυὰ εἶναι, τὸσο πιὸ δύσκολα εὐστοχοῦν. Ὅσο, λοιπόν, περισσότερο προσεύχεται
κανείς, τόσο τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν περιφέρεια τῆς καρδιᾶς, τόσο ἡσυχάζει ὁ ἄνθρωπος
ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη, δηλαδή, καὶ ἀπὸ τοὺς διάφορους λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες.
Γι’
αὐτὸ ὅταν κανεὶς ἀρχίζει νὰ προσεύχεται, οἱ δαίμονες λυσσᾶνε, φρίττουνε καὶ
ξεσηκώνουνε ὁλόκληρο (πνευματικό) πόλεμο, μὲ νύστα, ὀκνηρία, στενοχώρια καὶ
πολλοὺς-πολλοὺς λογισμούς.
Ὅμως
μὴ φοβᾶσε· ὁ Θεὸς οὐδέποτε ἐπιτρέπει τὸν πειρασμὸ νὰ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο
μεγαλύτερος ἀπ’ ὅ,τι χρειάζεται. Καὶ, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, «ποτὲ ὁ
πειρασμὸς, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς, δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας». Εἶναι
πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις κάποιων, διότι αὐτοὶ οἱ κάποιοι εἶναι μακρυά ἀπὸ τὸν Θεό,
ὁπότε δὲν παίρνουνε τὶς δυνάμεις, τὶς ἀνάλογες, γιὰ νὰ στηριχθοῦν. Γιατὶ γιὰ νὰ
στηριχθεῖ ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὴν Χάρη.
Ὅταν,
λοιπόν, δὲν πᾶς νὰ πάρεις αὐτὴν τὴν Χάρη, τότε καὶ ὁ παραμικρὸς πειρασμὸς εἶναι
πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου· δὲν τὸ ἀντέχεις. Ἂν ὅμως παίρνεις τὴν Χάρη, μὲ τοὺς
τρόπους ποὺ ξέρουμε (μετέχοντας στὰ Μυστήρια, προσευχόμενος, μελετώντας τὴν Ἁγία
Γραφή, κάνοντας τὴν ἀνάλογη ἄσκηση –σύμφωνη καὶ σύμμετρη μὲ τὶς δυνάμεις σου–,
δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ νοιώσεις ὁτι ὁ πειρασμὸς εἶναι πάνω ἀπ’ τὶς δυνάμεις
σου.
Γι’
αὐτὸ, εἶναι λάθος –ἂς ποῦμε– τῶν ἄνθρώπων ποὺ λένε «Πὼ, πὼ, τὶ Θεὸς εἶναι αὐτὸς;
Δὲν τὸν ἀντέχω αὐτὸν τὸν πειρασμό!» Ἀποκλείεται ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώσει πειραμὸ ποὺ
νὰ μὴν ἀντέχεις. Ἐσὺ φταῖς ποὺ δὲν τὸν ἀντέχεις. Προφανῶς ἔχεις ραθυμήσει, ἔχεις
ἀμελήσει, δὲν πῆγες νὰ φᾶς καλά, νὰ δυναμώσεις πνευματικά. Ἐνδεχομένως ἔχεις
καιρὸ νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία, ἔχεις καιρὸ νὰ ἐξομολογηθεῖς, ἔχεις καιρὸ νὰ
κοινωνήσεις, ὁπότε ὅλα σοῦ φαίνονται πάνω ἀπ’ τὶς δυνάμεις σου.
Ὅταν,
λοιπόν, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἕναν πειρασμό, τὸν ἔχει ζυγίσει στὰ μέτρα μας καὶ
μάλιστα, λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔχει καὶ ἡμερομηνία λήξης! Δηλαδή, μαζὶ μὲ τὸν
πειρασμὸ δίνει καὶ τὴν ἔκβαση: δὲν θα κρατήσει γιὰ πάντα ὁ πειρασμός. Ἔτσι κανεὶς
θὰ ἐνθαρρύνεται καὶ μ’ αὐτὴν τὴν σκέψη: ὅποτε ἔχει πειρασμὸ, θὰ σκέφτεται ὅτι αὐτὸ
κάποια στιγμὴ θὰ τελειώσει· καὶ συνήθως τελειώνει γρήγορα. Ὅταν μάλιστα ὁ ἄνθρωπος
προσευχηθεῖ καὶ τὸν δεχθεῖ καὶ ταπεινωθεῖ, ὅταν δὲν γογγύσει, δὲν πεῖ π.χ.
«γιατὶ μοῦ φέρονται ἔτσι», «δὲν μ’ ἁγαπᾶνε», «γιατὶ μόνο σὲ μένα»...κ.λπ., ποὺ
εἶναι ὁλα λόγια ἐγωιστικά, ἂν τὰ δεχθεῖ καὶ πεῖ, μάλιστα, «Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου
ἔγινε αὐτό. Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἐπισκέφτηκες. Δόξα Σοι, ὁ Θεός!
Συγχώρησέ με.», τότε θὰ δεῖτε πολὺ γρήγορα νὰ διαλύεται ὁ πειρασμός.
Μαζί,
λοιπόν, μὲ τὸν πειρασμὸ ὁ Θεὸς δίνει καὶ τὶς δυνάμεις νὰ τὸν ὑποφέρουμε, νὰ τὸν
ὑπομένουμε. Γι’ αὐτό καὶ, ἂν παρατηρεῖτε στὴν ζωή μας, πρὶν ὁ Θεὸς μᾶς στείλει ἕναν
πειρασμό, μᾶς στέλνει πολλὴ Χάρη... γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει· ἐπειδὴ μᾶς ἁγαπάει
πάρα πολύ. Συνήθως ἔτσι γίνεται. Καὶ ἀφοῦ περάσεις τὸν πειρασμὸ μὲ ὑπομονή, χωρὶς
πολύ γογγυσμό, μετὰ θὰ σοῦ δώσει πάλι πολλὴ Χάρη. Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐναλλαγὴ στὴν
ζωή μας συνεχῶς: περίοδοι ποὺ ἔχουμε, ἂς ποῦμε, τὰ «καλὰ» καὶ περίοδοι ποὺ ἔχουμε
τὰ λεγόμενα κακά.
Τελικά,
ὅμως, εἶναι ὅλα καλά, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν δίνει ποτὲ κακό. Ἐμᾶς μᾶς
φαίνεται ὅτι εἶναι κακό καὶ δυστύχημα, γιατὶ εἴμαστε φίλαυτοι καὶ σκεφτόμαστε
κοσμικά.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀνάλυση (ὁμιλία) τοῦ
π. Σάββα τοῦ Ἁγιορείτου στὸ βιβλίο «Ὁἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ».
http://hristospanagia3.blogspot.gr/search/label/%CE%9F%CE%99%20%CE%A0%CE%95%CE%A1%CE%99%CE%A0%CE%95%CE%A4%CE%95%CE%99%CE%95%CE%A3%20%CE%95%CE%9D%CE%9F%CE%A3%20%CE%A0%CE%A1%CE%9F%CE%9A%CE%A5%CE%9D%CE%97%CE%A4%CE%9F%CE%A5
Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου