«Γιατί λές ὅτι πάσχεις;»
Ἀπό τό βιβλίο ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ
Καί ἔλεγε (ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς), πώς ἄν κανείς φέρει στό νοῦ του κάποιον πού τόν ἔθλιψε ἤ τόν ζημίωσε ἤ τόν ἔβρισε ἤ τόν ρεζίλεψε ἤ τόν κατηγόρησε χωρίς λόγο ἤ τοῦ ἔκανε ὁποιοδήποτε ἄλλο κακό, καί πιάσει νά πλέκει λογισμούς(1) ἐναντίον του, αὐτός ἐπιβουλεύεται τήν ἴδια του τήν ψυχή, ὅπως οἱ δαίμονες. Ἐπειδή τοῦ ἀρκεῖ αὐτό γιά νά καταστραφεῖ. Ἀλλά τί λέω «νά πλέκει λογισμούς»; Ἄν δέν θεωρεῖ τόν ἄλλο σάν εὐεργέτη καί γιατρό, ἀδικεῖ ἀφάνταστα τόν ἑαυτό του!
Γιατί λές ὅτι πάσχεις; Αὐτός σέ καθαρίζει! Καί ὀφείλεις νά τόν θεωρεῖς σά γιατρό, σταλμένο σέ σένα ἀπό τό Χριστό. Ἔχεις ὑποχρέωση νά πάθεις γιά τό Ὄνομά Του, (πρβλ. Φιλιπ. 1, 29), καί ὀφείλεις νά ἔχεις αὐτόν τόν ἄνθρωπο σάν εὐεργέτη.
Ἄν πάλι ἐσύ οὔτε ἔχεις ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τήν κακία, οὔτε ἐπιθυμεῖς ν’ ἀπαλλαχθεῖς, ὁ Θεός καί Κύριός μας εἶναι ἀναίτιος γι’ αὐτό. Αὐτό καθεαυτό, ἄλλωστε, τό ὅτι πάσχεις, εἶναι σύμπτωμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Ἄν δέν ἤσουν ἄρρωστος, δέν θά ἔπασχες. Καί ὀφείλεις νά εὐγνωμονεῖς τόν ἀδελφό, γιατί χάρη σ’ αὐτόν γνώρισες τήν ἀρρώστια σου. Καί νά δέχεσαι ὅσα σοῦ κάνει σά θεραπευτικά φάρμακα, σταλμένα ἀπό τόν Ἰησοῦ.
Ἄν ὅμως ὄχι μόνο δέν τόν εὐχαριστεῖς, ἀλλά καί πικραίνεσαι καί τόν διασύρεις καί τόν κατηγορεῖς καί πλέκεις λογισμούς ἐναντίον του, εἶναι σάν νά λές στόν Ἰησοῦ ἔμμεσα ἤ μᾶλλον ξάστερα:
Δέν θέλω νά γιατρευτῶ ἀπό σένα!
Δέν θέλω τά φάρμακά σου!
Θέλω νά σαπίσω στά τραύματά μου!
Θέλω νά γίνω δοῦλος τῶν δαιμόνων!
Τί νά κάνει λοιπόν ὁ Κύριος; Ὄντας ὁ ἴδιος ἀγαθός, μᾶς ἔδωσε, σάν ἀντίδοτα στίς κακίες μας, ἅγιες ἐντολές, πού ἔχουν τή δύναμη νά τίς ἐξαλείψουν, ἐνεργώντας ὅπως οἱ καυτηριασμοί καί τά καθαρτικά. Ὅποιος λοιπόν θέλει καί ποθεῖ νά γιατρευτεῖ, εἶναι ἀπαραίτητο, γιά ν’ ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τήν ἀρρώστια, νά ὑπομείνει ἀδιαμαρτύρητα ὅσα ἐπιβάλλει ὁ γιατρός, ἔστω κι ἄν πονάει. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ ἄρρωστος ἐγχειρίζεται ἤ καυτηριάζεται ἤ πίνει καθάρσιο μ’ εὐχαρίστηση. Ἀντίθετα, καί ἡ θύμησή τους ἀκόμα τοῦ προκαλεῖ ἀηδία. Καί ὅμως, πείθει τόν ἑαυτό του ὅτι χωρίς αὐτά εἶναι ἀδύνατο νά λυτρωθεῖ ἀπό τήν ἀρρώστια. Ἔτσι λοιπόν παραδίνεται στό γιατρό, γνωρίζοντας ὅτι μέ λίγη ἀηδία γλυτώνει ἀπό πολλή ἀδιαθεσία καί πολυχρόνια ἀσθένεια.
Καυτήρας τοῦ Ἰησοῦ εἶναι αὐτός πού σέ ζημιώνει2 καί σ’ ἀπαλλάσσει ἀπό τήν πλεονεξία, ἄν ὑπομείνεις γενναῖα. Ἄν ὅμως δέν τόν ἀνεχθεῖς, ζημιώνεις κι ἐσύ τόν ἑαυτό σου.
Μήν τά βάζεις λοιπόν μέ τόν ἀδελφό σου!
Ὡστόσο, λές καί μᾶς βάζει ὁ πειρασμός, δέν ἀποδεχόμαστε τό φάρμακο τοῦ Χριστοῦ. Ἀφήνουμε τήν αὐτομεμψία, κι ἀρχίζουμε νά πλέκουμε λογισμούς ἐναντίον τῶν εὐεργετῶν μας.
Τρελλοί εἴμαστε;
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ
(1) Ὁ ὅρος λογισμός χρησιμοποιεῖται στήν πατερική γραμματεία μέ διάφορες σημασίες. Ἄλλοτε σημαίνει τήν ἁπλή σκέψη. Ἄλλοτε τή συνειδητή ἤ ἀσυνείδητη βουλητική τάση τῆς ψυχῆς. Καί ἄλλοτε τήν ὁλοκληρωμένη βίωση, μέ τή συνεργασία καί τό συντονισμό ὅλων τῶν ψυχικῶν δυνάμεων – νοῦ, καρδιᾶς, συνειδήσεως, βουλήσεως. Στήν τελευταία περίπτωση ἔχουμε τήν τέλεια μορφή λογισμοῦ. Στίς δυό πρῶτες ἀτελεῖς μορφές τους οἱ λογισμοί δέν ἔχουν τή βαρύτητα τοῦ τέλειου λογισμοῦ (εἴτε ἀγαθοῦ, εἴτε πονηροῦ), ὁ ὁποῖος, ἀκόμα κι ἄν δέν γίνει πράξη, φανερώνει τήν πλήρη συγκατάθεση τῆς ψυχῆς καί προκαλεῖ ἀκέραιο τόν ἠθικό καταλογισμό, τήν ἐπιδοκιμασία ἤ τήν ἀποδοκιμασία τοῦ Κυρίου.
Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλές πράξεις, ἀλλά καί οἱ «πονηροί διαλογισμοί» λερώνουν τήν ψύχη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶπε ρητά ὁ Χριστός (Ματθ. 15, 19-20),
Τούς πονηρούς, εἰδικότερα, λογισμούς οἱ Πατέρες ἀριθμοῦν συνήθως σέ ὀκτώ (γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, λύπης, ὀργῆς, ἀκηδίας, κενοδοξίας, ὑπερηφάνειας) ἤ ἑπτά (συγχωνεύοντας τήν κενοδοξία μέ τήν ὑπερηφάνεια). Ἡ καταπολέμηση αὐτῶν τῶν λογισμῶν κατέχει τό κέντρο τῆς ἀγωνιστικῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν, γιατί ἀποτελοῦν τίς ἀφετηρίες τῶν ἀντίστοιχων ὀκτώ θανάσιμων παθῶν. Τά πάθη εἰσέρχονται καί στερεώνονται στήν ψυχή διά τῶν λογισμῶν. Καί νά πώς:
Ὁ κάθε πονηρός λογισμός ἔρχεται ἀπ ἔξω, ἀπό κάποιο δαίμονα, καί «κρούει» ἀρχικά τή διάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ προσβολή (ὅ, τι παραπάνω χαρακτηρίσαμε σάν ἁπλή σκέψη). Στήν ψυχή ἀνήκει εἴτε ἡ ἄμεση ἀπόρριψη τοῦ λογισμοῦ (ὁπότε δέν ὑπάρχει συνέχεια) εἴτε ὁ συνδιασμός, δηλαδή ἡ συνομιλία μέ τόν λογισμό, πού ἀποτελεῖ ἕνα βῆμα πρός τήν ἀποδοχή του.
Δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ συγκατάθεση στό λογισμό, ὁπότε ἡ ψυχή τοῦ ἐπιτρέπει νά εἰσέλθει μέσα της (κι ἔτσι ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἡ σχετική βουλητική τάση τῆς ψυχῆς).
Καί τρίτο στάδιο εἶναι ἡ αἰχμαλωσία τῆς ψυχῆς ἀπό τό λογισμό (αὐτό πού στήν ἀρχή εἴπαμε ὁλοκληρωμένη βίωση).
Ἐδῶ τελειώνει ὁ πρῶτος γύρος τοῦ πολέμου. Μετά τήν αἰχμαλωσία ἀρχίζει ὁ δεύτερος γύρος: ὄχι πιά ἁπλή συνομιλία, ἀλλά σφοδρή σύγκρουση ψυχῆς καί λογισμοῦ, βίαιος ἀγώνας ἐπικρατήσεως τοῦ ἑνός ἐπί τῆς ἄλλης καί ἀντίστροφα. Ὁ ἀγώνας αὐτός ὀνομάζεται πάλη. Κατά τήν πάλη, ἄν ὁ πονηρός λογισμός ἐπικρατήσει, χώνεται βαθύτερα καί ριζώνει στήν καρδιά. Ἄν ἡττηθεῖ, διώχνεται. Στήν πρώτη περίπτωση ἔχουμε γένεση τοῦ πάθους, ἐνῶ στή δεύτερη, νίκη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ὅμως χρειάζεται ἀρκετό χρόνο γιά νά ἠρεμήσει ἀπό τήν ταλαιπωρία πού πέρασε.
Ἀπό τό σημεῖο τῆς συγκαταθέσεως ἀρχίζει νά συντελεῖται ἡ ἁμαρτία. Τότε παραχωρεῖται στήν καρδιά τόπος γιά τό πονηρό πνεῦμα (δαιμόνιο) τοῦ πάθους. Μετά ἀπό μακροχρόνια παραμονή στήν ψυχή τό πάθος συμπλέκεται μαζί της καί καταντάει «Δευτέρα φύσις». Ἐπηρεάζει τίς σκέψεις καί ἀποφάσεις τοῦ ἀνθρώπου, δυναστεύει τή βούλησή του, βάζει τή σφραγίδα του σ’ ὅλη τήν ψυχοσύνθεσή του. Ἐνέργεια τοῦ πάθους εἶναι ἡ ἁμαρτία. Αὐτή τό ἀποκαλύπτει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς καί ἐπιβεβαιώνει τήν ὕπαρξή του.
Μ’ αὐτό τόν τρόπο, σέ γενικές γραμμές, ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τίς προσβολές τῶν λογισμῶν στίς πτώσεις (ἁμαρτία) καί τήν ἐμπάθεια. (βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, ο.π., σελ. 44, σημ. 11 καί περ. «Ἀθωνικοί Διάλογοι», τ. 22/1974, σελ. 26-27).
Διεξοδικότερη ἀνάπτυξή της περί λογισμῶν πατερικῆς διδασκαλίας βλ. στή Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν ἀββᾶς Κασσιανός, ὅσιος Γρηγόριος καί Φιλόθεος Σιναῒτες, ὅσιος Νεῖλος, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κ.ἄ.), στήν Κλίμακα τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτη (λόγος 26-Α΄, περί διακρίσεως καί λογισμῶν καί παθῶν καί ἀρετῶν) καί στούς Ἀσκητικούς Λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.
2 Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου Σιναῒτου, Κλίμαξ, Δ΄, 117 (ἐκδ. Ι. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς 1992΄5, σελ. 111).
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου