Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Πέμ. λδ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Ἰωάν. α΄ 8 - β΄ 6).
Α Ιω. 1,8 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.
Α Ιω. 1,8 Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτίαν, εξαπατώμεν τους εαυτούς μας και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει μέσα μας.
Α Ιω. 1,9 ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας.
Α Ιω. 1,9 Εάν όμως, με αυτογνωσίαν και συναίσθησιν της ενοχής μας, ομολογούμεν τας αμαρτίας μας, είναι αξιόπιστος ο Θεός, δια την τήρησιν της υποσχέσεώς του περί της αφέσεως των αμαρτιών μας, είναι δε και δίκαιος, ώστε βάσει της θυσίας του Υιού του, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν.
Α Ιω. 1,10 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.
Α Ιω. 1,10 Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτήσει, είναι ως εάν να διαψεύδωμεν τον Θεόν (ο οποίος βεβαιώνει εις την Αγία Γραφήν ότι· Παντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός). Και εν τοιαύτη περιπτώσει ο λόγος και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει έντος ημών.
Α Ιω. 2,1 Τεκνία μου, ταῦτα γράφω ὑμῖν ἵνα μὴ ἁμάρτητε· καὶ ἐάν τις ἁμάρτῃ, παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα, Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον·
Α Ιω. 2,1 Παιδάκιά μου, αγαπητά μου παιδιά, σας τα γράφω αυτά, δια να αποφύγετε την αμαρτίαν. Εάν όμως κανείς παρασυρθή και αμαρτήση, ας μη απελπισθή κάτω από το βάρος της αμαρτίας. Διότι έχομεν πλησίον του ουρανίου Πατρός μεσίτην και συνήγορον απείρου αξίας, καθό απολύτως δίκαιον και αναμάρτητον, τον Ιησούν Χριστόν.
Α Ιω. 2,2 καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου.
Α Ιω. 2,2 Και αυτός με την λυτρωτικήν του θυσίαν εξιλεώνει τον Θεόν δια της αμαρτίας μας· και όχι μόνον δια τας ιδικά μας αμαρτίας, αλλά και δια τας αμαρτίας όλου του κόσμου (εφ' όσον όλος ο κόσμος ήθελε πιστεύσει εις αυτόν).
Α Ιω. 2,3 Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν.
Α Ιω. 2,3 Και δια τούτο ακριβώς, διότι εθυσίσε τον ευατόν του, ίνα ημείς λάβωμεν εξιλέωσιν των αματιών μας, γνωρίζομεν τον Χριστόν και συνδεόμεθα με αυτόν. Από αυτήν δε την στενήν γνωριμίαν και σχέσιν πληροφορούμεθα, ότι τον έχομεν γνωρίσει καλώς, εάν τηρούμεν τας εντολάς του.
Α Ιω. 2,4 ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστί, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν·
Α Ιω. 2,4 Εκείνος που λέγει, έχω γνωρίσει πλέον και συνδεθή με τον Θεόν, αλλά δεν τηρεί τας εντολάς αυτού, αυτός είναι ψεύστης και δεν υπάρχει μέσα του η αλήθεια.
Α Ιω. 2,5 ὃς δ᾿ ἂν τηρῇ αὐτοῦ τὸν λόγον, ἀληθῶς ἐν τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τετελείωται. ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ ἐσμεν.
Α Ιω. 2,5 Εκείνος όμως που υπηρετεί το θέλημα του Χριστού, αισθάνεται και έχει βεβαίαν την πληροφορίαν, ότι πράγματι η αγάπη του Θεού υπάρχει πλήρης και τελεία μέσα του. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον και γνωρίζομεν, ότι είμεθα ηνωμένοι με αυτόν.
Α Ιω. 2,6 ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν.
Α Ιω. 2,6 Εκείνος που λέγει, ότι μένει και ζη εν τω Χριστώ, έχει καθήκον να ζη και φέρεται, όπως έζησε και συμπεριεφέρθη μεταξύ μας ο Χριστός.
Μαρκ. 13,31 ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται.
Μαρκ. 13,31 Ο ουρανός και η γη, που σας φαίνωνται τόσο σταθερά και αμετακίνητα, θα περάσουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα περάσουν, αλλά θα πραγματοποιηθούν ακριβώς.
Μαρκ. 13,32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ.
Μαρκ. 13,32 Ως προς δε την ημέραν εκείνην η την ώραν, που θα γίνη η δευτέρα παρουσία, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ούτε οι άγγελοι που είναι στον ουρανόν ούτε ο Υιός, ως άνθρωπος, ειμή μόνον ο Πατήρ. (Ο Υιός, ως Θεός λόγος γνωρίζει τα πάντα και τον χρόνον της δευτέρας παρουσίας).
Μαρκ. 13,33 Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν.
Μαρκ. 13,33 Προσέχετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε· διότι δεν γνωρίζετε πότε είναι καιρός της παρουσίας του Κυρίου.
Μαρκ. 13,34 ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν, καὶ ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ.
Μαρκ. 13,34 Και δια να ενοήσετε καλύτερον, θα συμβή κάτι ανάλογον με ένα ξενητεμένον άνθρωπον, ο οποίος αφήκε το σπίτι του, εξουσιοδότησε τους δούλους του να το χρησιμοποιούν και στον θυρωρόν έδωσε την εντολήν να είναι άγρυπνος και να περιμένη. (Ετσι και ο Μεσσίας, ετακτοποίησε τα της Εκκλησίας του και έχει δώσει εντολήν να είναι όλοι άγρυπνοι και έτοιμοι, δια να τον υποδεχθούν, όταν έλθη).
Μαρκ. 13,35 γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ·
Μαρκ. 13,35 Αγρυπνείτε λοιπόν και προσέχετε, διότι δεν γνωρίζετε πότε ο κύριος του σπιτιού έρχεται, αργά το βραδύ η το μεσονύκτιον η τα χαράματα, όταν θα λαλούν οι πετινοί η το πρωϊ.
Μαρκ. 13,36 μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας.
Μαρκ. 13,36 Αγρυπνείτε, μήπως τυχόν έλθη αιφνιδίως και σας εύρη να κοιμάσθε.
Μαρκ. 13,37 ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε.
Μαρκ. 13,37 Αυτά δε που λέγω εις σας, τα λέγω εις όλους. Γρηγορείτε”.
Μαρκ. 14,1 Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν.
Μαρκ. 14,1 Επειτα από δύο ημέρας, ήτο Πασχα και τα άζυμα. Και εζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, πως με απάτην και χωρίς θόρυβον να τον πιάσουν και να τον θανατώσουν.
Μαρκ. 14,2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ.
Μαρκ. 14,2 Ελεγαν δε να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν, μήπως και γίνη θόρυβος και ταραχή του λαού (δεδομένου, ότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που εθαύμαζαν και εσέβοντο και περιεστοίχιζαν τον Χριστόν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου