Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.
Παρασκευή 10 Μαΐου 2013
Περί τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (mp3)- Θαύματα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
Θαύματα λοιπόν πολλά και μεγάλα εγίνοντο, όχι μόνον εις τον καιρόν του Βασιλέως Λέοντος, του κτήτορος του ναού Αυτής της Ζωηφόρου Πηγής, αλλά και μετά ταύτα ετελούντο έτι περισσότερα. Ο μέγας Ιουστινιανός, ο ευσεβέστατος Βασιλεύς Ρωμαίων, έπεσε ποτε εις πάθος δυσουρίας δεινόν και ανίατον, και απελπισθείς από τους ιατρούς, και από πάσαν άλλην ανθρωπίνην βοήθειαν, προσέδραμεν εις την Ζωοδόχον Πηγήν και Πανάχραντον· και προσπεσών εις την Ιεράν και σεβασμίαν εικόνα Της, εδέετο θερμώς περί του πάθους του.Έπειτα απελθών εις την Πηγήν του αγιάσματος, και μετά πίστεως λαβών ύδωρ εκ του αγιάσματος, έπιε, και παρευθύς (ώ, των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) ιατρεύθη τελείως, και τόσον έγινεν υγιής, και δύναμιν τοσαύτην ανέλαβεν, ωσάν να μην είχε τελείως ασθένειαν. Όθεν και αυτός θέλωντας ν’ αποδώση την ευχαριστίαν τη Ευεργέτιδι Θεοτόκω, εμεγάλωσε τον Ναόν της. Τούτο δε ποιήσας εφάνη η Θεοτόκος αυτώ κατ’ όναρ, και είπέ του· Βασιλεύ, δεν είναι δίκαιον και πρέπον να χαλάσης άλλου ανθρώπου μνημόσυνον, αμή εάν θέλης ν’ αποδώσης προς τον Υιόν μου και Κτίστην πάσης κτίσεως πρέπουσαν την ευχαριστίαν, έγειρε ναόν επ’ ονόματι της του Θεού Σοφίας, και κάμε τον όσον δύνασαι μεγάλον, διά να συνάζεται εκεί λαός πολύς· και αφιέρωσέ τον εις το Πατριαρχείον, διά να ακούη το συναθροιζόμενο πλήθος τα θεία λόγια από τον Πατριάρχην να ωφελήται· και να είναι και εις ιδικόν σου ακατάπαυστον μνημόσυνον. Διά δε τον Ναόν οπού εμεγάλωσες, όχι μόνο ολίγον μισθόν θέλεις έχει, διά το αλλότριον μημόσυνον, αλλά και μετ’ ου πολύ θέλει κατεδαφισθή υπό σεισμού ούτος διά τάς αμαρτίας του λαού και των εν αυτώ προσεδρευόντων πνευματοκαπήλων και αισχρουργών ανθρώπων. Όθεν και ο πιστότατος Βασιλεύς, ευεπειθής γενόμενος εις την προσταγήν της Θεοτόκου, ήγειρεν εκείνον τον παμμεγέθη, περιβόητον και περικαλλέστατον Ναόν της του Θεού Σοφίας, του οποίου το κάλλος και το μέγεθος κηρύττονται εις όλον τον κόσμον, ωσάν οπού κατά πολύ αυτός υπερβαίνει εκείνο τον εν Ιερουσαλήμ θαυμαστόν Ιερόν, το υπό του Σολομώντος οικοδομηθέν. Διά τούτο και ο Βασιλεύς Ιουστινιανός, αφού τον είδε τελειωμένον, και εις τόσον κάλλος και ωραιότητα τετειχισμένον, εκραύγασεν εν αγαλλιάσει· «Νενίκηκά σε, Σολομών!» Ο Ναός λοιπόν εκείνος της Ζωδόχου Πηγής οπού, ως είπομεν, εμεγάλωσεν ο Ιουστινιανός, μετά παρέλευσιν καιρού, σεισμού γενομένου, κατέπεσε· διότι αφήσαντες οι άνθρωποι να πανηγυρίζουν εις αυτόν με ύμνους και δοξολογίας, άρχισαν (καθώς και σήμερον κάμνουν) να εορτάζουν με χορούς και παιγνίδια, με τραγούδια και μέθαις, με αισχρουργίαις και ασελγίαις. Ομοίως και οι παραμένοντες εις τον άγιον εκείνον Ναόν αφήσαντες να διδάσκουν τον λαόν τάς εντολάς του Χριστού, και να τους εμποδίζουν να απέχουν εκ τούτων των ματαίων, εξεδόθησαν όλως δι’ όλου εις τον χρηματισμόν, συγκοινωνούντες αλλοτρίοις αμαρτήμασι διά τούτο και αγανακτήσασα η Θεοτόκος, ου μόνον εσήκωσε την χάριν της εκείθεν προς καιρόν, αλλά και τον Ναόν τελείως κατέσεισε και κατηδάφισε. Μετά δε παρέλευσιν καιρού ικανού, βασιλεύσας ο αοίδιμος Βασίλειος ο Μακεδών και ακούσας τα θαύματα οπού εγίνοντο παρά της Ζωοδόχου Πηγής, και μαθών την αιτίαν του χαλασμού, βουλήν βουλεύεται αγαθήν και θεάρεστον, διά να φέρη το τοιούτον προσκύνημα των ευσεβών εις την προτέραν πνευματικήν κατάστασιν. Όθεν ανήγειρε τον Ναόν εις το πρώτον μέγεθος και κάλλος, κοσμήσας αυτόν και με διάφορα αφιερώματα, καθώς και ο πρώτος κτήτωρ αυτού· και εκλέξας άνδρας σοφούς και επιστήμονας, και προς τα θεία ευλαβείς, και αρετών εργάτας, Ιερείς δηλαδή, Ιεροδιακόνους, Αναγνώστας, και Ψάλτας, και Νεωκόρους, τους έβαλεν εις αυτόν· οι οποίοι όντες δούλοι Θεού, ησχολούντο όλως διόλου εις το έργον του Κυρίου, ου μόνον διά λόγου διδάσκοντες τον λαόν τα ιερά λόγια του Ευαγγελίου, αλλά και εμπράκτως δείχνοντες αυτά, γενόμενοι τύπος και καλόν παράδειγμα εις όλους. Διά τούτο και πάλιν επέβλεψεν η Θεοτόκος επί τον άγιόν της Ναόν, και εις το ιερόν της αγίασμα, και ήρξαντο να τελούνται θαυμάσια άπειρα, και οι άνθρωποι να τελούν καθημερινάς πανηγύρεις και εορτάς, με ύμνους, με δοξολογίας, με ολονυκτίους δεήσεις και αγρυπνίας, με χαράν ψυχής και πνεύματος αγαλλίασιν, παρακινούμενοι από τε τάς διά λόγου και δι’ έργου διδασκαλίας των ιερών εκείνων ανδρών, των παραμενόντων εν τώ σεβασμίω Ναώ. Ούτω λοιπόν ο βασιλεύς Βασίλειος, ευλαβής ων προς τα θεία, έχαιρεν ευφραινόμενος με την καλήν κατάστασιν του μνημοσύνου του. Βλέπων δε τα άπειρα και υπερφυά θαύματα της Παντανάσσης Θεοτόκου, εζήτησε με το μέσον των αγίων εκείνων ανδρών, να του χαρίση η Πολυεύσπλαγχνος παιδίον αρσενικόν· το οποίον του εδόθη διά την πίστιν του· και γεννήσας άρρεν, το ωνόμασε Λέοντα, εις το όνομα του πρώτου κτήτορος της Ζωοδόχου Πηγής. Λέγω, δηλαδή, εγέννησε τον Σοφόν Λέοντα, τον ποιητήν των Εωθινών, ο οποίος αναλαβών την βασιλείαν, μετά τον θάνατον του πατρός του, έδειξε μεγάλην ευλάβειαν εις την Ζωοδόχον Πηγήν· διά τούτο και τα θαύματα επερίσσευσαν εις τον καιρόν του. Δαιμόνια εξαβάλλοντο, νόσοι εδιώκοντο, τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν, πτωχοί ευηγγελίζοντο και άλλα μυρία εγίνοντο καθ’ εκάστην· έκαστος δηλαδή των ευσεβών ελάμβανε την χάριν κατά την πίστιν του· και η πρώτη γυνή τούτου του σοφού Λέοντος, η αγία, λέγω, Θεοφανώ, πεσούσα εις ασθένειαν πυρετού λαύρου, ευθύς οπού έπιε με την καλήν της πίστιν από το ιαματικόν εκείνο αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, ηλευθερώθη της δεινής ασθενείας και τελείως υγίανεν. Αλλά δή και αυτός ο Βασιλεύς Λέων, περιπεσών εις την αφόρητον νόσον της λιθιάσεως, ήτοι του φιάγγου, από την οποίαν εις κίνδυνον ήλθε μεγάλον, οπού και από τους ιατρούς απελπίσθη, και εις θάνατον απεφασίσθη, κατά την Διακαινήσιμον εβδομάδα. Τότε λοιπόν η Θεοσεβεστάτη Βασίλισσα την παρά των ιατρών ακούσασα απόφασιν, και τον καλόν της σύζυγον και Βασιλέα βλέπουσα τα λίσθια πνέοντα, πιστεύουσα δε ότι τα παρά τοίς ανθρώποις αδύνατα, να είναι δυνατά παρά τη Μητρί του Παντοδυνάμου Θεού, προσέπεσεν εις την άχραντον Εικόνα της, και μετά δακρύων και σταγμών καρδίας επεκαλείτο την Βασίλισσαν πάσης κτίσεως, να χαρίση την ζωήν του επιγείου Βασιλέως· και ταύτα μέν η καλή σύζυγος και Βασίλισσα. Η δε φιλεύσπλαγχνος Μήτηρ του Φιλανθρώπου Θεού, δυσωπηθείσα από τα άμετρα δάκρυα και την θερμήν δέησιν της Βασιλίσσης, πέμπει την ίασιν παρ’ ελπίδα· και εκεί οπού προσηύχετο η Θεοφανώ, ήκουσε φωνήν λέγουσα· «Μή λυπήσαι, Θεοφανώ, διά την ασθένειαν του Βασιλέως και συζύγου σου, και σήμερον έρχεται το ιατρικόν του βότανον». Όθεν περιχαρής γενομένη, και πιστεύσασα έδραμε προς τον ασθενή, και ευρίσκει τους ιατρούς οπού εσυμβουλεύοντο να τον σχίσουν, ωσάν οπού είδον πώς πλέον δεν έμεινεν άλλο, παρά αυτή η επικίνδυνος θεραπεία. Ταύτα δε ακούσασα η Βασίλισσα, τους εμπόδισε λέγουσα· Έχετε ολίγην υπομονήν, και ιδού στέλνει η Κυρία μου Θεοτόκος άλλο θαυμαστόν ιατρικόν, και θέλει τον ιατρεύσει· και μετ’ ολίγον εκεί οπού επρόσμεναν τον θάνατον του Βασιλέως, φθάνει η Νεωκόρος της Ζωοδόχου Πηγής, Αγάθη ονομαζομένη, βαστάζουσα κεράμιον γεμάτον από το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, και λέγει προς την Βασίλισσαν· Σήμερον εκεί οπού εσκούπιζα τον Ναόν της Θεοτόκου, ήκουσα φωνήν αοράτως λέγουσάν μοι· Αγάθη, λάβε εις αγγείον ύδωρ από την Πηγήν μου, και δράμε ταχέως προς τον Βασιλέα Λέοντα οπού κινδυνεύει εις θάνατον, και δός του να πίη και θέλει ιατρευθή· ότι βοά προς με μετά δακρύων πολλών η αγαπημένη μου Θεοφανώ. Ταύτα ακούσασα η Βασίλισσα, και πιστεύσασα έλαβε το αγίασμα μετά χαράς και ποτίσασα τον Βασιλέα, ευθύς (ώ των υπερφυών σου Θαυμάτων Παντάνασσα!) εθεραπεύθη, και της κλίνης ηγέρθη όλος υγιής, μή έχων ουδέν λείψανον της ασθενείας εκείνης της ανιάτου. Τούτο πάντας εξέπληξε, και πάντας εις υμνωδίαν και εις ευχαριστίαν της κοινής Ευεργέτιδος παρεκίνησε. Τότε δε τη προστάξει του Βασιλέως, ετελέσθη εορτή χαρμόσυνος κατά την Παρασκευήν της Διακαινησίμου, καθ’ ήν εγένοντο και τα εγκαίνια του Ναού τούτου· και έκτοτε επεκράτησε να τελήται η εορτή αύτη κατά την Διακαινήσιμον Παρασκευήν, με μόνην ίσως την Αναστάσιμον ακολουθίαν. Ύστερον, δε ως φαίνεται, κελεύσει Συνοδική, προσετέθη και η ακολουθία της Ζωοδόχου Πηγής, ποιηθείσα παρά του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθοπούλου. Μετά δε τον θάνατον της αγίας Θεοφανούς, ατέκνου αποθανούσης, έλαβεν ο Βασιλεύς άλλην γυναίκα νόμιμον, Ζωήν ονομαζομένην. Μή τεκνογονών δε και με αυτήν, εφάνη καλόν να προσπέσουν αμφότεροι εις την βοήθειαν της ταχείας αντιλήψεως της Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας· και δή, απελθόντες εις τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, και λειτουργηθέντες, και των Αχράντων Μυστηρίων μεταλαβόντες, και φιλοτιμίαν και δωρεάν μεγάλην ποιήσαντες εις τον Ναόν της Θεοτόκου και εις τους παρευρεθέντες εκείσε πτωχούς και ασθενείς, έπιον και εκ του σεπτού αγιάσματος, και ούτως επέστρεψαν εις τα βασίλεια· και εκεί δε έκαμαν ημέρας τεσσαράκοντα νηστεύοντες και προσευχόμενοι, παρακαλούντες την Θεοτόκον να τους χαρίση τέκνον, και της Βασιλείας διάδοχον. Ο δε ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν Θεός, βλέπων την πίστιν και την ταπείνωσίν τους, και επικαμφθείς εις την μεσιτείαν της Παναχράντου αγίας Αυτού Μητρός, επλήρωσε την καλήν τους αίτησιν, και συλλαβούσα η Ζωή, έτεκε Κωνσταντίνον τον Πορφυρογέννητον, τον και ποιητήν των Αναστασίμων Εξαποστειλαρίων. Ο οποίος βασιλεύσας μετά τον θάνατον του Πατρός του Λέοντος, ευσεβής ων και ευλαβής, επεμελείτο πάντας τους Ιερούς Ναούς, και μάλιστα τούτον της Ζωοδόχου Πηγής, ως προγονικόν του μνημόσυνον. Εις τούτου του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου τον καιρόν, επερίσσευσαν τα θαύματα της Παναχράντου Ζωοδόχου Πηγής, και εθεραπεύοντο καθ’ εκάστην διά της χάριτος του Αγιάσματος πάθη ανίατα· καρκίνοι δηλαδή, φύστολοι, υδρωπικοί, εκτικίαι, αιμόρροιαι, γάγραιναι, και άλλα τοιαύτα, και χείρονα τούτων πάθη· και έβλεπε κανείς τότε να τελήται εκεί καθ’ ημέραν πανήγυρις, και ανθρώπους διαφόρους παντός αξιώματος θεραπευομένους· Βασιλοπούλαις, Αρχοντας, Αρχόντισσας, Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχούς, και εν γένει κάθε άλλος άνθρωπος ασθενής, οπού ήθελε προσέλθη εις τον Ναόν της Θεοτόκου και ήθελε πίει μετά πίστεως από το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής, δεν εγύριζε λυπημένος· αλλ’ έχων μισθόν της ευλαβείας και πίστεώς του την θεραπείαν της ασθενείας του, επανέκαμπτε χαίρων και αγαλλόμενος. Πλούσιος δε τις Θεσσαλονικεύς, πολλά ευλαβής και Θεοφοβούμενος, νοσήσας νόσον τινά ανίατον και υπό των ιατρών απελπισθείς, ακούων δε περί των απείρων θαυμάτων της Ζωηρρύτου Θείας Πηγής, επεθύμησε να υπάγη εκεί πιστεύων, πώς θέλει τύχει και αυτός της θεραπείας του· και λοιπόν εμβάς εις πλοίον, έπλεε προς την Κωνσταντινούπολιν. Αλλ’ ούν καθ’ οδόν (ίσως και να ήτο Θεού οικονομία, προς πίστωσιν των απίστων) πολύ εβάρυνε και εις θάνατον ήγγισε. Βλέπων δε ο πιστός και καλός Χριστιανός πώς θέλει αποθάνει, και δεν θέλει αξιωθή να προσκυνήση εις τον πάνσεπτον Ναόν της Θεοτόκου, ούτε θέλει πίει εκ του αγιάσματος της Ζωοδόχου Πηγής, επροσκάλεσε τους συγγενείς του ομού και τον καραβοκύρην, και τους ώρκισεν εις τον Θεόν και εις την Θεοτόκον, εάν αποθάνη, να μην τον ρίψουν εις την θάλασσαν, αλλά να τον φυλάξουν, και να τον υπάγουν νεκρόν εις την Ζωηφόρον Πηγήν· και τους έλεγεν· Επειδή εγώ δεν είμαι άξιος διά τάς πολλάς μου αμαρτίας να πίω ζωντανός εκ του ιαματικού εκείνου αγιάσματος, ούτε να προσκυνήσω την Κυρίαν μου Θεοτόκου εις τον χαριτωμένον Ναόν Της, καν ας υπάγω νεκρός· και αφού με θάψητε εκεί πλησίον εις τον Άγιον Ναόν, να λάβετε τρεις κάδους από το αγίασμα εκείνο το ζωήρρυτον, και να το χύσητε επάνω εις το νεκρόν μου σώμα, και ούτως να με ενταφιάσητε. Υπεσχέθησαν λοιπόν ούτω να κάμουν· και αφού απέθανε, τον επήγαν εκεί, και θέλοντες να τον θάψουν, επήραν κατά την παραγγελίαν του τρεις κάδους από το αγίασμα, και περιχύσαντές τον, ανέστη (ώ, θαύματος παραδόξου!) ως εξ ύπνου ο ήδη νεκρός τετραήμερος. Εις το τοιούτον θείον θαύμα εθαύμασαν άπαντες, εξέστησαν οι ναύται, οι ιδόντες αυτόν νεκρόν τεσσάρων ημερών, και εις δόξαν και ευχαριστίαν ετράπησαν. Ο δε νεκρέγερτος αποδίδοντας την ευχαριστίαν τη Θεομήτορι, διένειμε πτωχοίς πάντα τα υπάρχοντα αυτού και κουρευθείς Μοναχός, έμεινεν εκείσε, υπηρετών εις τον Ναόν της Θεοτόκου μέχρι τέλους της ζωής του. Επιζήσας δε μετά την αναβίωσίν του χρόνους είκοσιν, ανεπαύσατο εν Κυρίω, πολιτευθείς θεαρέστως και κοσμήσας τον εαυτόν του με παντοίας αρετάς. Στέφανος δε ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, ο υιός Βασιλείου του Μακεδόνος, και αδελφός Λέοντος του σοφού, εκτικιάσας και μή δυνάμενος ευρείν θεραπείαν, διά το ανίατον του πάθους, προσέδραμεν εις την πάντων ευεργέτιδα Δέσποιναν Θεοτόκον, και απελθών εις τον Άγιον Ναόν της, και δεηθείς μετά πίστεως και θερμών δακρύων, και εκ του αγιάσματος πίνων, ιατρεύθη. Αλλά και ο των Ιεροσολύμων Πατριάρχης, Ιωάννης καλούμενος, έκ τινος ασθενείας, την ακοήν απολέσας, καθώς μετά πίστεως έπιεν, και τα αυτία του ερράντισε με το ιαματικόν εκείνο αγίασμα, ευθύς ιατρεύθη. Ομοίως και ο Πατρίκιος Ταράσιος, και η μήτηρ αυτού Μαγίστρισσα, καθ’ υπερβολήν φιλάργυροι όντες και ανελεήμονες, και διά τούτο, Θεού παραχωρήσει, πεσόντες εις πυρετόν άμετρον και δεινόν, και τη Ζωοδόχω Πηγή προσδραμόντες, και την δαιμονικήν φιλαργυρίαν, και την τυραννικήν ασπλαγχνίαν με υπόσχεσιν αφέντες, και ελεήμονες και συμπαθείς γενόμενοι, και εκ του θαυματουργού αγιάσματος πιόντες εθεραπεύθησαν. Και τινος άρχοντος υιός, Στυλιανού ονομαζομένου, περιπεσών εις το δυσίατον πάθος της δυσουρίας, και εξ ανθρωπίνης βοήθείας, και ιατρών θεραπείας απελπισθείς, προσέδραμε και αυτός εις την ετοίμην και άμισθον βοηθόν, και ευλαβώς τε, και μετά πίστεως εκ του αγιάσματος πιών, ιατρεύθη.
Πηγή: http://fdathanasiou.wordpress.com—
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου