Κάποιοι
αδελφοί από τη Σκήτη (Σκήτη: Τόπος μοναχικών οικισμών βορειοδυτικά του
Καΐρου) ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ’ ένα
καράβι για να πάνε και σ’ αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι
αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι
λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων (Είναι η
αρχαιότερη μαρτυρία περί προφορικής χρήσεως Αποφθεγμάτων των Πατέρων.
Έχουμε δηλαδή ένα προδρομικό στάδιο προς την γραπτή συλλογή που
ακολούθησε αργότερα) ή ρητά από την Γραφή και από ανάμεσα για το
εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι
παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον Αββά Αντώνιο. Κι όταν
έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος:«Καλή συνοδεία βρήκατε τον
Γέροντα αυτόν». Στον Γέροντα είπε: «Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου,
αββά» και ο Γέροντας του απαντά:«Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους
δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το
γαϊδούρι». Αυτό το είπε γιατί ό,τι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.
Επισκέφθηκε
κάποιος από τους Γέροντες τον αββά Αχιλλά και τον είδε να φτύνει αίμα
από το στόμα του και τον ρωτάει: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» Αποκρίθηκε ο
Γέροντας: «Είναι λόγος αδελφού που με λύπησε και αγωνίστηκα να μην το
ανακοινώσω. Παρακάλεσα τον Θεό να με απαλλάξει απ’ αυτό (Δηλαδή από την
θύμηση των λόγων του αδελφού) και έγινε ο λόγος αίμα στο στόμα μου και
τον έφτυσα. Έτσι βρήκα την ανάπαυσή μου και λησμόνησα τη λύπη μου ».
Έστειλε
κάποτε ο Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου ,μήνυμα στον αββά Ιλαρίωνα και
τον παρακαλούσε: «Έλα να δούμε ο ένας τον άλλον ,πριν αποχωρήσουμε από
το σώμα». Πράγματι πήγε ο αββάς και χάρηκαν που βρέθηκαν. Την ώρα που
έτρωγαν, έφεραν στο τραπέζι πτηνό. Το πήρε ο Επίσκοπος και το πρόσφερε
στον αββά Ιλαρίωνα. Του λέει τότε ο Γέροντας: «Συγχώρεσέ με, από τότε
που πήρα το σχήμα δεν έφαγα σφαχτό». Ο Επίσκοπος αποκρίνεται: «Εγώ από
τότε που πήρα το σχήμα, δεν άφησα κανέναν να κοιμηθεί έχοντας κάτι
εναντίον μου, ούτε εγώ κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον κάποιου άλλου».
Του λέει τότε ο Γέροντας: «Συγχώρα με, ο δικός σου τρόπος ζωής είναι
ανώτερος απ’ το δικό μου».
Είπε ο
αββάς Ησαΐας: «Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο, γιατί η
σιωπή φέρνει θησαυρό ,ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει».
Κάποιος
αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: «Γιατί οι
δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;» Του απαντά ο Γέροντας: «Από την ώρα
που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα
μου».
Έλεγε πάλι
ότι τριάντα χρόνια έχει από τότε που αντιλαμβάνεται την παρουσία της
αμαρτίας στη σκέψη του, ποτέ όμως δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του ούτε σε
επιθυμία ούτε σε οργή.
Είπε ο
αββάς Μακάριος:«Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να
κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος και δεν σε υποχρεώνει κανείς
να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους».
Είπε πάλι
(ο αββάς Ποιμήν): «Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα
λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν, θα
προτιμάει μάλλον να σιωπά».
Είπε ακόμη
ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να
επαινούμε τον πλησίον και του απάντησε: «Καλύτερη είναι η σιωπή».
Ένας
αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη: «Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;» Κι ο
Γέροντας του λέει: «Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι
ανοικτές η γλώσσα και η κοιλιά μας;»
Είπε πάλι: «Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ».
Είπε
ακόμη:«Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά
να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά».
Είπε ο
ίδιος: «Το φίδι με όσα ψιθύρισε έβγαλε την Εύα από τον Παράδεισο. Μ’
αυτό λοιπόν μοιάζει κι εκείνος που φλυαρεί κατά του πλησίον. Γιατί και
την ψυχή αυτού που ακούει την οδηγεί στην καταστροφή και τη δική του τη
διακινδυνεύει.»
( Από το Μεγάλο Γεροντικό)
http://askitikon.eu/index.php?option=com_content&view=article&id=3243:2011-10-01-06-50-52&catid=99:ofelimotdiafora&Itemid=383
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου