Σύμφωνα με την εκμυστήρευση του Γέροντα, είχαν βαθμό συγγενείας (πρώτα εξαδέλφια). Ο π. Χρυσόστομος ήταν ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων. Αρνήθηκε με ευγένεια, όχι ελεγκτικά αλλά αρνήθηκε.
Δέχθηκε πολλαπλές πιέσεις. «Τι σε νοιάζει εσένα;» του έλεγαν, «αυτός που σε διατάζει έχει την ευθύνη» κλπ. Εκείνος σταθερός στην άρνησή του. Τότε τον έθεσαν σε αργία οικονομική, δηλαδή επιτρεπόταν να λειτουργή μόνο, όχι να τελή Μυστήρια κλπ., αλλά του έκοψαν τον μισθό από το 1960 μέχρι το 1984.
Τώρα αρχίζει το μαρτύριο της πείνας, της ζητιανιάς και της πικρίας για την μητριά Εκκλησία. Αυτός ο χρυσός άνθρωπος φιλοξενιόταν εδώ και εκεί, λειτουργούσε όταν του το επέτρεπαν και ζούσε από τα τρισάγια που έκαναν στα Κοιμητήρια οι πτωχοί αδελφοί του Χριστού.
Έτσι τον γνώρισαν όλοι, πτωχό, καθαρό, άρχοντα, ευθυτενή, λευκογένειο, με την τεράστια ομπρέλλα του καλοκαίρι-χειμώνα, γιατί ήταν παλλευκός και τον επείραζε το φως. Ας σημειωθή ότι δεν κρεοφαγούσε και, ενώ πενόταν, δεν ζητούσε, αρκούμενος σε ό,τι ο Θεός θα έστελνε με τον φωτισμό του σε κάποιον αδελφό.