Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Δυσκολίες. Μέρος Α'. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος.

 Δυσκολίες
 Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
                           
Στά χρόνια ἐκεῖνα ἕνας ἀνώτερος κρατικὸς ὑπάλληλος, ὁ νομάρχης, διοικοῦσε κάθε νομό τῆς ἀπέραντης ρωσικῆς ἐπικρατείας. Ἦταν σχεδόν πάντα κάποιος γλοιώδης κόλακας τῶν ἀξιωματούχων τοῦ παραλυμένου τσαρικοῦ κράτους.  Καί δυστυχῶς γιά τήν ταλαίπωρη Καμτσάτκα, στίς μακρινές καί ἀπομονωμένες ἐπαρχίες ξέπεφταν οἱ χειρότεροι ἀπ’ αὐτούς: ἀνίκανοι, μικρόνοες, τεμπέληδες, ἀγροῖκοι, μέθυσοι, δωρολῆπτες, ἐργάτες τῆς ἀδικίας καί τῆς αὐθαιρεσίας.
Μετά ἀπό πολλές ἄκαρπες καί ἀπογοητευτικές προσπάθειες γιά συνεργασία μαζί τους, μέ σκοπό τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῶν κατοίκων, τό πῆρα ἀπόφαση πώς ἦταν μάταιο νά ὑπολογίζω στήν κατανόησή τους. Νωχελικά καί ἀδιάφορα μοῦ γύριζαν πάντα τίς πλάτες, δηλώνοντας κακότροπα καί κυνικά:
-Τί τά θέλεις; Κάθε γωνιά τῆς Ρωσίας σήμερα εἶναι καί μιά Καμτσάτκα. Μέ τεράστια καί ἄλυτα προβλήματα. Ἐμεῖς θά σώσουμε τήν κατάσταση; Ἤ μήπως ἐσύ; Τί σ’ ἔπιασε καί σκαλίζεις τό βοῦρκο; Δέν ἔχεις τίποτα ἄλλο νά κάνεις; Ἐμᾶς πάντως μή μᾶς ἀνακατεύεις.

Ἄκουγα μέ πόνο ψυχῆς τά λόγια τους. Ὅμως, ὄχι μόνο δέν μέ πτοοῦσαν, ἀλλά γιγάντωναν μέσα μου τή διάθεση καί τήν ὁρμή γιά δουλειά.
-Πάρτε το, εἴδηση, τούς ἔλεγα ἀποφασιστικά, καμιά ἀντίδραση καί καμιά δυσκολία δέν πρόκειται νά μέ σταματήσει ἀπό τόν ἀγώνα τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς ἀνακουφίσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ζητάω βοήθεια, δέν τή ζητάω γιά τόν ἑαυτό μου, μά γιά τόν ταλαίπωρο λαό μας. Ἀλλά, ἄς εἶναι!  Θά παλέψω μόνος μου.
Ἔχει ὁ Θεός!  Εὔχομαι μόνο ἔγκαιρα νά σᾶς φωτίσει ὁ Κύριος καί νά καταλάβατε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ βαθιά κοιμώμενοι μανδαρίνοι, σέ τί γκρεμό ὁδηγεῖται τὴν πατρίδα μας.
Πρέπει νά σημειώσω, ὅτι στά χρόνια ἐκεῖνα τῆς σκληρῆς τσαρικῆς ἀπολυταρχίας, πού εἶχε ἀρχίσει ν’ ἀντιμετωπίζει τή δίκαιη ἀντίδραση τοῦ φτωχοῦ καί δυστυχισμένου λαοῦ, οἱ κρατικές ἀρχές ἀντιμετώπιζαν μέ καχυποψία κάθε προσπάθεια πού ἀπέβλεπε στή βελτίωση τῶν συνθηκῶν ζωῆς τόσο τῶν ρώσων χωρικῶν, ὅσο καί τῶν περιφερειακῶν ἐθνοτήτων.
Τά γεγονότα13 τοῦ 1905 ἔγιναν ἀφορμή γιά σκλήρυνση τῆς στάσεως τοῦ τσαρικοῦ κράτους ἀπέναντι στίς λαϊκές μάζες. Ἔπρεπε λοιπόν νά στηριχθῶ μόνο στοῦ Θεοῦ τή βοήθεια καί ν’ ἀφιερώσω ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μου, ὅλες μου τίς δυνάμεις, στή διακονία τοῦ ποιμνίου μου. 
Μέ δύο στόχους: Πρῶτα τόν εὐαγγελισμό του, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Κι ἔπειτα τή λύτρωσή του ἀπό τά δεινά πού τό μάστιζαν, τή δυστυχία καί τό φόβο. Ἡ δυστυχία καί ὁ φόβος ἦταν οἱ δύο ἄξονες τῆς ζωῆς τῶν ψυχῶν, πού μοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός.
Δυστυχία, ἐξαιτίας τῆς φτώχειας, τῶν ἀσθενειῶν, τοῦ σκληροῦ κλίματος, τῆς ἀπάνθρωπης ἐκμεταλλεύσεως ἀπό τούς ἄπληστους καί ἁρπακτικούς ἐμπόρους τῶν  γουναρικῶν. Καί φόβος, ἐξαιτίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τοῦ θανάτου, τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, τῶν ἀδίστακτων κρατικῶν ὑπαλλήλων.
Θά σημειώσω δύο χαρακτηριστικά περιστατικά, πού ἀποκαλύπτουν τίς σχέσεις τῶν ἰθαγενῶν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας.
Κάποιο Μάρτιο, ἐνῶ ἐπέστρεφα στό κατάλυμά μου, στόν ὅρμο Κόρφ, μετά ἀπό ἱεραποστολική περιοδεία στά χωριά, ἀρρώστησα βαριά. Ὁ πυρετός ἀνέβηκε στούς 39,5 βαθμούς καί ἰσχυροί σπασμοί κλόνιζαν τό σῶμα μου. Ἤμουν ξαπλωμένος πάνω σ’ ἕνα ἕλκηθρο. Κάθε φορά πού ταρακουνιόταν, βογγοῦσα ἀπό τούς ἀφόρητους πόνους. Οἱ ἀγωγιάτες, τρεῖς ἁπλοϊκοί εἰδωλολάτρες ἐβένοι, τρόμαξαν. Νόμισαν ὅτι πεθαίνω πρίν φτάσουμε σπίτι, πού ἀπεῖχε ἀκόμα τριακόσια βέρστια.
Μόλις πλησιάσαμε στό λόφο Ἀπαπέλ, σταμάτησαν.  Κατέβηκαν ἀπό τά ἕλκηθρα, πῆγαν στόν ὑπαίθριο βωμό καί, ἀφήνοντάς με στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νά προσεύχονται στό σκοτεινό πνεῦμα. Ἄναψαν μάλιστα φωτιά καί πρόσφεραν «ὁλοκαύτωμα» κρέας ταράνδου.
Μετά ἀπό τή θυσία, πλησίασαν στό ἕλκυθρό μου μέ πρόσωπα ἀλλοιωμένα ἀπό τόν τρόμο. Μέ κοίταξαν ἑρευνητικά καί κούνησαν τά κεφάλια τους, ἀλλάζοντας χαρακτηριστικά βλέματα.
Ἔπειτα ὁ γέρος ἀπό τούς τρεῖς μοῦ εἶπε ἱεκετευτικά:
-Γιανοκλόκ μάϊνγκου πόπε (ἄρρωστε φίλε παπούλη), σέ παρακαλοῦμε πολύ, πρίν πεθάνεις νά γράψεις μέ τό χέρι σου σ’ ἕνα χαρτί ὅτι πέθανες μόνος, ἀλλιῶς θά βροῦμε τόν μπελά μας. Ὅταν φτάσουμε στό σπίτι, δέν θά ζεῖς πιά. Καί ὁ διοικητής θά νομίζει ὅτι σέ.... πεθάναμε ἐμεῖς! 
Παρ’ ὅλο μου τό χάλι, γέλασα στό ἄκουσμα τῶν λόγων του. Ἄρχισαν ὅμως κι οἱ τρεῖς, μέ κλάματα τώρα, νά μέ παρακαλοῦν, νά τούς δώσω γραπτή βεβαίωση ὅτι ....πέθανα μόνος μου!  Μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα νά τούς πείσω ὅτι δέν ἦταν παρά ἕνα βαρύ κρυολόγημα, πού θά περνοῦσε, ἄν μέ πήγαιναν χωρίς καθυστέρηση στό σπίτι. Τούς ζήτησα μόνο νά μήν κάνουν συχνές στάσεις γιά τσάι. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ ἀγωνία πάντως ἦταν φανερή στά πρόσωπά τους μέχρι τήν ἄφιξή μας στό σπίτι, ὅπου, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ συνῆλθα μετά ἀπό μερικές ἡμέρες.

Κάποια ἄλλη φορά παραβρέθηκα σέ μιά δίκη στή Γιζίγ. Ἡ δίκη γινόταν μέσα στό γραφεῖο τοῦ τοπικοῦ ρώσου διοικητῆ.  Δικαστής ἦταν ὁ ἴδιος.  Κατηγορούμενη, γιά ἐξύβριση καί χειροδικία, ἡ γυναίκα τοῦ ὑποδιοικητῆ.  Μηνύτρια καί παθούσα μιά φτωχή καμτσαντάλα, ὑπηρέτρια τῆς κατηγορουμένης.
Στή μικρή αἴθουσα ὑπῆρχε καί ἀκροατήριο, καμιά εἰκοσαριά, ἰθαγενεῖς πού κάθονταν στριμωγμένοι σέ μιάν ἄκρη.
Ἀθεράπευτα γραφειοκράτης ὁ διοικητής, θέλησε νά τηρήσει κατά γράμμα τό πρωτόκολλο. Ἐνῶ λοιπόν καθόταν ἀπό ὥρα στό γραφεῖο του, δέν ἄρχισε ἀμέσως τήν ἐκδίκαση τῆς ὑποθέσεως. Πρῶτα σηκώθηκε, βγῆκε ἔξω καί ξαναμπῆκε μέσα, τώρα ὅμως μέ ὕφος ἐπίσημο, αὐστηρό, δικαστικό. Βγῆκε διοικητής καί μπῆκε δικαστής!
Σηκωθήκαμε ὅλοι ὄρθιοι.
-Ἀρχίζει ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστρηρίου!  Καθῆστε! φώναξε δυνατά.
Ἐννοοῦσε ὅτι θ’ ἄρχιζε ἡ συνεδρίαση τοῦ ἰδίου... μέ τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἦταν τό μόνο μέλος τοῦ δικαστηρίου.
Ὁ διοικητής ζήτησε ἀπό τή μηνύτρια καμτσαντάλα νά τοῦ ἐξηγήσει μέ συντομία τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία μήνυσε τήν γυναίκα τοῦ ὑποδιοικητῆ.
Ἡ γυναικούλα ξέσπασε σά χείμαρρος, φωνάζοντας, κλαίγοντας, χειρονομώντας καί ζητώντας δικαιοσύνη.  Τήν εἶχε προσλάβει «ἡ κυρία διευθύντρια» (ἔτσι ἀποκαλοῦσε τήν κατηγορούμενη) γιά τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ: Γιὰ νά πλένει τά ροῦχα, νά καθαρίζει τά πατώματα, νά μαγειρεύει... Καί τά ἔκανε ὅλα μέ ξεχωριστή ἐπιμέλεια.
Ἡ «κυρία» ὅμως τή μεταχειριζόταν ἀπάνθρωπα, σά να’ταν ζῶο. Τήν ἔβριζε, τήν ἀπειλοῦσε, τήν τρομοκρατοῦσε, τήν ἔδερνε. Τῆς εἶχε κάνει μαρτυρική τή ζωή χωρίς λόγο. Ἡ καμτσαντάλα ἐπιβεβαίωσε τά λόγια της, ἐπικαλούμενη τή μαρτυρία καί ἄλλων ὁμοφύλων της, πού εἶχαν γίνει κατά καιρούς μάρτυρες τῶν παθημάτων της.
Ὁ δικαστής ρώτησε τήν «κυρία» ἄν ἦταν ἀλήθεια ὅσα ἔλεγε ἡ καμτσαντάλα.  Κι ἐκείνη ὄχι μόνο παραδέχθηκε πώς δέν ἦταν ψέματα, ἀλλά καί περιέλουσε μ’ ἕνα βαρύ ὑβρεολόγιο τή μηνύτριά της, χωρίς νά ντραπεῖ ἤ νά φοβηθεῖ τό δικαστήριο.  Καί γιατί νά φοβηθεῖ, ἀφοῦ εἶχε τίς πλάτες του ὑποδιοικητῆ συζύγου της. Καί ἡ καμτσαντάλα ὅμως, πού τήν ἔπνιγε τό δίκιο της, μόλις εἶδε τήν ἄλλη νά συμπεριφέρεται ἔτσι, ἄναψε.  Μόλις πού πρόλαβε ὁ δικαστής νά ἐπέμβει καί νά ἐμποδίσει τό διαπληκτισμό.  Καί γιά νά δώσει τέλος στήν ὅλη ἱστορία, βιάστηκε νά βγάλει ἀπόφαση.
Πρόσταξε νά σηκωθοῦμε.
-Ἡ κατηγορούμενη κρίνεται ἔνοχη γιά κακομεταχείριση, ἐξύβριση καί χειροδικία. Τιμωρεῖται μέ πρόστιμο τρία ρούβλια!
Δέν μποροῦσα νά πιστέψω στ’ αὐτιά μου. Αὐτός «ὁ κριτής τῆς ἀδικίας», ἐπέβαλε ἕνα ἀστεῖο πρόστιμο, μόνο καί μόνο γιατί ἔπρεπε νά ἐπιβληθεῖ κάποια ποινή. Ἡ ἴδια ἡ κατηγορούμενη εἶχε ὁμολογήσει.  Δέν μποροῦσε λοιπόν νά τήν ἀθωώσει, παρ’ ὅλο πού ἦταν φανερό πώς θά τό ἤθελε.
Ἡ καημένη ἡ καμτσαντάλα στεκόταν σάν κεραυνόπληκτη.  Κάτι πῆγε νά πεῖ, νά διαμαρτυρηθεῖ, ἀλλά τό ἀποφαστιστικό ὕφος τοῦ διοικητῆ δέν ἄφηνε περιθώρια γιά ἀμφισβήτηση τῆς ἀποφάσεώς του. Μέ πνιγμένη τήν ὀργή της πλησίασε γιά να πάρη τό ἀσήμαντο ποσό.
-Ἄ, ὄχι! τή σταμάστησε ὁ δικαστής. Αὐτά τά χρήματα δέν θά τά πάρεις ἐσύ. Πηγαίνουν ὑπέρ τοῦ δικαστηρίου!
Ἔ, τότε πιά ἡ ἀδικημένη γυναίκα ξέσπασε.
-Ὥστε ἔτσι, ἔ; Φώναξε κατακόκκινη ἀπό τό θυμό καί τήν ἀγανάκτηση. Τότε θά σου πληρώσω κι ἐγώ, δίκαιε δικαστή, τό ἴδιο ποσό, καί αὐτήν ἐδῶ θά τήν κάνω μαύρη στό ξύλο!
Καί ἦταν τόση ἡ ὀργή καί ἡ ταραχή της, πού θά τό ἔκανε, ἄν δέν τήν συγκρατοῦσαν οἱ ἄλλοι καμτσαντάλοι, ὑπολογίζοντας τίς συνέπειες μιᾶς τέτοις ἀντιδράσεώς της.
Μετὰ τούς τοπικούς ρώσους κρατικούς ὑπαλλήλους, τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στή διεξαγωγή τῆς ἱεραποστολικῆς διακονίας μου ἦταν οἱ μεγάλες ἀποστάσεις.  Τό χωριά τῶν ἰθαγενῶν –κοριάκων, τσούκτσων, τουγγούσων, κ.ἄ. -ἀπεῖχαν μεταξύ τους δεκάδες ἤ καί ἑκατοντάδες βέρστια.  Τίς ἀποστάσεις αὐτές τό χειμώνα μποροῦσα νά τίς διανύσω μόνο μέ ἕλκηθρα καί τό καλοκαίρι μέ ἄλογα καί κάρα.
Κι ἔπρεπε νά πληρώνω μεταφορικά ἕξι καπίκια ἀνά βέρστι, ὅταν ὁ μισθός μου ἦταν σαράντα ρούβλια τό μήνα (1 ρούβλι=100 καπίκια).  Πῶς τά’ βγαζα πέρα; Ὁ Θεός ξέρει....
Πρέπει νά σημειώσω, ὅτι γιά κάθε μετακίνησή μου χρειαζόμουν ἀπαραίτητα τέσσερα ὥς πέντε ἕλκηθρα ἤ κάρα: γιά ρουχισμό, τροφές ἀνθρώπων καί ζώων, φάρμακα κάθε εἴδους, ἱεραποστολικό ὑλικό.
Τά μεγάλα ἕλκηθρα σέρνονται ἀπό δώδεκα ὥς εἴκοσι σκυλιά συνήθως, ἤ ἀπό ταράνδους σπανιότερα. Εἶναι ἔτσι κατασκευασμένα, πού ὁ ἐπιβάτης μόνο ξαπλωμένος μπορεῖ νά ταξιδεύει, μέ τά χέρια κολλημένα στό σῶμα, ὅπως ὁ νεκρός στό φέρετρο!
Ὁ ὁδηγός (καγιούρ) κάθεται στά πόδια τοῦ ἐπιβάτη καί κατευθύνει τά σκυλιά μέ μακριά λουριά. Ἀλλοίμονο ὅμως, ἄν μυριστοῦν κάποιο ἄγριο ζῶο στό πέρασμά τους. Κανείς δέν μπορεῖ νά τά συγκρατήσει. Ἀρχίζουν νά τρέχουν σάν τρελά πρός τήν κατεύθυνση τοῦ ζώου, ἐνῶ μάταια ὁ ἀγωγιάτης ἀγωνίζεται νά τά φέρει στή σωστή πορεία.
Τό ἕλκηθρο συνήθως ἀναποδογυρίζει, ὁ ἀγωγιάτης κι ὁ ἐπιβάτης τινάζονται στό χιόνι καί τά σκυλιά χάνονται οὐρλιάζοντας στήν καταχνιά. Μετά ἀπό ὥρα πολλή καί ὁδοιπορία κοπιαστική μέσα στό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ, θά βρεθοῦν σταματημένα ἀρκετά μακριά, περιμένοντας τό ἀφεντικό τους σά νά μή συμβαίνει τίποτα....
Ἡ διαμόρφωση τοῦ ἐδάφους τῆς Καμτσάτκας εἶναι τόσο ἀνώμαλη, ὥστε μέ τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ, πού σκεπάζει τή χερσόνησο σχεδον ὅλο τό χρόνο, δημιουργοῦνται πολυάριθμες παγίδες θανάτου, ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνες στά νυκτερινά ταξίδια. 
Τά ἕλκηθρα μιά ἀνεβαίνουν σέ κορυφές, μιά κατεβαίνουν σέ χαράδρες, καί κάθε στιγμή κινδυνεύουν νά συντριβοῦν μέσα σέ ὕπουλες σχισμές, καμουφλαρισμένες ἀπό τό χιόνι. Καί ἀλλοίμονο στούς ταξιδιῶτες πού θά πέσουν σέ χιονοθύελλα. Ἄν εἶναι μέρα, ἔχουν λίγες, ἐλάχιστες ἐλπίδες νά γλυτώσουν. Ἄν εἶναι νύχτα δέν ἔχουν καμιά, ἐκτός κι ἄν γίνει θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά καί τό καλοκαίρι τά ταξίδια δέν εἶναι ἀκίνδυνα.  Τότε μπορεῖς νά ταξιδεύεις μόνο καβάλα στ’ ἄλογα, γιατί ἔχεις νά περάσεις στενά κι ἀπόκρημνα μονοπάτια, ἀναρίθμητα ποταμάκια ἤ χειμάρρους, μικρές λίμνες, ἐπικίνδυνους βάλτους.
Τό φθινόπωρο πάλι καί τήν ἄνοιξη οἱ δρόμοι εἶναι γεμάτοι παχειά λάσπη ἤ μαλακό χιόνι, καί τά σκυλιά δυσκολεύονται νά προχωρήσουν.  Τότε ἀναγκάζεσαι νά χρησιμοποιεῖς τά σκί καί νά πηγαίνεις μπροστά ἀπό τά ἕλκηθρα. 
Γιά μένα, πάντως, ἡ χειρότερη διαδρομή ἦταν ἐκείνη πού ἔκανα μέσ’ ἀπό τήν παγωμένη θάλασσα, ὅταν ἔπρεπε ἀναγκαστικά νά διασχίσω τόν κόλπο Πενζένσκ, στό βόρειο τμῆμα τῆς θάλασσα Ὀχότσκ.
Ἡ περιοχή αὐτή εἶναι γεμάτη γιγάντιους ὄγκους ἀπό πάγο σέ διάφορες μορφές καί σχήματα, πού συνθέτουν ἕνα ἀσυνήθιστο τοπίο ἀπό κάτασπρα ἀλλόκοτα βουνά, αἰχμηρά βράχια, ἀπότομες πλαγιές, φοβερές χαράδρες. Κι αὐτό τό τοπίο δέν εἶναι σταθερό.
Ἀπό τίς πλυμμήρες καί τίς παλίρροιες ἀλλάζει συνεχῶς μορφή. Κάθε φορά πού περνοῦσα ἀπό κεῖ -ὄχι μόνο μέρα, ἀλλά πολλές φορές καί νύχτα- νόμιζα πώς βρισκόμουν σέ διαφορετικό μέρος. Ἄφηνα τά σκυλιά νά μέ ὁδηγήσουν μέ τό ἔνστικτό τους. Ἄν δέν μέ προστάτευε ὁ Θεός, θά εἶχα βρεῖ φρικτό θάνατο σέ κάποια ἀπό κεῖνες τίς παγωμένες χαράδρες.
Μέ τέτοιες συνθῆκες γίνονται τά ταξίδια στή Καμτσάτκα.
Πῶς νά μή σκιρτᾶ λοιπόν ἀπό χαρά ἡ καρδιά τοῦ ταξιδιώτη, ὅταν, καταπονημένος ἀπό τόν κόπο, τήν πείνα, τό κρύο καί τό φόβο, ἀντικρύζει κατοικημένο μέρος; Πρῶτα διακρίνει κοκκινωπούς ἀπό τίς φλόγες καπνούς νὰ βγαίνουν μέσ’ ἀπό τίς τρῶγλες. 
Κι ἔπειτα διακρίνει μέ δυσκολία μέσα στήν καταχνιά κάποιες σκοῦρες φιγοῦρες -ἀνθρώπους, σκυλιά, ταράνδους- νά τριγυρνοῦν ἔξω ἀπό τίς τρῶγλες σάν ἀεικινητα μυρμήγκια γύρω στή φωλιά τους. Σ’ ὅποια τρώλγη κι ἄν μπεῖς, θά βρεῖς ἀγάπη καί θαλπωρή.
 Ἀφοῦ καί τά σκυλιά, μόλις δοῦν ἀπό μακριά τούς φωτεινούς καπνούς, γαυγίζουν χαρούμενα καί τρέχουν μέ περισσότερη ὁρμή, γιατί ξέρουν πώς ἐκεῖ θά φᾶνε καί θά ξαποστάσουν. Μετά ἀπό ἕνα κοπιαστικό κι ἐπικίνδυνο ταξίδι, οἱ ἄθλιες καί δύσοσμες τρῶγλες φαίνονται στόν παγωμένο καί πεινασμένο ταξιδιώτη σάν παλάτια.

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.131-137

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible