Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος
Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ἦταν πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ἀφοῦ δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, χειροτονήθηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν τὸ 152 μ.Χ.
Μαθητὴς τοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος στὰ συγγράμματά του πλέκει ἐγκώμια γιὰ τὸν δάσκαλό του.
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ βαθιὰ γεράματα, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ποιμαντικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα.
Ἡ τίμια κάρα του φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο μοναστῆρι στὰ Μέγαρα Ἀττικῆς. Ἐπίσης λείψανά του σῴζονται στὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἱ. Μ. Ἄγ. Παύλου) καθὼς καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἄγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου ἡλίευσαι, ταῖς θεηγόροις πλοκαῖς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῷ, σοφὲ Ἱερόθεε· σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοῦς ὑποφήτης· δι’ ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε
Ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄρρητα,
Ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος.
Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ Ἱερόθεε
Ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερογνωσίᾳ καταλαμφθείς, ἱερολογίας, μυστοδότης θεαρχικῆς, ὤφθης τοῖς ἐν κόσμῳ, ὡς Ἀποστόλων σύμπνους· διό σε Ἱερόθεε μεγαλύνομεν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Καπιτωλίων
Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τῶν Καπιτωλίων (ἀρχαία πόλη τῆς ἀνατολικῆς Ἰορδανίας, στὸ δρόμο γιὰ τὴ Δαμασκό), μεγάλος σοφὸς καὶ πολὺ συνετός.
Ὑπῆρξε παντρεμένος μὲ τρία παιδιὰ καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός. Τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Μητρόπολης Βόστρων (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὴ Χωρᾶν, 80 χλμ. ἀνατολικά της λίμνης Γενησαρὲτ καὶ 90 χλμ νότια της Δαμασκοῦ).
Καταγγέλλεται στὸν ἐθνάρχη τῶν Ἀγαρηνῶν, ὅτι εἶναι διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὁ Πέτρος καὶ μπροστὰ στὸν Ἀγαρηνὸ ἐθνάρχη ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του, γι’ αὐτὸ τοῦ κόβουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Κατόπιν τοῦ βγάζουν τὰ μάτια, τὸν σταυρώνουν καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Τὸ δὲ μαρτυρικό του σῶμα, ἀφοῦ τὸ ἔκαψαν στὴ φωτιά, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι.
Ἡ Ἁγία Δομνίνη ἡ Μάρτυς καὶ οἱ θυγατέρες αὐτῆς Βερνίκη καὶ Προσδόκη
Γιὰ τὶς μάρτυρες αὐτὲς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει καταγράψει τὸ βίο τους.
Ἡ ἄξια Δομνίνα ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀσπάστηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη μαζὶ μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της, τὴν Βερνίκη καὶ τὴν Προσδόκη.
Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἡ μητέρα καὶ οἱ δυὸ κόρες της ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν σταθερὲς στὴν πίστη τους. Ὅμως ὁ σύζυγος τῆς Δομνίνης ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὴν σκληρότητα τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσε νὰ τὶς πείσει νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Ἁγίες ἀποφάσισαν νὰ φύγουν. Κατέφυγαν στὴν Ἔδεσσα τῆς βόρειας Μεσοποταμίας. Ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης σύζυγος ἔμαθε τὸν τόπο ποὺ κρυβόντουσαν καὶ πῆγε μαζὶ μὲ στρατιῶτες νὰ τὶς συλλάβουν. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἔκαναν στάση γιατί ἔπεσε ἡ νύκτα καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες κοιμήθηκαν ὁ δὲ πατέρας φύλαγε τὴν γυναῖκά του καὶ τὶς κόρες του.
Ὅμως σκεφτόμενος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ στρατιῶτες θὰ ἀτίμαζαν τὶς θυγατέρες του καὶ τὴν γυναῖκα του, τοὺς ἔθεσε τὸν ὄρο ὅτι γιὰ νὰ τὶς ἀφήσει ἐλεύθερες θὰ ἔπρεπε νὰ πέσουν στὸν ποταμὸ καὶ νὰ πνιγοῦν. Οἱ ἁγίες τὸ δέχτηκαν καὶ κάνοντας τὴν προσευχή τους καὶ ζητώντας συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο βάδισαν μὲ βῆμα σταθερὸ στὸν ποταμὸ καὶ ἔθεσαν τέρμα στὴν ζωή τους.
Ὁ Ἅγιος Αὔδακτος (ἢ Ἄδαυκτος) ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα του Καλλισθένη
Ὁ Αὔδακτος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο ἔπαρχος, διότι ἦταν πολὺ συνετὸς καὶ πλούσιος. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Μαξιμίνος ζήτησε τὴν κόρη του Καλλισθένη γιὰ γυναῖκά του, ὁ Αὔδακτος δὲν θέλησε νὰ τὴ δώσει σ’ ἕναν εἰδωλολάτρη. Γι' αὐτὸ ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴ Μελιτινή, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἡ δὲ κόρη τοῦ Καλλισθένη, ἀφοῦ κουρεύτηκε καὶ φόρεσε ἀνδρικὰ ροῦχα, κρυβόταν κάπου στὴ Νικομήδεια. Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια πῆγε στὴν Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἔμενε κοντὰ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ εἶχε κόρη μὲ ἄρρωστους τοὺς ὀφθαλμούς. Ἡ Καλλισθένη τὴν θεράπευσε καὶ οἱ γονεῖς ζητοῦσαν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ τὴ θεραπευμένη κόρη τους. Τότε ἡ Καλλισθένη φανέρωσε τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὴν καὶ ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸν Θεό, ἔφυγε.
Τότε γνωρίστηκε μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντια καὶ κατάφερε ὄχι μόνο νὰ πάρει πίσω τὴν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει τὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου πατέρα της ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του καὶ ἐναπόθεσε τὸ ἅγιο λείψανό του.
Ἔτσι Ἀποστολικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς της ἡ Καλλισθένη, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος
Αἰγύπτιος φτωχὸς καὶ ὀρφανός, τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος του, τὸν ἐξανάγκασε νὰ παντρευτεῖ. Γιὰ 18 χρόνια ἔζησε μὲ τὴ σύζυγό του μὲ παρθενία καὶ στέρηση.
Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου τρεφόταν μὲ χόρτα. Στὴν ἔρημο γνώρισε καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη γιὰ τὴν αὐστηρή του ἄσκηση, τὴν ὁποία πολλοὶ μιμήθηκαν.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Γάϊος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων (ἢ Χαρήμων) οἱ Διάκονοι
Ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 3 Ὀκτωβρίου).
Εἰδικὰ ὁ Εὐσέβιος μὲ τὸν Χαιρήμονα, ἔθαβαν τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Τελικὰ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ μὲ θάρρος ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἀποκεφαλίστηκαν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸ «μυρωμένο νησί». Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ μοναστῆρι του.
Μὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ὑπέροχη ἡ σύντομη ζωή του. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει.
Ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δοξασμένος αὐτοκράτορας Νικηφόρος Β’ ὁ Φωκᾶς (963 – 969) εἶχε ἀπαλλάξει τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ζυγὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν εἶχε κάμει ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στὴν εὔανδρη Λαμπαδιστό, στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος καὶ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μιτσερό, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν καὶ τὰ ἐρείπια του.
Ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν οἰκογένειά του ὑπῆρξε δῶρο τῆς γεροντικῆς των ἡλικίας.
Οἱ γονεῖς του Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι.
Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους.
Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς καὶ ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴν μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλομάθειά του.
Ἡ παιδικὴ καὶ ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ Λαμπαδιστῆ ἦταν μία ζωὴ ἀληθινὰ πρότυπη. Ὁ Ἰωάννης νέος, ὡραῖος, ψηλός, μὲ μάτια γαλανὰ σὰν τὸν οὐρανὸ δὲν μάθαινε μόνο τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ζοῦσε.
Ἡ ζωὴ του συγκρατημένη καὶ αὐτοκυριαρχούμενη εἶχε σὰν ὁδηγὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο λὲς κι ἀγαποῦσε νὰ μένει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἁγνὴ ψυχή του. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δόξασε ἀπὸ τούτη τὴν ἡλικία.
Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου — ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται καὶ ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε –, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβὴ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μιὰ αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα.
Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴν θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε καὶ ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, σὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους καὶ εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν’ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό.
Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ καὶ ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ του μιὰ σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ του κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχὴς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴν στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. γ’ 37 – 38).
Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου.
Μὰ καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ καὶ ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτήν.
Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.
Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πρᾶγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μιὰ σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ’ τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του, σκοτείνιασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.
Ὁ Ἰωάννης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀληθινὰ χριστιανικὴ δέχθηκε τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει ὁ θεοφώτιστος νέος πὼς «χριστιανὸς χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς, εἶναι φανάρι χωρὶς φῶς, κορμὶ χωρὶς ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου δὲν καθαρίζεται, ἂν δὲν πονέσει κι ἂν δὲν κλάψει. Σὲ καρδιὰ ποὺ δὲν πόνεσε, δὲν μπαίνει ὁ Χριστός». Τὰ γνωρίζει αὐτὰ καὶ ὑπομένει. Καὶ προσεύχεται. Κι εἰρηνικὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό.
Πέρασαν ἀκόμη μερικὲς μέρες. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε καὶ πάλι ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ’ αὐτὴν ἔφτιαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:
Μιὰ μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτρεξε πάνω – κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος.
Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὁποῖο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε.
Ὁ βράχος ἄνοιξε καὶ ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα καὶ εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴν Χάρη του.
Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Καὶ εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσόπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό.
Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τους – τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα – ποὺ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι’ αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ζητοῦν τὴν χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μιὰ μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμί του μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ.
Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρός του βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὁποῖο περνοῦσε.
Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τέλειωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ’ αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή.
Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος του κλονίστηκε. Ἡ πίστη του ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικὰ του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε:
— Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κάνε
μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴν γιορτή σου, ὅσο ζῶ.
Τὴν προσευχὴ του – κραυγὴ – ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ καὶ οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του.
— Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ Θεός.
Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι του τὴν πληγὴ πρόσθεσε:
- Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται.
Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἔνοιωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.
Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴν δόξα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Καρπὸς πίστεως καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος γιὰ τοὺς γονεῖς του. Γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε σ’ ἕνα περιβάλλον ἀληθινῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας.
Μὰ καὶ διακρίθηκε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀρετή. Ἡ οἰκογένεια ἔγινε γι’ αὐτὸν ἐργαστήριο ἁγιότητος. Στὴν οἰκογένειά μας ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε. Στ’ ἀλήθεια! Μεγάλο δίκαιο εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης νὰ γράφει: «Ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις. Ἐνταύθα τὸ τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον». Εὐτυχισμένοι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται καὶ φροντίζουν νὰ γίνει ἡ οἰκογένειά τους «τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς· ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Ταμασοῦ
Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐκείνη ἱεραποστολικὴ ὁμάδα, – οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων – ποὺ μὲ κατοικία καὶ ὁρμητήριό τους μιὰ σπηλιὰ στὴν πολυάνθρωπη Ταμασό, ἀνέλαβαν πρῶτοι νὰ διαλύσουν τὰ βαθιὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλομανίας, καὶ στὴν θέση τους νὰ ὑψώσουν τὸ σωστικὸ φῶς τοῦ Χρίστου, τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς.
Μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέροχου σκοποῦ τους, οἱ τολμηροὶ αὐτοὶ χαλαστάδες τοῦ κακοῦ καὶ χτίστες τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ καλοῦ, εἶχαν μονάχα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον».
Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο δούλεψαν σκληρὰ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.
Δούλεψαν γιὰ τὸ πνευματικὸ ξεσκλάβωμα τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ τὴ δημιουργία στὴν πατρίδα τους ἑνὸς καλύτερου κόσμου.
Κόσμου στὸν ὁποῖο ἀντὶ τοῦ μίσους θὰ βασίλευε ἡ ἀγάπη, ἀντὶ τῆς ἀπελπισίας ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ τῆς ἀνομίας καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή.
Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ξεριζωτὲς τῆς ἀπιστίας καὶ φυτευτές τοῦ δένδρου τῆς πίστεως στὸ προνομιοῦχο νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς.
Πατρίδα εἶχε τὴν μεγάλη πολιτεία τῆς Ταμασοῦ, ποὺ ἡ φήμη της τότε ἁπλωνόταν καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτὴ γωνιὰ ἐξ αἴτιας τοῦ περίφημου χαλκοῦ της καὶ τῶν πλουσίων σὲ τοῦτο τὸ πολύτιμο εὔρημα μεταλλείων της.
Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του μάλιστα εἶχε ὡς ἔργο τὴν ἀγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε ἀγάλματα θεῶν, τὰ ὁποία, ὅταν μεγάλωσε ὁ γιὸς του Θεωνᾶς – αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνομά του πρὶν νὰ βαπτισθεῖ – τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ πωλοῦσε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν ἀποζοῦσαν.
Μιὰ ἐπιτόπια παράδοση μᾶς ἀναφέρει, πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Θεωνᾶς πήγαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ πωλήσει τὰ ἀγαλματάκια τοῦ πατέρα του, ποὺ τὰ εἶχε μέσα στὸ «ἰσάτζιν» του (σακίδιο), συνοδευόταν ἀπὸ τὸν φίλο του Μνάσωνα καὶ τὸν δάσκαλο καὶ τῶν δύο, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχὲς καὶ ὁ ποταμὸς Πεδιαῖος (Πιδκιᾶς), ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, καὶ χωρίζει σήμερα τὸ Πολιτικὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ Πέρα, τότε δὲ τὴν Ταμασὸ ἀπὸ τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Πιδιᾶ τμῆμά της – γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ Πέρα — εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ εἶχε γίνει ἀδιάβατος.
Στὸ θέαμα τοῦ «πολυκύμαντου» νεροῦ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος κάλεσε τὸν Θεωνὰ νὰ ρίξει μέσα στὸν ποταμὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν ποὺ κρατοῦσε, ἴσως καὶ σταματήσουν τὰ νερὰ νὰ τρέχουν, καὶ ἔτσι μπορέσουν νὰ διαβοῦν στὴν ἄλλη μεριά:
Βάλε κανένα θεὸ μέσα νὰ ρέξομεν.
Ἔβαλεν ἕναν, ἐπῆρέν τον ὁ ποταμός· ἔβαλεν ἄλλον, ἐπῆρεν τον τζιαὶ τζεῖνον βάλλει ἄλλον, τζιαὶ τζεῖνον τὰ ἴδια. Στὴν ὑστερκᾶν (στὸ τέλος) σύρνει τους μὲ τὸ Ἰσάτζιν ἐπήαν οὔλλοι, τζ’ ὁ ποταμὸς ἐν ἰσταμάτα. Ἐστέκουνταν τζ’ ἐδκιαλοΐζονταν ἴντα λοὴς νὰ ρέξουν. Ὁ ἄης Ἄρα κλείτης τότε ἐποταύρισεν τὸ δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ’ ἐσταύρωσεν τὸμ ποταμὸν ἴσια ἐσταμάτησεν, τζ’ ἐρέξασιν.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν νερῶν τοῦ Πιδιᾶ πρέπει νὰ ἔγινε φυσικὰ προτοῦ νὰ πιστεύσει στὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ σταματήσει τὸ ρεῦμα τῶν νερῶν ἀπέτυχε, ἂν καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔριξε ὅλα τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ πατέρας του νὰ πωλήσει.
Στὴ νεανικὴ ἡλικία βρίσκουμε τὸν Θεωνὰ νὰ εἶναὶ συνδεδεμένος στενὰ μὲ τὸν Μνάσωνα, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο του Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλεῖ «ἀρχαῖον μαθητήν». Μὲ τὸν Μνάσωνα μάλιστα εἶχαν ἀναλάβει καὶ ἕνα ταξίδι στὴ Ρώμη γιὰ νὰ λύσουν κάποιες διαφορὲς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωρίου Πέρα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους θεοὺς τους ἦτο μεγαλύτερος.
Ἐκεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ δυὸ φίλοι γνωρίστηκαν μὲ μερικοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ποὶοι ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν γνωρίζουμε.
Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου εἶναι, πὼς οἱ δυὸ Κύπριοι ταξιδιῶτες εἶχαν ἔρθει σὲ ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μ’ αὐτούς. Στὶς συναντήσεις ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἀπόστολοι μίλησαν στοὺς δύο φίλους γιὰ τὴν καινούργια πίστη. Ἡ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ψυχή τους δὲν χόρταινε ν’ ἀκούει τὸν λόγο γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο.
Αὐτὴ ἡ δίψα τοὺς ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψουν πολὺ γρήγορα τὴν μεγάλη πόλη Ρώμη, καὶ ἀντὶ νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους, τὴν Κύπρο, νὰ τραβήξουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν κορυφαῖο ἀπ’ τοὺς ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, ἔτσι τοὺς τὸν εἶπαν, καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν πόθο τους καὶ ἀντάμειψε τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους. Στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικὰ τοὺς δύο ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄκουσαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τούτους μαθητὲς καὶ αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ ἔμαθαν «καταλεπτῶς» τὸ περιστατικὸ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θείου Βρέφους, τὸ μεγάλωμα καὶ τὴν Βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Πληροφορήθηκαν ἀκόμη σχετικά τινα γιὰ τὸ ἔργο του, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ Θαύματά του, καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἑκούσια Σταύρωση, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καὶ ὑστέρα ἀπὸ σαράντα μέρες Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς. Ἐπίσης ἀπ’ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἔμαθαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ ξανάρθει κάποτε, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Νὰ τιμωρήσει τοὺς κακοὺς καὶ νὰ βραβεύσει τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους.
Ὅλα αὐτὰ οἱ δύο προσήλυτοι τὰ παρακολούθησαν μὲ πολλὴ λαχτάρα. Καὶ ἀφοῦ δέχτηκαν στὸ τέλος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συναντήσουν ἐδῶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο καὶ τὸν ὀπαδὸ τους τὸν Ἠρακλείδιο, ποὺ εἶχαν ἤδη κατηχήσει καὶ βαπτίσει. Οἱ δύο νεοφώτιστοι χριστιανοὶ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι γιὰ τὴν εὐλογημένη συνάντηση μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο ἀντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ παρέμειναν κοντά τους.
Λίγες μέρες μετὰ τὴ συνάντηση οἱ ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Πάφο. Τότε, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου, ὁ μὲν Ἅγιος Μνάσων ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ὁ δὲ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποχωρίστηκε καὶ ἀπ’ τοὺς δύο, καὶ ἔζησε μία ἀσκητικὴ ζωή.
Γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ ἱερὸς ἀθλητὴς πάλεψε ἔχοντας σὰν κανόνα τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια, στήριγμα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ σκοπὸ του τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀγαπημένη του πατρίδα.
Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του. Ἔτρωγε πολὺ λίγο. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ ἀκόμα τὸ χρησιμοποιοῦσε κατὰ ἀραιὰ διαστήματα.
Ἤθελε τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο καὶ ἀπ’ αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε φωτίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀντιληφθεῖ, πὼς ἡ ἐγκράτεια στὴν τροφὴ εἶναι ἕνα γερὸ χαλινάρι γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς κατώτερες ὁρμές του.
Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἐγκράτεια καταντᾷ κάποιες στιγμὲς νὰ εἶναι σὰν ἄλογο ποὺ δὲν ἔχει χαλινό. Ἡ ἐγκράτεια τῶν τροφῶν ἐξασθενεῖ καὶ τὰ διάφορα πάθη καθὼς καὶ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, ποὺ ἀκατάπαυστα βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὴ νεανικὴ ηλικία.
Γιὰ ἐνίσχυση τούτου τοῦ ἀγῶνα του χρησιμοποιοῦσε πλούσια τὸ στήριγμα κάθε εὐγενικῆς προσπάθειας, τὴν προσευχή. Ζωσμένος μὲ σίδερα στὴ μέση περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας μὲ τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.
Τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς του, ὁ Ἅγιος στήριζε στὴν ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ἃ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀκροατές του. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», πρόσθετε μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἔτσι ἡ ζωή του ἔγινε μία ἐπίμονη πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, πρὸς τὴν τελειότητα, πρὸς τὴν ἀγαθότητα. Ἀλλὰ καὶ τὸ καλύτερο, τὸ ζωντανότερο κήρυγμα γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἐπεσκέπτοντο ἢ ποὺ ἐπισκεπτόταν ο ίδιος.
Ἔτσι ἔζησε ὁ Ὅσιος. Μὲ σύνθημα τὴν ἀρετὴ καὶ βοήθεια τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πρόβαλλε πειστικὰ τὸ Ἱερὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσε, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀφήσει τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ὁ Ἅγιος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό του, κάλεσε κοντὰ του τὸν Ροδῶνα, ἕναν ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολικὴ ὁμάδα καὶ τρίτον κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπο τῆς ἀρχαίας Ταμασοῦ, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ συγγράψει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ τοῦ Μνάσωνος γιὰ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν.
Σ’ αὐτὸν παρέδωκε καὶ ὁ ἴδιος τὰ ἀπομνημονεύματα ποὺ εἶχε γράψει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης γιὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὕστερα φώναξε κοντὰ του μερικὰ ἀπ’ τὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ νουθέτησε, τὰ στήριξε μὲ τὴν τελευταία διδασκαλία του καὶ γαλήνιος παρέδωκε τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη.
Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς ἀδελφούς, μὲ πολλὴ λύπη κήδευσαν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ἴδιο τάφο, ποὺ εἶχαν θάψει πρωτύτερα καὶ τὸν πατέρα του Χρύσιππο.
Οἱ Ἅγιοι Γουρίας καὶ Βαρσανούφιος οἱ ἐν Κοζάνῃ (Ρώσοι)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Edwin (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.gr
Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ἦταν πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ἀφοῦ δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, χειροτονήθηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν τὸ 152 μ.Χ.
Μαθητὴς τοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος στὰ συγγράμματά του πλέκει ἐγκώμια γιὰ τὸν δάσκαλό του.
Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ βαθιὰ γεράματα, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ποιμαντικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα.
Ἡ τίμια κάρα του φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο μοναστῆρι στὰ Μέγαρα Ἀττικῆς. Ἐπίσης λείψανά του σῴζονται στὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἱ. Μ. Ἄγ. Παύλου) καθὼς καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἄγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου ἡλίευσαι, ταῖς θεηγόροις πλοκαῖς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῷ, σοφὲ Ἱερόθεε· σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοῦς ὑποφήτης· δι’ ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε
Ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄρρητα,
Ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος.
Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ Ἱερόθεε
Ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερογνωσίᾳ καταλαμφθείς, ἱερολογίας, μυστοδότης θεαρχικῆς, ὤφθης τοῖς ἐν κόσμῳ, ὡς Ἀποστόλων σύμπνους· διό σε Ἱερόθεε μεγαλύνομεν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Καπιτωλίων
Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τῶν Καπιτωλίων (ἀρχαία πόλη τῆς ἀνατολικῆς Ἰορδανίας, στὸ δρόμο γιὰ τὴ Δαμασκό), μεγάλος σοφὸς καὶ πολὺ συνετός.
Ὑπῆρξε παντρεμένος μὲ τρία παιδιὰ καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός. Τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Μητρόπολης Βόστρων (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὴ Χωρᾶν, 80 χλμ. ἀνατολικά της λίμνης Γενησαρὲτ καὶ 90 χλμ νότια της Δαμασκοῦ).
Καταγγέλλεται στὸν ἐθνάρχη τῶν Ἀγαρηνῶν, ὅτι εἶναι διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὁ Πέτρος καὶ μπροστὰ στὸν Ἀγαρηνὸ ἐθνάρχη ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του, γι’ αὐτὸ τοῦ κόβουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Κατόπιν τοῦ βγάζουν τὰ μάτια, τὸν σταυρώνουν καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Τὸ δὲ μαρτυρικό του σῶμα, ἀφοῦ τὸ ἔκαψαν στὴ φωτιά, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι.
Ἡ Ἁγία Δομνίνη ἡ Μάρτυς καὶ οἱ θυγατέρες αὐτῆς Βερνίκη καὶ Προσδόκη
Γιὰ τὶς μάρτυρες αὐτὲς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει καταγράψει τὸ βίο τους.
Ἡ ἄξια Δομνίνα ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀσπάστηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη μαζὶ μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της, τὴν Βερνίκη καὶ τὴν Προσδόκη.
Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἡ μητέρα καὶ οἱ δυὸ κόρες της ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν σταθερὲς στὴν πίστη τους. Ὅμως ὁ σύζυγος τῆς Δομνίνης ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὴν σκληρότητα τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσε νὰ τὶς πείσει νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Ἁγίες ἀποφάσισαν νὰ φύγουν. Κατέφυγαν στὴν Ἔδεσσα τῆς βόρειας Μεσοποταμίας. Ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης σύζυγος ἔμαθε τὸν τόπο ποὺ κρυβόντουσαν καὶ πῆγε μαζὶ μὲ στρατιῶτες νὰ τὶς συλλάβουν. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἔκαναν στάση γιατί ἔπεσε ἡ νύκτα καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες κοιμήθηκαν ὁ δὲ πατέρας φύλαγε τὴν γυναῖκά του καὶ τὶς κόρες του.
Ὅμως σκεφτόμενος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ στρατιῶτες θὰ ἀτίμαζαν τὶς θυγατέρες του καὶ τὴν γυναῖκα του, τοὺς ἔθεσε τὸν ὄρο ὅτι γιὰ νὰ τὶς ἀφήσει ἐλεύθερες θὰ ἔπρεπε νὰ πέσουν στὸν ποταμὸ καὶ νὰ πνιγοῦν. Οἱ ἁγίες τὸ δέχτηκαν καὶ κάνοντας τὴν προσευχή τους καὶ ζητώντας συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο βάδισαν μὲ βῆμα σταθερὸ στὸν ποταμὸ καὶ ἔθεσαν τέρμα στὴν ζωή τους.
Ὁ Ἅγιος Αὔδακτος (ἢ Ἄδαυκτος) ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα του Καλλισθένη
Ὁ Αὔδακτος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο ἔπαρχος, διότι ἦταν πολὺ συνετὸς καὶ πλούσιος. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Μαξιμίνος ζήτησε τὴν κόρη του Καλλισθένη γιὰ γυναῖκά του, ὁ Αὔδακτος δὲν θέλησε νὰ τὴ δώσει σ’ ἕναν εἰδωλολάτρη. Γι' αὐτὸ ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴ Μελιτινή, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἡ δὲ κόρη τοῦ Καλλισθένη, ἀφοῦ κουρεύτηκε καὶ φόρεσε ἀνδρικὰ ροῦχα, κρυβόταν κάπου στὴ Νικομήδεια. Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια πῆγε στὴν Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἔμενε κοντὰ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ εἶχε κόρη μὲ ἄρρωστους τοὺς ὀφθαλμούς. Ἡ Καλλισθένη τὴν θεράπευσε καὶ οἱ γονεῖς ζητοῦσαν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ τὴ θεραπευμένη κόρη τους. Τότε ἡ Καλλισθένη φανέρωσε τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὴν καὶ ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸν Θεό, ἔφυγε.
Τότε γνωρίστηκε μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντια καὶ κατάφερε ὄχι μόνο νὰ πάρει πίσω τὴν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει τὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου πατέρα της ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του καὶ ἐναπόθεσε τὸ ἅγιο λείψανό του.
Ἔτσι Ἀποστολικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς της ἡ Καλλισθένη, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος
Αἰγύπτιος φτωχὸς καὶ ὀρφανός, τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος του, τὸν ἐξανάγκασε νὰ παντρευτεῖ. Γιὰ 18 χρόνια ἔζησε μὲ τὴ σύζυγό του μὲ παρθενία καὶ στέρηση.
Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου τρεφόταν μὲ χόρτα. Στὴν ἔρημο γνώρισε καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη γιὰ τὴν αὐστηρή του ἄσκηση, τὴν ὁποία πολλοὶ μιμήθηκαν.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Γάϊος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων (ἢ Χαρήμων) οἱ Διάκονοι
Ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 3 Ὀκτωβρίου).
Εἰδικὰ ὁ Εὐσέβιος μὲ τὸν Χαιρήμονα, ἔθαβαν τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Τελικὰ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ μὲ θάρρος ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἀποκεφαλίστηκαν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸ «μυρωμένο νησί». Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ μοναστῆρι του.
Μὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ὑπέροχη ἡ σύντομη ζωή του. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει.
Ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δοξασμένος αὐτοκράτορας Νικηφόρος Β’ ὁ Φωκᾶς (963 – 969) εἶχε ἀπαλλάξει τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ζυγὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν εἶχε κάμει ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στὴν εὔανδρη Λαμπαδιστό, στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος καὶ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μιτσερό, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν καὶ τὰ ἐρείπια του.
Ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν οἰκογένειά του ὑπῆρξε δῶρο τῆς γεροντικῆς των ἡλικίας.
Οἱ γονεῖς του Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι.
Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους.
Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς καὶ ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴν μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλομάθειά του.
Ἡ παιδικὴ καὶ ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ Λαμπαδιστῆ ἦταν μία ζωὴ ἀληθινὰ πρότυπη. Ὁ Ἰωάννης νέος, ὡραῖος, ψηλός, μὲ μάτια γαλανὰ σὰν τὸν οὐρανὸ δὲν μάθαινε μόνο τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ζοῦσε.
Ἡ ζωὴ του συγκρατημένη καὶ αὐτοκυριαρχούμενη εἶχε σὰν ὁδηγὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο λὲς κι ἀγαποῦσε νὰ μένει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἁγνὴ ψυχή του. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δόξασε ἀπὸ τούτη τὴν ἡλικία.
Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου — ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται καὶ ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε –, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβὴ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μιὰ αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα.
Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴν θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε καὶ ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, σὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους καὶ εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν’ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό.
Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ καὶ ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ του μιὰ σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ του κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχὴς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴν στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. γ’ 37 – 38).
Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου.
Μὰ καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ καὶ ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτήν.
Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.
Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πρᾶγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μιὰ σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.
Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ’ τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.
Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του, σκοτείνιασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.
Ὁ Ἰωάννης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀληθινὰ χριστιανικὴ δέχθηκε τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει ὁ θεοφώτιστος νέος πὼς «χριστιανὸς χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς, εἶναι φανάρι χωρὶς φῶς, κορμὶ χωρὶς ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου δὲν καθαρίζεται, ἂν δὲν πονέσει κι ἂν δὲν κλάψει. Σὲ καρδιὰ ποὺ δὲν πόνεσε, δὲν μπαίνει ὁ Χριστός». Τὰ γνωρίζει αὐτὰ καὶ ὑπομένει. Καὶ προσεύχεται. Κι εἰρηνικὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό.
Πέρασαν ἀκόμη μερικὲς μέρες. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε καὶ πάλι ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ’ αὐτὴν ἔφτιαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:
Μιὰ μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτρεξε πάνω – κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος.
Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὁποῖο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε.
Ὁ βράχος ἄνοιξε καὶ ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα καὶ εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴν Χάρη του.
Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Καὶ εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσόπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό.
Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τους – τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα – ποὺ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι’ αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ζητοῦν τὴν χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.
Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μιὰ μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμί του μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ.
Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρός του βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὁποῖο περνοῦσε.
Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τέλειωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ’ αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή.
Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος του κλονίστηκε. Ἡ πίστη του ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικὰ του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε:
— Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κάνε
μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴν γιορτή σου, ὅσο ζῶ.
Τὴν προσευχὴ του – κραυγὴ – ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ καὶ οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του.
— Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ Θεός.
Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι του τὴν πληγὴ πρόσθεσε:
- Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται.
Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἔνοιωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.
Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴν δόξα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.
Καρπὸς πίστεως καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος γιὰ τοὺς γονεῖς του. Γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε σ’ ἕνα περιβάλλον ἀληθινῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας.
Μὰ καὶ διακρίθηκε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀρετή. Ἡ οἰκογένεια ἔγινε γι’ αὐτὸν ἐργαστήριο ἁγιότητος. Στὴν οἰκογένειά μας ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε. Στ’ ἀλήθεια! Μεγάλο δίκαιο εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης νὰ γράφει: «Ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις. Ἐνταύθα τὸ τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον». Εὐτυχισμένοι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται καὶ φροντίζουν νὰ γίνει ἡ οἰκογένειά τους «τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς· ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Ταμασοῦ
Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐκείνη ἱεραποστολικὴ ὁμάδα, – οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων – ποὺ μὲ κατοικία καὶ ὁρμητήριό τους μιὰ σπηλιὰ στὴν πολυάνθρωπη Ταμασό, ἀνέλαβαν πρῶτοι νὰ διαλύσουν τὰ βαθιὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλομανίας, καὶ στὴν θέση τους νὰ ὑψώσουν τὸ σωστικὸ φῶς τοῦ Χρίστου, τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς.
Μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέροχου σκοποῦ τους, οἱ τολμηροὶ αὐτοὶ χαλαστάδες τοῦ κακοῦ καὶ χτίστες τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ καλοῦ, εἶχαν μονάχα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον».
Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο δούλεψαν σκληρὰ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.
Δούλεψαν γιὰ τὸ πνευματικὸ ξεσκλάβωμα τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ τὴ δημιουργία στὴν πατρίδα τους ἑνὸς καλύτερου κόσμου.
Κόσμου στὸν ὁποῖο ἀντὶ τοῦ μίσους θὰ βασίλευε ἡ ἀγάπη, ἀντὶ τῆς ἀπελπισίας ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ τῆς ἀνομίας καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή.
Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ξεριζωτὲς τῆς ἀπιστίας καὶ φυτευτές τοῦ δένδρου τῆς πίστεως στὸ προνομιοῦχο νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς.
Πατρίδα εἶχε τὴν μεγάλη πολιτεία τῆς Ταμασοῦ, ποὺ ἡ φήμη της τότε ἁπλωνόταν καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτὴ γωνιὰ ἐξ αἴτιας τοῦ περίφημου χαλκοῦ της καὶ τῶν πλουσίων σὲ τοῦτο τὸ πολύτιμο εὔρημα μεταλλείων της.
Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του μάλιστα εἶχε ὡς ἔργο τὴν ἀγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε ἀγάλματα θεῶν, τὰ ὁποία, ὅταν μεγάλωσε ὁ γιὸς του Θεωνᾶς – αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνομά του πρὶν νὰ βαπτισθεῖ – τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ πωλοῦσε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν ἀποζοῦσαν.
Μιὰ ἐπιτόπια παράδοση μᾶς ἀναφέρει, πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Θεωνᾶς πήγαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ πωλήσει τὰ ἀγαλματάκια τοῦ πατέρα του, ποὺ τὰ εἶχε μέσα στὸ «ἰσάτζιν» του (σακίδιο), συνοδευόταν ἀπὸ τὸν φίλο του Μνάσωνα καὶ τὸν δάσκαλο καὶ τῶν δύο, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχὲς καὶ ὁ ποταμὸς Πεδιαῖος (Πιδκιᾶς), ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, καὶ χωρίζει σήμερα τὸ Πολιτικὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ Πέρα, τότε δὲ τὴν Ταμασὸ ἀπὸ τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Πιδιᾶ τμῆμά της – γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ Πέρα — εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ εἶχε γίνει ἀδιάβατος.
Στὸ θέαμα τοῦ «πολυκύμαντου» νεροῦ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος κάλεσε τὸν Θεωνὰ νὰ ρίξει μέσα στὸν ποταμὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν ποὺ κρατοῦσε, ἴσως καὶ σταματήσουν τὰ νερὰ νὰ τρέχουν, καὶ ἔτσι μπορέσουν νὰ διαβοῦν στὴν ἄλλη μεριά:
Βάλε κανένα θεὸ μέσα νὰ ρέξομεν.
Ἔβαλεν ἕναν, ἐπῆρέν τον ὁ ποταμός· ἔβαλεν ἄλλον, ἐπῆρεν τον τζιαὶ τζεῖνον βάλλει ἄλλον, τζιαὶ τζεῖνον τὰ ἴδια. Στὴν ὑστερκᾶν (στὸ τέλος) σύρνει τους μὲ τὸ Ἰσάτζιν ἐπήαν οὔλλοι, τζ’ ὁ ποταμὸς ἐν ἰσταμάτα. Ἐστέκουνταν τζ’ ἐδκιαλοΐζονταν ἴντα λοὴς νὰ ρέξουν. Ὁ ἄης Ἄρα κλείτης τότε ἐποταύρισεν τὸ δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ’ ἐσταύρωσεν τὸμ ποταμὸν ἴσια ἐσταμάτησεν, τζ’ ἐρέξασιν.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν νερῶν τοῦ Πιδιᾶ πρέπει νὰ ἔγινε φυσικὰ προτοῦ νὰ πιστεύσει στὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ σταματήσει τὸ ρεῦμα τῶν νερῶν ἀπέτυχε, ἂν καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔριξε ὅλα τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ πατέρας του νὰ πωλήσει.
Στὴ νεανικὴ ἡλικία βρίσκουμε τὸν Θεωνὰ νὰ εἶναὶ συνδεδεμένος στενὰ μὲ τὸν Μνάσωνα, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο του Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλεῖ «ἀρχαῖον μαθητήν». Μὲ τὸν Μνάσωνα μάλιστα εἶχαν ἀναλάβει καὶ ἕνα ταξίδι στὴ Ρώμη γιὰ νὰ λύσουν κάποιες διαφορὲς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωρίου Πέρα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους θεοὺς τους ἦτο μεγαλύτερος.
Ἐκεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ δυὸ φίλοι γνωρίστηκαν μὲ μερικοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ποὶοι ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν γνωρίζουμε.
Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου εἶναι, πὼς οἱ δυὸ Κύπριοι ταξιδιῶτες εἶχαν ἔρθει σὲ ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μ’ αὐτούς. Στὶς συναντήσεις ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἀπόστολοι μίλησαν στοὺς δύο φίλους γιὰ τὴν καινούργια πίστη. Ἡ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ψυχή τους δὲν χόρταινε ν’ ἀκούει τὸν λόγο γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο.
Αὐτὴ ἡ δίψα τοὺς ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψουν πολὺ γρήγορα τὴν μεγάλη πόλη Ρώμη, καὶ ἀντὶ νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους, τὴν Κύπρο, νὰ τραβήξουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν κορυφαῖο ἀπ’ τοὺς ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, ἔτσι τοὺς τὸν εἶπαν, καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν πόθο τους καὶ ἀντάμειψε τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους. Στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικὰ τοὺς δύο ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄκουσαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τούτους μαθητὲς καὶ αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ ἔμαθαν «καταλεπτῶς» τὸ περιστατικὸ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θείου Βρέφους, τὸ μεγάλωμα καὶ τὴν Βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Πληροφορήθηκαν ἀκόμη σχετικά τινα γιὰ τὸ ἔργο του, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ Θαύματά του, καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἑκούσια Σταύρωση, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καὶ ὑστέρα ἀπὸ σαράντα μέρες Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς. Ἐπίσης ἀπ’ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἔμαθαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ ξανάρθει κάποτε, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Νὰ τιμωρήσει τοὺς κακοὺς καὶ νὰ βραβεύσει τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους.
Ὅλα αὐτὰ οἱ δύο προσήλυτοι τὰ παρακολούθησαν μὲ πολλὴ λαχτάρα. Καὶ ἀφοῦ δέχτηκαν στὸ τέλος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συναντήσουν ἐδῶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο καὶ τὸν ὀπαδὸ τους τὸν Ἠρακλείδιο, ποὺ εἶχαν ἤδη κατηχήσει καὶ βαπτίσει. Οἱ δύο νεοφώτιστοι χριστιανοὶ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι γιὰ τὴν εὐλογημένη συνάντηση μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο ἀντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ παρέμειναν κοντά τους.
Λίγες μέρες μετὰ τὴ συνάντηση οἱ ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Πάφο. Τότε, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου, ὁ μὲν Ἅγιος Μνάσων ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ὁ δὲ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποχωρίστηκε καὶ ἀπ’ τοὺς δύο, καὶ ἔζησε μία ἀσκητικὴ ζωή.
Γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ ἱερὸς ἀθλητὴς πάλεψε ἔχοντας σὰν κανόνα τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια, στήριγμα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ σκοπὸ του τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀγαπημένη του πατρίδα.
Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του. Ἔτρωγε πολὺ λίγο. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ ἀκόμα τὸ χρησιμοποιοῦσε κατὰ ἀραιὰ διαστήματα.
Ἤθελε τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο καὶ ἀπ’ αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε φωτίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀντιληφθεῖ, πὼς ἡ ἐγκράτεια στὴν τροφὴ εἶναι ἕνα γερὸ χαλινάρι γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς κατώτερες ὁρμές του.
Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἐγκράτεια καταντᾷ κάποιες στιγμὲς νὰ εἶναι σὰν ἄλογο ποὺ δὲν ἔχει χαλινό. Ἡ ἐγκράτεια τῶν τροφῶν ἐξασθενεῖ καὶ τὰ διάφορα πάθη καθὼς καὶ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, ποὺ ἀκατάπαυστα βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὴ νεανικὴ ηλικία.
Γιὰ ἐνίσχυση τούτου τοῦ ἀγῶνα του χρησιμοποιοῦσε πλούσια τὸ στήριγμα κάθε εὐγενικῆς προσπάθειας, τὴν προσευχή. Ζωσμένος μὲ σίδερα στὴ μέση περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας μὲ τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.
Τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς του, ὁ Ἅγιος στήριζε στὴν ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ἃ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀκροατές του. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», πρόσθετε μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἔτσι ἡ ζωή του ἔγινε μία ἐπίμονη πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, πρὸς τὴν τελειότητα, πρὸς τὴν ἀγαθότητα. Ἀλλὰ καὶ τὸ καλύτερο, τὸ ζωντανότερο κήρυγμα γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἐπεσκέπτοντο ἢ ποὺ ἐπισκεπτόταν ο ίδιος.
Ἔτσι ἔζησε ὁ Ὅσιος. Μὲ σύνθημα τὴν ἀρετὴ καὶ βοήθεια τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πρόβαλλε πειστικὰ τὸ Ἱερὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσε, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀφήσει τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ὁ Ἅγιος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό του, κάλεσε κοντὰ του τὸν Ροδῶνα, ἕναν ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολικὴ ὁμάδα καὶ τρίτον κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπο τῆς ἀρχαίας Ταμασοῦ, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ συγγράψει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ τοῦ Μνάσωνος γιὰ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν.
Σ’ αὐτὸν παρέδωκε καὶ ὁ ἴδιος τὰ ἀπομνημονεύματα ποὺ εἶχε γράψει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης γιὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὕστερα φώναξε κοντὰ του μερικὰ ἀπ’ τὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ νουθέτησε, τὰ στήριξε μὲ τὴν τελευταία διδασκαλία του καὶ γαλήνιος παρέδωκε τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη.
Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς ἀδελφούς, μὲ πολλὴ λύπη κήδευσαν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ἴδιο τάφο, ποὺ εἶχαν θάψει πρωτύτερα καὶ τὸν πατέρα του Χρύσιππο.
Οἱ Ἅγιοι Γουρίας καὶ Βαρσανούφιος οἱ ἐν Κοζάνῃ (Ρώσοι)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Edwin (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου