Δυσμενεῖς ἐξελίξεις κατὰ τὴν
προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου
ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΗ Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση,
Ὁμοτίμου
Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς
Α.Π.Θ
1.Ἡ οἰκουμενικότης τῆς Συνόδου
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1960 ἀναζωπυρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν σύγκληση καὶ προετοιμασία τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατενοεῖτο πάντοτε ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μέλλουσα νὰ πληρώσει τὸ μεγάλο συνοδικὸ κενὸ δεκατριῶν (13) αἰώνων, ἐὰν ὡς τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεωρήσουμε τὴν Ζ´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787, ἢ νὰ ἀναγνωρίσει ὡς Η´ καὶ Θ´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὴν συγκληθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου σύνοδο (879-880), μὲ τὴν συμμετοχὴ μάλιστα καὶ ἐκπροσώπων τοῦ πάπα, ὡς καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ σύνοδο τοῦ 1351 στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἐπεκύρωσε
τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.
Ὡς συνέχεια αὐτῶν τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐθεωρεῖτο ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, θὰ ἐθεράπευε καὶ δύο
σημειούμενες καὶ ἐπισημαινόμενες ἐλλείψεις σὲ ἐκκλησιολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ ἐπίπεδο
κατὰ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τὴν ἀπόσχιση τοῦ Παπισμοῦ. Πολλοὶ διηρωτῶντο πῶς ἡ αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ Ρώμη νομιμοποιεῖται νὰ συγκαλεῖ καὶ νὰ ἀριθμεῖ μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δικές της συνόδους ὡς οἰκουμενικές, μὲ τελευταία τὴν γνωστὴ σύνοδο τῶν καιρῶν μας
Β´ Βατικάνειο (1962- 1965), ἐνῶ διστάζει ἢ δὲν φροντίζει νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ σύνοδο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθὴς διάδοχος καὶ συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Γιατί αὐτὸ τὸ ἀποκλειστικά δικό της προνόμιο ἀφήνει νὰ τὸ σφετερίζεται ἐπὶ αἰῶνες ἡ Ρώμη, ἐνῶ αὐτὴ ἐμφανί- ζεται ὡς μὴ διεκδικοῦσα καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα;
Ἐπὶ πλέον πέρα τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς παραμέτρου ἡ οἰκουμενικὴ συνοδικὴ ἀπραξία
τὴν ἐνεφάνιζε ὡς στατικὴ καὶ ἀνενέργητη ἐκκλησία, ὡς μουσειακό ἀπολίθωμα, ποὺ ἐπαναπαύεται στὶς δάφνες τοῦ παρελθόντος καὶ δὲν ἔχει ποιμαντικὴ ἀγωνία γιὰ τὴν ἐπίλυση προβλημάτων δογματικῶν, ἠθικῶν, λειτουργικῶν, νομοκανονικῶν καὶ ἄλλων. Ἀπὸ τὶς παλαιὲς οἰκουμενικὲς συνόδους μέχρι σήμερα, εἴτε θεωρήσει κανεὶς τὴν Ζ´ (787) ὡς τελευταία εἴτε ἀναγνωρίσει καὶ τὶς δύο
θεωρούμενες ὡς οἰκουμενικές, τὴν Η´ (879-880) καὶ τὴν Θ´ (1351), ἐπὶ
τόσους αἰῶνες δὲν προέκυψαν θεολογικὰ ἢ ποιμαντικὰ προβλήματα ποὺ
ἐχρειάζοντο ἀντιμετώπιση ὄχι ἐπὶ τοπικοῦ ἀλλὰ ἐπὶ πανορθοδόξου, οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου;
Γιὰ νὰ θεραπευθοῦν αὐτὲς οἱ ἐλλείψεις
καὶ νὰ ἐπιλυθοῦν προβλήματα πανορθοδόξου χαρακτῆρος, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἄρχισαν διεργασίες ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, οἱ ὁποῖες μετὰ τὶς πρῶτες δυσκολίες κατέληξαν σὲ προσυνοδικὲς συναντήσεις, μὲ στόχο τὴν σύγκληση Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία κατενοεῖτο πάντως ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Δὲν ὀνομαζόταν Οἰκουμενικὴ ἡ Σύνοδος, διότι
ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα μιᾶς συνόδου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ
πῶς τὴν ὀνομάζουν καὶ τὴν θεωροῦν αὐτοὶ ποὺ τὴν συγκαλοῦν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐὰν ἀναγνωρισθεῖ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν της ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς οἰκουμενική. Ὑπάρχουν σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν ὡς οἰκουμενικὲς καὶ ἀπορρίφθηκαν ὡς αἱρετικές, ὅπως ἡ εἰκονομαχικὴ σύνοδος τῆς Ἱερείας (754) καὶ ἡ τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Πῶς λοιπὸν μιὰ ἑτοιμαζόμενη σύνοδο νὰ τὴν ὀνομάσουν
οἰκουμενικὴ ἐκ τῶν προτέρων, νὰ τῆς ἀποδώσουν
δηλαδὴ ἕνα χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος μόνον μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της
ἀναγνωρίζεται; Γι᾽ αὐτὸ καὶ προσφυῶς τὴν ὠνόμασαν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», πιστεύοντας ὅμως ὅτι εἶναι οἰκουμενικὴ καὶ ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀναγνωρισθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων
ὡς οἰκουμενική, ἂν συγκεντρώσει τὰ ἀπαιτούμενα
κριτήρια ποὺ εἶναι ἁπλᾶ καὶ ξεκάθαρα· νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν ὀρθότητα
τῶν δογμάτων καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν διδασκαλία τῶν προηγουμένων συν όδων, τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν καὶ τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Εἶναι ἀξιωματικὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἡ ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κατὰ τὴν ὁποία «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους
συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»1 .
Μεταξὺ τῶν πρώτων προσυνοδικῶν διεργασιῶν περιλαμβάνεται τὸ Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1923, ποὺ
συνεκλήθη μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἀτυχῶς τότε ἐπὶ διετίαν παραμείναντος στὸν
Οἰκουμενικὸ Θρόνο μασώνου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος ἔθεσε στὴν ἡμερησία
διάταξη ἀντιπαραδοσιακὰ καὶ νεωτεριστικὰ θέματα, πολλὰ
τῶν ὁποίων ἐτραυμάτισαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς κακὴ
κληρονομιὰ συνοδεύουν ἔκτοτε τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου μέχρι σήμερα, ὅπως τὸ Ἡμερολογιακό, ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα, τὰ κωλύματα τοῦ γάμου, ὁ δεύτερος γάμος τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, ὁ ἐκσυγχρονισμὸς τῆς ἐξωτερικῆς ἀμφιέσεώς τους, ἡ ἀναθεώρηση ἐπὶ τὸ ἐλαφρότερον τῶν περὶ νηστείας διατάξεων καὶ ἄλλα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ
τοῦ Συνεδρίου προτάθηκε ἡ σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ ἡμερομηνία
μάλιστα σύγκλησης τὴν συμπλήρωση 1600 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὥστε ἡ νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ συνδέεται μὲ τὴν πρώτη. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀδύνατη
ἡ προετοιμασία τῆς Συνόδου ἐντὸς δύο ἐτῶν, τὸ 1925, ἀποφασίσθηκε νὰ γίνει ἕνα ἔτος ἀργότερα, τὸ 1926, χωρὶς καὶ αὐτὸ νὰ κατορθωθεῖ, μὲ συνέπεια νὰ ἀποφασισθεῖ ἀντὶ τῆς Συνόδου νὰ ὀργανωθεῖ μία Προσύνοδος, τὴν προετοιμασία τῆς ὁποίας ἀνέλαβε ἡ συγκληθεῖσα στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1930 Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ σκοπὸ τὴν διαμόρφωση ἑνὸς κοινῆς ἀποδοχῆς θεματολογίου γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Μεγάλη Σύνοδο.
2. Ἐνδεικτικαί μαρτυρίαι περὶ τοῦ ὅτι ἡ μέλλουσα Ἁγία
καὶ
Μεγάλη Σύνοδος ἐθεωρεῖτο ὡς οἰκουμενική.
Ἀπὸ τὶς συνεχεῖς καὶ πάμπολλες
μαρτυρίες τῶν κειμένων ποὺ ἀφοροῦν στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου ὡς
οἰκουμενικῆς ἐνδεικτικῶς θὰ ἐπιλέξουμε μερικές, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ περίεργη μεταλλαγὴ καὶ ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος της
ἀπὸ οἰκουμενικῆς σὲ ἁπλὴ πανορθόδοξη σύνοδο. Ἡ μεταλλαγὴ αὐτὴ δὲν προβληματίζει ὅσους δὲν γνωρίζουν τὴν ἱστορία τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου, εἴτε γιατὶ θεωροῦν ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἔτσι ὁρίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή, εἴτε γιατὶ γνωρίζουν τὶς σκοπιμότητες ποὺ ὑποκρύπτει αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση
καὶ ἐνόχως σιωποῦν. Ὅταν ὁ πατριάρχης Φώτιος ἐξήγγειλε τὴν ἐναρκτήρια συνεδρία τῆς Προσυνόδου γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 1932, ἐχάραξε
συγχρόνως καὶ τὰ ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων της, λέγοντας ὅτι ἁπλῶς θὰ μελετήσει τὰ ὁρισθέντα ἀπὸ τὴν Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1930) θέματα, χωρὶς δεσμευτικὲς ἀποφάσεις, «καθὼς τῇ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ μόνῃ ἀπόκειται
ὅπως ἀποφασίσῃ ἐγκύρως
καὶ ὑποχρεωτικῶς περὶ πάντων»2 , ἐννοώντας τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Ὁ μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ἐκ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου καὶ πρωτεργάτης τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου σὲ πολλὲς φάσεις της, προλογίζων τὴν ἔκδοση τῆς περιοδικῆς ἐκδόσεως «Συνοδικά», τὴν ὁποία ἐξέδιδε ἡ «Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μὲ ἕδρα τό «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» εἰς Chambésy Γενεύης, ἔγραφε τὰ ἑξῆς: «Ὁδεύοντες τὴν ὁδὸν τῆς προπαρασκευῆς, εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σημεῖον τῆς ὑγιοῦς ἐπισημάνσεως καὶ διατυπώσεως τοῦ κέντρου τῆς Συνόδου, τοῦθ᾽ ὅπερ δὲν εἶναι εὐχερές, δοθέντων δύο τινῶν, πρῶτον τῆς ἀποστάσεως τῶν δώδεκα αἰώνων ἀπὸ τῆς τελευταίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ δεύτερον τῶν ἐν τῷ μεταξὺ ἐπελθουσῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἀνακατατάξεων καὶ πνευματικῶν διαμορφώσεων, μάλιστα δὲ τῆς σημειωθείσης ἐπαναστατικῆς ἀλλαγῆς εἰς τὴν θέσιν καὶ τὰς πνευματικὰς ἀνάγκας τοῦ συγχρόνου πιστοῦ, ἐν μέσῳ ἑνὸς νέου, βαθύτατα ἐκκοσμικευμένου καὶ τεχνοκρατουμένου κόσμου. Διότι, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἓν γεγονός, μία ἐνέργεια ποὺ ἐμπίπτει εἰς τὸ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας
συνεχιζόμενον σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Ἱδρυτοῦ καὶ Κυρίου Αὐτῆς, τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως εἶναι
θεανθρώπινον»3 .
Ὁ
μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος,
Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν
Ὑποθέσεων τοῦ Ἐξωτερικοῦ, τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σὲ εἰσήγηση
ποὺ ἔκανε
ἐνώπιον τῶν
συνοδικῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν καθηγητῶν
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν,
στὴν Ἱερὰ Μονὴ
Πεντέλης στὶς 6 Φεβρουαρίου 1973 ἐπὶ τῇ μνήμῃ
τοῦ Ἁγίου
Φωτίου εἶπε τὰ ἑξῆς γιὰ
τὸ θέμα τῆς
Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου: «Μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐγένετο
δὶς ἀπόπειρα
συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ
μία συνεκλήθη τῷ 879 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ
σήμερον τιμωμένου μεγάλου Ἱεράρχου καὶ ἡ ἄλλη βραδύτερον τῷ 1341 ἐπὶ τῶν
ἡμερῶν
τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλ᾽ οὐδεμία
ἐξ αὐτῶν ἀνεγνωρίσθη
τελικῶς ὡς
Οἰκουμενική. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε
τὸ 787. Ἔκτοτε
παρῆλθον 1196 ἔτη χωρὶς νὰ καταστῇ
δυνατὸν νὰ
συγκληθῇ ἄλλη
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, παρὰ τὸ πλῆθος
τῶν ἀναγκῶν καὶ
τὸ μέγεθος τῶν προβλημάτων, ἅτινα ἐγεννήθησαν διὰ
μέσου τῶν αἰώνων, συνεπείᾳ κυρίως τῶν ἐπελθουσῶν μεταβολῶν
εἰς τὸν
χῶρον τῆς
Ἐκκλησίας καὶ γενικώτερον εἰς τὸν κόσμον... Κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τοῦ αἰῶνος μας ἤρχισε νὰ
γίνεται πολλὴ συζήτησις γύρω ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα
συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Κατ᾽ ἀρχὴν αἱ Ὀρθόδοξοι
Ἐκκλησίαι ἐσκέφθησαν νὰ συγκαλέσουν
μίαν Προσύνοδον, ἀντὶ τῆς
Οἰκουμενικῆς, τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ θέματα διετυπώθησαν εἰς
τὸν ἐν
Ἁγίῳ
Ὄρει καταρτισθέντα κατὰ τὸ
1932 κατάλογον. Ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, μέσα εἰς τὰς μεγάλας του προοπτικάς, συνέλαβε τὸ νόημα τῆς
συγκλήσεως ἀπ᾽ εὐθείας μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου χωρὶς
νὰ μεσολαβήση Προσύνοδος, τὴν ὁποίαν
μάλιστα ὠνόμασε “Μεγάλην Σύνοδον” καὶ πρὸς
τὸν σκοπὸν
τοῦτον, ἐν
προπαρασκευαστικῷ σταδίῳ, συνεκάλεσε τὰς
ἑκασταχοῦ
Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τρὶς εἰς τὴν
Ρόδον κατὰ τὰ ἔτη 1961, 62, 63».
Συμπληρώ- νοντας δὲ στὴ συνέχεια τὶς
σκέψεις καὶ ἐκτιμήσεις του περὶ τῆς Συνόδου γράφει: «Καὶ ἤδη, ἂς ἔλθωμεν
εἰς τὸ
θέμα τῆς Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι ἀληθές,
ὅτι τὴν
Ἱερὰν
Σύνοδον κατέχει ἱερὸν δέος μὲ
αὐτὴν
τὴν ὄντως
μεγάλην καὶ ὑψηλὴν καὶ ἱερωτάτην
ὑπόθεσιν. Καὶ δικαίως, διότι πρόκειται νὰ
συνέλθῃ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία
θὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς
τὴν Η´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Εἶναι
ὄντως τοῦτο
γεγονὸς μέγιστον διὰ τὴν
ζωὴν τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ θεολογικῆς
πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ
ἀπὸ
ἱστορικῆς»4
.
Ὁ
γνωστὸς ἐπίσης
Γέροντας καὶ Ἅγιος τώρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ
Σχολὴ τοῦ
Βελιγραδίου, Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Σύνοδος συνεκαλεῖτο ὡς Οἰκουμενικὴ
μὲ ἄρθρο
του ποὺ ἐκυκλοφορήθη
σὲ ἰδιαίτερο
φυλλάδιο στὴν ἑλληνικὴ μὲ τίτλο «Ἐπικίνδυνος
ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
Μεταξὺ ἄλλων
γράφει, ἐκφράζοντας ἰσχυρὲς
ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα ἀλλὰ καὶ
τὴν καταλληλότητα τῶν καιρῶν
πρὸς σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Προσωπικῶς, δὲν βλέπω ὅτι κατὰς τὰς
σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν
σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως
ὑπάρχῃ,
τότε ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ
πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν
ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας»5 .
Ὁ
ὅσιος Γέροντας, τέλος, Φιλόθεος
Ζερβάκος, τὴν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ ὁποίου
ἐναγωνίως περιμένει τὸ Ὀρθόδοξο
πλήρωμα, σὲ σημαντικὸ ἄρθρο
του μὲ τίτλο «Περὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» ἐκφράζει
παρόμοιες ἐπιφυλάξεις μὲ τὸν
Ἅγιο Ἰουστῖνο. Γράφει: «Ὥστε
ὅλως περιττὴ νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ
σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ
ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν
ἀποφανθῆ
διὰ τῶν
Ἱερῶν
Κανόνων οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας»6.
3. Ποῖοι ἤλλαξαν καὶ ἠλλοίωσαν τὸν
χαρακτῆρα
τῆς
Συνόδου; Ἐζητήθη ἡ γνώμη τῶν ἐκκλησιῶν συνοδικῶς;
Ἀπὸ τὶς
ἐλάχιστες αὐτὲς ἐνδεικτικὲς
μαρτυρίες προκύπτει ὅτι κατὰ τὴν
προπαρασκευὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσε
τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ἐφ᾽ ὅσον
βέβαια θὰ ἀνταποκρινόταν στὰ ὀρθόδοξα κριτήρια περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τί ἔγινε
λοιπὸν καὶ
αὐτὸ
ἄλλαξε; Σὲ
ποιά φάση προετοιμασίας τῆς Συνόδου
συνέβη αὐτό; Ποιά Πανορθόδοξη Διάσκεψη ἢ Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ ἢ
Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ συζήτησε, τὸ
ἐπρότεινε καὶ τὸ ἀποφάσισε; Τὸ
γνωρίζουν καὶ τὸ ἀποδέχθηκαν οἱ σύνοδοι τῶν
τοπικῶν αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν;
Εὐλόγως δημιουργοῦνται αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα μετὰ
τὴν ἐπίσημη
ἐνημέρωση ποὺ ἔκανε πρὸς τὸ
σῶμα τῆς
Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
στὶς 8 Ὀκτωβρίου
τοῦ 2014 ὁ
μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος
μαζὶ μὲ
τὸν μητροπολίτη Δημητριάδος Ἰγνάτιο, ἐκπροσωπεῖ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὶς προσυνοδικὲς
Ἐπιτροπὲς
καὶ Διασκέψεις. Εἶπε ἐπὶ λέξει μὲ
αὐθεντικὴ
ἀπόφανση, ποὺ δὲν ἐλήφθη ποτὲ
συνοδικῶς, ὅτι ἡ Ἁγία καὶ
Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἔχει τὸν
χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἡ
ἰδία ἡ
θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καὶ ὁμοφώνως,
καὶ ὁ
σκοπὸς τῆς
συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου, προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτῆρα
Αὐτῆς
τῆς Συνόδου οὐχὶ ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ᾽ ὡς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Δὲν θὰ
σχολιάσουμε τὸ περίεργο συμπέρασμα ποὺ δὲν
προκύπτει ἀπὸ πουθενά, ὅτι ἡ θεματολογία τῆς
Συνόδου καὶ ὁ σκοπός της τῆς ἀφαιροῦν
τὸν χαρακτήρα τῆς Οἰκουμενικότητας. Θὰ συμφωνούσαμε, ἂν μὲ αὐτὸ ἀφηνόταν νὰ
ἐννοηθεῖ
ὅτι πράγματι σὲ καμμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν
προϋπῆρξε τέτοια δαιδαλώδης καὶ πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, οὔτε
τόσες περιπέτειες στὸν κατάλογο τῶν θεμάτων μὲ
προσθῆκες καὶ ἀφαιρέσεις, καὶ ἂν
σκοπὸς τῆς
Συνόδου, ὅπως φαίνεται, εἶναι νὰ
συνεχισθοῦν οἱ νεωτερισμοὶ τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ
διαθρησκειακοὶ καὶ διαχριστιανικοὶ διάλογοι και οἱ ἄλλες δογματικὲς
καὶ ἱεροκανονικὲς ἐκτροπὲς τοῦ
παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπειδή, ὅμως,
ἡ μέχρι τώρα προετοιμασία τῆς Συνόδου καὶ
κάποιες ἀποφάσεις Προσυνοδικῶν Διασκέψεων δὲν
εὐνοοῦν
τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα
καὶ κυρίως ἐπειδὴ μία Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τοιαύτη, πρέπει νὰ ἐπικυρώσει τὶς προηγηθεῖσες
Οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὶς
δύο ἀντιπαπικὲς συνόδους τοῦ Ἁγίου Φωτίου (879-880) καὶ τοῦ
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), οἱ
ἰδικοί μας φιλοπαπικοὶ ἡγέτες
ἐπ᾽
οὐδενὶ
θὰ ἤθελαν
νὰ εὑρεθοῦν μπροστὰ
σὲ τέτοιο ἐνδεχόμενο. Περὶ αὐτῶν,
ὅμως, ὅπως
καὶ περὶ
ἄλλων μεταλλάξεων καὶ ἀλλοιώσεων
τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καὶ τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου, θὰ ἀφιερώσουμε καὶ
ἄλλα ἄρθρα
παρακολουθοῦντες καὶ ὅσα
μυστικὰ καὶ κρύφια συζητεῖ καὶ ἀποφασίζει
ἡ «Διορθόδοξη Εἰδικὴ Ἐπιτροπή» ποὺ
ἀναθεωρεῖ
ἐπὶ
τὸ νεωτερικώτερον καὶ οἰκουμενιστικώτερον
τὰ μέχρι τώρα παραδοσιακῶς ἀποφασισθέντα.
Σημειώσεις:
1. ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ,
Περὶ τῶν
πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ
12, PG 90, 148.
2. Βλ. σχετικῶς ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΒΑΡΕΛΛΑ, Διορθόδοξοι καὶ Οἰκουμενικαὶ Σχέσεις τοῦ
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ
τόν Κ´ αἰῶνα, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 58, Πατριαρχικὸν
Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη
1994, σελ. 110.
3. Συνοδικὰ Ι, Γενεύη 1976, σελ. 9.
4. Αὐτόθι, σελ. 17-21.
5. Ἀρχιμ.
ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἀθῆναι 1971, σελ. 9.
6. Βλ. Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ὁ
οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος), τόμ. Β´, ἐκδ.
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1988,
σελ. 43-49 καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ
ὁμολογητὴς
τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μὲ ἀναφορὲς στὴν
ἐπικαιρότητα, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 101 κ.ἑξ.
ΣΥΝΟ
Ορθόδοξος Τύπος, 6/3/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου