«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος …»[1]. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή, πού δίνει ὁ Θεός ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμα. Καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀγωνίζεται νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νά ἐκπληρώσει αὐτή τήν μεγίστη ἐντολή πού εἶναι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος πάνω ἀπό ὅλα πρέπει νά ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἀκόμα καί πάνω ἀπό τούς συγγενεῖς του καί ἀπό τούς πολύ στενούς ἐξ αἵματος δικούς του συγγενεῖς.
«Νά προσεύχεστε», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά τούς συγγενεῖς σας χωρίς νά ἀγχώνεστε γιά τήν σωτηρία τους, γιατί ἔτσι χάνετε τήν ἐπικοινωνία σας μέ τόν Χριστό καί δείχνετε ὀλιγοπιστία»[2]. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, θά πρέπει καί τούς συγγενεῖς του νά τούς ἀφήνει στόν Χριστό, κατά τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί νά μήν γίνεται ἡ ἀγάπη πρός τούς συγγενεῖς ἐμπόδιο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν. Καί νά μήν παίρνει καθόλου ἀπό τήν ἀγάπη πού ὀφείλουμε στόν Θεό ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους, ὀσοδήποτε κοντινοί μας καί δικοί μας ἄν εἶναι. Γιατί ἔτσι, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, ὅταν ἀγχωνόμαστε γιά τήν σωτηρία τῶν δικῶν μας δείχνουμε ὀλιγοπιστία καί δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μέ τόν Θεό, «ὁ Ὁποῖος θέλει πάντας σωθῆναι»[3] καί ὅλους μᾶς ἔχει κάτω ἀπό τήν σκέπη τήν στοργική τῆς θείας Του Πρόνοιας.
«Νά τά ἀναθέτετε ὅλα μέ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. «Τό καλύτερο εἶναι νά δοθεῖτε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ν' ἀποκοπεῖτε ἀπό τόν κόσμο καί ἀπ' τούς συγγενεῖς καί ἀπ' τούς γονεῖς καί ἀπ' τά ἀδέλφια. Ὅλ' αὐτά πού ζοῦν οἱ ἀσκηταί εἶναι γραμμένα στόν Κανόνα τῆς μοναχικῆς Κουρᾶς. Λέει: «Οἱ θέλοντες ἔρχεσθαι, φησίν ὀπίσω μου, προθύμως ἀρνήσασθε τάς κοσμικάς ἀφορμάς, γονεῖς τούς γεννήσαντας, τέκνα τε καί γυναῖκας, ἀδελφούς τε καί φίλους, χρήματα καί οἰκίας, συγγενεῖς τε καί δούλους, καί δέξασθε ἀξίωμα τῶν Ἀποστόλων μου»[4].
Ἀκοῦστε τί ἔγινε μ' ἕναν ἀσκητή στό Γεροντικό. Ἕνας μοναχογιός καί πολύ πλούσιος ἐπῆγε στήν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Ἐκεῖ πολύ προόδευσε. Πέρασαν χρόνια. Οἱ γονεῖς του πέθαναν. Δέν ὑπῆρχε κληρονόμος κι ἦλθαν νά τόν βροῦν κάποιοι συμπολίτες του. Ἡ περιουσία ἦταν πολύ μεγάλη. Τοῦ λένε: - Ἤλθαμε νά σοῦ ποῦμε νά ἔλθεις, ἄν θέλεις, νά πάρεις τήν περιουσία τῶν γονέων σου πού πέθαναν. Τότε ἐκεῖνος ἔσκυψε κάτω τό κεφάλι του καί σέ λίγο εἶπε: - «Ἐγώ πρό αὐτῶν ἀπέθανον τῷ κόσμῳ καί πώς δύναται νεκρός νεκρόν κληρονομῆσαι;»[5]. Ἐγώ ἤδη ἔχω πεθάνει πρίν ἀπό αὐτούς γιά τόν κόσμο, γιά κάθε ἐπιθυμία χρημάτων καί ἡδονῶν καί δόξας, καί πῶς μπορῶ ἐγώ πού εἶμαι νεκρός, νά κληρονομήσω αὐτούς τούς νεκρούς;
«Ἄν δέν νεκρωθοῦμε», λέει ὁ Ὅσιος, «δέν γίνεται τίποτα». Νά νεκρωθοῦμε ὡς πρός τόν κόσμο, ὡς πρός τό κοσμικό φρόνημα καί τίς τρεῖς μεγάλες ἄρρωστες ἀγάπες: τήν φιλαργυρία, τήν φιληδονία καί τήν φιλοδοξία. «Ν' ἀγαπήσομε τόν Χριστό καί θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Ὅλοι οἱ πόνοι θά περάσουν, θά νικηθοῦν, θά μεταποιηθοῦν. Μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει κάτι πολύ ὡραῖο: «...τέκνα Θεοῦ, ὡς γέγραπται, θεοί τε κατά χάριν... τέκνα φωτός... ὅσοι κόσμον ἀρνήσονται τόν μάταιον τόν πλάνον, ὅσοι γονεῖς καί ἀδελφούς μισήσουσιν ἀμίσως...»»[6]. Γίνονται πραγματικά παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι γραμμένο, θεοί κατά χάριν, τέκνα τοῦ φωτός, ὅσοι ἀρνοῦνται τόν κόσμο τόν μάταιο καί πλάνο, καί ὅσοι μισοῦν μέ ἄμισο μίσος, δηλαδή χωρίς πάθος ἀπομακρύνονται γιά χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό γονεῖς καί ἀδελφούς.
«Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι αὐτό! Τό μεγάλο μυστικό εἶναι τό «ἔξοδο». Ὑπάρχει τό μητρικό, τό πατρικό φίλτρο καί γιά τόν μοναχό, ἄν δέν προσέξει, γίνεται ἕνα «ἔξοδο» ἐκεῖ». Δηλαδή, ἕνα ποσοστό τῆς ἀγαπητικῆς του δυνάμεως καί ἐνεργείας ἀπορροφᾶται ἀπό τούς γονεῖς του, τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του. «Ἄν τρόπον τινά ἔχεις μέσα σου πέντε βαθμούς ἀγάπης καί ξοδεύεις τούς δύο στούς γονεῖς, τούς ἄλλους δύο στ' ἀδέλφια, τί μένει γιά τόν Θεό; Ἐνῶ ἐν τῷ Θεῷ ὑπάρχουν ὅλες οἱ ἀγάπες τοῦ κόσμου. Καί ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ ἀληθινά καί τούς γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του καί ὅλο τόν κόσμο. Ἄν ἀγαπήσεις τόν Θεό, τά πάντα ἀγαπάεις, διότι μέσα στόν Θεό ὑπάρχουν ὅλα κι ὁ Θεός ἔτσι θέλει νά Τόν ἀγαπάεις. Αὐτός ὁ ἴδιος λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος …»[7]»[8]. Νά καταφρονήσουμε λοιπόν κάθε ἀνθρώπινη ἀγάπη, νά τά ὑπερβοῦμε ὅλα αὐτά, καί νά φθάσουμε στήν τέλεια καί ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τήν Ἁγία Τριάδα.
«Αὐτά εἶναι τά «ἀνώτερα μαθηματικά» τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Καμία ἄλλη θρησκεία δέν τά ἔχει συλλάβει αὐτά τά νοήματα, διότι δέν εἶναι ἀνθρώπινα ἐπινοήματα. Ὁ Θεός μᾶς τά φανέρωσε»[9]. Ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά τόν ἀγαπήσουμε.
«Νά ἀγαπᾶς τόν Θεό», λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, «ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς πρόσταξε νά Τόν ἀγαπᾶμε κι ὄχι ὅπως Τόν ἀγαποῦν τάχα οἱ πλανεμένοι ὀνειροπόλοι. Μήν ἐπιδιώκεις ἐκστάσεις, μήν προξενεῖς στόν ἑαυτό σου νευρική ἔξαψη, μήν φλογίζεις τήν καρδιά σου μέ φλόγα σαρκική, μέ τήν φλόγα τοῦ αἵματός σοῦ. Θυσία εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ ταπείνωση τῆς καρδιᾶς καί ἡ συντριβή τοῦ πνεύματος»[10]. Ποῦ εἶναι αὐτοί ὅλοι οἱ νεο-νικολαΐτες πού λένε ὅτι ἡ ὁδός γιά νά ἀγαπήσει κανείς τόν Θεό εἶναι ὁ ἀνθρώπινος σαρκικός ἔρωτας; Καμία σχέση! Νά ἀγαπᾶς τόν Θεό χωρίς νά ἐπιδιώκεις καμία φλόγωση, καμία ἔξαψη, καμία ἔκσταση, καμία νευρική ὑπερένταση. Νά ἀγαπᾶς τόν Θεό ταπεινά. Νά ἀγαπᾶς τόν Θεό, λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἔτσι ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς πρόσταξε νά Τόν ἀγαπᾶμε κι ὄχι ὅπως τόν ἀγαποῦν τάχατες αὐτοί πού ἔχουν πλανηθεῖ. Θυσία εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ ταπείνωση τῆς καρδιᾶς καί ἡ συντριβή τοῦ πνεύματος.
«Ἀποστρέφεται ὁ Κύριος τήν θυσία πού τοῦ προσφέρεται μέ αὐτοπεποίθηση, μέ ὑπερηφάνεια, ἔστω κι ἄν πρόκειται γιά ὁλοκαύτωμα». Ὁλοκαύτωμα ἦταν ἡ θυσία ὅπου τό ζῶο προσφερότανε -στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- στόν Θεό ὁλόκληρο καί καιγόταν ὁλόκληρο. «Ἡ ὑπερηφάνεια ταράζει τά νεῦρα, θερμαίνει τό αἷμα, διεγείρει τήν φαντασία, συντηρεῖ τήν ζωή τῆς πτώσεως. Ἡ ταπείνωση γαληνεύει τά νεῦρα, κατευνάζει τήν κυκλοφορία τοῦ αἵματος, καταπαύει τον ὀνειροπόληση, τερματίζει τήν ζωή τῆς πτώσεως, δίνει τήν ζωή πού ἔφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τήν ἀρχαία εἰδωλολατρική ἀνθρωπότητα»[11]. Ἡ λατρεία τῶν θεῶν ἤτανε μέσα στήν ὑπερένταση, ὀργιαστική ἤτανε, μέσα στήν ἔξαψη καί στήν ἔκσταση. Κι ὅλα αὐτά βεβαίως δέν εἶχαν σχέση παρά μέ δαιμόνια.
«Ἡ ὑπακοή εἶναι γιά τόν Κύριο καλύτερη ἀπό κάθε θυσία, καί ἡ ὑποταγή στό θέλημά Του ἀνώτερη ἀπό καθετί. «Ἡ ὑποταγή στό θέλημά Του εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν»[12], εἶπε ὁ Προφήτης Σαμουήλ στόν Βασιλέα Σαούλ πού τόλμησε νά προσφέρει στόν Θεό θυσία ἀνάρμοστη. Ἄν λοιπόν θέλεις νά προσφέρεις στόν Θεό τή θυσία τῆς ἀγάπης, μήν τήν προσφέρεις αὐθαίρετα καί ἀλόγιστα. Νά τήν προσφέρεις μέ ταπείνωση, ὅταν καί ὅπου ὅρισε ὁ Θεός. Ὁ πνευματικός τόπος ὅπου μᾶς δόθηκε ἐντολή νά προσφέρουμε πνευματικές θυσίες εἶναι ἡ ταπείνωση. «Καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει»[13]. Ὁ Κύριος προσδιόρισε μέ ἀκριβῆ καί ἀξιόπιστα κριτήρια ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού τόν ἀγαπᾶ, καί ποιός ὄχι. Εἶπε: «ὅποιος μέ ἀγαπᾶ, θά τηρήσει τόν λόγο μου»[14]. Αὐτός πού δέν μέ ἀγαπᾶ, δέν ἀκολουθεῖ τά λόγια μου.
Θέλεις νά διδαχτεῖς τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό; Ἀπόφευγε κάθε ἔργο, κάθε λόγο, σκέψη ἤ αἴσθημα πού ἀποδοκιμάζει τό Εὐαγγέλιο», πού δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. «Μισώντας τήν ἁμαρτία, τήν τόσο μισητή στόν Πανάγιο Θεό, φανέρωσε καί ἀπόδειξε τήν ἀγάπη σου σέ Ἐκεῖνον. Τά ἁμαρτήματα στά ὁποῖα θά συμβεῖ νά πέσεις ἀπό ἀδυναμία, ἀφάνισέ τα δίχως χρονοτριβή μέ τήν μετάνοια. Προσπάθησε ὅμως νά ἀποφεύγεις καί αὐτά τά ἁμαρτήματα πού κάνεις ἀπό ἀδυναμία, μέ τήν ἄγρυπνη παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ σου»[15]. Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ποτέ δέν πρέπει νά πέφτεις ἑκούσια, θεληματικά.
«Θέλεις νά διδαχτεῖς τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό; Μέ ἐπιμέλεια νά μελετᾶς στό Εὐαγγέλιο τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί νά προσπαθεῖς νά τίς ἐφαρμόζεις στήν πράξη, ἀποκτώντας ἔτσι σιγά-σιγά τίς εὐαγγελικές ἀρετές καί κάνοντάς τες ἕξεις σου, ἰδιότητες τῆς ψυχῆς σου», ἀγαθές δηλαδή συνήθειες βαθιά τυπωμένες μέσα σου. «Χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγαπάει εἶναι ἡ ἀκριβής ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ ἀγαπημένου του προσώπου. «Ἀγάπησα τίς ἐντολές σου», λέει ὁ Προφήτης, «περισσότερο ἀπό τό χρυσάφι καί τό τοπάζι. Γι' αὐτό συμμορφωνόμουνα μέ ὅλες τίς ἐντολές Σου. Κάθε ἀδικία τήν ἐμίσησα»[16]. Ἡ διαγωγή αὐτή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν διατήρηση τῆς πιστότητας στόν Θεό»[17]. Λέμε ὅτι εἴμαστε πιστοί πιστεύουμε στόν Θεό. Πῶς φαίνεται αὐτό; Ἄν ἔχουμε τά ἔργα τῆς πίστεως, δηλαδή τηροῦμε τίς ἅγιες ἐντολές Του. Τότε ἀποδεικνύουμε ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε.
«Ἡ πιστότητα εἶναι ὁ πιό ἐπιτακτικός ὅρος τῆς ἀγάπης. Χωρίς αὐτόν τόν ὅρο, ἡ ἀγάπη καταλύεται». Τό ἴδιο γίνεται μέ τίς ἀνθρώπινες ἀγάπες. Ὅταν δέν ὑπάρχει πιστότητα, πάλι διαρρηγνύεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. «Μέ τήν σταθερή ἀπομάκρυνση ἀπό τό κακό καί τήν οἰκείωση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, φτάνουμε στήν ἀγάπη. Μέ τόν ἴδιο τρόπο παραμένουμε σέ αὐτή τήν ἀγάπη». Γιατί δέν ἀρκεῖ νά φτάσουμε, θά πρέπει νά τήν ἔχουμε σταθερά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. «Ἄν τηρήσετε τίς ἐντολές Μου, θά μείνετε πιστοί στήν ἀγάπη Μου»[18], εἶπε ὁ Σωτήρας. Μόνο ἐξακολουθητικά, ὅταν τηροῦμε τό ἅγιο θέλημά Του, παραμένουμε πιστοί στήν ἀγάπη Του.
«Ἡ τελειότητα τῆς ἀγάπης βρίσκεται στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Ἡ πρόοδος στήν ἀγάπη συνοδεύεται ἀπό ἀνέκφραστη πνευματική παρηγοριά, γλυκύτητα καί φώτιση. Ἀλλά στήν ἀρχή τοῦ ἀγώνα του ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης πρέπει νά πολεμήσει σκληρά μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, μέ τή βαριά ἀρρωστημένη φύση του. Τό κακό, λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἔγινε στοιχεῖο τῆς φύσεώς μας, ἔγινε νόμος γιά τή μεταπτωτική φύση, νόμος πού ἀντιστρατεύεται τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν νόμο τῆς ἁγίας ἀγάπης»[19]. Γι' αὐτό ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος βλέπω «βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου»[20].
«Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό θεμελιώνεται στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ὅταν ἡ καρδιά σου ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε μνησικακία, τότε βρίσκεσαι κοντά στήν ἀγάπη. Κι ὅταν ἡ καρδιά σου ἀποκτήσει τήν εὐλογημένη εἰρήνη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, τότε βρίσκεσαι μπροστά στήν πύλη τῆς Ἀγάπης. Ἡ πύλη ὅμως τῆς Ἀγάπης ἀνοίγεται μόνο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι δῶρο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, δῶρο ὅμως πού δίνεται σ᾿ ὅποιον ἑτοιμάζεται νά τό δεχθεῖ μέ τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος. Ἀνάλογο μέ τήν ἑτοιμασία εἶναι καί τό δῶρο, γιατί ὁ Θεός εἵναι ἀγαθός ἀλλά καί δίκαιος.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ὁλωσδιόλου πνευματική. Ὅ,τι γεννιέται ἀπό τό Πνεῦμα, εἶναι πνευματικό. Ἀντίθετα, ὅ,τι γεννιέται ἀπό τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνθρώπινο. Γι' αὐτό ἡ ἀγάπη ἡ ἀνθρώπινη, ἡ φυσική καί σαρκική, ἔχει τίς ἰδιότητες τῆς σάρκας, τῆς φθαρτῆς ὕλης, δηλαδή φθείρεται κι αὐτή, εἶναι ἀσταθής καί μεταβλητή. Ἡ φωτιά της, ἡ θέρμη της ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό τήν ὕλη»[21]. Γι' αὐτό, ὅπως λέει καί ὁ λαός, «μάτια πού δέν βλέπονται, γρήγορα ξεχνιοῦνται». Ἄνθρωπος δηλαδή πού ἔχει ἀνθρώπινη ἀγάπη, θέλει νά βλέπει, θέλει νά ὑπάρχει ὑλικό πού νά κρατάει ζωντανή, ἐνεργό αὐτή τήν φωτιά, πού εἶναι ὅμως κάτι πού φθείρεται σιγά- σιγά καί μεταβάλλεται. Ἀντίθετα, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἐπειδή γεννιέται ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, εἶναι ἀμετάβλητη καί σταθερή καί αἰώνια.
«Διαβάζοντας στή Γραφή πώς ὁ Θεός εἶναι φωτιά καί νιώθοντας νά καίει μέσα σου ἡ φωτιά τῆς φυσικῆς ἀγάπης, μήν νομίσεις πώς οἱ δύο αὐτές φωτιές συνταυτίζονται. Ὄχι. Ἀπεναντίας μάλιστα, εἶναι ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους. Ἡ μία ἐναντιώνεται στήν ἄλλη, ἡ μία σβήνει τήν ἄλλη.
Ἄς λατρεύουμε τόν Θεό μέ τρόπο εὐάρεστο, μέ σεμνότητα καί εὐλάβεια, γιατί ὁ Θεός μας εἶναι «πῦρ καταναλίσκον»[22]. Καμία σχέση δέν ἔχει ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἡ σαρκική, ἡ ἐμπαθής, μέ τήν ἀγάπη τήν πνευματική πού ὀφείλουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν Θεό. «Ἡ φυσική ἀγάπη, τό ξαναλέω», λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, «εἶναι ἀγάπη μεταπτωτική, θερμαίνει τό αἷμα, ταράζει τά νεῦρα, διεγείρει τήν φαντασία. Ἡ ἁγία ἀγάπη πρός τόν Θεό γαληνεύει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα, ἐνῶ συνάμα βυθίζει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο στή προσευχητική σιωπή, στήν νηφάλια μέθη τῆς ταπεινώσεως καί στήν πνευματική γλυκύτητα»[23]. Καί ὅταν ἔτσι πνευματικά ἀγαπόμε καί τόν πλησίον μας, τότε βεβαίως ἔχουμε πάλι τίς ἴδιες ἐκδηλώσεις καί τά ἴδια αἰσθήματα. Ἔχουμε αὐτή τήν βαθιά εἰρήνη, τήν βαθιά ταπείνωση καί τήν ἄμετρη γλυκύτητα.
«Πολλοί ἀγωνιστές, πού πῆραν τήν φυσική ἀγάπη γιά θεϊκή προξένησαν ὑπερδιέγερση στίς σωματικές καί φυσικές λειτουργίες τους καί μετάπτωση ἀπό τήν κατάστασης τῆς ὑπερδιεγέρσεως στήν κατάσταση τῆς παραφροσύνης, εἶναι πολύ εὔκολη. Εἶναι ἡ λεγόμενη «ἔκσταση τῶν φρενῶν». Ἔτσι δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού θεώρησαν πώς εἶχαν γεμίσει ἀπό Χάρη καί ἁγιότητα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ἦταν παρά ἐλεεινά θύματα τῆς πλάνης τους.
Στούς παπικούς, «ἀφότου ἐξέπεσαν», ἐνῶ ἦταν ἀληθινά ὀρθόδοξοι, ὅπου σέ ἕναν ἄνθρωπο πλέον τώρα ἀποδίδεται βλάσφημα ἡ θεϊκή ἰδιότητα τοῦ ἀλάθητου καί τιμή πού ἀνήκει μόνο στόν Θεό, «ὑπῆρξαν πολλοί τέτοιοι ἀγωνιστές. Αὐτοί ἔγραψαν καί βιβλία, ὅπου μέσα στήν ψυχοσωματική τους ἔξαψη παρουσιάζουν τήν πλάνη ὡς θεία ἀγάπη καί μέ τήν νοσηρή τους φαντασία, περιγράφουν πλήθη ὁραμάτων, σταλμένα τάχα ἀπό τόν Θεό, τά ὁποῖα ἄλλο δέν κάνουν παρά νά γιγαντώνουν τήν ὑπερηφάνεια καί τήν φιλαυτία τους»[24]. Καί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά εἴτε δαιμονικές ἀπάτες εἴτε ἀποκυήματα τῆς διεγερμένης φαντασίας τους.
«Ἐσύ, παιδί τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, παιδί τῆς Ὀρθοδοξίας, νά ἀποφεύγεις τήν ἀνάγνωση τέτοιων βιβλίων, νά ἀποφεύγεις τήν μίμηση τῶν πλανεμένων, νά χειραγωγεῖσαι ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς μοναδικῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀνεβαίνεις μέ ταπείνωση στά πνευματικά ὕψη τῆς θεϊκῆς ἀγάπης μέσῳ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Νά θυμᾶσαι πάντα πώς ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ὕψιστη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά ἑτοιμάσει τόν ἑαυτό του μέ τήν καθαρότητα καί τήν ταπεινοφροσύνη, γιά νά δεχτεῖ αὐτή τήν δωρεά μέ τήν ὁποία ἀλλοιώνονται ὁ νοῦς, ἡ καρδιά καί τό σῶμα. Μάταια κοπιάζουμε, μάταια καί ἄκαρπα καί ἐπιζήμια, ὅταν ἐπιδιώκουμε νά ἀποκτήσουμε πρόωρα τά ὑψηλά πνευματικά χαρίσματα»[25]. Μήν βιάζεσαι νά φτάσεις σέ ὕψη ἀρετῆς καί θείας ἀγάπης αὐτά τά δίνει ὁ Θεός τόν κατάλληλο καιρό. Ὁ εὔσπλαχνος Κύριος τά δίνει σέ ἐκείνους πού σταθερά, ὑπομονετικά καί ταπεινά τηροῦν τίς εὐαγγελικές ἐντολές.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 12, 30.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Α΄Τιμ. 2, 4.
[4] Ἀκολουθία τῆς Κουρᾶς.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Ὅ.π.
[7] Μᾶρκ. 12, 30.
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ὅ.π.
[10] Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, (στό ἑξῆς: Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ).
[11] Ὅ.π.
[12] Α΄ Βασ. 15, 22.
[13] Ψαλμ. 50, 19.
[14] Ἰωάν. 15, 23.
[15] Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
[16] Ψαλμ. 118, 127-128.
[17] Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
[18] Ἰωάν. 15, 10.
[19] Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
[20] Ρωμ. 7, 23.
[21] Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
[22] Ἑβρ. 12, 29.
[23] Ἀσκητικές Ἐμπειρίες, Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
[24] Ὅ.π.
[25] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου