Θά σᾶς
διαβάσω μία πολύ ὡραία ἱστορία πού τήν
εἶχε διηγηθεῖ ἕνας Γέροντας Ρῶσος.
Τούς Ρώσους Γέροντες τούς λένε Στάρετς.
Αὐτός ἦταν ὁ Στάρετς Ζαχαρίας καί
διηγήθηκε ἕνα ὡραῖο περιστατικό γιά
ἕναν νέο, ὁ ὁποῖος ἤτανε πολύ ἁπλός,
δέν ἔλεγε ποτέ ψέματα, δέν εἶχε καθόλου
πονηρία καί ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν
ἀλήθεια. Ὅλοι πρέπει νά λέμε πάντα τήν
ἀλήθεια.
Αὐτός,
λοιπόν, προσπαθοῦσε νά κάνει τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού θά σᾶς διηγηθῶ
εἶναι πραγματικό γεγονός. Ἔγινε στή
Ρωσία σέ ἕνα μέρος ὄχι πολυσύχναστο,
σ’ ἕνα μέρος πού ἦταν στήν ὕπαιθρο.
Ἐκεῖ λοιπόν, κοντά σ’ ἕνα χωριό ζοῦσε
ἕνας νέος χωρικός, ὀρφανός, τελείως
ἀγράμματος ἀλλά πολύ ἐργατικός.
Συνεχῶς, πάντοτε ἐργαζόταν καί δέν
πέρασε οὔτε μιά στιγμή μέ ὀκνηρία στή
ζωή του, μέ τεμπελιά. Κι ἐμεῖς δέν πρέπει
νά τεμπελιάζουμε... Ἡ ψυχή του ἦταν
καθαρή σάν κρύσταλλο. Σέ κάθε ὑπόθεση,
πάντοτε, ἄκουγε τήν συνείδησή του. Ἡ
συνείδηση εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πού
ἔχουμε μέσα μας κι, ὅταν πᾶμε νά κάνουμε
κάτι κακό, μᾶς λέει «μήν τό κάνεις αὐτό».
Ἔτσι λοιπόν, αὐτός ὁ νέος πάντοτε
ἄκουγε τήν συνείδησή του καί δέν ἔλεγε,
ἐγώ θά τό κάνω κι ἄς λέει μέσα μου ἡ
φωνή τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν πρέπει. Κι ἄν
κάποιος δέν ὑπακούει στή συνείδησή του
μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς φορές, μετά
τί γίνεται; Ξέρετε;
Σταματάει ἡ συνείδηση
νά τόν ἐλέγχει καί ὁ ἄνθρωπος πλέον
δέν ἔχει ἕνα χαλινάρι γιά νά τόν
σταματήσει ἀπό τό κακό. Γι’ αὐτό δέν
πρέπει νά παρακοῦμε τήν συνείδησή μας.
Ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς λέει κάτι,
πρέπει νά τήν ἀκοῦμε.
Αὐτός
ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος τηροῦσε τίς
νηστεῖες καί τρεφόταν μέ τό ἐλάχιστο,
πολύ λίγο. Ἤτανε μεγάλος ἀσκητής, παρόλο
πού δέν ἦταν μοναχός καί δέν ἤξερε καί
πολλά πράγματα γιά τόν Θεό καί γιά τήν
πίστη. Ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος
ἐνθουσιασμό γιά τή ζωή, δέν κατέκρινε
ποτέ κανέναν καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό
του χειρότερο ἀπό ὅλους. Ἦταν ταπεινός.
Μιά μέρα
ἄκουσε ἀπό ἕναν προσκυνητή πώς, γιά
νά σωθεῖ κανείς, πρέπει νά ἀναλάβει
τόν σταυρό του καί νά ἀκολουθήσει τόν
Χριστό. Αὐτός ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος δέν
εἶχε πάει ποτέ σάν μεγάλος στήν ἐκκλησία,
ἀφοῦ ἦταν πολύ μακριά ἡ ἐκκλησία ἀπό
τό χωριουδάκι πού ζοῦσε. Εἶχε βαπτισθεῖ
σάν μωρό, ἀλλά δέν τό θυμόταν καθόλου.
«Πρέπει νά ἀναλάβεις τόν σταυρό σου
καί νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό». Αὐτά
τά λόγια ὁ ἁπλοϊκός μας ἄνθρωπος τά
ἐννοοῦσε στήν κυριολεξία καί σκέφτηκε,
γιά νά τό λέει αὐτό ὁ Χριστός, πρέπει
νά τό κάνω. Τί ἔκανε λοιπόν; Παρήγγειλε
ἕναν τεράστιο ξύλινο σταυρό καί ἀποφάσισε
νά τόν πάρει στόν ὤμο του καί νά
ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Ἡ καθαρή ψυχή
του ποθοῦσε τόν Θεό, ἡ καρδιά του διψοῦσε
τήν σωτηρία, ἀλλά:
- Πῶς νά
Τόν ἀκολουθεῖ; Καί ποῦ; Σέ ποιό δρόμο
εἶναι ὁ Χριστός; Νά ὁ σταυρός, τόν ἔχει.
Ἀλλά ποῦ νά πάει;
Ὁ ἁπλός
αὐτός ἄνθρωπος ἄφησε τά λίγα ὑπάρχοντά
του καί τή δουλειά του, σήκωσε τόν σταυρό
του πάνω στούς ὤμους του καί ξεκίνησε.
Βάδιζε, ὅπως λέει ἡ παροιμία, ἀκολουθώντας
τή μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε γιά πάρα
πολλή ὥρα καί ἐπιτέλους συνάντησε ἕνα
ἀνδρικό μοναστήρι σ’ ἕνα πυκνό δάσος.
Χτύπησε τήν πόρτα.
- Ποιός
εἶσαι ἐσύ; ρώτησε μέ ἀπορία ὁ πορτάρης
καί ποῦ πᾶς μ’ αὐτόν τόν σταυρό σου;
- Νά ἐδῶ
εἶμαι, βαστάζοντας τόν σταυρό μου, ἀλλά
δέν ξέρω πῶς νά φτάσω στόν Χριστό. Δέν
θά μοῦ δείξεις τόν δρόμο;
- Πώ, πώ,
βρήκαμε ἕναν παλαβό, λέει ὁ πορτάρης.
Θά πάω νά τά πῶ στόν ἡγούμενο.
Πῆγε ὁ
μοναχός καί τά εἶπε στόν ἡγούμενο, ὁ
ὁποῖος ἔμεινε κατάπληκτος καί διέταξε
νά τοῦ φέρουν τόν ἁπλοϊκό αὐτόν ἄνθρωπο.
- Μά δέν
ἔρχεται... ἐπιμένει νά μήν ἀφήσει τόν
σταυρό του καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά μπεῖ
στό κελλί σας μέ τόν σταυρό, εἶναι πολύ
μεγάλος.
Δέν
χωροῦσε νά περάσει. Δέν ἐννοοῦσε νά
ξεφορτωθεῖ τόν σταυρό... τόσο ἁπλός
ἤτανε! Λέει, ἀφοῦ εἶπε ὁ Χριστός νά
ἔχουμε τόν σταυρό μας, ἐγώ θά τόν ἔχω
πάντα...
Ὁ
ἡγούμενος, λοιπόν, πῆγε ὁ ἴδιος στόν
ἁπλοϊκό ἄνθρωπο. Κουβέντιασε
μαζί του καί εἶδε ὅτι εἶναι ἕνας
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νά κάνει
τέλεια τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
- Λοιπόν,
ἐάν θέλεις, θά σέ βοηθήσουμε νά φτάσεις
στόν Χριστό. Κι ἐμεῖς σ’ Αὐτόν
πηγαίνουμε!, λέει ὁ ἡγούμενος.
- Τότε
ποῦ εἶναι οἱ σταυροί σας; ἀπόρησε ὁ
ἁπλοϊκός. Ξέρετε ὅτι ὁ Κύριος δέν θά
σᾶς δεχθεῖ χωρίς ἕναν σταυρό...
- Εἶναι
μέσα μας. Ἐμεῖς τούς βαστᾶμε μέσα μας
τούς σταυρούς μας, εἶπε ὁ ἡγούμενος.
- Μά πῶς
γίνεται αὐτό; ρώτησε μέ ἔκπληξη ὁ
ξένος.
- Ἐσύ ὁ
ἴδιος θά δεῖς πῶς. Ἀλλά πρός τό παρόν
θά σοῦ δώσω τήν εὐχή μου νά μείνεις ἐδῶ
καί θά ἔχεις ἕνα διακόνημα, νά καθαρίζεις
μέσα στήν Ἐκκλησία. Πάρε τόν σταυρό σου
καί φέρε τον κάτω ἐκεῖ, στήν Ἐκκλησία.
Στήν
Ἐκκλησία μποροῦσε νά πάει φορτωμένος
μέ τόν σταυρό, ἦταν μεγάλη καί χωροῦσε
νά μπεῖ μέσα. Ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος
μπῆκε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ πολύ φόβο
καί ἄρχισε νά καθαρίζει. Σήκωσε τό
κεφάλι του καί πάγωσε. Ἐκεῖ ψηλά ἐπάνω
του, ἐπάνω ἀπό τό Ἱερό, εἶχε φτιαχτεῖ
ἕνας μεγάλος ξύλινος σταυρός καί ἐπάνω
του εἰκονιζόταν, σέ φυσικό μέγεθος, ὁ
Ἐσταυρωμένος Κύριος. Ὁ ἁπλοϊκός αὐτός
ἄνθρωπος δέν εἶχε δεῖ ποτέ ἄλλη φορά
τέτοιο πράγμα. Τόν κοίταζε καί τόν
ξανακοίταζε. Καρφιά ἦταν βαλμένα μέσα
στά χέρια καί στά πόδια, ἀπ’ ὅπου
ἀνέβλυζε αἷμα. Στό στῆθος Του, ἐπίσης,
ἦταν αἷμα καί ἕνα μεγάλο τραῦμα. Καί
τό κεφάλι Του ἦταν λουσμένο στό αἷμα,
τό δέ πρόσωπό Του πρησμένο καί χτυπημένο.
Ποιός ἦταν; Ποιός ἦταν αὐτός;
- Ἄνθρωπε,
ποιός εἶσαι; Καί ἐσύ βάσταξες τόν σταυρό
σου καί δέν χωρίσθηκες ἀπό αὐτόν;
Νόμιζε
πώς ἦταν κάποιος ἄνθρωπος καί εἶχε
φορτωθεῖ κι ἐκεῖνος τόν σταυρό του.
- Ἀλλά
πῶς γίνεται νά εἶσαι κρεμασμένος στόν
Σταυρό Σου; Ἐγώ τόν κουβαλάω... Ἐσύ εἶσαι
πάνω ἐκεῖ καρφωμένος.
Αἷμα
ἔσταξε στήν καρδιά τοῦ ἁπλοϊκοῦ αὐτοῦ
ἀνθρώπου. Ἔνοιωσε τόση ἀγάπη καί οἶκτο
γι’ Αὐτόν πού ἔπασχε, πού τοῦ φαινόταν
πώς θά ἔδιδε καί τήν ζωή του, ἐάν μονάχα
θά μποροῦσε νά ἐξυπηρετήσει τόν πάσχοντα
καί νά τόν βοηθήσει. - Ἀλλά πῶς μπορεῖς
νά κρέμεσαι ἐκεῖ συνέχεια χωρίς τροφή;
Ἔλα κάτω, κατέβα ἀπό τόν σταυρό Σου καί
θά σοῦ δώσω ἐγώ νά φᾶς.
Μιλοῦσε
στόν Χριστό χωρίς νά ξέρει ὅτι εἶναι
ὁ Χριστός. Νόμιζε πώς εἶναι ἕνας ἁπλός
ἄνθρωπος. Ἔλα, τοῦ λέει, κατέβα. Πῶς
μένεις ἐκεῖ χωρίς φαγητό;
Γονατιστός, ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος ὕψωσε
τά χέρια του καί προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε
χωρίς νά σταματήσει.
- Κατέβα,
ἔλα σέ μένα. Δίδαξόν με πῶς καί ποῦ νά
βαστῶ τόν σταυρό μου. Μήπως πρέπει κι
ἐγώ νά σταυρωθῶ ἐπάνω του, ὅπως
σταυρώθηκες Ἐσύ;
Ἔτσι
προσευχόταν στόν Ἐσταυρωμένο γιά
μερικές ἡμέρες καί νύχτες, μέ ὅλη του
τήν καρδιά. Βλέπετε πόσο ἀγαποῦσε τόν
Χριστό, ἔ; Καί ἔπεσε κάτω μπροστά Του
καί ἔγινε μούσκεμα ἀπό τά δικά του
δάκρυα. Καί ὁ Ἐσταυρωμένος ἀκούγοντας
τίς προσευχές, ὑψωμένες πρός Αὐτόν ἀπό
τά βάθη τῆς καρδιᾶς αὐτοῦ τοῦ ἁπλοϊκοῦ
ἀνθρώπου, κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό!
Ἔγινε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα... καί δίδαξε
τόν ἁπλοϊκό πῶς νά βαστᾶ τόν σταυρό
του, γιά νά ἔλθει στήν Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν. Κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ
χωρίς τόν σταυρό του.
Ὁ Κύριος
ἀπεκάλυψε σ’ αὐτόν τόν ἁπλοϊκό τό
μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ
Θεός δηλαδή εἶναι τρία Πρόσωπα, ἀλλά
εἶναι ἕνας Θεός. Τοῦ ἀποκάλυψε τό
μυστήριο τῆς ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος,
τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. «Ἐγώ εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ
Οὐρανίου Πατρός καί ἔχω λυτρώσει τό
ἀνθρώπινο γένος μέ τόν Σταυρό Μου», τοῦ
λέει. «Κανείς δέν θά μπορέσει νά εἰσέλθει
στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν χωρίς τόν
σταυρό του. Κανείς δέν θά δεχθεῖ τήν
Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά
του χωρίς τόν σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ καί
χωρίς νά πλέξει γύρω του, σάν τριαντάφυλλα,
τά ἔργα τῆς ἀγάπης».
Ὁ
ἁπλοϊκός τά ἄκουγε ὅλα καί δέχθηκε τό
Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά του καί ὁ
Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε πώς σέ λίγες μέρες
θά ἀναχωρήσει γιά τή Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν. Τοῦ προεῖπε δηλαδή τό τέλος
του, νά ἑτοιμαστεῖ, γιατί θά πεθάνει,
θά πάει στόν Παράδεισο. Ὁ ἁπλοϊκός μέ
χαρά ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά τόν
θάνατο, προσευχόμενος ἀκατάπαυστα καί
εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά ὅλα. Ἐπίσης
ἀποκάλυψε στόν ἡγούμενο τήν ὥρα τοῦ
τέλους του. Τοῦ εἶπε πώς ἦρθε ὁ Χριστός
καί τοῦ ἀποκάλυψε ὅλα αὐτά καί τοῦ
εἶπε καί πότε θά πεθάνει, τήν ἡμέρα καί
τήν ὥρα. Ὁ ἡγούμενος ἔχυσε λίγα δάκρυα
καί τόν παρεκάλεσε νά πεῖ μερικές
προσευχές στόν Κύριο καί γι’ αὐτόν. Μέ
ὅλη του τήν καθαρή καρδιά ὁ ἁπλοϊκός
ἄρχισε νά μεσιτεύει πρός τόν Σωτῆρα
γιά τόν ἡγούμενο. Ὁ ἡγούμενος προφανῶς
εἶχε χρόνια στό μοναστήρι κι ὅμως δέν
εἶχε δεῖ αὐτό τό θαῦμα πού εἶχε δεῖ
αὐτός. Τί ἔλεγε τώρα στόν Χριστό;
- Πάρε
κι αὐτόν στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν,
ἀπόλυσέ τον ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη
ζωή.
- Ἀλλά,
γιατί πρέπει νά πάρω κι αὐτόν; Δέν εἶναι
ἀκόμα ἕτοιμος, λέει ὁ Χριστός.
- Ὤ! Πάρε
τον, χάριν τῆς ἀγάπης πού μοῦ ἔδειξε,
ὅταν μοῦ ἔδωσε διπλή μερίδα ψωμί καί
πού τό μισό ἔφερα σέ Σένα.
Γιατί,
ὅταν κατέβηκε ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό,
ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος τοῦ ἔδωσε καί τό
ψωμί του καί τό ἔφαγε ὁ Χριστός. Καί
τήν ἑπόμενη φορά ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔφερε
διπλή μερίδα, τοῦ λέει μία γιά σένα καί
μία γιά τόν Χριστό. Βλέπετε πόσο ταπεινός
εἶναι ὁ Χριστός μας ἔ; Κατέβαινε καί
ἔπαιρνε τό ψωμί ἀπό αὐτόν τόν ἁπλό
ἄνθρωπο, γιά νά μήν τόν στενοχωρήσει.
Γιά χάρη λοιπόν λέει αὐτῆς τῆς ἀγάπης,
πού ἔδειξε ὁ ἡγούμενος καί μοῦ ἔφερνε
διπλή μερίδα, μία γιά Σένα καί μία γιά
μένα, πάρε τον κι αὐτόν Βασιλεία
τῶν Οὐρανῶν.
- Κάμε
ἀγάπη σ’ αὐτόν, χάριν τῆς ἀγάπης πού
ἔκαμε σέ μένα. Πάρε τόν στήν Βασιλεία
τῶν Οὐρανῶν. Ὤ Κύριε, Θεέ μας, εἶσαι
ὁ Σωτῆρας μας, πού σταυρώθηκες γιά χάρη
μας, ἄκουσε τήν προσευχή μου. Μήν τόν
στερήσεις τῆς ἀνεκφράστου Σου Χάριτος
καί χαρᾶς.
Ὁ Κύριος
ἄκουσε τίς προσευχές τοῦ ἁπλοϊκοῦ
καί τοῦ ἀποκάλυψε τήν ὥρα τοῦ θανάτου
τοῦ ἡγουμένου καί ὁ ἁπλοϊκός τοῦ εἶπε
τήν ὥρα τοῦ τέλους του. Ὁ ἡγούμενος
ἄρχισε νά ἑτοιμάζεται γιά τήν μετάθεσή
του στήν αἰωνιότητα. Στήν ὁρισμένη
ἡμέρα καί ὥρα, ὁ ἁπλοϊκός ἐξεδήμησε
πρός τόν Κύριο καί μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες,
στήν ὁρισμένη ἡμέρα καί ὥρα, κοιμήθηκε
καί ὁ ἡγούμενος.
Βλέπετε;
Τί θαυμαστά πράγματα! Αὐτό εἶναι
πραγματικό γεγονός καί δείχνει πόσο
ἀρέσει στόν Χριστό μας ἡ ἁπλότητα. ἡ
καθαρότητα καί ἡ ἀγάπη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος
ἀγαποῦσε πολύ τόν Χριστό. Λέει: εἶπε
ὁ Χριστός νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας;
Τό πῆρε κατά γράμμα καί δέν ἄφηνε τόν
σταυρό του καί ἔφτασε τόσο πολύ ψηλά,
ὅπως εἴδαμε, πού ἀξιώθηκε νά δεῖ
ζωντανό τόν Χριστό, σ’ αὐτή τήν ζωή, νά
συνομιλήσει μαζί Του καί νά τόν πάρει
ὁ Χριστός μας στόν Παράδεισο. Καί μαζί
μ’ αὐτόν νά πάρει καί τόν ἡγούμενο.
Αὐτό λοιπόν μᾶς δίνει ἕνα μεγάλο
δίδαγμα... ἤ πολλά διδάγματα. Μπορεῖτε
νά μοῦ πεῖτε ἕνα δίδαγμα ἀπό ὅλα αὐτά
πού εἴπαμε;
- Τί μᾶς
διδάσκει αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος; Τί
νά θυμόμαστε; Τί νά κρατήσουμε ἀπό αὐτόν
τόν ἄνθρωπο; Τί ἀρέσει στόν Χριστό μας;
- Νά
καθόμαστε καλά καί νά μήν κάνουμε
ἀταξίες..
Νά
εἴμαστε ἁπλοί, ἔ; Νά εἴμαστε καλοί,
ὅπως ἤτανε αὐτός καλός.
Νά σᾶς
πῶ καί μία ἄλλη ἱστορία, πού εἶναι κι
αὐτή ὡραία, γιά νά δεῖτε τί σπουδαῖο
πράγμα εἶναι καί ἡ προσευχή, γιατί,
λέμε, πρέπει νά προσευχόμαστε συνέχεια.
Μά θά πεῖτε, εἶναι καί δύσκολο. Εἶναι
δύσκολο... ἀλλά ὑπάρχουν καί ἁπλές
προσευχές πού εἶναι εὔκολο νά τίς
μάθουμε καί νά τίς λέμε, ὅπως αὐτή πού
εἴπαμε προηγουμένως, τό «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησέ με». Ὑπάρχουν κι ἄλλες,
τό «Κύριε ἐλέησον», τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε
σῶσον ἡμᾶς»... Ἀκοῦστε λοιπόν..
Ἕνας
ἄνθρωπος ζοῦσε στή Ρώμη, ἦταν εὐλαβής,
πλούσιος καί λεγόταν Ἰωάννης. Αὐτός
πῆγε σ’ ἕνα μοναστήρι, ἀφιέρωσε ὅλα
τά ὑπάρχοντά του στόν Θεό
καί ἔγινε μοναχός. Ἀλλά ἦταν ἀγράμματος
καί δέν μποροῦσε νά τυπώσει στό μυαλό
του καμιά προσευχή. Δέν μποροῦσε νά
μάθει κάποια προσευχή ἀπ’ ἔξω. Μάταια
οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί προσπαθοῦσαν νά
τοῦ μάθουν γραφή καί ἀνάγνωση. Δέν
ἤξερε νά γράφει. Τοῦ ἑρμήνευαν ψαλμούς
καί εὐχές, μά ἐκεῖνος δέν μποροῦσε νά
μάθει τίποτα. Δέν κρατοῦσε τό μυαλό του
τίποτα. Ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά μάθει γιά
νά λέει συνέχεια.
Τότε,
ἕνας ἔμπειρος καί ἐνάρετος ἀδελφός,
ἀφοῦ τοῦ διάβασε ὅλες τίς εὐχές, μία
πρός μία, τόν ρώτησε ποιά ἀπ΄ ὅλες τοῦ
φαινόταν πιό ὡραία, γιά νά τήν μάθει.
Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τό «Χαῖρε Μαρία,
Χαῖρε Θεοτόκε Παρθένε». Ἔτσι ἔβαλαν
τά δυνατά τους οἱ μοναχοί καί τοῦ ἔμαθαν
αὐτόν τόν χαιρετισμό τοῦ Ἀγγέλου,
«Θεοτόκε Παρθένε, Χαῖρε κεχαριτωμένη
Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη,
σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός
τῆς κοιλίας σου ὅτι Σωτῆρα
ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Αὐτή τήν
μικρή προσευχή λοιπόν τήν ἔμαθε. Καί
τήν ἔμαθε τόσο καλά πού γέμισε ἡ ψυχή
του, τήν ἔλεγε συνέχεια. Ἐκτός ἀπό αὐτό
δέν ἔλεγε τίποτα ἄλλο. Συνέχεια
ἐπαναλάμβανε αὐτή τήν προσευχή.
Ἀδιάλειπτα προσευχόταν στήν Παναγία,
μέχρι τίς τελευταῖες ὧρες πού ἔβγαινε
ἡ ψυχή του. Ὅλη του τήν ζωή ἔλεγε αὐτή
τήν προσευχούλα στήν Παναγία.
Ὅταν
κοιμήθηκε, τόν ἐνταφίασαν σέ ἕναν
ἰδιαίτερο τόπο, γιατί τό λείψανό του
εὐωδίαζε, μύριζε πάρα πολύ ὡραῖα! Καί
μάλιστα ἡ εὐωδία δέν λιγόστεψε ἀπό
τήν ὥρα πού τόν ἐνταφίασαν ἀλλά συνεχῶς
αὔξανε. Ἐνῶ ἦταν μέσα στό χῶμα δηλαδή,
εὐωδίαζε πάρα πολύ καί οἱ μοναχοί πού
ἦταν ἐκεῖ, αἰσθανόντουσαν ἄρρητη
θυμηδία, εἶχαν πολύ μεγάλη χαρά.
Τήν
ἐνάτη μέρα, ὅταν τόν μνημόνευαν, ἔμειναν
ὅλοι ἔκπληκτοι βλέποντας τό ἑξῆς
θαῦμα. Στόν τάφο του, φύτρωσε ἔνας
ὡραιότατος κρίνος πού σέ κάθε του φύλλο
ἦταν γραμμένη ἡ εὐχή: Χαίρε Κεχαριτωμένη
Μαρία καί ἡ εὐωδία του ἦταν τέτοια,
πού δέν ἔμοιαζε μέ κανένα ἐπίγειο
ἄνθος.
Τότε, ὁ
ἡγούμενος βρῆκε τήν εὐκαιρία καί εἶπε
στούς Πατέρες: «Αὐτό τό ἐπέτρεψε ὁ
Θεός, γιά νά γνωρίσουμε τήν ἁγιότητα
πού ἔχει αὐτός ὁ μακάριος ἄνθρωπος
ἀλλά μαζί καί τόν πόθο πού ἔτρεφε στήν
Κυρία μας», τήν Παναγία! «Ὅμως, ἄς δοῦμε
καί τήν ρίζα αὐτοῦ τοῦ κρίνου γιά νά
καταλάβετε πόσο χαριτώνεται, ὅποιος
ἀγαπᾶ μ΄ ὅλη του τήν καρδιά τήν
Ἀειπάρθενο Μαρία». Ἔσκαψαν τότε μέ
προσοχή τόν τάφο καί βλέπουν ὅτι ὁ
κρίνος ἔβγαινε ἀπό τό στόμα τοῦ Ὁσίου!
Ἀπό τό στόμα πού προσευχότανε, ἀπό ἐκεῖ
ἔβγαινε ὁ κρίνος. Ὅλοι ἔνιωσαν ἕνα
δέος! Τότε ὁ ἡγούμενος πρόσταξε νά
κοιτάξουν πιό βαθιά, γιά νά βροῦν τήν
ρίζα αὐτοῦ τοῦ κρίνου. Μέ ἔκπληξη
εἶδαν ὅλοι ὅτι ἡ ρίζα αὐτοῦ τοῦ
κρίνου, βρισκόταν, ποῦ; Στήν καρδιά τοῦ
ὁσίου(!), στήν ὁποία ἦταν καί ἱστορισμένη
ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου! Στήν
καρδιά του εἶχε ζωγραφιστεῖ ἡ εἰκόνα
τῆς Παναγίας!
Μετά
ἀπό αὐτήν τήν θαυμάσια ἀποκάλυψη
ἔκαναν Λιτανεία καί πῆραν τόν ἱερό
ἐκεῖνο κρίνο καί τόν φύλαξαν μαζί μέ
τά Ἅγια Λείψανα. Ὅλοι τόν τιμοῦσαν
αὐτόν τόν ὅσιο, γιατί τούς θύμιζε τά
θαυμάσια πού ἀξιώνονται, ὅσοι σέβονται
καί ἀγαποῦν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας,
πού ἀδιάλειπτα προσεύχεται στόν Θεό
μας, ἀγωνιώντας γιά τήν σωτηρία μας!
Βλέπετε πόση Χάρη ἔχει καί ἡ Παναγία
μας! Γι’ αὐτό πρέπει νά προσευχόμαστε
καί στήν Παναγία καί νά τήν παρακαλοῦμε
συνεχῶς καί στόν Κύριό μας Ἰησοῦ
Χριστό.
Νά
κρατήσουμε, λοιπόν, παιδιά μου, κάτι καί
ἀπό αὐτή τήν ἱστορία. Τί νά θυμόμαστε
ἀπό αὐτή τήν ἱστορία μέ τόν κρίνο; Τί
λέτε; Τί μᾶς διδάσκει αὐτή ἡ ἱστορία;...
Πόση δύναμη ἔχει ἡ προσευχή! Βλέπετε;
γιατί κι αὐτό εἶναι πραγματικό
περιστατικό.
- Παππούλη...
καί τή μαμά μου τή λένε Μαρία!
Τήν λένε
Μαρία, ἀλλά νά μοιάσουμε ὅλοι στήν
Παναγία, ὄχι νά ἔχουμε μόνο τό ὄνομα.
Καί μερικούς τούς λένε Μάριο, Παναγιώτη...
ὁ καθένας ἔχει κι ἕνα ὄνομα.
- Ξέρετε
γιατί τό ἔχουμε τό ὄνομα; Τί μᾶς θυμίζει
τό ὄνομά μας;
Μᾶς
θυμίζει τόν Ἅγιό μας καί θά πρέπει νά
μοιάσουμε στόν Ἅγιό μας. Ὁ Χαράλαμπος,
ἄς ποῦμε, ὅταν ἀκούει τό ὄνομά του,
θά πρέπει νά θυμᾶται τήν ζωή τοῦ Ἁγίου
Χαραλάμπους καί νά τοῦ μοιάσει. Γι’
αὐτό, πρέπει ὅλοι νά διαβάσουμε τή ζωή
τοῦ Ἁγίου μας, νά ξέρουμε πῶς ἔζησε ὁ
Ἅγιός μας καί νά προσπαθήσουμε νά τόν
μιμηθοῦμε. Καί νά ξέρετε οἱ Ἅγιοι
εἴχανε συνεχή προσευχή, πολλή ἀγάπη
στόν Θεό, πολλή ταπείνωση καί πολλή
ἄσκηση. Αὐτά εἶναι τά χαρακτηριστικά
ὅλων τῶν ἁγίων, πολλή ἀγάπη, πολλή
ταπείνωση καί συνεχή νηστεία, προσευχή
καί ἄσκηση. Ἔτσι θά ἁγιάσουμε κι ἐμεῖς
παιδιά.
Νά
μοιάσουμε λοιπόν σ’ αὐτούς τούς καλούς
ἀνθρώπους. Καί στόν πρῶτο πού ἀξιώθηκε
νά δεῖ τόν Χριστό καί νά πάρει τήν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τόσο γρήγορα, ἔ; Ἐνῶ
δέν ἤξερε τίποτα, σέ τόσο μικρό χρονικό
διάστημα πῆγε στόν Παράδεισο καί πῆρε
μαζί του καί τόν ἡγούμενο. Καί τόν ἄλλον
ἄνθρωπο πού προσευχόταν συνεχῶς στήν
Παναγία. Γι’ αὐτό δέν εἶναι τό ζητούμενο
νά ξέρουμε πολλές προσευχές καί πολλές
θεολογίες, ἀλλά νά κάνουμε πολλή προσευχή
καί ν’ ἀγαπήσουμε πολύ τόν Θεό καί τήν
Παναγία.
Γιά νά
ποῦμε τώρα κάτι πιό βαθύ. Τί λέτε;
- Ἡ
ἁπλότητα εἶναι ἀρετή;
Ἤ μήπως
εἶναι καί λίγο χαζομάρα, βλακεία...;
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος διάβασε αὐτό τό ρητό
τοῦ Κυρίου, πού λέει «ὅστις θέλει ὀπίσω
μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν
καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί
ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Αὐτό εἶναι
στήν ἀρχαία γλώσσα. Οὐσιαστικά αὐτό
εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά νά γίνει κανείς
μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος, λέει ὁ
Κύριος, θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, νά
γίνει μαθητής Μου, θά πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ
τόν ἑαυτό του, εἶναι τό πρῶτο, νά σηκώσει
τόν σταυρό του καί νά Μέ ἀκολουθήσει.
Δέν ξέρω, ἄν ἔχετε ἀναρωτηθεῖ ποτέ τί
σημαίνουν αὐτά τά λόγια... γιατί βλέπετε,
ὁ Χριστός μας ὅ,τι λέει πρέπει νά τό
κάνουμε.
Αὐτός
ὁ ἁπλός ἄνθρωπος δέν ἤξερε Θεολογία,
ἀλλά τό πῆρε κατά γράμμα καί σκέφτηκε,
γιά νά λέει ὁ Χριστός πρέπει νά ἔχουμε
τόν σταυρό μας καί νά τόν σηκώνουμε, θά
φτιάξω ἕναν σταυρό καί θά τόν σηκώνω!
Ὁ Χριστός καί αὐτό ἀκόμα δέν τό
παρεξήγησε... νά πεῖ, τί κάνει τώρα αὐτός;
Ἐγώ ἄλλο ἐννοοῦσα... Οἱ Ἅγιοι Πατέρες
τό ἔχουνε ἑρμηνεύσει τί σημαίνει νά
ἀρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά σηκώσεις
τόν σταυρό σου. Δέν ἐννοεῖ ὁ Χριστός
φυσικά νά φτιάξεις ἕναν ξύλινο σταυρό
καί νά τόν κουβαλᾶς στήν πλάτη σου, ὅπως
ἔκανε αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος. Τί
ἐννοοῦσε ξέρετε;.. Δέν ξέρει κανένας;
- Τί θά
πεῖ τό πρῶτο α΄: ὅποιος θέλει νά Μέ
ἀκολουθήσει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του;
Ποιός θέλει νά μιλήσει; Αὐτά εἶναι πολύ
βασικά πράγματα. Εἶναι ἡ προϋπόθεση
γιά νά γίνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ.
Δέν θέλουμε νά γίνουμε μαθητές τοῦ
Χριστοῦ; Νά Τόν ἀκολουθήσουμε, νά
σωθοῦμε; Λέει ὁ Χριστός, γιά νά γίνεις
μαθητής Μου, πρέπει νά κάνεις αὐτά τά
τρία πράγματα. Ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος τό
πῆρε κατά γράμμα, φορτώθηκε τόν σταυρό,
σώθηκε. Ἀλλά φυσικά δέν ἐννοεῖ αὐτό
ὁ Χριστός... κάτι ἄλλο ἐννοεῖ, παρόλο
πού κι αὐτό τό ἁπλό τό δέχτηκε.
- Ἀπάρνηση
τοῦ ἑαυτοῦ μας τί σημαίνει; Νά ἀρνηθῶ
τόν ἑαυτό μου;
Νά
διαγράψω τό ὄνομά μου, ἄς ποῦμε, ἀπό
τήν ταυτότητά μου; Ὅπως κάποιος νέος
πού ἤξερα, πού ἐπειδή θύμωσε, ἔσκισε
τήν ταυτότητά του. Αὐτό εἶναι νά ἀρνηθῶ
τόν ἑαυτό μου; Τί σημαίνει;
Τό
θέλημα. Γιατί κυρίως ἑαυτός μας, αὐτό
πού μᾶς χαρακτηρίζει, τί εἶναι καί μᾶς
ξεχωρίζει ἀπό τά ζῶα ἄς ποῦμε; Καί τά
ζῶα ἔχουνε σῶμα καί τά ζῶα ἔχουνε
αἰσθήσεις καί τά ζῶα τρῶνε, κοιμοῦνται,
ἀναπνέουν..
- Τί εἶναι
αὐτό πού μᾶς ξεχωρίζει ἀπ’ τά ζῶα;
- Ψυχή;
Ἡ ψυχή
καί ὅλα τά ἰδιώματα τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα
εἶναι ποιά; Βασικά εἶναι δύο. Αὐτό πού
λέμε κατ’ εἰκόνα, ὅτι εἴμαστε κατ’
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ
πού ἔχουμε μόνο οἱ ἄνθρωποι καί δέν
τό ἔχουν τά ζῶα εἶναι ἡ λογική καί τό
ἄλλο στοιχεῖο πού ἔχουμε ἡ ἐλευθερία,
τό αὐτεξούσιο. Τά ζῶα δέν ἔχουν
αὐτεξούσιο, ἔχουν μόνο ἔνστικτα. Οὔτε
λογική φυσικά ἔχουνε. Αὐτό εἶναι πού
μᾶς ξεχωρίζει ἀπό τά ζῶα. Αὐτό σοῦ
λέει ὁ Χριστός νά τό ἀρνηθεῖς. Τί
σημαίνει τώρα νά τό ἀρνηθεῖς; Νά τό
διαγράψεις; Ὄχι, δέν μπορεῖς, ἀλλά
μπορεῖς νά τό δώσεις στόν Χριστό. Τήν
λογική σου, τήν κρίση σου, τήν σκέψη σου,
τά θελήματά σου, ὅλη σου τήν ψυχή, νά
τήν καταθέσεις στόν Χριστό καί νά πεῖς:
Χριστέ μου, ἐγώ δέν θέλω τίποτα γιά
μένα, τίποτα τό δικό μου, θέλω ὅ,τι θέλεις
Ἐσύ. Ἔτσι ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας,
ἀρνούμαστε τίς ἐπιθυμίες μας, τά
θελήματά μας. Κάθε μέρα στό Πάτερ ἡμῶν
δέν τό λέμε; Τί λέμε στόν Θεό; Γεννηθήτω
τό θέλημά μου; Τό θέλημά Σου δέν λέμε;
Ἐκφράζουμε ἀκριβῶς αὐτή τήν ἐπιθυμία
νά ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Κυρίως
ἑαυτός μας εἶναι τό θέλημά μας, παιδιά.
Τό θέλημά μας εἶναι, τό αὐτεξούσιο, ἡ
ἐλευθερία. Αὐτό σοῦ λέει ὁ
Χριστός νά τό ἀφήσεις σέ Μένα. Αὐτό πού
καί ὁ Ἴδιος ἔκανε στήν ἀγωνιώδη
προσευχή Του στήν Γεθσημανή καί εἶπε
στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του «μή τό
ἐμόν, ἀλλά τό σόν θέλημα γενέσθω». Ἐνῶ,
ὡς ἄνθρωπος, εἶπε στόν Πατέρα «εἰ
δυνατόν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον
τοῦτο» (Ματθ. 26,39), ἄν εἶναι δυνατόν νά
φύγει ἀπό Μένα αὐτό τό ποτήρι τό πικρό,
τοῦ θανάτου. Ἀλλά στό τέλος εἶπε «πλήν
οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ». Αὐτή
εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, παιδιά.
Τώρα
εἶναι καλοκαίρι. Τό θέλημά σου τί σοῦ
λέει; Ἐνῶ ξέρεις ὅτι πρέπει νά κάνεις
προσευχή, νά κάνεις ὑπακοή, νά δώσεις
τόν χρόνο σου στόν Θεό κ.λ.π. σοῦ λέει
ἄσε αὐτά καί πήγαινε νά παίξεις, πήγαινε
νά γλεντήσεις, πήγαινε νά μιμηθεῖς τί
κάνει ὁ κόσμος, ἄσε αὐτά πού λέει ὁ
Χριστός... Ἐδῶ κρινόμαστε παιδιά. Αὐτό
σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας: ἀφήνω τά δικά μου θελήματα, τά ἐγωιστικά,
τά κοσμικά, τά φίλαυτα, τήν ραθυμία, τήν
τεμπελιά... καί ρίχνομαι στήν ἐργασία
γιά τόν Χριστό ὑπακούοντας στίς ἐντολές
τοῦ Χριστοῦ.
- Σήμερα
τά παιδιά τί λένε κατεξοχήν;
Βαριέμαι,
βαριέμαι, βαριέμαι.. Ἔτσι δέν λένε τά
παιδιά; Μπορεῖ νά τό λέτε κι ἐσεῖς.
- Γιατί βαριόμαστε τό ἔχετε σκεφτεῖ; Γιατί βαριοῦνται τά παιδιά; Εἶναι φυσιολογικό αὐτό, ὑγιές;
- Γιατί βαριόμαστε τό ἔχετε σκεφτεῖ; Γιατί βαριοῦνται τά παιδιά; Εἶναι φυσιολογικό αὐτό, ὑγιές;
Ὄχι,
εἶναι ἄρρωστο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
φτιαγμένος νά ζεῖ, νά κινεῖται, νά
χαίρεται, νά εἶναι γεμάτος ζωή,
δραστηριότητα. Δέν εἶναι φτιαγμένος
γιά νά βουλιάζει σέ μιά ἀπραξία ἤ νά
κάνει ἔτσι ἀνούσια πράγματα, γιά νά
γεμίζει τό κενό του. Γιατί δέν ἔχουμε
αὐτή τήν ζωή, αὐτή τήν δράση τήν
οὐσιαστική; Γιατί δέν ἔχουμε, παιδιά,
τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουμε Χάρη. Τήν
πήραμε μέν στό βάπτισμα, ἀλλά τήν ἔχουμε
μπαζωμένη, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
Καί αὐτή ἡ Χάρις εἶναι πού μᾶς δίνει
ζωή ἀληθινή. Εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός αὐτή
ἡ Χάρις. Χωρίς τόν Θεό δέν ἔχεις ζωή
καί νιώθεις ἀνίκανος γιά ὁτιδήποτε.
Σοῦ δίνει ὁ κόσμος κάτι εὐχάριστο στίς
αἰσθήσεις, τό παίρνεις μιά, τό παίρνεις
δυό, τό παίρνεις τρεῖς, μετά κόρος.. τό
βαριέσαι. Μετά θέλεις κάτι ἄλλο. Τό
κάνεις καί τό ἄλλο, τό τρῶς κ.λ.π. τό
βαριέσαι κι αὐτό. Γιατί ἡ ψυχή δέν
γεμίζει μ’ αὐτά. Ἡ ψυχή εἶναι φτιαγμένη
γιά τόν Θεό, ζητάει τόν Θεό, ζητάει τήν
ὄντως Ζωή, που εἶναι ὁ Θεός. Ὅσο λοιπόν
ἐμεῖς δέν κάνουμε αὐτή τήν κίνηση, ν’
ἀρνηθοῦμε ὅλα αὐτά τά μάταια, τά χαζά,
τά κοσμικά, πού ἁπλῶς ἱκανοποιοῦν τίς
αἰσθήσεις ἀλλά ἀμέσως μετά σοῦ φέρνουν
τήν βαρεμάρα, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε
τήν Ζωή, πού δέν βαριέσαι ποτέ!
Γι’
αὐτό ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἡ ἀγάπη
στόν Θεό δέν ἔχει κόρο. Ξέρετε τί θά πεῖ
κόρος; Κορεσμός, βαρεμάρα.. τό βαριέσαι,
τό μπουχτίζεις. Στόν Θεό δέν ὑπάρχει
κόρος. Ἐνῶ στά πράγματα τοῦ κόσμου,
στό καλύτερο φαγητό ἤ στό καλύτερο
σπόρ, ὁτιδήποτε, τό βαριέσαι, γιατί δέν
εἶναι αὐτό πού θά σοῦ γεμίσει τελικά
τήν ψυχή. Καί τήν κενοδοξία νά τήν
ἱκανοποιήσεις, θά δεῖς κάποια στιγμή
πώς δουλεύεις στήν ματαιότητα καί αὐτοί
πού σέ χειροκροτοῦνε, πίσω ἀπό τήν
πλάτη σου οἱ ἴδιοι σέ βρίζουνε καί σέ
εἰρωνεύονται. Καί λές γιά αὐτά ἀγωνίζομαι;
Ἀξίζει; Δέν άξίζει. Ἐνῶ ὁ Θεός ποτέ
δέν σέ ἀπαξιώνει. Καί ἕνα ποτήρι πικρό
ὕδωρ, λέει, νά δώσεις, θά πάρεις μισθό.
Κι αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος μέ αὐτή τή
μικρή θυσία πού ἔκανε, συνεπέστατα
ὅμως, κέρδισε τόν Παράδεισο. Πολύ γρήγορα
πῆγε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γι’
αὐτό, παιδιά, σημασία ἔχει ν’ ἀγαπήσουμε
τόν Χριστό. Κι αὐτή ἡ ἀγάπη δέν σοῦ
φέρνει ποτέ βαρεμάρα. Καί τώρα πού ἔχετε
διακοπές, εἶναι εὐκαιρία νά δοθεῖτε
λίγο, νά προσπαθήσετε νά ἀγαπήσετε τόν
Χριστό. Νά ξυπνήσουμε αὐτή τή ζωή πού
ἔχουμε μέσα μας. Τήν ἔχουμε τήν ζωή,
εἶναι τό Βάφτισμα, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πού πήραμε στό Χρίσμα ἀλλά
χρειάζεται λίγο νά προσπαθήσουμε, νά
προσευχηθοῦμε, νά νηστέψουμε, νά
διαβάσουμε, νά μελετήσουμε. Νά κόψουμε
τό θέλημά μας, αὐτό εἶναι τό βασικό,
καί νά κάνουμε ὑπακοή. Ὁ Πνευματικός
μᾶς ἔχει πεῖ νά κάνουμε κάποιον κανόνα,
νά κάνουμε κάθε μέρα κάποιους κόπους.
Νά λές τήν εὐχή, νά κάνεις λίγες μετάνοιες,
νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο... Τά κάνεις
αὐτά; Αὐτά εἶναι τό ἐλάχιστο γιά νά
ἔχεις μέσα σου τήν ζωή καί νά μήν
βαριέσαι. Νά μή βαρεθεῖς καί τήν ἴδια
σου τή ζωή, ὅπως τά περισσότερα παιδιά
σήμερα, πού φτάνουν στό τέλος νά πηδᾶνε
στούς καταρράκτες.
- Ξέρετε
πόσα παιδιά πηδᾶνε στούς καταρράκτες
καί ἐδῶ στήν Ἔδεσσα καί σκοτώνονται;
Αὐτοκτονοῦν. Αὐτό εἶναι ὑγιές; Ὄχι,
ἀρρώστια εἶναι καί δείχνει κάτι, ὅτι
τά παιδιά ἔχουν βαρεθεῖ τή ζωή τους
καί τό θεωροῦν καί κατόρθωμα... , γιατί
ἔτσι τούς λέει ὁ διάβολος, ὅτι εἶναι
μεγάλο κατόρθωμα αὐτό, νά αὐτοκτονήσεις.
Γιατί ὁ διάβολος εἶναι ἀνθρωποκτόνος,
μισεῖ τόν ἄνθρωπο. Καί ὅσο ἐσύ δέν
ἀρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου, τόν κακό ἑαυτό
σου, τά πάθη σου, τόσο σέ γραπώνει. Σέ
κυριεύει, σέ κυριεύει καί σέ ρίχνει,
μέχρι νά σέ σκοτώσει. Κι ἄν δέν τά
καταφέρει βιολογικά, σέ σκοτώνει ψυχικά.
Βλέπετε,
ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο πρῶτα πέθανε
πνευματικά-ψυχικά καί μετά ἀπό ἐννιακόσια
χρόνια πέθανε καί σωματικά. Ἄν δέν ἔκανε
τήν ἁμαρτία, τήν παρακοή, δέν θά πέθαινε.
Τό ξέρετε; Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα δέν θά
πέθαιναν ποτέ. Εἶχαν τήν ἀθανασία
δυνάμει. Ἄν ἔκαναν τήν ὑπακοή, θά τήν
εἶχαν καί ἐνεργεία. Δέν εἶχαν ὅμως
ὑπακοή, δέν θέλησαν ν’ ἀρνηθοῦν τό
φίλαυτο θέλημά τους καί νά ποῦνε, θά
κάνω ὑπακοή στόν Θεό. Ὄχι, λένε, νά
δοκιμάσουμε αὐτό πού λέει ὁ ὄφις. Ὁ
ὄφις τί τούς ἔταξε; Τούς λέει: τώρα, τί
κάνετε ὑπακοή στόν Θεό; Ἀκοῦστε ἐμένα
καί θά περάσετε καλά. Φᾶτε αὐτό τό
φροῦτο, δεῖτε τί ὡραῖο πού εἶναι καί
θά γίνετε θεοί κατευθείαν, χωρίς ὑπακοές
καί τέτοια πράγματα..
- Ἔγιναν
θεοί;
Ὄχι. Τί
ἔγιναν; Θνητοί. Πέθαναν.
- Βλέπετε
ποῦ πάει ἡ παρακοή;
Στόν
θάνατο. Ἐνῶ ὅταν κανείς ἀρνεῖται τό
θέλημά του, κάνει ὑπακοή δηλαδή στόν
Θεό, πάει στή ζωή. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι
Πατέρες εἶπαν: ὑπακοή=ζωή, παρακοή=θάνατος.
Αὐτό εἶναι ἐξίσωση, εἶναι μαθηματικά.
Δέν θέλω
νά σᾶς πῶ ἄλλα καί νά σᾶς κουράσω.
Κρατῆστε τα αὐτά. Ἔχετε στόν νοῦ σας:
ἡ ὑπακοή στόν Θεό φέρνει ζωή, παιδιά.
Ἡ παρακοή στόν Θεό καί ὑπακοή στά
θελήματά μας φέρνει θάνατο καί μιά μορφή
θανάτου εἶναι αὐτή ἡ βαρεμάρα πού ἔχει
πέσει σήμερα στούς ἀνθρώπους, πού δέν
ἔχουν νόημα ζωῆς. Ἡ ζωή δέν ἔχει ἔννοια
μετά...δέν γεμίζει μέ τίποτα. Καί οἱ
φιλόσοφοι σήμερα στήν Εὐρώπη ὡς τό
κύριο πρόβλημα τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου
αὐτό ἐντοπίζουνε, ὅτι ἡ ζωή τους δέν
ἔχει νόημα. Δέν ξέρουν, γιατί ζοῦν οἱ
ἄνθρωποι, δέν βρίσκουν περιεχόμενο στή
ζωή καί λένε, γιατί νά ζῶ; Γι’ αὐτό καί
ἔφτασαν νά νομιμοποιήσουν καί τήν
εὐθανασία. Ξέρετε τί εἶναι ἡ εὐθανασία.
Σοῦ κάνουν μία ἔνεση καί πεθαίνεις.
Δέν τήν κάνεις μόνος σου. Πηγαίνεις στό
νοσοκομεῖο καί στήν κάνουν, γιά νά ἔχεις
τάχατες ἀξιοπρεπή θάνατο. Ἐκεῖ τούς
πάει ὁ διάβολος, σέ μιά ἔμμεση αὐτοκτονία.
Ἔ, σοῦ λέει, δέν ὑπάρχει τίποτα... ζήσαμε
ὅ,τι ζήσαμε, τώρα νά μήν ἔχουμε καί
πόνους.. νά φύγουμε μιά ὥρα ἀρχύτερα...
Βλέπετε;
Στήν ἀπελπισία καί στήν αὐτοκτονία
ὁδηγεῖ ἡ μή ἀγάπη στόν Θεό.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου