Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Παραλειφθείς. Κυρ. ζ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Ῥωμ. ιε΄ 1-7).
Ρωμ. 15,1 Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν.
Ρωμ. 15,1 Ημείς δε, οι προωδευμένοι και φωτισμένοι εις την πίστιν και την αρετήν, έχομεν υποχρέωσιν να ανεχώμεθα και να υπομένωμεν τας πνευματικάς ασθενείας των αδυνάτων αδελφών, να μη φερώμεθα δε με αυταρέσκειαν και να μη επιζητούμεν ο,τι ευχαριστεί τον ευατόν μας.
Ρωμ. 15,2 ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν·
Ρωμ. 15,2 Ο καθένας σας ας προσπαθή να αρέση στον πλησίον του, όχι δια λόγους κολακείας και ιδιοτελείας, αλλά δια να τον υποβοηθή στο καλόν και να τον οικοδομή εις την πνευματικήν ζωήν.
Ρωμ. 15,3 καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
Ρωμ. 15,3 Διότι και ο Χριστός δεν επιζητούσε ο,τι ήτο αρεστόν και ευχάριστον στον εαυτόν του, αλλ' εμόχθησε και εθυσιάσθη και υπέμεινε ταλαιπωρίας και εξευτελισμούς δια τους άλλους, όπως άλλωστε είναι γραμμένον και εις την Παλαιάν Διαθήκην· “Οι εμπαιγμοί και αι ύβρεις εκείνων, που σε βλασφημούν, ω Πατερ, έπεσαν επάνω εις εμέ”.
Ρωμ. 15,4 ὅσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν.
Ρωμ. 15,4 Αυτό δε αναφέρεται και εις ημάς, διότι όσα κατά το παρελθόν έχουν γραφή εις την Αγίαν Γραφήν, εγράφησαν προς νουθεσίαν και ημών, ίνα με την υπομονήν και την παρηγορίαν και την ενίσχυσιν των Αγίων Γραφών κρατούμεν και έχωμεν πάντοτε ζωντανήν την ελπίδα.
Ρωμ. 15,5 ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν,
Ρωμ. 15,5 Ο δε Θεός, ο οποίος είναι η πηγή και ο δοτήρ της παρηγορίας και της ενισχύσεως, εύχομαι να σας δώση να έχετε το ίδιο φρόνημα μεταξύ σας, τας αυτάς πεποιθήσεις και κατευθύνσεις σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού,
Ρωμ. 15,6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ρωμ. 15,6 δια να δοξάζετε όλοι μαζή με ένα στόμα και με μια καρδία τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ρωμ. 15,7 διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ.
Ρωμ. 15,7 Ακριβώς δε αυτό και σας παρακαλώ να δέχεσθε με αγάπην και καλωσύνην και να εξυπηρετήτε με προθυμίαν ο ένας τον άλλον, όπως ακριβώς και ο Χριστός σας εδέχθη με άπειρον αγάπην ως αδελφούς του εις δόξαν του Θεού.
Μαρκ. 5,1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν.
Μαρκ. 5,1 Και ήλθον στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την χώραν των Γεργεσηνών.
Μαρκ. 5,2 καὶ ἐξελθόντας αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ,
Μαρκ. 5,2 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν από το πλοίον, τον απάντησε κάποιος άνθρωπος, που ήρχετο από τα μνημεία, κυριευμένος από πνεύμα ακάθαρτον.
Μαρκ. 5,3 ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι,
Μαρκ. 5,3 Αυτός τόπον κατοικίας και παραμονής είχε τα μνήματα και κανείς δεν ημπορούσε ούτε με σιδερένιες αλυσίδες να τον κρατήση δεμένον.
Μαρκ. 5,4 διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι·
Μαρκ. 5,4 Διότι πολλές φορές τον είχαν δέσει με δεσμά εις τα πόδια και με σιδερένιες αλυσίδες εις τα χέρια και αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα δεσμά και κανείς δεν είχε την δύναμιν να τον δαμάση.
Μαρκ. 5,5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις.
Μαρκ. 5,5 Και συνεχώς νύκτα και ημέραν ήτο εις τα μνήματα και τα όρη, εφώναζε, κατέκοπτε και κατεπλήγωνε τον ευατόν του με λίθους.
Μαρκ. 5,6 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν,
Μαρκ. 5,6 Οταν δε είδε τον Ιησούν από μακρυά, έτρεξε προς αυτόν και τον επροσκύνησε.
Μαρκ. 5,7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς.
Μαρκ. 5,7 Και αφού εκραύγασε με μεγάλην φωνήν είπε· ποία σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ εμού και σου, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού να μη με βασανίσης”.
Μαρκ. 5,8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου.
Μαρκ. 5,8 Διότι ο Ιησούς έλεγεν εις αυτό· “το πνεύμα το ακάθαρτον έβγα από τον άνθρωπον αυτόν”.
Μαρκ. 5,9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν.
Μαρκ. 5,9 Και ηρώτησεν αυτόν· ποίον είναι το όνομά σου;” Και εκείνο απεκρίθη και είπε· “λεγεών είναι το όνομά μου, διότι είμεθα πολλοί εδώ μέσα”.
Μαρκ. 5,10 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας.
Μαρκ. 5,10 Και παρακαλούσε τον Ιησούν, με πολλάς παρακλήσεις, να μη τους διώξη έξω από την χώραν αυτήν.
Μαρκ. 5,11 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει·
Μαρκ. 5,11 Ευρίσκετο δε εκεί πλησίον στο όρος ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων, που έβοσκε.
Μαρκ. 5,12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν.
Μαρκ. 5,12 Και παρεκάλεσαν αυτόν όλοι οι δαίμονες και είπαν· “στείλε μας να μπούμε εις αυτούς τους χοίρους”.
Μαρκ. 5,13 καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ.
Μαρκ. 5,13 Και τους επέτρεψε αμέσως ο Ιησούς και αφού εξήλθαν τα ακάθαρτα πνεύματα, εμπήκαν στους χοίρους και όλο το κοπάδι ώρμησε ασυγκράτητο επάνω στον κρημνόν και έπεσε εις την θάλασσαν. Ησαν δε περίπου δύο χιλιάδες οι χοίροι και επνίγοντο μέσα εις την θάλασσαν. (Και έτσι ετιμωρήθησαν οι Γεργεσηνοί, οι οποίοι έτρεφαν χοίρους, μολονότι το απηγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος).
Μαρκ. 5,14 καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός.
Μαρκ. 5,14 Και οι χοιροβοσκοί (κυριευμένοι από θαυμασμόν και τρόμον δια τα δύο καταπληκτικά θαύματα, που είδαν) έφυγαν και ανήγγειλαν το γεγονός εις την πόλιν και εις όσους ευρήκαν εις τα χωράφια· και εβγήκαν οι κάτοικοι να ιδούν, τι είναι αυτό που συνέβη.
Μαρκ. 5,15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν.
Μαρκ. 5,15 Ερχονται πλησίον του Ιησού και βλέπουν τον δαιμονιζόμενον να κάθεται ντυμένος και με πλήρες το λογικόν του, αυτόν που είχε προηγουμένως τον λεγεώνα των δαιμονίων. Και εφοβήθησαν.
Μαρκ. 5,16 καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων.
Μαρκ. 5,16 Εκείνοι δε που είχαν ίδει τι συνέβη με τον δαιμονιζόμενον και τους χοίρους, τα διηγήθηκαν εις αυτούς.
Μαρκ. 5,17 καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.
Μαρκ. 5,17 Επειδή δε εφοβήθησαν και δια τας άλλας παραβάσστου Μωσαϊκού νόμου, ήρχισαν να παρακαλούν τον Ιησούν να αναχωρήση έξω από τα σύνορά των.
Μαρκ. 5,18 καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ.
Μαρκ. 5,18 Οταν δε ο Ιησούς ανέβαινε στο πλοίον, τον παρακαλούσε ο τέως δαιμονισμένος να του επιτρέψη να τον ακολουθήση και να μένη μαζή του.
Μαρκ. 5,19 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε.
Μαρκ. 5,19 Ο Ιησούς όμως δεν τον αφήκεν, αλλά του είπε· “πήγαινε στο σπίτι σου προς τους δικού σου και να διηγηθής όσα ο Κυριος σου έκαμε και πόσο σε ηλέησε”.
Μαρκ. 5,20 καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον.
Μαρκ. 5,20 Και πράγματι εκείνος επέστρεψε και ήρχισε να κηρύσση προς τας δέκα ελληνικάς πόλεις, που ευρίσκοντο ανατολικά του Ιορδάνου, όσα ο Ιησούς έκαμεν εις αυτόν· και όλοι εθαύμαζαν.(Ευεργετημένοι πνευματικώς και υλικώς από τον Κυριον έχομεν καθήκον να διηγούμεθα εις όλους τα μεγαλεία του).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου