«Όταν ήμουν νέος υπηρετούσα εις τον στρατό έξω εις την ύπαιθρο, όχι στα γραφεία. Ήμουν καλός εις την δουλειά μου και οι ανώτεροί μου αξιωματικοί με αγαπούσαν γιατί ήμουν ένας ευσυνείδητος ανθυπολοχαγός. Ήμουν ακόμη νέος όπως και οι φίλοι μου. Δυστυχώς όμως άρχισα να πίνω και σιγά - σιγά το πάθος του ποτού γιγάντωσε μέσα μου. Όταν δεν ήμουν κάτω απ' την επήρεια του οινοπνεύματος ήμουν τακτικός και καλός αξιωματικός, αλλ' όταν έπινα εγινόμουν ανίκανος για κάθε τι, για πολλές μέρες κάθε φορά.
Με ανέχθηκαν για αρκετόν καιρόν αλλά μια φορά ύστερα από πολύ ποτό, ασέβησα άσχημα εις τον διοικητή μου κ' ετιμωρήθηκα με φυλάκισι και υποβιβασμό εις την τάξι του στρατιώτου, για τρία χρόνια. Απειλήθηκα με ακόμη βαρύτερη τιμωρία αν εξακολουθούσα να παραδίδωμαι εις το πάθος μου αυτό της μέθης. Παρ' όλες τις ποινές όμως και τις απειλές δεν ημπορούσα να κυριαρχήσω εις τον εαυτό μου και να θεραπευθώ από το καταραμένο πάθος.
Επιχειρούσα, αλλά κάθε φορά απετύγχανα. Οι ανώτεροί μου απογοητευμένοι από την κατάστασί μου απεφάσισαν να με στείλουν σε σωφρονιστικές φυλακές. Όταν το έμαθα αυτό, το μυαλό μου πήγε να σταματήση. Ήμουν απορροφημένος σε θλιβερές σκέψεις μέσα στο στρατώνα, όταν ήλθε εκεί ένας μοναχός που έκανε εράνους για μιαν εκκλησία. Καθένας μας τούδωσε ό,τι μπορούσε.
Έπειτα ο μοναχός αυτός ήλθε κοντά μου και μ' ερώτησε γιατί ήμουν τόσο θλιμμένος. Του είπα τι μου συνέβαινε και αυτός με συμπάθησε πολύ για τη δυστυχία μου και μου είπε: "Το ίδιο συνέβηκε, κάποτε με τον αδελφό μου. Τι νομίζεις, όμως, ότι τον εβοήθησε;
Ο πνευματικός του του έδωσε ένα Τετραυάγγελο με αυστηρό κανόνα να διαβάζη ένα κεφάλαιο, χωρίς ούτε μιας στιγμής καθυστέρησι, κάθε φορά που θα αισθανόταν την επιθυμία να πιη.
Εάν η επιθυμία εξακολουθούσε, έπρεπε να προχώρηση εις το διάβασμα και άλλου κεφαλαίου και άλλου, μέχρις ότου το πάθος θα αναχαιτιζόταν. Ο αδελφός μου ακολούθησε πιστά την συμβουλή του πνευματικού του και έπειτα από λίγον καιρό κατώρθωσε να απαλλαγή απ' το πάθος του ποτού.
Πάνε δεκαπέντε περίπου χρόνια από τότε και τα χείλη του δεν άγγιξαν ούτε σταλαγματιά από οποιοδήποτε ποτό. Κάνε το ίδιο, και θα δης ότι και συ θα γλυτώσης από την δυστυχίαν αυτή. Έχω ένα Τετραυάγγελο και θα έλθω επίτηδες πάλι, για να σου το φέρω.
Τον άκουσα με προσοχή και μόλις ετελείωσε του είπα: "Πώς θα μπορέσουν τα Ευαγγέλιά σου να με βοηθήσουν αφού όλες οι προσπάθειες οι δικές μου και των γιατρών απέτυχαν από του να με σώσουν απ' το πάθος του ποτού"; Εμίλησα κατ' αυτόν τον τρόπο γιατί δεν ήξευρα τι είναι το Ευαγγέλιο και δεν το είχα ποτέ διαβάσει". "Μή το λες αυτό", μου είπεν, ο μοναχός, "σε βεβαιώνω εγώ ότι θα σε βοηθήση", και την άλλη μέρα μου έφερε το Τετραυάγγελο.
Το άνοιξα, έρριξα μια ματιά μέσα και είπα: "Δεν το παίρνω, γιατί πώς θα το χρησιμοποιήσω μη γνωρίζοντας, όπως οι ιερωμένοι, την παλαιοσλαυονική γλώσσα"; Όμως ο μοναχός προχώρησε για να με βεβαιώση ότι οι λέξεις αυτές καθ' εαυτές του Ευαγγελίου, είναι γεμάτες από θεία χάρι, και έχουν θεία δύναμι, επειδή με αυτές είναι γραμμένο εκείνο που ο ίδιος ο Θεός παρέδωσε και απεκάλυψεν εις τους ανθρώπους. "Δεν πειράζει αν εις την αρχή δεν καταλαβαίνεις καλά, μόνον, προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια.
Ένας άγιος μοναχός είπε κάποτε: "Εάν συ δεν καταλαβαίνης τις λέξεις του Ευαγγελίου του Λόγου του Θεού, τα πονηρά πνεύματα καταλαβαίνουν τι διαβάζεις και τρέμουν". Το πάθος σου για το ποτό είναι οπωσδήποτε σατανική ενέργεια. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι και εις το δωμάτιο όπου φυλάσσεται ένα Ευαγγέλιο τα πνεύματα του σκότους κρατούνται έξω απ' αυτό με τη δύναμί του, μέσα δε εκεί τρέμουν και το σκέπτονται πολύ να κάνουν κακό".
Έδωσα λίγα χρήματα εις τον μοναχό, δεν θυμάμαι πόσα, και αγόρασα το Τετραυάγγελο, το έβαλα μέσα σ' ένα μπαούλο με άλλα πράγματα και το εξέχασα εκεί. Σε λίγο μια ταραχή για το πάθος του ποτού άρχισε να με φοβίζη. Μια ακατανίκητη επιθυμία για να πιω μ' έκανε ώστε, σαν τυφλός να σπεύσω να ανοίξω το μπαούλο για να πάρω κάμποσα χρήματα και να τρέξω στο ποτό. Αλλά τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στο Τετραυάγγελο και σε μια στιγμή πέρασαν ζωηρά μέσ' στο μυαλό μου όλα αυτά που ο μοναχός μου είχεν ειπή.
Άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω απ' το πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελιστού Ματθαίου. Έφθασα εις το τέλος του κεφαλαίου αυτού χωρίς να καταλάβω ούτε μία λέξι, αλλά θυμήθηκα πως ο μοναχός μου είχεν ειπή: "Μη στενοχωρήσαι αν δεν καταλαβαίνης αυτά που διαβάζεις, μόνο προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια". Εμπρός, είπα στον εαυτό μου, θα διαβάσω και το δεύτερο κεφάλαιο. Τώρα διαβάζοντας άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κάτι.
Έτσι συνέχισα το τρίτο κεφάλαιο κ' έπειτα ξαφνικά σήμανε το σιωπητήριο του στρατοπέδου. Τώρα πλέον δεν επετρέπετο η έξοδος σε κανένα κ' έπρεπε όλοι να πανε για ύπνο. Όταν εξύπνησα το πρωί, μαζί μου ξύπνησε και η ανεκπλήρωτη επιθυμία για να πιω, όμως, ξαφνικά, εσκέφθηκα να διαβάσω ακόμη ένα κεφάλαιο, για να έβλεπα, τέλος πάντων, ποιά θα ήτο η αποτελεσματικότης του Ευαγγελίου.
Το εδιάβασα πράγματι, ηρέμησα για λίγο και δεν επήγα να αγοράσω ποτό. Ξαναγιγάντωσε σε λίγο μέσα μου η επιθυμία, αλλά ξαναδιάβασα ακόμη ένα κεφάλαιο και αισθάνθηκα ανακούφισι. Αυτό μου έδωσε θάρρος κ' έκτοτε κάθε φορά που αισθανόμουν τον πειρασμό του πάθους της μέθης να με κυριεύη, εδιάβαζα ένα κεφάλαιο από εκεί που είχα μείνει και κάθε φορά υπερνικούσα το πάθος.
Το περισσότερο δε, όσο επερνούσεν ο καιρός, τόσο και η κατάστασίς μου καλυτέρευε και όταν πάνω-κάτω ετελείωνα την ανάγνωσι των τεσσάρων Ευαγγελίων, τελείωνα και με το πάθος μου, που προχωρούσε ραγδαία προς τα πίσω, κοντεύοντας ν' ανήκη πια εις το παρελθόν.
Σε λίγον καιρό σιχαινόμουνα το ποτό και είναι είκοσι περίπου χρόνια, αφ' ότου ούτε μια σταγόνα δεν έβαλα στο στόμα μου.
Όλοι εκπλαγήκανε για την μεταβολή μου αυτή. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθα εις τον βαθμό μου, προβιβάστηκα έπειτα και τέλος, ξαναμπήκα εις την σειρά προαγωγής που μου ανήκε, αλλά που την είχα χάσει εξ αιτίας του ποτού. Έπειτα παντρεύτηκα, και ζω ευλογημένα με την σύζυγό μου, έχουμε ολα τα καλά και δοξάζουμε τον Θεόν που μας έδωσε άφθονα τα πάντα. Βοηθούμε τους πτωχούς κατά δύναμι και φιλοξενούμε όταν μπορούμε τους προσκυνητάς. Έχω κ' ένα γυιό αξιωματικό, πρώτης τάξεως παιδί. Σημείωσε όμως και το εξής: Αφ' ότου θεραπεύθηκα απ' το πάθος του ποτού έκανα τάμα να διαβάζω με τη σειρά, ένα ολόκληρο Ευαγγέλιο απ' τα τέσσερα, κάθε μέρα, κάθε είκοσι τέσσερεις ώρες, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και φύγω απ' τον κόσμο αυτό.
«Τίποτε εις τον κόσμο δεν ημπορεί να με εμποδίση από του να τηρώ κάθε μέρα το τάξιμό μου αυτό. Όταν είμαι καμμιά φορά πολύ κουρασμένος, ξαπλώνω και παρακαλώ τη γυναίκα μου να διαβάζη, ώστε ποτέ να μη χαλάσω τον κανόνα που έχω καθιερώσει. Για ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, το έντυσα αυτό το Τετραυάγγελο με καθαρό ασήμι, και το έχω πάντοτε μαζί μου μέσα εις την επάνω τσέπη του σακκακιού μου».
Άκουσα με πολλή χαρά όλη την ιστορία αυτή, και του είπα ότι κ' εγώ ήξευρα μιά παρόμοια περίπτωσι. «Εις ένα εργοστάσιο εις το χωριό μου, ήταν ενας τεχνίτης πολύ ικανός, καλός κ' ευγενής άνθρωπος. Δυστυχώς όμως έπινε και συχνά μάλιστα. Ένας θεοφοβούμενος άνθρωπος μια μέρα, τον συνεβούλευσε, ώστε όταν επρόκειτο να τον καταλάβη η επιθυμία του ποτού να επαναλαμβάνη την προσευχή του Ιησού Χριστού τριάντα τρείς φορές, προς τιμήν της Αγίας Τριάδος και εις ανάμνησιν των τριάντα τριών ετών της ζωής του Χριστού.
Η συμβουλή του έγινε ακουστή, και ο άνθρωπος με το πάθος την εφήρμοσε, και αλήθεια, πολύ σύντομα απαλλάχτηκε απ' αυτό.
«Τρία χρόνια αργότερα ο άνθρωπος αυτός ελεύθερος πια, αφιέρωσε εις τον Θεό τον εαυτόν του και εκλείστηκε σ' ένα μοναστήρι».
«Και ποιο είναι καλύτερο, να επαναλαμβάνη κανείς την Προσευχή του Χριστού, ή να διαβάζη από τα Ευαγγέλια»; μ' ερώτησε ο αξιωματικός.
«Είναι το ίδιο», απήντησα. «Ό,τι είναι το Ευαγγέλιο είναι και η Προσευχή του Χριστού, επειδή το θείον όνομα του Ιησού Χριστού κατέχει μέσα του όλη την ευαγγελική αλήθεια. Οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι η Προσευχή του Χριστού είναι η περίληψις του Ευαγγελίου».
Μετά την συνομιλία μας εκάναμε την προσευχή μας και ο ταγματάρχης άρχισε να διαβάζη το Ευαγγέλιο του ευαγγελιστού Μάρκου απ' την αρχή του, ενώ εγώ άκουγα λέγοντας την «Προσευχή» μέσ' στην καρδιά μου.
Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα ετελειώσαμε κ' επήγε ο καθένας να κοιμηθή.
Εσηκώθηκα, όπως συνήθως, ενωρίς το πρωί. Όλοι εκοιμούντο ακόμη. Όταν άρχισε να φέγγη λίγο, επήρα εις τα χέρια μου με χαρά την αγαπημένη μου «Φιλοκαλία». Με τι ευχαρίστησι την άνοιξα! Δεν θα εχαιρόμουν τόσο, ούτε και τον πατέρα μου αν έβλεπα ή τον πιο αγαπημένο μου φίλο, να νεκραναστένωνται. Την ασπάστηκα και ευχαρίστησα τον Θεό που μου την ξαναχάρισε.
Άρχισα αμέσως να διαβάζω από τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας, εις το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η διδασκαλία του με εξέπληξε, όταν εδιάβασα που έγραφε ότι ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί συγχρόνως να απασχολήται με τρία διαφορετικά πράγματα, να τρώη όταν κάθεται στο τραπέζι, να ακούη ανάγνωσι και συγχρόνως να προσεύχεται με το μυαλό του. Αλλά η ανάμνησις της τόσον ευχάριστης προηγουμένης βραδυάς, με έκανε, από την ίδια μου την πείρα, να καταλάβω την έννοια της σκέψεως αυτής του Θεόληπτου και ακόμη κατάλαβα ότι το μυαλό και η καρδιά είναι διαφορετικά πράγματα.
Όταν ο ταγματάρχης εσηκώθηκε, επήγα να τον ευχαριστήσω για την καλωσύνη του και να τον αποχαιρετήσω.
Μου έδωσε τσάϊ κ' ένα ρούβλι και με κατευώδωσε.
Συνεχίζεται...
http://paterikakeimena.blogspot.com/2011/09/2_12.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου