Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας [ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης], ήρθε μία κοπέλα από την Αυστραλία για να τον επισκεφθεί. Δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει. Όταν ήρθε στο μοναστήρι, είδε ότι έξω δεν υπήρχε κόσμος, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και ανέβηκε τροχάδην επάνω στο κελλάκι του. Είδε, παραδόξως, τον Γέροντα να κάθεται στο κρεβάτι, μίλησε μαζί του αρκετή ώρα, είπε ό,τι ήθελε να πει, πήρε τις απαντήσεις και πολύ χαρούμενη, κατέβαινε την σκάλα.
Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μια αδελφή. Εν τω μεταξύ η πόρτα ήταν κλειστή. Της λέει: «Εσύ πώς βρέθηκες μέσα; Πώς μπήκες;». Λέει: «Να, δεν είχε κόσμο έξω, βρήκα την πόρτα ανοιχτή και ανέβηκα επάνω και μίλησα του Γέροντα. Δεν είχε κανέναν». Της λέει: «Μα πώς; Μίλησες στον Γέροντα;». Λέει: «Ναι». «Μα ο Γέροντας» της λέει «έχει πεθάνει». «Τι λες; Αφού ο Γέροντας είναι επάνω!».
Και γυρίζει απότομα πάλι επάνω τροχάδην, να δει τον Γέροντα. Ανεβαίνει επάνω, άδειο το κελλί, στρωμένο το κρεβατάκι του… Και τότε ξέσπασε σε λυγμούς, που αυτή είχε δει τον Γέροντα και μίλησε, ενώ ήδη ο Γέροντας είχε κοιμηθεί.
Από το βιβλίο της Πορφυρίας Μοναχής, “Μαθητεία στον Γέροντα Πορφύριο”, των εκδόσεων “Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου