ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ[:Πράξ.16,11-34]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[Μέρος πρώτο: υπομνηματισμός των εδαφίων Πράξ.16,11-24]
«Ἀναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθέν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶ πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ἦμεν δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διατρίβοντες ἡμέρας τινάς, τῇ τε ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι, καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συνελθούσαις γυναιξί. καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου(:από την Τρωάδα πλεύσαμε στο ανοιχτό πέλαγος και ήλθαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη. Και την άλλη μέρα ήλθαμε στη Νεάπολη(:στη σημερινή Καβάλα).Από εκεί ήλθαμε στους Φιλίππους, που είναι η σπουδαιότερη ρωμαϊκή αποικία στην περιφέρεια της Μακεδονίας. Παρατείναμε μάλιστα τη διαμονή μας στην πόλη αυτή για μερικές ημέρες.Και την ημέρα του Σαββάτου βγήκαμε έξω από την πόλη σε κάποιο μέρος που ήταν κοντά σ’ ένα ποτάμι και θεωρούνταν τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Εκεί καθίσαμε κι ανοίξαμε συνομιλία με τις γυναίκες που είχαν συναχθεί εκεί. Αυτά που λέγαμε εκεί τα άκουγε ιδιαιτέρως κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Λυδία και ήταν έμπορος που πουλούσε πορφύρες (:δηλαδή τα πολυτελή εκείνα υφάσματα που βάφονται με κόκκινο χρώμα). Η γυναίκα αυτή καταγόταν από την πόλη της Μικράς Ασίας Θυάτειρα˙ ήταν προσήλυτη και είχε ευλάβεια στον αληθινό Θεό. Ο Κύριος της άνοιξε τα πνευματικά αισθητήρια του νου και της διήγειρε το πνευματικό ενδιαφέρον, για να προσέχει σε όσα έλεγε ο Παύλος)»[Πράξ.16,11-15].
Πρόσεχε πάλι τον Παύλο που και από τον χρόνο και από τον τρόπο ενεργεί με τρόπο ιουδαϊκό. «Σε μέρος που θεωρούνταν», λέγει, «τόπος προσευχής»· διότι δεν προσεύχονταν μόνο όπου υπήρχε συναγωγή, αλλά και έξω από αυτήν, ξεχωρίζοντας κατά κάποιον τρόπο έναν τόπο, καθόσον οι Ιουδαίοι απέδιδαν περισσότερη προσοχή στα σωματικά. «Κατά την ημέρα του Σαββάτου», κατά την οποία φυσικό ήταν να συγκεντρωθεί πλήθος.
«Αυτά που λέγαμε εκεί τα άκουγε ιδιαιτέρως κάποια γυναίκα που ονομαζόταν Λυδία και ήταν έμπορος που πουλούσε πορφύρες. Η γυναίκα αυτή καταγόταν από την πόλη της Μικράς Ασίας Θυάτειρα˙ ήταν προσήλυτη και είχε ευλάβεια στον αληθινό Θεό. Ο Κύριος της άνοιξε τα πνευματικά αισθητήρια του νου και της διήγειρε το πνευματικό ενδιαφέρον, για να προσέχει σε όσα έλεγε ο Παύλος». Το μεν άνοιγμα λοιπόν της καρδιάς της ήταν έργο του Θεού, το να προσέχει όμως τα λεγόμενα ήταν θέληση αυτής· επομένως αυτό ήταν και θείο και ανθρώπινο έργο.
«ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκόν μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς(:αφού λοιπόν βαπτίσθηκε αυτή και η οικογένειά της, μας παρακάλεσε λέγοντας: Εάν έχετε σχηματίσει για μένα την πεποίθηση και με έχετε κρίνει πιστή στον Κύριο, ελάτε να μείνετε στο σπίτι μου. Και με επίμονες παρακλήσεις μας ανάγκασε να μείνουμε στο σπίτι της)» [Πράξ.16,15]. «Μόλις βαπτίστηκε», λέγει, «αυτή και η οικογένειά της». Πρόσεχε πάλι την έλλειψη υπερηφάνειας. Γυναίκα είναι αυτή ταπεινή και γίνεται φανερό από την τέχνη της· αλλά πρόσεχε την αρετή αυτής· διότι σαν πρώτη μαρτυρία γι' αυτήν έδωσε αυτήν, το ότι σεβόταν τον Θεό, έπειτα το ότι αυτή προσκάλεσε τους Αποστόλους. Πρόσεχε επίσης πώς τους έπεισε όλους· έπειτα πρόσεχε σύνεση, πώς παρακαλεί τους Αποστόλους, από πόση ταπεινοφροσύνη είναι γεμάτα τα λόγια της, από πόση σοφία. «Εάν κρίνατε», λέγει, «ότι είμαι πιστή στον Κύριο». Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορεί να συγκινήσει τόσο. Ποιον δεν θα μαλάκωναν τα λόγια αυτά; Δεν το ζήτησε απλώς επίμονα, δεν τους παρακάλεσε, δεν το άφησε στη διάθεσή τους, αλλά και τους εξανάγκασε υπερβολικά με επίμονες παρακλήσεις· διότι αυτό σημαίνει το «παρεβιάσατο ἡμᾶς»· δηλαδή με αυτά τα λόγια.
Πρόσεχε πως αμέσως καρποφορεί και θεωρεί μεγάλο κέρδος την κλήση. «Το ότι με κρίνατε πιστή γίνεται φανερό από το ότι μου εμπιστευθήκατε τέτοια μυστήρια, τα οποία δεν θα ήταν δυνατό να μου τα εμπιστευτείτε, εάν δεν με κρίνατε κατάλληλη». Και δεν τόλμησε πριν από αυτό να τους προσκαλέσει, αλλά όταν βαπτίστηκε, κάνοντας φανερό από αυτό, ότι δεν θα ήταν δυνατό αλλιώς να τους πείσει. Γιατί όμως δεν ήθελαν αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, αλλά πρόβαλλαν άρνηση, ώστε να εξαναγκαστούν αυτοί; Ή για να παρακινήσουν εκείνη να δείξει μεγαλύτερη προθυμία, ή επειδή είπε ο Χριστός: «εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε(:σε όποια λοιπόν πόλη ή χωριό πάτε, εξετάστε ποιος από τους κατοίκους της έχει καλή υπόληψη και είναι άξιος να σας φιλοξενήσει. Και μείνετε μόνο στο δικό του το σπίτι, μέχρι να αναχωρήσετε απ’ την πόλη εκείνη)» [Ματθ.10,11]. Ώστε όλα τα έκαναν σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού.
«Μόλις λοιπόν βαπτίστηκε», λέγει, «τους παρακάλεσε και τους είπε· εάν με κρίνατε πιστή». Πρόσεχε: και βαπτίζεται και υποδέχεται τους Αποστόλους με τόσες παρακλήσεις, με περισσότερες από ό,τι ο Αβραάμ. Και δεν ανέφερε καμία άλλη απόδειξη αλλά εκείνη με την οποία σώθηκε· δεν είπε: «εάν με κρίνατε σπουδαία γυναίκα, εάν με κρίνατε ευλαβή»· αλλά τι; «Εάν με κρίνατε πιστή στον Κύριο»· «εάν για τον Κύριο, πολύ περισσότερο για σας, εάν δεν έχετε αμφιβολίες». Και δεν είπε: «κοντά μου», αλλά «μείνατε στην οικία μου», για να δείξει ότι αυτό το έκανε με μεγάλη προθυμία. Πραγματικά ήταν πιστή η γυναίκα.
«᾿Εγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη(:κάποια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της προσευχής, συνέβη να μας συναντήσει μια νεαρή δούλη που είχε καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα και απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της· διότι με τις μαντείες της φανέρωνε τα άγνωστα και πληρωνόταν γι’ αυτό). Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:Αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’)» [Πράξ.16, 16-17].
Άραγε όμως ποιος είναι αυτός ο δαίμονας που είχε κυριεύσει τη νεαρή δούλη; Λέγει γι’ αυτήν το ιερό κείμενο: «ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος(:που είχε καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα)»· από τον τόπο έτσι ονομάζεται. Βλέπεις ότι και ο Απόλλωνας είναι δαίμονας;[:ο «θεός» Απόλλωνας των αρχαίων Ελλήνων ονομαζόταν επίσης και Πύθιος]. Και επειδή ήθελε να τους βάλει μέσα σε πειρασμούς, με σκοπό να τους παρακινήσει περισσότερο, την παρακίνησε να λέει αυτά.
«Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:αυτή ακολούθησε από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε’’)». Μιαρέ και παμμίαρε δαίμονα! Εάν λοιπόν γνωρίζεις ότι κηρύττουν οδό σωτηρίας, γιατί δεν θαυμάζεις και δεν αλλάζεις γνώμη με την θέλησή σου; Αλλά εκείνο ακριβώς που ο Σίμων ο μάγος ήθελε λέγοντας: «Δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον (:δώστε και σε μένα την εξουσία και τη δύναμη αυτή, ώστε σε όποιον βάζω επάνω του τα χέρια μου να λαμβάνει Πνεύμα Άγιο)» [Πράξ.8,19], αυτό και αυτός έκανε· επειδή τους είδε να παρουσιάζουν στο κήρυγμα πρόοδο, υποκρίνεται εδώ, διότι με τον τρόπο αυτό ήλπισε να παραμείνει αυτός στο σώμα του κοριτσιού αν θα κηρύξει αυτά.
Εάν όμως δεν ταιριάζει να εκφωνείται τέτοια υμνητική μαρτυρία εκ μέρους ενός ανθρώπου[βλ. Σοφ. Σειράχ 15,9: «Οὐχ ὡραῖος αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ παρὰ Κυρίου ἀπεστάλη (:δεν ταιριάζει και ούτε ενθρονίζεται ωραίος ύμνος στο στόμα του αμαρτωλού. Τέτοιος ύμνος δεν του έχει αποσταλεί από τον Κύριο)»], πολύ περισσότερο δεν είναι ωραία εκείνη που γίνεται εκ μέρους του δαίμονα. Εάν ο Χριστός δεν αποδέχεται τη μαρτυρία εκ μέρους ανθρώπων, ούτε από τον Ιωάννη, πολύ περισσότερο δεν την αποδέχεται από δαίμονα· διότι το κήρυγμα δεν είναι έργο ανθρώπων, αλλά του άγιου Πνεύματος.
Επειδή λοιπόν κραύγαζε το δαιμόνιο μέσα στο κορίτσι και η ενέργειά του αυτή ήταν αλαζονική, νόμισε ότι με την κραυγή θα προξενήσει κατάπληξη, λέγοντας: «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16,17]
Γιατί τέλος πάντων ο μεν δαίμονας έλεγε αυτά μέσα από το στόμα του κοριτσιού αυτού στο οποίο είχε εισέλθει το πονηρό πνεύμα, ο δε Παύλος τον εμπόδισε; Και εκείνος ενεργούσε, όπως είπαμε, με κακουργία, αλλά και ο Παύλος με σύνεση· διότι ήθελε να κάνει αυτόν να μην είναι αξιόπιστος· καθόσον αν ο Παύλος αποδεχόταν την μαρτυρία του, θα εξαπατούσε πολλούς από τους πιστούς, εφόσον δέχθηκε την μαρτυρία από το δαιμόνιο· γι’ αυτό ανέχεται να πει αυτός τα όσα είχαν σχέση με τους αποστόλους Παύλο και Σίλα, για να σταθεροποιήσει τα όσα ήταν υπέρ αυτού, και ο ίδιος δείχνει συγκατάβαση προς την απώλεια. Στην αρχή λοιπόν δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία ο Παύλος, αλλά αδιαφόρησε γι’ αυτήν, μη θέλοντας να καταφύγει στην επιτέλεση θαύματος, όταν όμως επέμενε να κάνει αυτό πει πολλές μέρες και φανέρωσε το έργο αυτών λέγοντας: «Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16, 17], τότε διέταξε το δαιμόνιο να εξέλθει:
«Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ (:και αυτό το έκανε για πολλές ημέρες, όχι βέβαια με καλό σκοπό, αλλά το μαντικό πνεύμα επεδίωκε να ελκύσει πάνω του την απεριόριστη εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί τελικά με δολιότητα και πανουργία. Αγανακτώντας λοιπόν ο Παύλος στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε και είπε προς το πνεύμα: ‘’Σε διατάζω, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα βγήκε)»[Πράξ.16,18].
Τι σημαίνει: «διαπονηθεὶς ὁ Παῦλος»; Αντιλήφθηκε, λέει, την κακουργία του δαίμονα, καθώς και ο ίδιος λέει αλλού: «ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν (:για να μη νικηθούμε με απάτη από τον σατανά· και λέω ‘’απάτη του σατανά’’, διότι γνωρίζουμε τις δόλιες επινοήσεις του)»[Β’ Κορ. 2,11].
«Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι(:όταν όμως είδαν τα αφεντικά της ότι έφυγε μαζί με το δαιμόνιο και η ελπίδα της κερδοφόρου εργασίας και επιχειρήσεώς τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους παρουσιάσουν στους άρχοντες. Και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες Ιουδαίοι και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας. Κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε’’)» [Πράξ.16, 19-21].
Παντού τα χρήματα είναι αίτια των κακών. Πω, πω μέγεθος απανθρωπιάς! Ήθελαν το κορίτσι να διατελεί κάτω από την εξουσία του δαίμονα, ώστε να κερδίζουν αυτοί χρήματα. «Καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν(:και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας)». Εκείνοι δηλαδή έλεγαν για τον Παύλο και τον Σίλα ότι «διαταράσσουν την πόλη μας», ενώ το δαιμόνιο που είχε καταλάβει τη νεαρή δούλη έλεγε ότι «καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:κηρύττουν σε εμάς οδό σωτηρίας)»· «Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες(:είναι ταραξίες Ιουδαίοι)», λέει · τόσο πολύ αυτό το όνομα έχει συκοφαντηθεί.
«καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι(:κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα εφαρμόζουμε)» [Πράξ. 16,21]. Πρόσεχε που αυτοί ούτε στον δαίμονα προσέχουν, αλλά σε ένα και μόνο αποβλέπουν· στη φιλαργυρία. Τι έκαναν οι δύο απόστολοι; Ενέργειες ενάντια στους Ρωμαίους; Γιατί λοιπόν δεν τους στείλατε στους στρατηγούς πριν από την εκδίωξη του πονηρού μαντικού πνεύματος από τη νεαρή σας δούλη;
Παρουσίασαν λοιπόν το πράγμα σαν θέμα έσχατης προδοσίας. Γιατί δεν είπαν ότι έβγαλαν από μέσα της τον δαίμονα, ότι ασέβησαν προς τον Θεό, αλλά παρουσιάζουν το πράγμα σαν εσχάτη προδοσία; Αυτό ήταν μια αιτία γι’ αυτούς προκειμένου να συλλάβουν και να εκδικηθούν και να απομακρύνουν έτσι τους δύο αποστόλους που είχαν εκδιώξει το κερδοφόρο γι΄αυτούς δαιμόνιο. Το ίδιο έλεγαν και στην περίπτωση του Χριστού, ότι ενεργούσε τάχα ενάντια στην εξουσία των Ρωμαίων και θα προκαλούσε αυτό αντίποινα σε βάρος των Ιουδαίων.
«Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν(:τότε ο όχλος που είχε μαζευτεί εκεί ξεσηκώθηκε εναντίον τους)»[Πράξ.16,22]. Πω, πω, μέγεθος παραλογισμού! Δεν τους εξέτασαν, δεν τους επέτρεψαν να μιλήσουν· αν και βέβαια, εφόσον έγινε τέτοιο θαύμα, έπρεπε να τους προσκυνήσουν, έπρεπε να τους θεωρήσουν σαν ευεργέτες· διότι αν θέλατε χρήματα, γιατί, ενώ βρήκατε τέτοιον πλούτο, δεν τρέξατε προς αυτόν; Αυτός τους κάνει λαμπρότερους, το να μπορούν δηλαδή να απομακρύνουν τα δαιμόνια, παρά το να πείθονται σε αυτούς. Να και θαύματα, αλλά η φιλοχρηματία υπερίσχυσε.
«Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς (:και οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ρούχα των δύο αποστόλων και διέταξαν να τους ραβδίσουν, γυμνούς όπως ήταν, μπροστά σε όλο εκείνο το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας στον δεσμοφύλακα την εντολή να τους φρουρεί ασφαλισμένους καλά, για να μην δραπετεύσουν)» [Πράξ. 16, 22-23]. Ίσως οι στρατηγοί να το έκαναν αυτό θέλοντας να εμποδίσουν την φασαρία. Επειδή είδαν το πλήθος συγκεντρωμένο, με τα μεν χτυπήματα ήθελαν κατ’ αρχή να σταματήσουν τον θυμό τους, με το να τους βάλουν όμως στην φυλακή και να δώσουν εντολή να τους φυλάσσουν καλά, ήθελαν και να λάβουν γνώση για το όλο το θέμα με όποια ομολογία των αποστόλων κατάφερναν έτσι να τους αποσπούσαν.
Πρόσεξε όμως ότι οι δύο απόστολοι δεν αποκρίνονται ούτε και απολογούνται, για να γίνουν άξιοι μεγαλύτερου θαύματος· διότι λέει ο Παύλος σε κάποια του επιστολή: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι(:με πολλή ευχαρίστηση θα καυχιέμαι περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι' αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες, στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του Χριστού· διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά ασθενής, τότε είμαι δυνατός, εφόσον τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)»[Β’Κορ.12,9-10].
«Ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον (:και ο δεσμοφύλακας, εφόσον είχε πάρει τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ διαμέρισμα της φυλακής και έδεσε σφιχτά τα πόδια τους στο τιμωρητικό όργανο που λεγόταν ‘’ξύλο’’, για να μην μπορούν πλέον οι απόστολοι, ούτε στο ελάχιστο να μετακινηθούν)» [Πράξ.16,24], όπως θα μπορούσε να πει κάποιος τον «νέρβο»[:δηλαδή το ξύλινο όργανο στο οποίο έδεναν τους φυλακισμένους]. Πρόσεχε ότι και ο δεσμοφύλακας πάλι τους έβαλε στην πιο βαθιά φυλακή και αυτό από θεία οικονομία· διότι, επειδή επρόκειτο να γίνει μεγάλο θαύμα, κρίνεται κατάλληλος για την ακρόαση ο τόπος που ήταν έξω από την πόλη, που ήταν απαλλαγμένος από πειρασμούς και κινδύνους. Επίσης, όσο περισσότερο προσεκτική και αυστηρή γίνεται η φρούρηση, τόσο λαμπρότερο γίνεται το θαύμα.
Για πόσα δάκρυα είναι άξια τα όσα συμβαίνουν σήμερα; Εκείνοι μεν έπαθαν όλα εκείνα που έπαθαν για την ομολογία της πίστης τους προς τον Χριστό, εμείς όμως τα παθαίνουμε κάνοντας απολαυστική ζωή, τα παθαίνουμε μέσα στα θέατρα. Γι’ αυτό και οδηγούμαστε στην απώλεια, και καταποντιζόμαστε μέσα στην κακία, ζητώντας παντού να βρούμε άνεση, και δεν ανεχόμαστε να λυπηθούμε για χάρη του Χριστού ούτε απλώς δεχόμενοι κάποιο χλευασμό, ούτε και ένα λόγο μόνο.
Αυτά ας υπενθυμίζουμε παρακαλώ, συνέχεια στον εαυτό μας, τα όσα έπαθαν οι απόστολοι για τον Χριστό, τα όσα υπέμειναν, πως δεν θορυβούνταν, πως δεν σκανδαλίζονταν. Το έργο του Θεού εκτελούσαν και πάθαιναν αυτά. Δεν έλεγαν: «γιατί κηρύττουμε τον λόγο του Θεού και δεν μας προστατεύει ο Θεός;». Αλλά και αυτό τους ωφελούσε, και χωρίς τη βοήθειά Του, με αυτό ακριβώς το πράγμα τούς έκανε πιο δυνατούς, πιο ισχυρούς, πιο ατρόμητους. Λέγει ο Παύλος σε επιστολή του: «οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται(:δεν καυχιόμαστε μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχιόμαστε και για τις θλίψεις· διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή και η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. Και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)» [Ρωμ.5,3-4].
Ας μην επιδιώκουμε λοιπόν την μαλθακή και την γεμάτη από απολαύσεις ζωή· διότι όπως ακριβώς εδώ είναι διπλό το καλό, διότι και ισχυροί γίνονται οι αγωνιζόμενοι για την αρετή, και οι μισθοί είναι μεγάλοι, έτσι και εκεί είναι διπλό το κακό, διότι και πιο μαλθακοί γίνονται και κανενός καλού πρόξενοι δεν γίνονται αλλά κακού. Διότι τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άχρηστο από άνθρωπο που περνά όλη του την ζωή μέσα στην άνεση και τη γεμάτη από απολαύσεις ζωή· «διότι», λέει μια παροιμία, «άνδρας απείραστος και αδοκίμαστος είναι άχρηστος όχι μόνο στους αγώνες αυτούς, αλλά και σε όλους γενικά τους άλλους». Η άνεση είναι άχρηστο πράγμα, και μέσα στην ίδια τη ζωή τη γεμάτη από απολαύσεις τίποτε δεν είναι τόσο βλαβερό, όσο η ίδια η απόλαυση· διότι είναι βαρετή. Ούτε από τα φαγητά η ηδονή είναι τόσο μεγάλη, ούτε από την άνεση, αλλά όλα εξαφανίζονται και χάνονται.
Ας μην την επιζητούμε λοιπόν αυτήν· διότι εάν θελήσουμε να εξετάσουμε ποιος ζει περισσότερο ευχάριστα, εκείνος που κοπιάζει και ταλαιπωρείται ή εκείνος που κάνει τρυφηλή ζωή, θα διαπιστώσουμε αυτόν μάλλον που κοπιάζει· διότι καταρχήν μεν το ίδιο το σώμα αυτού που κάνει τρυφηλή ζωή είναι άτονο και πλαδαρό, έπειτα και οι αισθήσεις του σώματός του δεν είναι καθαρές, ούτε υγιείς, αλλά αποχαυνωμένες και μαλθακές· και εφόσον λοιπόν και αυτές δεν είναι υγιείς, ούτε της υγείας η ηδονή φαίνεται.
[Συνεχίζεται]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία ΛΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 332-347.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου