Ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ Ἡσυχαστικὴ Ἁγιορείτικη Παράδοση
Ήταν Ἠπειρώτης στήν καταγωγή. Γεννήθηκε τό 1913 στήν Φορτῶσα, ἕνα χωριό τῶν Ἰωαννίνων, ἀπό τόν Δημήτριο καί τήν Χρυσαυγή. Οἱ γονεῖς του ἦταν ταπεινοί καί πτωχοί ἀλλά πιστοί καί εὐγενεῖς. Τόν βάπτισαν δίδοντάς του τό ὄνομα Νικόλαος καί τόν ἀνέθρεψαν μέ τήν ἁπλή, παραδοσιακή εὐλάβεια τῆς ὑπαίθρου. Ἔμαθε λίγα γράμματα καί βοηθοῦσε τούς γονεῖς του στίς ποικίλες δουλειές τοῦ σπιτιοῦ. Σάν παιδί εἶχε ἕνα ἀτύχημα. Βρέθηκε ξαφνικά στά πόδια ἑνός ταύρου καί αὐθόρμητα ἐπικαλέστηκε τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας. Ὁ ταῦρος πέρασε ἀπό πάνω του χωρίς νά πάθη ὁ ἴδιος κάτι. Ἔκτοτε θεωροῦσε τήν Παναγία μας προστάτιδά του.
Σέ μία γωνιά ἑνός δρόμου τόν βρῆκε ὁ Ἀρχιμ. Ἱερώνυμος, Ἡγούμενος τότε τῆς Σιμωνόπετρας, πολύ ἐνάρετος καί πνευματικός. Στήν πρόσκληση τοῦ μικροῦ νά ἀγοράση κουλούρια τοῦ λέει χαριτολογώντας: «Ἐγώ ἐσένα θέλω, ὄχι τά κουλούρια», καί ἀγόρασε κουλούρια. Διακρίνοντας βαθειά τίς ἀναζητήσεις του, τοῦ μίλησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τήν Παναγία μας, γιά τούς ἁγίους, τούς ἀσκητές, τούς μοναχούς, τήν Σιμωνόπετρα, κι ἔτσι ἄναψε ἀπό τότε μέσα του μία καινούργια φωτιά, τήν ὁποία διατηροῦσε ἀναμμένη μέ τίς μετέπειτα συναντήσεις του μέ τόν ἅγιο γέροντα Ἱερώνυμο στό Μετόχι τῆς Μονῆς, στήν Ἀνάληψη Βύρωνος, ὅταν αὐτός κατέβαινε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά ἐξομολόγηση.
Βρῆκε κάποιον τρόπο κι ἔφθασε μέχρι τήν Θεσσαλονίκη κι ἀπό ἐκεῖ μέ τά πόδια στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔκανε τρεῖς μέρες δρόμο. Γιά νά μπῆ ὅμως στό Ἅγιον Ὄρος ἔπρεπε νά ἔχη τά ἀπαραίτητα «χαρτιά», πιστοποιητικόν γεννήσεως, ταυτότητα κ.λπ. Αὐτός δέν τά εἶχε κι ἐπειδή ἦταν καί «παιδί» δέν τόν ἄφηναν οἱ Ἀρχές νά μπῆ. Τότε αὐτός, ὡς Ἠπειρώτης πού ἦταν σκληραγωγημένος, γενναιόψυχος καί ἄφοβος, μπῆκε ἀπό τήν Βόρεια πλευρά τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τά πόδια καί διά ξηρᾶς ἔφθασε στήν Σιμωνόπετρα τό 1929, ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό τόν γέροντα Ἱερώνυμο.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅμως ἐπικρατοῦσε στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ἐπάρατος «τοπικισμός». Τό κάθε Μοναστήρι εἶχε μοναχούς μόνον ἀπό τήν ἴδια τοπική περιφέρεια. Ἄν κάποιος ἀπό ἄλλο μέρος πήγαινε νά μονάση, ἔστω κι ἄν τόν χρειάζονταν, δέν τόν κρατοῦσαν. Ἀλλά κι ἄν προσωρινά τόν κρατοῦσαν, λόγῳ τῶν πολλῶν ταπεινωτικῶν χλευασμῶν, τόν ἀνάγκαζαν νά φύγη. Ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ γέροντος Ἀρσενίου, ὅταν τό Μοναστήρι, λόγῳ τοῦ ἡμερολογιακοῦ, πέρασε μία βαθειά κρίση, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά διώξουν τόν ἡγούμενο Ἱερώνυμο, παρ᾿ ὅλη τήν πνευματικότητά του καί τήν οὐσιαστική του συμβολή στήν ἐπάνδρωση τῆς Μονῆς, τότε ὁ μέν π. Ἱερώνυμος βρέθηκε ἐξόριστος στήν Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου καί ἀπό ἐκεῖ στό Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως, τά δέ πνευματικά του παιδιά «καλογέρια του», πού δέν ἦταν Μικρασιάτες, βρέθηκαν ἐκτός Μονῆς. Ὁ πατήρ Ἀρσένιος, νέος μοναχός τότε, βρέθηκε στά Καυσοκαλύβια, ὅπου ἄκουσε ὅτι ἦταν ἅγιοι μοναχοί καί ἀσκητές, στήν Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στήν ὑπακοή τοῦ γέροντος Μιχαήλ.
Ἡ ζωή σέ μία Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι σκληρή καί ἐπίπονη. Μόνος του ὁ μοναχός θά πρέπει νά κάνη τίς περισσότερες ἐργασίες καί, μάλιστα, ἄν ἡ Συνοδεία εἶναι λίγα ἄτομα, τό πιό πολύ βάρος τό σηκώνει ὁ νεώτερος, ὅπως καθημερινές ἀκολουθίες, προσωπικός κανόνας, τά τρέχοντα ζητήματα καί διακόνημα–ἐργόχειρο γιά τά πρός τό ζῆν.
Στήν Καλύβη πού πῆγε ὁ π. Ἀρσένιος εἶχαν ὡς διακόνημα νά κάνουν κουτάλια ξύλινα. Εὔκολα ἔμαθε τήν τέχνη, ἀλλά ὅσο μάθαινε τήν τέχνη καί τήν δούλευε, τόσο ἡ φλόγα τῆς ἀσκήσεως ἔσβηνε μέσα του. Ἔκρυψε λοιπόν τήν σπίθα τῆς ἀσκήσεως στήν προσδοκία καλυτέρων ἡμερῶν.
Ὁ πόλεμος ὅμως τοῦ 1940 καί ἡ ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἡ πεῖνα, ἡ μή πώληση τῶν ἐργοχείρων κ.λπ. ἀνάγκασε τούς ἀσκητές νά βγοῦν σέ ἀναζήτηση τοῦ «ἐπιουσίου ἄρτου». Ὁ Θεός μέσα στό κακό τοῦ πολέμου εὐλόγησε τήν σοδειά τοῦ χρόνου ἐκείνου καί τά ἐλαιόδενδρα εἶχαν πολύν καρπό. Οἱ ἀσκητές λοιπόν ἦλθαν στά Μοναστήρια, πῆραν μέρη τοῦ ἐλαιῶνος καί τά δούλευαν «μισιακά», 50–50. Ὁ π. Ἀρσένιος μετά ἀπό 10 χρόνια ξαναβρέθηκε στήν ἀγαπημένη του Σιμωνόπετρα. Ἐργάσθηκε καί, ὅταν τελείωσε ἡ ἐλαιοσυγκομιδή, ζήτησε νά μείνη γιά πάντα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπό τό Μοναστήρι αὐτό ξεκίνησε καί τό ἔνιωθε πάντα σάν τήν μετάνοιά του. Οἱ παλαιοί πατέρες, λίγοι–λίγοι, εἶχαν «φύγει» γιά τόν Οὐρανό καί οἱ ἐναπομείναντες, βλέποντας τήν ἔλλειψη τῶν ἀνθρώπων, τόν κράτησαν πρός μεγάλη χαρά αὐτοῦ καί ἀνακούφιση αὐτῶν.
Πάλι ὅμως ἡ ἐσωτερική κατάσταση τοῦ Μοναστηριοῦ τήν ἐποχή αὐτή δέν ἦταν καλή. Λόγῳ τῶν Γερμανῶν εἶχε φύγει ὁ ἡγούμενος Καισάριος καί τό Μοναστήρι περνοῦσε δύσκολες μέρες. Ὁ π. Ἀρσένιος πέρασε ἀπό πολλά διακονήματα. Ἔκανε στήν Ἐκκλησία, στό Ἀρχονταρίκι, στήν Τράπεζα, στόν Ἀρσανᾶ, στήν Δάφνη. Παντοῦ ἐργαζόταν μέ προθυμία, ἀλλά ὅπως ἔλεγε, χωρίς πνευματική ἐνασχόληση κι ἐμβάθυνση. «Ὅ,τι γίνεται σήμερα. Ἔχει ὁ Θεός γιά τήν αὔριο». Ἡ σπίθα τῆς ἀσκήσεως, γιά τήν ὁποία ξεκίνησε, ἦταν βαθειά σκεπασμένη στήν στάκτη τοῦ περισπασμοῦ τῆς καθημερινότητος καί κινδύνευε νά σβήση παντελῶς. Μέσα ὅμως σέ ὅλη τήν παραζάλη τῆς ἀκαταστασίας, ὁ Θεός μέ κάποια δικά Του σημάδια, τοῦ ἔδειχνε τήν παρουσία Του, τήν πρόνοιά Του καί τήν προσδοκία τῆς ἐπιστροφῆς του στόν πρῶτο σκοπό τῆς ἀναχωρήσεώς του, κατά τό τοῦ Μεγάλου Ἀρσενίου, «Ἀρσένιε, δι᾿ ὅ ἐξῆλθες».
Ἦταν Ἀρσανάρης καί βγῆκε γιά ψάρεμα. Κάποια στιγμή ἔνιωσε τήν βάρκα ἀκυβέρνητη καί χωρίς νά ὑπακούη στίς προσπάθειές του. Τό ρεῦμα τῆς θάλασσας τόν παρέσερνε κι ὅλο ἀπεμακρυνόταν ἀπό τήν στεριά. Νύχτωσε. Ἔχασε κάθε ἐπαφή. Τότε στράφηκε ἔνδακρυς πρός τήν προστάτιδά του τήν Θεοτόκο καί τόν ἅγιο Νικόλαο, τοῦ ὁποίου τό παρεκκλήσιο ὑπάρχει στόν Ἀρσανᾶ καί καθημερινῶς τοῦ ἄναβε τό κανδήλι. Ζήτησε τήν βοήθειά τους καί ἀνελπίστως βρέθηκε ἀνοικτά στόν Ἀρσανᾶ ὄχι τῆς Μονῆς, ἀλλά αὐτόν τῆς Δάφνης.
Τά χρόνια περνοῦσαν καί ἐκεῖνος συνέχισε νά ζῆ μέ πλήρη πνευματική ἀδιαφορία. «Οὔτε καί τά στοιχειώδη καλογερικά δέν ἔκανα», ἔλεγε. Ἡ καλογερική ζωή θέλει νά ἔχη συνεχῆ προτροπή παραδείγματος, λόγου, προσπαθείας. Ὅπως μία φωτιά, ἄν σταματήσης νά τήν τροφοδοτῆς, σβήνει, ἔτσι καί ἡ καλογερική, ἄν λείψουν τά ἀνωτέρω, ἐπικρατεῖ ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀκηδία, ἡ παράλυση, ὁ θάνατος.
Διηγεῖτο ὁ ἴδιος τήν ἔξοδό του ἀπό τήν πνευματική ἀδιαφορία καί τήν ἔνταξή του στό καλογερικό πρόγραμμα. Ἔγινε μέ θαυμαστό τρόπο κατά παραχώρηση Θεοῦ. Γνώριζε ὁ Θεός τά βάθη τῆς ψυχῆς του καί δέν ἤθελε νά χαθῆ. Φρόντισε λοιπόν γιά τήν ἔξοδό του.
«Ἤμουν Οἰκονόμος στήν Δάφνη. Ἐποχή πού εἶχε πολλούς ἐργάτες, γιατί δέν εἶχε ”ἀνοίξει” ἀκόμη ἡ Γερμανία. Δέν θέλανε πολλά γιά νά βοηθοῦν στίς διάφορες ἐργασίες. Ἔκανα κήπους, εἶχα κότες, πολλά αὐγά καί πετεινάρια. Τά πουλοῦσα καί μέ τά χρήματα πού ἔπαιρνα πλήρωνα τούς ἐργάτες κι ἔκανα στά δόντια χρυσῆ στεφάνη. Ἦτο τότε “τῆς μόδας”, γιά νά μήν χαλοῦν τά δόντια. Ἀσκητική ζωή καθόλου. Ἀπό τήν καλοπέραση ”ἐπαχύνθην… καί ἀπελάκτισα τόν Ἠγαπημένον”.
»Μετά μέ κάλεσαν καί ἀνέλαβα τραπεζάρης. Καί πάλι λίγη ἐργασία. Δέν ἤμασταν πολλοί πατέρες. Πολύς χρόνος ἐλεύθερος. Ἡ ”ἀργία μήτηρ πάσης κακίας”. Θυμήθηκα τά παιδικά μου χρόνια στό χωριό πού ἔπιανα πουλιά μέ παγίδες. Τά πάθη καί οἱ ἀδυναμίες εἶναι φιλεπίστροφα. Ἔτσι λοιπόν ξαναδοκίμασα κι ἔπιασα μία μέρα 2–3 ἀγριοπερίστερα. Τά ἔβρασα. Ὁ κάθε κοινοβιάτης μποροῦσε νά ἔχη μία γκαζιέρα μέ πετρέλαιο, γιά νά κάνη κάποιο ζεστό στίς ”ἐνάτες”, δηλαδή στήν μονοφαγία τῆς Δευτέρας, Τετάρτης καί Παρασκευῆς. Ἐγώ τήν χρησιμοποίησα γιά νά βράσω τά θηράματά μου. Ἀφοῦ τά ἔφαγα, ἤπια κρασί κι ἔπεσα νά κοιμηθῶ. Ἐκεῖ πού μέ πῆρε ὁ ὕπνος ἔνιωσα ἕνα βάρος στήν κοιλιά μου καί μία δυσφορία. Σάν νά ἦρθε κάποιος καί νά ἔκατσε πάνω μου. Ἀνοίγω τά μάτια μου καί τί νά δῶ! Ἦτο ὁ ”ἔξω ἀπό δῶ” διάβολος, μέ μία ἄσχημη μορφή, μάτια κατακόκκινα καί δυό κέρατα στό κεφάλι. Μέ κοίταξε καί μέ κορόϊδευε βγάζοντας τήν γλῶσσα ἔξω καί γελώντας σαρκαστικά. Ἐγώ φοβήθηκα, προσπαθοῦσα νά ἀπαλλαγῶ διά τῆς προσευχῆς, ἀλλά τίποτε. Στό τέλος κάνοντας τόν σταυρό μου ἔγινε ἄφαντος ὁ τρισκατάρατος.
»Σηκώθηκα συγκλονισμένος. Ἔτρεμα ὁλόκληρος. Ἔνιωσα ἐκείνη τήν στιγμή ὅτι, ἄν πέθαινα, θά κολαζόμουν. Τά εἶχα χαμένα. Δέν ἤξερα τί πρέπει νά κάνω, ἀπό ποῦ νά ζητήσω βοήθεια. Σέ αὐτήν τήν κατάσταση μέ εἶδε ὁ γερω–Ἀθανάσιος, ἀδελφός κατά σάρκα τοῦ γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Τόν εἴχαμε προσλάβει ὡς διαβαστή λόγῳ λειψανδρίας. Μισθωτός ἐφημέριος, μισθωτός διαβαστής, μισθωτοί… δέν προλαβαίναμε διαφορετικά.
http://www.orthodoxia- ellhnismos.gr/2019/01/blog- post_46.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου