Γερόντισσα
Μακρίνα
Ὅπου
πᾶς τόν νοῦ σου (δηλαδή στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ), ἐκεῖ σέ πάει καί ὁ Θεός. Μπροστά
σέ μία θλῖψη μας, σέ ἕνα ἀγῶνα μας, νά
παίρνουμε ἀπό τό χεράκι τήν ψυχούλα
μας, σάν ἕνα παιδάκι, καί νά τήν πηγαίνουμε
ἄλλοτε στόν Παράδεισο, ἄλλοτε στήνΚόλασι
καί ἄλλοτε στήν Ἰερουσαλήμ. Ἀπό ἐκεῖ
ὁ Χριστός θά τήν πηγαίνη στήν Ἄνω
Ἱερουσαλήμ, ὅπου θά ξεκουράζεται καί
δέν θά βλέπη τά ἐπίγεια, ἀλλά τά οὐράνια.
Νά βλέπης τόν Χριστό νά σέ παίρνη ἀπό
τό χεράκι καί νά σοῦ λέη ἄλλοτε πατρικά
λόγια καί ἄλλοτε λόγια τοῦ Νυμφίου!
Ὅταν
ἀγαπάη κανείς τόν Θεό, ἕνα
«Κύριε
ἐλέησον» ἤ
δυό λογάκια προσευχῆς πού θά πῆ, ὁ Θεός
τά μεγεθύνη μέσα Του τόσο, ὥστε χάνεται
ἡ ψυχή στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί στή
θεία μακαριότητα.
Ἀλλά πρέπει νά Τοῦ
χτυποῦμε πολύ δυνατά τήν πόρτα· ὄχι
εὐγενικά. Τότε ἀνοίγει τήν πόρτα Του,
μᾶς παίρνει μέσα καί εὐφραινόμαστε.
Σκεφτῆτε τή χάρά Του καί τήν ἀγαλλίασί
Του! Ἐκεῖνο πού θέλει, εἶναι νά Τοῦ
δώσουμε τό νοῦ μας, τήν καρδιά μας, νά
Τόν ἀγκαλιάζουμε, νά Τόν γλυκοφιλοῦμε.
Γι᾿ αὐτό οἱ Πατέρες γέμιζαν τήν ἔρημο
μέ κλαυθμό καί ὁ βίος τους ἦταν ἕνα
μεγαλεῖο, ἕνας παράδεισος.
Μιά
μέρα ἔκλαιγα καί ζητοῦσα νά μάθω πῶς
νά προσεύχωμαι. Βλέπω λοιπόν τό βράδυ
ἕνα λευκοφόρο νά μοῦ λέη:
«Ὅταν
ἡ ψυχή ἀγαπήση τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, τότε
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος θά ἔχη τά χέρια
του ψηλά, ὅταν προσεύχεται.
Ὅταν
ἡ ψυχή ἔχη ταπείνωσι καί ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ εἶναι μετριασμένη, τότε σταυρώνει
τά χέρια καί σκύβει τό κεφάλι.
Ὅταν
ἔρχωνται τά πάθη καί νοιώθη ὁ ἄνθρωπος
τήν ἄκρα ταπείνωσι, τότε βάζει τά χέρια
πίσω».
Μετά
αὐτός ὁ λευκοφόρος γονάτισε καί ἔκλαιγε,
ὅπως ἀγκαλιάζουμε τά πόδια κάποιου
καί κλαῖμε. Σάν νά εἶχε ἀγκαλιασμένα
τά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί προσευχόταν·
μοῦ ἔδειχνε πῶς νά προσεύχωμαι. Ὅταν
ἔτσι προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, βλέπει
τόν ἑαυτό του σάν ἕνα σκουλήκι, σάν ἕνα
μηδενικό· τότε ἡ ψυχή αἰσθάνεται μιά
ἀνεκλάλητη χαρά καί παρηγοριά. Τήν ἄλλη
μέρα, πού πῆγα νά προσευχηθῶ, στεκόμουν
τρεῖς ὧρες ὄρθια, ἀκίνητη καί τά μάτια
μου ἔτρεχαν συνέχεια. Νόμισα ὅτι πέρασε
μόνο ἕνα λεπτό· δέν καταλάβαινα ὅτι
πέρασε ὁ χρόνος. Στό τέλος ἔνοιωθα
τέτοια ξεκούραση καί ἀνακούφισι, σάν
νά εἶχα κάνει λουτρό. Ἡ προσευχή ἔχει
πολλή χαρά, πολλή ὀμορφιά, πολλή
ἀγαλλίασι. Στούς μεγάλους πειρασμούς
ὁ Θεός δίνει καί πολλή εὐλογία. Νά
προσέξουμε πάρα πολύ τήν προσευχή, γιατί
εἶναι ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, πού
παρηγορεῖ καί λαμπρύνει τήν ψυχή.
Ὅ,τι
παθαίνουμε, τό παθαίνουμε ἀπό τήν
ἀμέλειά μας καί τό στόμα μας. Ἡ ὑπακοή
λαμπρύνει τήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἀναβιβάζεται
στόν οὐρανό καί ἀπολαμβάνει τήν
πνευματική ἡδονή ἐκ τῆς πνευματικῆς
ὑπακοῆς. Ἐμεῖς, ἐπειδή δέν ἀφήσαμε
τό θέλημά μας, τό «ἐγώ» μας, τά στεροῦμεθα
ὅλα αὐτά, ἐνῶ ὁ Θεός θέλει νά μᾶς τά
δώση. Ἐνῶ μποροῦμε νά ἀπολαύσουμε τό
χορό τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, τόν
κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἐμεῖς θά τά βλέπουμε
ἀπό μακριά, γιατί δέν καταβάλαμε λίγο
κόπο, λίγη ταπείνωσι, λίγη ὑπακοή, λίγη
προσευχή.
Τέλος
καί
τῷ
Θεῷ
δόξα!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
Ἀπό τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου