Από
τις αναμνήσεις των πνευματικών του παιδιών θα παραθέσουμε στη συνέχεια δύο
χαρακτηριστικές και αποκαλυπτικές των βασάνων τους.
Ή
Μαρία Αντρεέφσκαγια θυμόταν:
“Μέναμε
στο Σαράτωφ, απ’ όπου μάς εξόρισαν το 1931. Μάς μετέφεραν μέχρι την Οσακαρόβκα
μέ τρένο, μέσα στα βαγόνια τών ζώων, και εκεί μάς πρόσταζαν να κατεβούμε...
Έβρεχε ραγδαία. Μαζεύαμε το βρόχινο νερό και το πίναμε. Την οικογένειά μας την
αποτελούσαν εννέα ψυχές: ο πατέρας, η μητέρα, ο παππούς, η τυφλή γιαγιά και
πέντε παιδιά -ο επτάχρονος αδελφός μου, εγώ, πού ήμουν πέντε ετών, η τρίχρονη αδελφή
μου και δύο νήπια.
Στο Σαράτωφ ζούσαμε από τον τίμιο μόχθο των γεωργών γονιών
μου, μέ τους οποίους κάθε Κυριακή και εορτή πηγαίναμε στην εκκλησία. Και να πού
τώρα μάς έφεραν μέ το τρένο σαν ζώα στην Οσακαρόβκα, στη γυμνή στέπα, όπου για
δύο εικοσιτετράωρα μείναμε άγρυπνοι, καθισμένοι στο χώμα και πιασμένοι από τά
πόδια του πατέρα και της μητέρας μας.
“Ύστερ’
από δύο ημέρες, κατέφθασαν κάποιοι ντόπιοι μέ άμαξες, για να μάς μεταφέρουν,
όπως μάς είπαν, στον πέμπτο οικισμό ειδικών μεταναστών. Στον δρόμο ρωτούσαμε τον
πατέρα:
Μπαμπά,
μπαμπά, πού θα είναι το σπίτι μας;
Τώρα,
τώρα θα το δείτε, περιμένετε, απαντούσε εκείνος.
”Όταν
κατεβήκαμε από την άμαξα, ξαναρωτήσαμε:
Πού
είναι το σπίτι; Πού;
“Σπίτι
δεν υπήρχε. Δεν είδαμε παρά ένα μεγάλο κοντάρι μπηγμένο στη γη μέ μιαν επιγραφή
στην κορυφή του: «5ος οικισμός». Μάς κύκλωσαν οπλισμένοι στρατιώτες, για να εμποδίσουν
την απομάκρυνσή μας από την περιοχή. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι θα έπρεπε να
φτιάξουμε μόνοι μας τά οικήματα, στα οποία θα μέναμε...
’Ό
πατέρας πήγε κι έκοψε κλαδιά. Ύστερα έσκαψε ένα μεγάλο τετράγωνο όρυγμα.
Σκεπάζοντάς το μέ τά κλαδιά, έφτιαξε ένα καλύβι, αν θα μπορούσαμε να το
ονομάσουμε έτσι. Εκεί ζήσαμε
σαν τά ποντίκια μέχρι τον Οκτώβριο του 1931. Τη νύχτα εκείνη έριξε πολύ χιόνι- το
έστρωσε μισό μέτρο. Ο αδελφός μου, πού κοιμόταν δίπλα στον παππού, ξυπνώντας το
πρωί, είπε:
Μαμά, ο παππούς πάγωσε- πάγωσα κι εγώ απ’ αυτόν.
”Σκύψαμε
όλοι πάνω από τον παππού. Ήταν νεκρός...
"Την
άλλη μέρα μάς μετέφεραν στις παράγκες, πού είχαν κατασκευαστεί στο μεταξύ από
τούς ’ίδιους τούς εξόριστους. Ξεπαγιάζαμε, καθώς δεν είχαν πόρτες και τζάμια στα
παράθυρα. Ο πατέρας έριχνε σε μια μεγάλη σκάφη λίγο νερό και, όταν αυτό πάγωνε,
το έπαιρνε και το τοποθετούσε σ' ένα παράθυρο αντί για τζάμι.
”Σε
κάθε παράγκα έμεναν διακόσιοι άνθρωποι. Απ’ αυτούς καθημερινά πέθαιναν από
πέντε ως δέκα. ’Έτσι, μέχρι την άνοιξη τού 1932, οπότε πέθανε και ο πατέρας
μου, από δεκαοκτώ χιλιάδες ειδικούς μετανάστες -τόσος ήταν ο αρχικός πληθυσμός του
πέμπτου οικισμού- δεν απέμειναν παρά πέντε μόνο χιλιάδες.
”Ένα
μήνα μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα γέννησε το έκτο παιδί της. Πώς θα ζούσαμε;
Βγήκαμε στη ζητιανιά. Άλλα παιδιά έκλεβαν, εμείς όμως όχι- η μητέρα μάς το είχε
απαγορέψει ρητά:
Μέ
ξένα και κλεμμένα δεν θα χορτάσουμε! Καλύτερα ν’ απλώσουμε τά χέρια μας.
”Έπαιρνα,
λοιπόν, τούς δρόμους και άπλωνα το χέρι μου. Άλλος μου έδινε κάτι, άλλος μέ προσπερνούσε
αδιάφορα, άλλος μ’ έσπρωχνε μακριά του.
"Σύντομα
πέθανε ο νεογέννητος αδελφός μου, έπειτα η μικρότερη αδελφή μου και τέλος η
γιαγιά. Τά υπόλοιπα παιδιά, μεγαλώνοντας, πήγαμε να δουλέψουμε στη λεγάμενη
Παιδική Ταξιαρχία.
”Το
1937 πρόσταξαν τη μητέρα να πάει στο κολχόζ, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Την
τιμώρησαν, χωρίζοντάς την από τά παιδιά της και στέλνοντάς την για τρία χρόνια σε
σκληρότερη εξορία στην Άπω Ανατολή. Τότε ο αδελφός μου ήταν δεκατεσσάρων ετών, εγώ
ήμουν δώδεκα, η αδελφή μου ήταν δέκα και ο μικρός
αδελφός μου οκτώ. Για να ζήσουμε, εξακολουθούσαμε να δουλεύουμε στην Παιδική
Ταξιαρχία. Κάναμε και άλλες δουλειές, όπου μάς δέχονταν, άλλα και ζητιανεύαμε.
Όσα τρόφιμα μάς έδιναν. τά φέρναμε στην παράγκα και τά μοιραζόμασταν. ’Έτσι
περάσαμε τρία χρόνια δίχως τη μητέρα μας. Μόλις γύρισε εκείνη, ξέσπασε ο
πόλεμος. Ο μεγάλος αδελφός μου επιστρατεύτηκε και λίγο αργότερα σκοτώθηκε στο
μέτωπο...
”Ή
ζωή μας κυλούσε μέσα στη φτώχεια, τις ταλαιπωρίες και τά δάκρυα. 'Ώσπου, το 1955,
γνωρίσαμε τον γέροντα Σεβαστιανό. Μετακομίσαμε στην Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα. Από
τότε αρχίσαμε να ζούμε σαν στον παράδεισο. Μέ την ευλογία του, μέσα σ’ έναν
χρόνο χτίσαμε το σπιτάκι, όπου εγκατασταθήκαμε. Στον παππούλη αποθέταμε όλες
μας τις θλίψεις, όλα μας τά βάσανα...”.
Ο Βασίλειος Σαμάρτσεφ διηγιόταν:
“Ζούσα
στο ’Όρενμπουργκ μέ τούς ευσεβείς γονείς μου και τά πέντε αδέλφια μου, όλα αγόρια.
”Τον
Μάιο τού 1931 όλα τά περιουσιακά στοιχεία τού πατέρα μου δημεύθηκαν και ο ίδιος
φυλακίστηκε. Τη μητέρα μου κι εμάς, τα έξι παιδιά, μάς εκτόπισαν στην
Καραγκάντα. Μάς μετέφεραν μέ τρένο και μάς εγκατέλειψαν στον λεγόμενο ένατο
οικισμό. Δεν υπήρχε κανένα οίκημα για να μείνουμε. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου
ήταν τότε έντεκα ετών και ο μικρότερος ενός έτους. Εγώ, τρίτος στη σειρά, ήμουν
τεσσάρων ετών. Είχαμε μαζί μας μια προβιά κι ένα σεντούκι. Ανοίξαμε έναν λάκκο στη
γη, απλώσαμε την προβιά και, αφού διαλύσαμε το σεντούκι, φτιάξαμε μια πρόχειρη
σκεπή. Αυτό ήταν το σπίτι μας! Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, σκεπάζαμε τον λάκκο μας
μέ την προβιά. Εκεί στριμωχνόμασταν γύρω από τη μητέρα μας και τά έξι παιδιά σαν
τά κλωσσόπουλα...
”Μετά
οι εξόριστοι άρχισαν να χτίζουν μεγάλα οικήματα μέ πλιθάρια, τά όποια έφτιαχναν
οι ίδιοι από πηλό. Οι επόπτες, καβάλα στ’ άλογα, επιτηρούσαν τις εργασίες μέ τά
καμουτσίκια στα χέρια. Σ’ εμάς, τά παιδιά, ανέθεσαν να κόψουμε τά χόρτα και
τούς θάμνους από την περιοχή τού οικισμού.
Τά
οικήματα έπρεπε να είναι έτοιμα πριν έρθει ό χειμώνας, γι’ αυτό όλοι δούλευαν
εντατικά. Σύντομα υψώθηκαν οι τοίχοι, κατασκευάστηκαν οι σκεπές, τοποθετήθηκαν οι
πόρτες και τά παράθυρα -φτιαγμένα κι αυτά από εξόριστους τεχνίτες- και
εγκαταστάθηκαν ξυλόσομπες. Έτσι, πριν πιάσουν τά κρύα και πριν έρθουν τά
χιόνια, μπήκαμε κάτω από στέγη. Κοιμόμασταν σε στρατιωτικά κρεβάτια, πού ήταν
σχεδόν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, καθώς σε κάθε οίκημα έμεναν είκοσι
περίπου οικογένειες.
”Ό
χειμώνας τού 1932, πάντως, ήταν πολύ βαρύς. Πολλοί πέθαναν από το κρύο, άλλα και
από την πείνα και από διάφορες αρρώστιες, καθώς και το φαγητό ήταν πολύ λιγοστό
και η υγειονομική περίθαλψη σχεδόν ανύπαρκτη. Μέσα σε μια εβδομάδα πέθαναν τότε
τέσσερα αδέλφια μου, ο Παύλος, ο Ιβάν, ο Ευγένιος και ο Γένοτσκα...
”Το
1933 ο πατέρας αποφυλακίστηκε και ήρθε να μάς βρει. Λίγο αργότερα πέθανε η μητέρα
από την πείνα...
”Πριν
από τον πόλεμο άλλα και στη διάρκειά του παίρναμε ψωμί μέ το δελτίο. Πήγαινα στην
πόλη και στεκόμουνα για ώρες στην ουρά μαζί μέ πολλούς άλλους. Εκεί συνάντησα τον
π. Σεβαστιανό, για τον οποίο είχα ακούσει πολλά. Τον πλησίασα. Γνωριστήκαμε και
πιάσαμε συζήτηση. Απερίγραπτη ήταν η χαρά μου, όταν μέ πήγε στο σπίτι του, στην
Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα. Από τότε συνδέθηκα πνευματικά μαζί του...”.
Κάποτε ο π. Σεβαστιανός πήγε μέ τις μοναχές Μαρία και Μάρθα στο κοιμητήριο του χωριού
Τυχώνοφκα. Στο κέντρο του υπήρχε ένα κοινοτάφιο, όπου παλαιότερα έριχναν ίσαμε
διακόσιους νεκρούς εξόριστους κάθε μέρα -όσους πέθαιναν από την πείνα και τις
αρρώστιες. Ο γέροντας στάθηκε εκεί και είπε:
-
Έδώ. στους τάφους των μαρτύρων, μέρα και νύχτα καίνε κεριά από τη γη μέχρι τον
ουρανό.
Μέ
τον καιρό οι κάτοικοι της Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα άρχισαν να τον καλούν στα σπίτια
τους για ιεροτελεστίες. Πήγαινε πρόθυμα, μολονότι δεν είχε την απαιτούμενη
άδεια των αρχών. Είχε διαπιστώσει πώς ο λαός της περιοχής Καραγκαντά ήταν
πιστός, και γι’ αυτό δεν φοβόταν ότι θα τον πρόδιδαν. Ό γέροντας αγαπήθηκε από
τούς χωρικούς τού τόπου για την αρετή του, τη φιλανθρωπία του και τη δύναμη των
προσευχών του. Καθώς η φήμη του απλώθηκε μακριά, από πολλά μέρη άρχισαν να
καταφθάνουν μοναχοί και λαϊκοί, ζητώντας του πνευματική καθοδήγηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/03/blog-post_23.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου