Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ἡ αὐτάπάρνηση, ἡ «ἔξοδος» ἀπό τήν φιλαυτία, εἶναι τό ἀντίδοτο τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς Κατάθλιψης.
Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀγαπήσει τόν Θεόν σύμφωνα μέ τήν πρώτη ἐντολή. Καλεῖται ἐπίσης νά ἀγαπήσει τόν πλησίον του «βγαίνοντας» ἀπό τήν ἄρρωστη ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του καί πρός τά κτίσματα. Τότε «βγαίνει» καί ἀπό τήν Κατάθλιψη. Γιαυτό ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος ὅτι ἡ θεραπεία τῆς Κατάθλιψης εἶναι ὁ Θεῖος Ἔρωτας : «Ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό, εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα, πού αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή, διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό, ἀλλά εἶναι τό σπουδαῖο, ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, πού γεμίζει ἔπειτα τήν ψυχή καί τήν κάνει ἄλλο» [1]. Ὁ Γέροντας εἶναι πολύ ἀκριβής θεολογικά. Μᾶς λέγει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος θελήσει νά κινηθεῖ πρός τόν Θεό καί νά Τόν ἀγαπήσει τότε ἔρχεται ὁ Θεός καί γεμίζει τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἄκτιστη Θεία Ἐνέργεια Του πού ὀνομάζεται Ἀγάπη πρός τόν Θεόν ἤ Θεῖος Ἔρωτας. Τότε αἰχμαλωτίζεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη, ἐνῶ συνάμα ἐλευθερώνεται ἀπό τήν αἰχμαλωσία σέ μία ἰδέα (σ’ ἕναν λογισμό) ἡ ὁποία εἶναι τό αἴτιο τῆς κατάθλιψης. Ἄς θυμηθοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι στήν κατάθλιψη ἡ ψυχή εἶναι αἰχμάλωτη σέ μία ἰδέα (πού ὑποβάλλει βεβαίως ὁ πονηρός). «Ὁ ἔρως μέ ἔρωτα νικᾶται» μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἡ ἀρρωστημένη ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας (φιλαυτία-ἐγωισμός) πού εἶναι ἡ ρίζα τῆς κατάθλιψης νικιέται ἀπό τήν ὑγιή ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον.
Ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη γιά νά ἐπιτευχθεῖ προαπαιτεῖ τήν κατά Χριστόν Ταπείνωση, τήν αὐταπάρνηση καί τήν μετάνοια.
Γιά νά μπορέσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, τήν φιλαυτία καί τά ἐγωιστικά θελήματά του, θά πρέπει πρῶτα νά βρεῖ τόν αὐθεντικό ἑαυτόν του, τήν βαθεῖα καρδία, τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς του ὑποστάσεως, τήν οὐσία τοῦ νοῦ του.
Ἡ εὕρεση τοῦ «ὑποστατικοῦ του κέντρου» γίνεται διά τῆς «καθόδου» τῆς νοερᾶς ἐνεργείας ἐντός τῆς βαθείας καρδίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ θά πρέπει ἡ νοερά ἐνέργεια νά συγκεντρωθεῖ καί ἐκεῖ νά βρίσκεται ὁ νοῦς προσευχόμενος ἀδιαλείπτως.
Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀπαρνηθεῖ τήν ἀμέλεια, πού τόν ὁδηγεῖ στήν ραθυμία καί ἐκείνη στήν λήθη τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλει νά σταματήσει τόν μετεωρισμό-περιπλάνηση τοῦ νοός του στά κτίσματα. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τό νά «βαστάζει τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» θά πρέπει νά γίνει ἡ μόνη καί ἀποκλειστική φροντίδα του[2].
Πράγματι «ἡ ἀποστολὴ τῶν ἐκλεκτῶν του Κυρίου συνίσταται στὸ νὰ βαστάζουν τὸ ὄνομα αὐτό, νὰ πάσχουν ὑπὲρ αὐτοῦ, νὰ θεωροῦν προνόμιο τὸν ὀνειδισμό, γι' αὐτὸ καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πάνω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχει ἐπικληθεῖ τὸ ὄνομά Του, καὶ οἱ ἴδιοι ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἕνα λόγο, τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ σφραγίζει τὸν πιστὸ καὶ τὸν ἀπεργάζεται ναὸ τῆς θεότητος, τόπο τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[3].
Γιά νά ἔχει μνήμη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά σχολάσει ἀπό ὅποια ἄλλη κοσμική μνήμη καί ἀγωνιώδη φροντίδα. Ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά «ἡσυχάσει», ἀπομακρυνόμενος ἀπό τίς μάταιες μέριμνες γιά νά μπορέσει νά καθαριστεῖ.
«Ἡσυχία ἀρχή καθάρσεως»[4] καί θεραπείας.
Διά τῆς ἐκκοπῆς τοῦ περισπασμοῦ καί τῆς διάχυσης στό περιβάλλον, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται διά τῶν αἰσθήσεων, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔλθει «εἰς ἑαυτόν». Ὅταν βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, ὅπως ὁ ἄσωτος, τότε θυμᾶται τήν πατρική στέγη· τότε σκέπτεται: «πορεύσομαι πρός τόν Πατέρα μου»[5].
Διά τῆς ἐκκοπῆς τοῦ περισπασμοῦ καί τῆς διάχυσης στό περιβάλλον, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται διά τῶν αἰσθήσεων, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔλθει «εἰς ἑαυτόν». Ὅταν βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, ὅπως ὁ ἄσωτος, τότε θυμᾶται τήν πατρική στέγη· τότε σκέπτεται: «πορεύσομαι πρός τόν Πατέρα μου»[5].
Τότε ἔχοντας βρεῖ τόν ἑαυτό του, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κινηθεῖ πρός τόν Θεό. Τότε ἐπιτυγχάνει νά κοινωνήσει ἀληθινά μέ τόν Θεό.
Μόνο «βγαίνοντας» ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο τῆς ἀμέλειας- ραθυμίας, τῆς λήθης καί τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ, μόνο «ἀπεκδυόμενος» αὐτόν, τότε καί μόνον τότε, μπορεῖ νά ἐνδυθεῖ τόν νέον ἄνθρωπο, τόν κατά Χριστόν κτισθέντα. Ἀρνούμενος τόν παλαιό ἑαυτό του, ἀδειάζοντας τήν καρδιά ἀπό τό ἐγώ του, δημιουργεῖ τόπον γιά νά κατοικήσει ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἀδιάλειπτη νοερά καρδιακή προσευχή, μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό. Τότε μπορεῖ νά ἀγαπήσει γνήσια καί τόν πλησίον ὡς τέκνο Θεοῦ. Τότε ἡ καρδιά καθαρίζεται ἀπό κάθε λογισμό καί κάθε ἐπιθυμία ἄλογη καί ἐμπαθή.
Μένει μόνο ἕνας λογισμός καί μία ἐπιθυμία καί ἕνας πόθος στήν καρδία τοῦ κεκαθαρμένου ἀνθρώπου: Ἡ ἐπιθυμία τοῦ νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς μέσα στόν Χριστό καί ὁ Χριστός μέσα του.
Μ’ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά «βγεῖ» ἀπό τόν ἑαυτό του: νά βγεῖ ἀπό τήν φιλαυτία του, τόν ἐγωισμό του, τόν ναρκισσισμό του, τήν αὐτολατρεία του, τό θέλημά του[6].
Ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά πάψει νά ἀγαπάει τά κτίσματα καί τόν ἑαυτό του. Ἔτσι θά δημιουργηθεῖ χῶρος καί καθαρότητα στήν καρδιά του, ὥστε αὐτή νά «χωρέσει» ἐντός της τόν Θεόν καί διά τοῦ Θεοῦ ὅλον τόν κόσμο. Πρέπει νά καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη του ὁ ἄνθρωπος νά φωτιστεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά γίνει ναός, δηλ. κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι γίνεται ὁ ἄνθρωπος «Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου».
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐργασία: Τά πάθη, κύρια αἰτία τῆς Κατάθλιψης.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐργασία: Τά πάθη, κύρια αἰτία τῆς Κατάθλιψης.
[1] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 11-12.
[2] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζαχάρου, Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς δόθηκε μὲ ἀποκάλυψη Ἄνωθεν. Προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄναρχη ἐνέργεια τοῦ θείου Ὄντος καὶ δὲν εἶναι καθόλου ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ εἶναι ἐνέργεια τῆς θεότητος καὶ προσδίδει στὸ ὄνομα ὑπερκόσμια δόξα. Τὸ ὄνομα αὐτὸ συνδέεται ὀντολογικὰ μὲ τὸ ὀνομαζόμενο Πρόσωπο, τὸν Χριστό. Ἡ προσευχὴ διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἔχει ὡς θεμέλιο λίθο τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ποῦ πρόφερε λίγο πρὶν ἀνέβει στὸ Γολγοθὰ : ἕως ἄρτι οὐκ ἠτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἴνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ἡ πεπληρωμένη ... ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσατε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμίν". Οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα ἐντολὴ καὶ ὑπόσχεση. Ἡ ἐπάξια ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος Τοῦ ἐκπληρώνει τὴν ἐντολὴ καὶ ζωοποιεῖ τὴν παρουσία Του. Ὁ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν, στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, καὶ ὁδὸς εἶναι ὁ Ἴδιος. Συνεπῶς βρίσκει Αὐτὸν ὡς συνοδοιπόρο καὶ ἑνώνεται μαζί Του. Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται ὁ τρόπος καὶ ὁ τόπος τῆς ἑνώσεως τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Σωτήρα Θεό.Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Ὅταν ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομα αὐτὸ θεοπρεπῶς, ἀποκομίζει τὴν εὐδοκία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ζεῖ "διαπαντὸς" ἐνώπιόν του Προσώπου τοῦ Κυρίου» (Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζαχάρου, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας:
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας,
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΗΡΥΞ», Ἰούλιος – Αὐγουστὸς 2001, Ἀριθμὸς Τεύχους 154 – 155, http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=764&Itemid=1).
[3] Ἔ.ἀ.
[4] Μ. Βασιλείου, TLG, Work #004 2.2.52 to Work #004 2.2.58 «Ἡσυχία οὖν ἀρχὴ καθάρσεως τῇ ψυχῇ͵ μήτε γλώττης λαλούσης τὰ τῶν ἀνθρώπων͵ μήτε ὀφθαλμῶν εὐχροίας σωμά των καὶ συμμετρίας περισκοπούντων͵ μήτε ἀκοῆς τὸν τόνον τῆς ψυχῆς ἐκλυούσης ἐν ἀκροάμασι μελῶν πρὸς ἡδονὴν πεποιημένων͵ μήτε ἐν ῥήμασιν εὐτραπέλων καὶ γελοιαστῶν ἀνθρώπων͵ ὃ μάλιστα λύειν τῆς ψυχῆς τὸν τόνον πέφυκε».
[5] Λκ. 15, 18.
[6] Πρβλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Ε΄, Πάθη καί ἀρετές, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2006, σελ. 41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου