Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή.
Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰ φέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ εὐχὴ κατόπιν, περισοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κλπ. Θὰ ἔρθη στιγμή, ποὺ ἂν θὰ σταματᾷς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα.
Ὅταν ὁ μοναχός, βρῇ αὐτὴ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν εὐχή, τότε θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ τοῦ κόσμου. Τότε δοξάζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου. Τότε, σκέπτεται, τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, ἂν τὸν ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐφόσον ἐδῶ χορταίνει ἀπὸ χάρι, ἐφόσον ἐδῶ νοιώθει τέτοια μακαριότητα. Σκέπτεται τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθά!
Ἡ εὐχὴ λοιπὸν θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα, καὶ κατόπιν θὰ φέρῃ τὰ δάκρυα. Μόνα τους θὰ ἔρχονται τὰ δάκρυα. Εἶναι ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι τὰ δάκρυα. Πρῶτα θὰ εὕρης μὲ τὴν εὐχὴν μία χαρά, μία εἰρήνη καὶ γλυκύτητα. Πρῶτα θὰ νοιώσῃς αὐτά, καὶ κατόπιν ἐφόσον θελήσῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ γευθῇς κι ἄλλες καταστάσεις. Π.χ. μία ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κλπ.
Ἐσὺ παιδί μου λέγε τὴν εὐχή. Πίεζε τὸν ἐαυτόν σου νὰ λέγῃς τὴν εὐχή. Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἂν κάνῃς, λέγε τὴν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νὰ λέγῃς τὴν εὐχὴ ταυτοχρόνως εἰς τὴν ἐργασία σου. Θὰ ἔρθη ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῷ θὰ κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῷ θὰ ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θὰ λέγῃς ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχή. Θὰ λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σὰν νὰ ἔχῃς δυὸ ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐκτελῇ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι.
Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς εἶναι προχωρημένη κατάστασις. Γίνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἁρπάζεται καὶ ἀνέρχεται ὁ νοῦς εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Τότε αἰσθάνεσαι, ὅτι ἔφυγε ὁ νοῦς σου. Τότε ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ὁδηγεῖ ὅπου θέλει ὁ Θεός. Τότε εἴτε δοξολογεῖ τὸν ἄπειρον Θεόν, δηλαδὴ ὁδηγεῖται εἰς δοξολογίαν, εἴτε βλέπει μυστήρια Θεοῦ.
Ἡ εὐχὴ ποὺ λέγομεν, μᾶς καθαρίζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τὰ πάθη.
Πολὺ φοβᾶται ὁ διάβολος τὴν εὐχή. Φοβᾶται τὴν εὐχή, ποὺ σὰν πύρινος κύκλος, περικλείει τὸν εὐχόμενον. Ὅπως ἀνέφερα ὅταν ὁμίλησα περὶ ὑπακοῆς, ὁ δαιμονισμένος ἐκεῖνος, ποὺ ἦτο εἰς πλησίον ἐδῶ κελλί, ὅταν ἔγινε καλὰ λόγω τῆς ὑπακοῆς του, μοῦ ἔλεγε: Λέγοντας τὴν εὐχή, ἔβλεπα τὸν δαίμονα ἀπέναντί μου νὰ ταράσσεται. Στὴν δεύτερη εὐχὴ ἐταράσσετο περισσότερον. Στὴν τρίτη ἐγένετο ἄφαντος.