Ένα βράδυ, γυαλί η θάλασσα,
φεγγαράδα, την ώρα που πάει να μπει στο βαρκάκι του βλέπει εκεί στην παραλία
κάποιο ξάδελφό του, τον Τάκη. Ο Τάκης του προτείνει να ψαρέψουνε μαζί.
Παραξενεύτηκε
ο άνθρωπος για το ξαφνικό του Τάκη και οι δυο άνδρες μπαίνουνε στη βάρκα και
αλαργεύουν στη θάλασσα. Ρίχνει δίκτυα ο άνθρωπός μας, έχει φεγγαράδα και νύχτα
ακόμη, τα μαζεύει με είκοσι περίπου κιλά ψάρια. Σκορπάει τα ψάρια μέσα σε
μεγάλο μεταλλικό κουβά και αρχίζει να διπλώνει τα δίκτυά του. Τότε βλέπει και
φρικιά: Ο ‘’Τάκης’’ ο ‘’ξαδελφός’’ του με άγριο δαιμονικό βλέμμα και
κατακόκκινα μάτια παίρνει ωμά ψάρια και τα τρώει μπροστά στα μάτια του. Τότε
αγριεύεται, σκιάζεται και υποψιάζεται: ο ‘’Τάκης’’ είναι διάβολος που πήρε την
μορφή του ξαδέλφου του και θέλει να του κάνει κακό. Τον φωτίζει αστραπιαία ο
Χριστός μας και ρίχνει το δίκτυο πάνω στον ‘’Τάκη’’. Ο δαίμονας κάνει ‘’μπάμ’’,
σκάει και ο αέρας γύρω καταβρώμισε
απαίσια. Η επιβεβαίωση ήλθε αργότερα, όταν ξημέρωσε και πήγε στην γειτονιά του με τα υπόλοιπα ψάρια παγωμένος και
κατατρομαγμένος.
Ο πραγματικός ‘’Τάκης’’ το
βράδυ κοιμότανε του καλού καιρού και πρωί-πρωί πήγε στους Γερμανούς να δουλέψει μεροκάματο στο Λιμάνι του
Πειραιά.
Ο άνθρωπός μας εξομολογήθηκε το
γεγονός στον παπά-Δημήτρη, στην ενορία του. Ο παππούλης φωτισμένος τον
διαβεβαίωσε ό,τι ο Χριστός τον φώτισε να ρίξει στον διάβολο το δίκτυο -γιατί
αυτό είναι πλεγμένο σταυρωτά- και έτσι σώθηκε από μεγάλο κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου