«Ὕπαγε εἰς τόν οἶκο σου καί ἴσθι ὑγιής ἀπό τῆς μάστιγός σου»[1]. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Εἶναι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν. Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό νικᾶ τόν θάνατο, νικᾶ τόν φόβο, νικᾶ τήν δειλία, νικᾶ κάθε ταπεινωτικό πάθος καί ἀποκτᾶ ὑγεία ψυχῆς καί σώματος. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», πανηγυρίζει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, πανηγυρίζουσα τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
«Ἡ Ἁγία Γραφή», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «διαπνέεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς αἰωνιότητας, ὁλόκληρη. Ὁ Θεός εἶναι αἰώνιος καί μᾶς ἔπλασε γιά νά μᾶς καταστήσει αἰωνίους, νά μᾶς κάνει μετόχους τῆς αἰωνίας Βασιλείας Του ἀπό ἐδῶ, ἀπό τή γῆ, ἐάν θέλουμε νά ζήσουμε ἐν Θεῷ καί εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα»[2]. Ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε θάνατο. Ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο δυνάμει ἀθάνατο. Ἄν παρέμενε στήν ὑπακοή, θά γινόταν καί ἐνεργείᾳ ἀθάνατος. Ὅμως πέσαμε στήν παρακοή καί μπῆκε στήν ζωή μας ὁ θάνατος. Ὅμως καί πάλι ὁ Θεός μᾶς χαρίζει τήν ἀθανασία διά τῆς Ἀναστάσεώς Του καί διά τῆς Ἐκκλησίας.
«Ἡ Ἐκκλησία μας», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μᾶς ὑπενθυμίζει τήν αἰώνιότητα μέ τά μυστήρια, μέ τά τροπάρια, τούς ὕμνους, κυρίως μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τήν ὥρα πού κοινωνοῦμε, ὁ ἱερεύς εὔχεται εἰς τόν καθένα, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Γιατί ἀκριβῶς ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος Αὐτόν»[3], δηλαδή ἐμπειρικά καί ὄχι θεωρητικά, νά ἔχει ἑνωθεῖ μαζί Του.
«Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔχει μπεῖ μέσα του ὁ Χριστός», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν ὑπάρχει οὔτε θάνατος, οὔτε κόλασις, οὔτε διάβολος. Ὅλα αὐτά δέν ὑπάρχουν. Ὑπάρχουν καί παραϋπάρχουν, ἀλλά γιά αὐτούς πού εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ. «Ἀδάμ πεσών ἀνίσταται, διάβολος κατήργηται»... «ποῦ σοῦ, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σοῦ ἅδη τό νῖκος;», δέν λέει; Λοιπόν, ἡ θρησκεία μας ἔτσι πιστεύει. Πιστεύει ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος γι' αὐτόν πού τηρεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν τό λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό Εὐαγγέλιο; «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τόν λόγον τόν ἐμόν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μή θεωρήσῃ εἰς τόν αἰῶνα»[4].
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», ψάλλουμε καί στόν Κανόνα τῆς Ἀναστάσεως, στό δεύτερο τροπάριο στήν ἑβδόμης ὠδῆς, «ἅδου τήν καθαίρεσιν» ἑορτάζομεν, «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων Θεόν καί ὑπερένδοξον»[5]. Δηλαδή, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί συνάμα πανηγυρίζουμε τήν νέκρωση τοῦ θανάτου, τήν καθαίρεση τοῦ ἅδου, τήν ἀρχή μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἑνός ξένου τρόπου ζωῆς καί «σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον» ὅλων αὐτῶν τῶν δωρεῶν καί μόνον δοξασμένον τῶν Πατέρων Θεόν καί ὑπερένδοξον!
«Εἴδατε; Αὐτός ὁ ὕμνος ὁ ἀναστάσιμος», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μιλάει γιά ἅδη καί γιά θάνατο, πού ὅμως νεκρώθηκε καί καταργήθηκε. Καί αὐτό ἔγινε ὄχι μέ δύναμη ἀνθρώπου, οὔτε μέ θέληση ἀγγέλου, ἀλλά μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἴδιου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[6]. Καί ὁ ποιητής, ἐκφράζοντας μαζί μέ τά συναισθήματά του καί τά δικά μας, λέει ὅτι ὄχι ἁπλῶς τό πιστεύομε, ἀλλά καί ἑορτάζομε καί χαιρόμαστε τήν νέκρωση τοῦ θανάτου καί τήν κατάργηση τοῦ ἅδου. Συγχρόνως ἑορτάζομε τήν ἀρχή, τό ξεκίνημα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, τῆς αἰωνίου, καί μέ σκιρτήματα δοξάζομε Αὐτόν πού ἔγινε αἰτία αὐτῆς τῆς νίκης καί μᾶς χάρισε τήν ζωή τήν αἰώνιο. Αὐτό μᾶς τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τῷ δέ Θεῷ χάρις, τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[7]. Δηλαδή, εἴθε νά ὑπάρχει στόν Θεό εὐχαριστία, στόν Θεό πού μᾶς χάρισε τήν νίκη διά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Καί σέ ἄλλο σημεῖο πάλι λέει: «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος»[8]»[9].
Ἔτσι παρατηροῦμε ὅτι ὁ θάνατος δέν ἔχει πλέον ἰσχύ γιά τόν χριστιανό, ἔχει νικηθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό αὐτούς πού ἑνώνονται μέ τόν Χριστό. Μία θά πρέπει νά εἶναι ἡ καλή ἀγωνία, εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό; Εἴμαστε στήν πορεία τουλάχιστον νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό; Τότε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε, οὔτε θάνατο, οὔτε διάβολο, οὔτε νέκρωση.
Ἄς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ καί μέ τίς εὐχές τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, νά ὑπερβοῦμε κάθε φοβία καί κάθε θάνατο, ὁ ὁποῖος ξεκινάει ἀπό τήν ἁμαρτία καί αὐτός εἶναι ὁ φοβερός, ὁ αἰώνιος θάνατος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Θεό. Ἄς ἀγωνιστοῦμε, ὁπότε καί ἡ ζωή μας αὐτή θά περάσει μέ ἀφοβία ἀπέναντι στόν θάνατο, μέ θάρρος, μέ παρρησία πνευματική καί μέ ἀληθινή χαρά καί μακαριότητα, ἀλλά καί θά ἀξιωθοῦμε καί τῆς αἰωνίου ζωῆς καί Βασιλείας.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 5, 34.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ἰωάν. 8, 51.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Α΄Κορ. 15, 20.
[7] Α΄Κορ. 15, 57.
[8] Α΄Κορ. 15, 54.
[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου