«Εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι εκκλησία χωρίς αποστολή»
Αποκάλυψις του Ιωάννου: (Κεφ.3,7. Προς την εκκλησίαν της Φιλαδελφείας).
«Και τω αγγέλω της εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον: τάδε λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων την κλειν του Δαυίδ, ο ανοίγων και ουδείς κλείσει, και κλείων και ουδείς ανοίξει. Οίδα σου τα έργα. Ιδού δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην, ην ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν, –ότι μικράν έχεις δύναμιν, και ετήρησάς μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου•…..».
Ορθώς ελέχθη ότι «Εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι Εκκλησία χωρίς αποστολή»!
Ο σκοπός της ιεραποστολής είναι η διαρκής ανανέωσις του αριθμού των μελών της Εκκλησίας, με στόχο την εκκλησιαστικοποίησιν του σύμπαντος κόσμου, αλλά και η συνεχής κατάρτισις –συνεχής!– των μελών της Εκκλησίας. Αν υποτεθεί, εσείς ότι παρακολουθήσατε κάποτε, σαν παιδιά, κατήχησι στο κατηχητικό σχολείο, ή γενικά στο σχολείο, δεν είναι επαρκής, δεν μπορείτε να πήτε ότι «εγώ τα έμαθα εις το κατηχητικό σχολείο και δεν τα έχω πια ανάγκη». Αυτή η κατάρτισις, η πνευματική κατάρτισις, είναι ένα έργο της Εκκλησίας διαρκές. Και πρέπει όλοι οι πιστοί –έως θανάτου των– διαρκώς να καλλιεργούνται και να προπαρασκευάζωνται για την Βασιλεία του Θεού. Διαρκώς.
Συνεπώς, έχομε δύο έργα, δύο κατευθύνσεις: ποιούς δηλαδή θα φέρωμε από την πόρτα απ’ έξω μέσα –να τους προσελκύσωμε εις την πίστιν– και πώς θα καλλιεργήσωμε εκείνους οι οποίοι ήδη είναι μέσα στην μάντρα, μέσα εις την Εκκλησία. Συνεπώς, έχομε εδώ δύο καταστάσεις, δύο ιεραποστολές. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πη ότι έχομε τις εξής ονομασίες: εσωτερική ιεραποστολή και εξωτερική ιεραποστολή. Δεν είναι πάρα πολύ σωστή η έκφρασις αυτή. Υπάρχει μία πιο σωστή. Λέμε, ιεραποστολή για κάτι που αφορά τους έξω, και ποιμαντική γι’ αυτό που αφορά τους έσω. Αυτή την στιγμή, δεν κάνω εγώ σε σας ιεραποστολή. Κάνω ποιμαντική. Ενώ, αντιθέτως, αν θα πηγαίναμε σε αβαπτίστους ανθρώπους, σε ξένες χώρες –σ’ ανθρώπους που δεν έχουνε γνώση του Θεού–, εκεί θα κάναμε ιεραποστολή.
Παρά ταύτα, είτε πούμε ποιμαντική είτε πούμε ιεραποστολή, ουσιαστικά οι όροι αυτοί συμπίπτουν. Απλώς τους λέμε διαφορετικούς για κάποια διάκριση. Λέγει ο Απόστολος Παύλος (Πράξεις 15, 35-36): «Μετά δε τινάς ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν: «Επιστρέψαντες δη, επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν, εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του Κυρίου, πως έχουσι».
Πάμε να δούμε εκεί που κάναμε την ιεραποστολή μας, πάμε να δούμε, πως έχουν οι εκκλησίες εκεί; Είναι καλά; Ορθοτομούν; Στέκονται καλά; Προοδεύουν; Αλλά όταν θα πήγαιναν για δεύτερη φορά, θα έπρεπε αυτό να χαρακτηρισθή ως ποιμαντικόν έργον. Εν τούτοις, στην φρασεολογία μας λένε: Δευτέρα αποστολική περιοδεία του αποστόλου Παύλου. Συνεπώς, είτε ποιμαντική είτε ιεραποστολή πούμε, στην πραγματικότητα, αυτά συμπίπτουν με μία ελαφρά μόνο διάκριση.
Αλλά τόσο διότι τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας μεταφυτεύονται εις την θριαμβεύουσα Εκκλησία, –με τον θάνατον πεθαίνουν οι άνθρωποι, φεύγουν από την παρούσα ζωή, καταρτίζονται, προετοιμάζονται και αποχωρούν– όσο και για την ανάγκη του Ευαγγελισμού νέων ψυχών, η ιεραποστολή γίνεται αναγκαιοτάτη υπόθεσις της Εκκλησίας μας. Θα λέγαμε ότι η ιεραποστολή είναι εντολή Αυτού του Κυρίου μας και μάλιστα είναι η τελευταία Του εντολή. Γράφει στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν – διδάσκοντες•θα τους διδάσκετε τηρείν• να φυλάττουν– πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Και εις τας Πράξεις ο Κύριος λέγει: «Και έσεσθέ Μοι μάρτυρες –θα γίνετε μάρτυρές μου, για Μένα θα μαρτυρήσετε στον κόσμο– εν τη Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης».
Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει Ιεραποστολή. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η ιεραποστολή είναι εντολή. Θα το πω άλλη μία φορά: Η ιεραποστολή είναι εντολή. Όπως, αδελφοί μου, παίρνομε την εντολή «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, Ου κλέψεις, Ου μοιχεύσεις, Ου φονεύσεις», έτσι παίρνομε και την εντολή Θα κάνης ιεραποστολή.
Όπως θα σε εξομολογείσω ότι έκλεψες, εφόνευσες, ή έκανες ανηθίκους πράξεις, έτσι θα εξομολογηθής ότι δεν έκανες ιεραποστολή. Αν ανοίξετε την Καινή Διαθήκη, από την πρώτη σελίδα έως την τελευταία, θα βρίσκετε διαρκώς εντολές. Όταν λέγει ο Κύριος, ή καλύτερα να πω ο απόστολος Παύλος, γιατί είναι μία ειδική περίπτωση, Χαίρετε, πάλιν ερώ, χαίρετε –δηλαδή, να ‘χετε χαρά– τί θα λέγατε, ότι αυτό είναι προαιρετικόν; Ότι δηλαδή, αν θέλω έχω χαρά, αν δεν θέλω δεν έχω χαρά? Είναι εντολή. Εντολή να έχω χαρά; Είναι εντολή. Πρέπει να είσαι χαρούμενος χριστιανός. Εάν δεν είσαι ο χαρούμενος χριστιανός, σημαίνει πως δεν εγνώρισες τί σημαίνει είμαι χριστιανός. Δεν εγνώρισες τί σημαίνει είμαι σωσμένος άνθρωπος. Δεν εγνώρισες τί σημαίνει ότι ο Θεός μου ‘δωσε προνόμιο, να με υιοθετήση, να γίνω κατά χάριν παιδί Του και να μου δώση την μακαριότητα.
Αν λοιπόν, έχω αυτά όλα και την μεγάλη ελπίδα της Βασιλείας του Θεού, μπορώ να είμαι λυπημένος άνθρωπος; Τί λέγει ο Απόστολος Παύλος; Δεν λέγει ο Απόστολος Παύλος «τη ελπίδι χαίροντες;» Και μόνο που θα ‘χετε την ελπίδα της Βασιλείας του Θεού, πρέπει να πετάτε από την χαρά σας. Δεν λέγει «τη πίστει χαίροντες», λέγει «τη ελπίδι». Διότι, όταν έχω ένα αντικείμενο, –συγγνώμη– μου λέγουν ότι θα μου δώσουν ένα αντικείμενο. Το πιστεύω. Όταν χαίρω όμως για το αντικείμενο που θα πάρω, τότε αυτό δεν είναι πίστις, είναι ελπίδα. Και η ελπίδα δένεται με την χαρά. Η ελπίδα είναι αρετή. Η χαρά είναι αρετή. Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος η χαρά. Θα το φανταζόσαστε λοιπόν ποτέ ότι είναι εντολή; Θα το φανταζόσαστε; Πολύ παραπάνω, αγαπητοί μου, είναι και η ιεραποστολή. Και πλήθος άλλα πράγματα, πλήθος άλλα πράγματα, που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι μπορεί αυτά τα πράγματα να είναι εντολές.
« Αμα πιστός,άμα απόστολος»
Κίνητρο της Ιεραποστολής η πίστη
Και προς ποίους εδόθη η εντολή της ιεραποστολής, όταν είπε «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη»; Δεν βλέπομε κάτι που να λέη εντέλλομαι υμίν. Απλώς, «Πηγαίνετε». Εντολή είναι? Εντολή είναι. Προς τους ένδεκα; Και μετά από την έξοδο της ζωής των ένδεκα –ή των δώδεκα αν θέλετε παρακάτω– μαθητών, δεν θα ατονούσε η εντολή; Θα ατονούσε λοιπόν, η εντολή; Η εντολή της ιεραποστολής είναι μία εντολή εποχική, περιστατικού χαρακτήρος; Ασφαλώς, αγαπητοί μου, όχι. Απλούστατα, η εντολή δίδεται προς πάντας ανεξαιρέτως τους πιστούς. Όπως η αγάπη –αυτό θέλω να προσέξετε– εις το πρώτο της στάδιο, γίνεται εντολή– όταν λέει, «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου»– τί είναι αυτό; Είναι εντολή. Όταν λέγει «Αγαπήσεις τον πλησίον σου», τί είναι αυτό; Εντολή! Για σκεφθήτε τώρα να πη ο σύζυγος εις την σύζυγόν του «σου δίνω εντολή να με αγαπάς». «Τί λες εκεί, –θα πη εκείνη–, είναι θέμα εντολής να σε αγαπώ ή θέμα αυθόρμητο; Δημιούργησέ μου προϋποθέσεις να σε αγαπώ. Εντέλλεσαι να σε αγαπώ;» Φαίνεται παράξενο λοιπόν, αγαπητοί μου, να μας δίνει ο Θεός εντολή, εντολή να αγαπάμε; Παράξενο! Παράξενο πράγμα. Ε, λοιπόν, είναι το πρώτο στάδιον. Από την στιγμή που θα πάρης την εντολή να αγαπάς, κατόπιν αυτού δεν θα μείνης εκεί, θα προχωρήσης στο δεύτερο στάδιο. Θα σου γίνη ανάγκη να αγαπάς. Έτσι και η ιεραποστολή: από την στιγμή που θα πάρης την εντολή και θα αρχίσης να αγαπάς τον Χριστόν, μετά δεν έχης ανάγκη να σου δίνει ο Χριστός την εντολή. Θα σου γίνη ανάγκη να κάνης ιεραποστολή.
Ακούστε πως το λέγει αυτό ο απόστολος Παύλος (Α Θεσσαλονικείς 2,8.): «ούτως ομειρόμενοι –ομειρόμενοι θα πη, έτσι, με τέτοια θερμή αγάπη– υμών ευδοκούμεν μεταδούναι υμίν ού μόνον το Ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας εαυτών ψυχάς, διότι αγαπητοί ημίν γεγένησθε». Λέγει ότι φιλοτιμούμεθα και έχομε θερμή αγάπη –όχι να σας φέρωμε το Ευαγγέλιο– διότι πήραμε εντολή από το Χριστό να σας ευαγγελιστούμε –όχι– αλλά μαζί με το Ευαγγέλιο σας δίνομε και τις καρδιές μας, την καρδιά μας. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αυτό από εντολή έγινε πια συνείδησι. Έγινε συνείδησι. Όταν προσφέρεις τον λόγο του Θεού βουτηγμένο μέσα στην καρδιά σου, μες στην αγάπη.
Συνεπώς, προσέξτε: Άμα πιστός, άμα απόστολος. Αυτό θέλω να κρατήσετε. «Άμα» θα πη συγχρόνως. Την στιγμή που έγινες πιστός, την ίδια στιγμή γίνεσαι και απόστολος. Την ίδια στιγμή. Άμα πιστός, άμα απόστολος. Δεν είσαι απόστολος; Νά το κριτήριο. Δεν είσαι πιστός. Αν είσαι απόστολος, είσαι πιστός. Σημαίνει ότι η πίστις σε καίει. Η πίστις δεν είναι για σένα μία υπόθεσις μόνο ατομική. Είναι κάτι που θες να την πης και στον άλλον, γιατι αισθάνεσαι άσχημα.
Μπαίνω, αγαπητοί μου, πολλές φορές –δεν ξέρω αν μ’ ακούη τώρα και κανείς, να ‘ναι παρών, ή περισσότεροι από έναν– σ’ ένα ταξί, να πάω στο 303 Π.Ε.Β. κάθε Δευτέρα το πρωί να προλάβω εκεί το μάθημα κτλ και υπάρχουν φορές που έχω πάντα μέσα στην τσάντα μου κάτι, ένα έντυπο να το δώσω στον οδηγό να του πιάσω κουβέντα: «Τί κάνουν τα παιδιά σας, έχετε παιδιά, τα ‘χετε στον δρόμο του Θεού τα παιδιά σας, πάτε στην Εκκλησία;» «Α, πάτερ δεν πάω στην Εκκλησία». «Λοιπόν, ακούστε, θα πηγαίνετε Κυριακή πρωί στην Εκκλησία. Δοκιμάστε και θα ιδήτε. Μετά από τις δέκα που τελειώνει η Εκκλησία, πηγαίνετε στο ταξί σας. Θα δήτε πόση δουλειά θα σας δώση ο Θεός! Και τα χρήματα θα βρίσκουν τόπο μέσα στο σπίτι σας. Δοκίμασέ το και θα δης». Το αισθάνομαι ανάγκη να το πω. Υπάρχουν φορές που –δεν ξέρω– δεν θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, ή παίζει το ραδιόφωνο, ή δεν έχει διάθεση ν’ ακούση ο οδηγός, όπως θέλετε πάρτε το. Αισθάνομαι μέσα μου να με τρώη. Αισθάνομαι ότι μπήκα –δέκα λεπτά είναι όλο το ταξίδι, δεν είναι παραπάνω• δέκα λεπτά είναι– ότι μπήκα μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και δεν χρησιμοποίησα αυτά τα δέκα λεπτά. Και αισθάνομαι τύψεις. Γιατί δεν είπα μία κουβέντα εις αυτόν τον άνθρωπο – εις αυτόν τον οδηγόν. Έτσι πρέπει να αισθανόμαστε. Σας το λέγω αλήθεια. Πάρτε παράδειγμα τους αιρετικούς. Δεν τους βλέπετε; Μόλις σταθούν δίπλα σας, τί κάνουν; Ανοίγουν το στόμα τους κι αρχίζουν να λένε. Δεν είναι ντροπή μας, δεν είναι ντροπή μας εμείς που έχομε την αλήθεια, να μην την πούμε στους αδελφούς; Να μην βοηθήσουμε τους αδελφούς;
Βλέπετε, λοιπόν, ότι η εντολή «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» δεν είναι για τους ένδεκα μαθητές. Είναι για όλους τους πιστούς, όλων των αιώνων και όλων των εποχών. Και σας το είπα: «Άμα πιστός, άμα απόστολος». Από την στιγμή που γίνεσαι πιστός, ταυτοχρόνως γίνεσαι και απόστολος.
Ιεραποστολή, όμως, δεν σημαίνει μόνον ότι πηγαίνω σ’ έναν άλλον τόπον –έτσι θα πήτε κάπως, το πράγμα– ή σε αγνώστους ανθρώπους να κηρύξω τον Χριστό. Αγαπητοί μου, ο διπλανός μας άνθρωπος –ακούτε;– ο διπλανός μας άνθρωπος περιμένει τον ιεραπόστολον πιστόν να τον οδηγήση στον Χριστό, έστω κι αν ο διπλανός μας είναι βαπτισμένος άνθρωπος.
Τον βλέπετε λυπημένο, τον βλέπετε με πένθος, τον βλέπετε σε μία κατάσταση, δεν ξέρω τι. Ανοίξτε το στόμα, πήτε δύο κουβέντες. Βέβαια πρέπει –θα μου πήτε– να ξέρωμε μία τέχνη. Να σας πω. Λέει μία κουβέντα: «Ανάγκη τέχνας κατεργάζεται». Κι εγώ θα σας έλεγα με μία τροποποίησι: «Η αγάπη τέχνας κατεργάζεται». Λέγει ο ιερός Αυγουστίνος: «Αγάπα και κάμε ο,τι θέλεις». Άμα αγαπάς, πραγματικά αγαπάς, αγαπάς τον Θεό να μην τον ζημιώσης και την δόξα Του, ούτε τον πλησίον σου, τότε μες στην αγάπη σου θα γίνης σοφός στην μέθοδο, στας μεθόδους. Σοφός! Θα βρης τας μεθόδους, –δεν χρειάζεται να ξέρης γράμματα– θα βρης τας μεθόδους και θα μιλήσης κατάλληλα. Τί θα σου απαγόρευε να μιλήσης κατάλληλα; Η αγάπη; Άμα αγαπάς και δεν θέλεις να κάνης ζημία, θα μιλήσης κατάλληλα.
Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου, αν πιστεύαμε στον Χριστό, είμεθα κι εμείς απεσταλμένοι του Χριστού. Ας προσέξουμε. Ένας απεσταλμένος της κάθε στιγμής. Επαναλαμβάνω της κάθε στιγμής. Εν παντί τόπω, εν παντί χρόνω. Δεν μπορείς να πης: «Εγώ το είπα και έκανα το χρέος μου, ξόφλησα». Πόσες φορές λέμε αυτό το ξόφλησα! Ξόφλησες; Δυστυχώς, το λέω καμμιά φορά κι εγώ. Λέω στα παιδιά του 303 Π.Ε.Β., τα οποία με σκάζουνε πολλές φορές, είναι τα παιδιά της εποχής. Τώρα έχω, βέβαια, αρκετούς ακροατάς του 303 Π.Ε.Β. «Α, –τα λέω– και ίσως το δικαιολογούν• λέω, παιδιά το καταλαβαίνετε; Ένα χρέος με φέρνει εδώ πέρα». Έτσι μου ‘ρχεται, να λέω, να μην ξαναπάω. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να πω ότι ξόφλησα, έκανα το καθήκον μου. Να, ας πούμε δεν προσέχουν –δεν ξέρω τι– δεν ξαναπάω. Δεν μπορώ, δεν μπορώ. Θα πάθω αυτό που έπαθε ο προφήτης Ιερεμίας.
Ξέρετε τι έπαθε; Διαβάστε το Α κεφάλαιο της προφητείας του, του βιβλίου του, του ‘πε ο Θεός να κάνη αποστολή. Να βγη να προφητεύση. Και λέει «Κύριε, δεν μπορώ. Είμαι μικρός, είμαι…» Ακούστε: «Είμαι μικρός, άγουρος, δεν μπορώ». Κι έπεσε φωτιά στα κόκκαλα του Ιερεμίου! Φωτιά! Άρχισαν να τρίζουν τα κόκκαλά του. Αισθανόταν πολύ άσχημα και δεν μπορούσε να ησυχάση. Άρχισε να ομιλή και πάψαν τα κόκκαλά του να τρίζουνε και να φλογίζονται. Αυτό είναι. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε «το χρέος μου το έκανα, ξόφλησα». Δεν μου λέτε; Η αγάπη ξοφλά; Εάν δεν ξοφλάει η αγάπη, ούτε η ιεραποστολή ξοφλάει. Και δεν μπορούμε να λέμε χρέος. Το κίνητρο της ιεραποστολής δεν είναι χρέος αλλά είναι η αγάπη.
«Κανένα λογαριασμό –λέγει ο Απόστολος Παύλος– δεν πρέπει να χρωστάτε, –ακούστε– κανένα λογαριασμό». Ούτε οικονομικό λογαριασμό• τίποτα. Να μπορούμε γρήγορα να ξοφλούμε, αγαπητοί μου. Τί σπουδαίο πράγμα! Ακούστε: Μην χρωστάτε. Όσο μπορείτε, μην χρωστάτε. Όσο μπορείτε απλώνετε τα χέρια σας και τα πόδια σας. Μη χρωστάτε. Μη συνηθίζετε να χρωστάτε. Κι αν καμμιά φορά χρωστάμε, να τρέχουμε γρήγορα να τα ξοφλούμε. Ακούστε: γρήγορα να τρέχουμε να ξοφλούμε. Μην τα καταχρώμεθα. Μην λέμε στον άλλον, δώσ’ μου χρήματα και δεν τα επιστρέφουμε ποτέ. Προσέξτε, είναι αμαρτία. Είναι φοβερό πράγμα. Λοιπόν, λέγει ο Απόστολος: Κανένα λογαριασμό δεν θα χρωστάς παρά μόνον έναν ανεξοφλήτως θα τον χρωστάς. Τον λογαριασμό της αγάπης. «Μηδενί μηδέν οφείλετε, η μη το αγαπάν αλλήλους». Ακούσατε; Μηδενί –σε κανέναν– μηδέν, τίποτα να χρωστάτε, ένα χρέος• να αγαπάτε τους άλλους ανθρώπους. Μόνον η Αγάπη μένει ανεξόφλητη. Συνεπώς, και η ιεραποστολή μένει ανεξόφλητη.
«Ανεξόφλητο χρέος η Ιεραποστολή»
Πρέπει να συνειδητοποιή ο πιστός ότι έχει διαρκώς ανεξόφλητο το χρέος της ιεραποστολής. Δεν χρειάζονται ειδικά προσόντα. Θέλετε ακόμη; Μόνο τρία χρειάζονται: Η πίστις, η αγάπη και η γνώσις του Θεού. Η πίστις, η αγάπη και η γνώσις του Θεού. Δεν χρειάζεται ούτε η ευγλωττία ούτε η πολλή, λεγομένη, θύραθεν γνώσις και σοφία, ούτε ειδικά διπλώματα, ούτε άλλα προσόντα. Έχεις φλόγα στην καρδιά σου; Πιστεύεις στον Θεό; Τον αγαπάς; Τον γνωρίζεις τον Θεό; Έχεις εμπειρία από τον Θεό; Άρχισε να ομιλής. Αυτό που θα πης θα πιάνη στις καρδιές. Γιατί είναι καρπός της πίστεως, της αγάπης και της γνώσεως του Θεού.
Ακόμα, –παράξενο– ούτε υλικά πράγματα χρειάζονται. Σήμερα ξέρετε, όταν μιλάμε για ιεραποστολή, όλο μιλάμε για χρήματα. Έχομε χρήματα; Αγαπητοί μου, τα υλικά πράγματα δεν χρειάζονται για την επιτυχία της ιεραποστολής. Θα μου πήτε, είμαι ουτοπιστής. Είμαι εκτός πραγματικότητος. Μία γυναίκα, μία γυναίκα –στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους– εξεχριστιάνισε ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, με τί λέτε; Μ’ ένα σταυρό από κληματόβεργα! Τίποτε άλλο δεν είχε! Τίποτε άλλο δεν είχε! Αλλά και οι απόστολοι κατέκτησαν τον κόσμον με την πτωχείαν των και την ασημότητά των. Τί είχαν οι Απόστολοι; Είχαν υλικά μέσα; Είχανε συντάξεις; Είχανε ταξίδια, χρήματα, πιστώσεις, επιχορηγήσεις; Τί είχαν οι Απόστολοι; Στο βάθος, ούτε υλικά πράγματα χρειαζόμαστε. Γράφει ο απόστολος Παύλος: «Δια δόξης και ατιμίας –πως εκινείτο!– δια δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι και αληθείς, ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β Κορινθίους, 6,8).
Είναι χαρακτηριστικό, ακόμη, ότι αποτεινόμενος ο Κύριος προς τον επίσκοπον της Φιλαδελφείας του υπενθυμίζει και του λέγει: «ότι μικράν έχεις δύναμιν και ετήρησάς μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου». Ποιά είναι αυτή η μικρά δύναμις; Είναι δυνατόν –πρώτον– να αναφέρεται εις το ολιγάριθμον των πιστών της Εκκλησίας της Φιλαδελφείας –διότι ήτο άσημος Εκκλησία από πλευράς εξωτερικής εμφανίσεως– είτε εις την μετριότητα των οικονομικών μέσων της Εκκλησίας της Φιλαδελφείας είτε εις τα εξωτερικά προσόντα και προτερήματα του επισκόπου –όπως είναι η σωματική αντοχή, όπως είναι η ευγλωττία– είτε μάλλον σε όλα αυτά. Σε όλα αυτά. Είδατε; «Ότι μικράν έχεις δύναμιν και ετήρησάς μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου». Ποίον λόγον; Ότι ήσκησες ιεραποστολήν. «Εγώ σου ήνοιξα πόρτα, εσύ την ήσκησες και δεν αρνήθηκες το όνομά Μου, αλλά το διδάσκεις, το κηρύσσεις, το ομολογείς». Πολλάκις, ο Κύριος δίδει –πολλάκις– μικρά κατά κόσμον δύναμιν, ώστε οι επιτυχίες του κηρύγματος του Χριστού να μην είναι επιτυχίες κατά κόσμον –όπως είναι οι γνώσεις, είναι οι ρητορίες κτλ.– αλλά να είναι επιτυχία κατά Χριστόν. Ο απόστολος Παυλος λέγει: «αν και ιδιώτης των λόγων». Ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος: «ο Παύλος ιδιώτης;» –«Ιδιώτης» θα πη αγράμματος– αν και ιδιώτης, αγράμματος εις τον λόγον! Γράφει εις τους Κορινθίους «δεν ήρθα –λέγει, να τι λέγει:– (Α’Κορ. Β 1-4.) «Καγώ ελθών προς υμάς, αδελφοί –λέει στους Κορινθίους– ήλθον ου καθ’ υπεροχήν λόγου –για να σας μιλήσω όμορφα– ή σοφίας, καταγγέλων υμίν το μαρτύριον του Θεού. Και εγώ εν ασθενεία και εν φόβω και εν τρόμω πολλώ εγενόμην προς υμάς και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν υποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως». Ορίστε!
Ακόμη πρέπει να σημειωθή ότι τις ευκαιρίες τις δίδει μόνον ο Θεός. «Ιδού –λέγει– δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ανεωγμένην». Εγώ έδωσα σε σένα θύρα ανεωγμένη, δεν την άνοιξες εσύ. Εγώ την άνοιξα την πόρτα, λέγει ο Κύριος. Εμείς δεν έχουμε παρά να ανακαλύπτωμε τις ευκαιρίες αυτές και να τις εκμεταλλευώμεθα. Αν ακόμη, εις το ιεραποστολικό μας έργον παρουσιάζονται δυσκολίες –που οπωσδήποτε θα παρουσιάζονται δυσκολίες, είναι ένα στοιχείο γνησιότητος στο ιεραποστολικό έργο να παρουσιάζονται δυσκολίες– δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν. Το είπε ο Κύριος. Δεν μπορεί να κλείση κανένας την πόρτα. Δυσκολίες; Δυσκολίες! Αλλά κανείς δεν μπορεί να κλείση την πόρτα. Διότι ο Χριστός είναι «Ο έχων την κλειν του Δαυίδ, ο ανοίγων και ουδείς κλείσει και ο κλείων και ουδείς ανοίξει».
Αν πιέζη ακόμη, το στήθος του πιστού ο όγκος του κακού –όπως είναι η εποχή μας– και της απιστίας και της αρνήσεως, δεν έχει παρά να μελετήση το τί συνέβη εις τον Απόστολον Παύλον όταν επεσκέφθη την Κόρινθον, –που ετρόμαξε από την διαφθορά της– τότε, στα μισά του πρώτου αιώνος -το 51 είχε έρθει- ετρόμαξε από την διαφθορά της Κορίνθου. Σκέτη πορνική πόλις. Και λέγει «πω, πω! Να φύγω, να φύγω, να φύγω». Και εμφανίζεται ο Κύριος και του λέγει του Παύλου (Πράξεις 18,10): «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη». Και έμεινε ο Απόστολος Παύλος δέκα οκτώ μήνες, κηρύσσων Χριστόν εις την Κόρινθον.
Ακόμη, ο προφήτης Ηλίας, αγαπητοί μου, παρεπονείτο ότι έμεινε μονότατος, ενώ ένα πλήθος λαού –έξι χιλιάδες άνδρες– δεν είχαν κάμψει γόνυ στον Βάαλ και έμειναν πιστοί εις τον αληθινόν Θεόν. Ποτέ, λοιπόν, δεν πρέπει να καταλάβη η απογοήτευσις την ψυχή μας. Ίσως, να πη κάποιος: «Χαμένος κόπος! Χαμένος κόπος!» Να, είπα. Δεν βλέπεις τώρα τι κάνει; Θα ‘χα πολλές προσωπικές ιστορίες να σας πω, αλλά αρκούμαι σ’ αυτό που λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ίσως μου πης –λέγει– ότι αυτός που άκουγε χθες το κήρυγμά σου, τώρα το βράδυ είναι στο απέναντι καπηλιό και πίνει κρασί. Και τί έκανες; Θα σου απαντήσω. Ναι, είναι στο καπηλιό και πίνει κρασί. Αλλά δεν το πίνει όπως θα το έπινε αν δεν άκουγε το κήρυγμά μου». Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι πίνει το κρασί, αλλά τον τρώει κι ο λόγος ο δικός μου. Αυτά που του είπα τον βασανίζουν. Κι αυτά μπορούν να γίνουν αιτία να επιστρέψη.
Εν τούτοις, και σε τόπο και σε χρόνο απροσδόκητον, μπορούμε, αγαπητοί μου, να δούμε το αποτέλεσμα του κόπου μας. Σας είπα, θα ‘χα πολλές ιστορίες να σας διηγηθώ• δεν παίρνει ο χρόνος. Αλλά μην ξεχνάμε ότι αν δεν θερίσουμε, δεν εστάλημεν για να θερίσουμε αλλά για να σπείρουμε. Ο ιεραπόστολος δεν θερίζει. Ο Θεός θερίζει. Εμείς θα σπείρουμε, εμείς θα πούμε. Το παρακάτω ο Θεός θα το κάνη. Θα θερίση ο Θεός εν ημέρα κρίσεως. Αυτό είναι δικό Του θέμα. Δεν είναι δικό μας θέμα. Στις αντιξοότητες τέλος, πρέπει να δεχόμεθα την βεβαίωσι του Κυρίου που λέγει στον Απόστολο Παύλο «Μη φοβού, διότι εγώ μετά σου». Πότε του το ‘χε πη αυτό; Άμα ήταν στην Ιερουσαλήμ. «Μη φοβάσαι, εγώ είμαι μαζί σου». Έτσι αγαπητοί μου, αν αγαπάμε τον Κύριο και πιστεύομε βαθειά εις Αυτόν, εμείς πρώτοι θα κινήσουμε να κάνουμε ιεραποστολή. Πριν προλάβη ο Κύριος να μας πη: «πήγαινε εκεί και πες εκείνο κι εκείνο». Γιατί; Διότι θα έχομε φιλοτιμηθεί από την αγάπη μας προς τον Χριστόν. Αυτός που αγαπά, είναι και φιλότιμος άνθρωπος. Έτσι λοιπόν, θα σπεύσωμε φιλοτιμούμενοι να μιλήσωμε για τον Χριστό, να τον κηρύξουμε παντού: στο σπίτι μας, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στην εξοχή, παντού. Ευκαίρως–ακαίρως.
Η ιεραποστολή μας θα είναι η καλυτέρα έκφρασις της αγάπης μας προς Εκείνον και την Εκκλησίαν Του.
πηγή: Ορθόδοξη Ιεραποστολική πορεία αγάπης .
Από το ορθόδοξο ιεραποστολικό περιοδικό « ΠΟΡΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ», (Λάρισα 2410286524 / 6944277131). Τεύχος: 1-3.
https://www.orp.gr/?p=1820
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου