Γράφει ὁ πρωτοπρεσβύτερος πατὴρ Γεώργιος Δ. Μεταλληνὸς
Ἀφορμὴ γιὰ τὶς παρακάτω σκέψεις μοῦ ἔδωσε ὁ ἐκλεκτὸς Συνάδελφος καὶ παλαιὸς φίλος, κ. Παναγιώτης Μπούμης, Ὁμότιμος Καθηγητής, σὲ ὅσα ἔγραψε πρόσφατα, μὲ τὴ γνώση καὶ σοφία του ὡς ἔγκριτος κανονολόγος, στὴν Ἐφημερίδα «Χριστιανικὴ» (13.12.2018, σ. 5). Πρόκειται γιὰ ἄρθρο του μὲ τὸν τίτλο: «Βασικὲς κανονικὲς ἀρχὲς ἐπιλύσεως τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος». Σ’ αὐτό, μνημονεύει τὸ σπουδαῖο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου: «Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», (Θεσσαλονίκη 1972), στὸ ὁποῖο προσδιορίζεται «ἡ προεξάρχουσα θέσις τῆς Ἐκκλησίας Κων/λεως μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων (Ἐκκλησιῶν)», ποὺ ὅμως δὲν ἔχει τὴν μορφὴ ἑνὸς «ἀνατολικοῦ παπισμοῦ», διότι εἶναι «οἰκουμενικὴ ἀποστολὴ… ὡς κανονικὴ ἐξουσία (π.ΓΔΜ: ἀπορρέουσα δηλαδὴ...
ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες) ἐν τῇ ἐννοίᾳ της ἐν ἀδελφικῇ συλλογικότητι ἐκφραζομένης διακονίας».
Κλείνει δὲ ὁ Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου μὲ τὶς παρακάτω ἐπισημάνσεις: «Ἡ θέσις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως –λέγει- οὐδαμῶς δύναται νὰ συγκριθῆ πρὸς τὴν τοῦ πάπα Ρώμης καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῶν πρεσβείων καὶ προνομίων τοῦ θρόνου αὐτοῦ δὲν πρέπει νὰ ταυτίζηται, ἐν οὐδεμία περιπτώσει, πρὸς τὴν θεωρίαν τοῦ παπισμοῦ, δίκην ἐπιδιωκομένου ἢ προβαλλομένου νέο-παπισμοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ (351).
Ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίζει, ἔχει ἐξουσίαν, οὐχὶ ὡς episcopus ecclesiae universalis, ἀλλ’ ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης…, ὡς πρεσβυγενὴς καὶ κυριώτερος ἡγέτης ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ οὐχὶ ὡς ἀπεριόριστος διοικητικὸς ἡγέτης καὶ ἀλάθητος κριτὴς εἰς ζητήματα πίστεως τῆς ἐκκλησίας». Καὶ αὐτὸ πάντοτε στὸ πλαίσιο «τῆς συνοδικότητος καὶ τῆς συλλογικότητος…, ἔνθεν δὲ τῆς ἀρχῆς τῆς μὴ ἀναμίξεως εἰς τὰς ἐσωτερικᾶς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν» (σ. 351). Κατὰ τὸν σοφό, λοιπόν, Ἱεράρχη δὲν πρέπει νὰ χάνεται ἡ ἀναγκαία ἰσορροπία μεταξὺ «πρεσβείων τιμῆς» καὶ κανονικὰ (βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων) προσδιοριζόμενης καὶ ἐπιβαλλόμενης συλλογικότητας.
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος Σάρδεων: Ὁ Κωνσταντινουπόλεως, «ὡς πρῶτος καὶ κύριος ἐκπρόσωπος ἐν τῇ σειρᾷ πάντων τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς» δὲν ἔχει μόνο τὰ «πρεσβεία τιμῆς» (π.Γ.Δ.Μ: κατὰ τὸν κανόνα 3 τῆς Β΄ καὶ τὸν 28ο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), «ἀλλὰ καὶ τὰ πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας …ἐπὶ γενικωτέρων ὅμως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καὶ ἐν τῇ κοινῇ πάντοτε μετὰ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν συνεργασία» (σ. 352). Γι’ αὐτὸ ἡ «ἐξουσία» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (πρέπει νὰ) εἶναι πάντα συνδεδεμένη μὲ τὴν «διακονία». Ἔτσι καταλήγει ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, τὸν Ὁποῖον εἶχα τὴν χαρὰ καὶ τιμὴ νὰ γνωρίσω προσωπικῶς κατὰ μίαν ἐπίσκεψή μου στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν Πόλη καί, ὅπως διεπίστωσα, κατὰ τὴν συζήτησή μας, ἦταν ἕνας ἐκ τῶν ὀρθοδοξοτέρων Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Θρόνου.
Ποιὲς ὅμως πρακτικὲς συνέπειες ἔχουν ὅλα αὐτὰ στὶς ἐνδοορθόδοξες καὶ διορθόδοξες σχέσεις;
Τὴν «ἐξουσία» του ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν προσωπική του ὑπεροχικότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Πόλη, στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ θρόνος του. Ἔτσι ὁ Πατριάρχης (δηλαδὴ ἐπίσκοπος) τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Γ΄ καὶ Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὰ «πρεσβεία τιμῆς» (ὁ λόγος δὲν εἶναι γιὰ «πρωτεῖο ἐξουσίας», ὅπως στὴ Δύση μετὰ τὸ Σχίσμα), ἐπειδὴ εἶναι ἐπίσκοπος τῆς πρωτεύουσας τοῦ Κράτους. Γι’ αὐτὸ εἶναι «πρῶτος τῇ τάξει» στὴν κλίμακα τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν καὶ Αὐτοκεφάλων Ἀρχιεπισκόπων, στὴ σύναξη τῶν ὁποίων προεδρεύει. Ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μίας Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι Πρόεδρος τῆς Συνόδου της, ἐπειδὴ εἶναι ἐπίσκοπος τῆς Πρωτεύουσας καὶ ὄχι λόγω τῶν ὑπεροχικῶν του προσόντων (π.χ. ἐπιστημονικῶν τίτλων).
Σὲ τελευταία ἀνάλυση αὐτὸ ποὺ βαρύνει στὴ δικαιοδοσία ἑνὸς (Ἀρχι)ἐπισκόπου, δὲν εἶναι κάποιο «πρωτεῖο ἐξουσίας, ποὺ διεκδικούμενο ἀποδεικνύει ἐσωτερικὴ πτώση καὶ ἐφάμαρτη φιλαρχία, ἀλλὰ τὸ «πρωτεῖον ἀληθείας», ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ὀρθοδοξία τοῦ φρονήματος τοῦ ἐπισκόπου (ἀλλὰ καὶ κάθε κληρικοῦ), μὲ τὴν πιστότητά του δηλαδὴ στὴν ἀποστολικοπατερικὴ παράδοση.
Μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση «πρωτεῖο ἀληθείας» στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325 μ.Χ.) εἶχαν οἱ ταπεινοὶ Ἅγιοι Σπυρίδων καὶ Νικόλαος, ποὺ ἤσαν ἐπίσκοποι μικρῶν πόλεων. Ἀλλὰ καὶ στὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Ἔφεσος, 431) τὸ «πρωτεῖον ἀληθείας» δὲν εἶχε ὁ αἱρετικὸς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, ἀλλὰ πολλοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ὡς καὶ λαϊκοί, καὶ κυρίως ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Κύριλλος.
Μέγας καὶ Πρῶτος στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μένει πιστὸς στὴν Ὀρθοδοξία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, πέρα ἀπὸ κατασκευασμένες «μεταπατερικὲς θεολογίες» καὶ μεταφυσικὰ ἐφευρήματα ἀφώτιστης διανόησης, ποὺ τολμοῦν ὅμως νὰ ἐμφανίζονται ὡς συνέχεια τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ παραδόσεως, ἐνῶ συνιστοῦν κατάφωρη ἄρνησή της.
Αὐτὸ τὸ «πρωτεῖο» γνωρίζει ἡ ἀποστολικοπατερικὴ Ὀρθοδοξία καὶ σ’ αὐτὸ τὸ «πρωτεῖο», θὰ μένουν πιστοὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Διότι ὅπου καὶ ὅταν ὑπάρχει τὸ «πρωτεῖον ἀληθείας», τότε καὶ τὰ «πρεσβεία τιμῆς» -κανονικὰ καταξιωμένα καὶ ἀπαράβατα στὴν Ὀρθοδοξία- γίνονται ἀπὸ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, σεβαστὰ καὶ ἀστασίαστα. Ἀντίθετα, ἡ ἀνυπακοὴ στοὺς οἰουσδήποτε «πρωτειομανεῖς» (κατὰ τὸν ἀγαπητό μου κ. Γεώργιο Καραλὴ) εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους καθῆκον ἱερὸ καὶ ἀπαράβατο.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2019/01/blog-post_81.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου