Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

«Ἡ κατά Χριστόν ξενιτεία», Α΄ μέρος Εὐεργετινός, Τόμος Α, ὑπόθ. ιγ΄.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



            Ὑπάρχει μία ἀρετή στή μοναχική ὁρολογία πού λέγεται ξενιτεία καί σημαίνει ἡ ἀναχώρησις ἀπό τήν πατρίδα καί ἡ ἄσκησις κάπου μακριά ἀπό τούς συγγενεῖς, ἀπό τούς δικούς μας, καί γενικότερα ἀπό τόν κόσμο. Σήμερα, λοιπόν, θά ποῦμε γι’ αὐτή τήν ἀρετή καί θά δεῖτε πῶς σχετίζεται μέ ὅλους καί δέν εἶναι ἀρετή μοναχική. Ὑπάρχει ἡ 13η Ὑπόθεση στόν Εὐεργετινό, στόν Α΄ Τόμο πού μελετᾶμε, ἡ ὁποία ἔχει τόν ἑξῆς τίτλο: «Ὁ ἀποτασσόμενος πρέπει νά ξενιτεύει, περί ποίας ξενιτείας πρόκειται καί ποιά ὠφέλεια προέρχεται ἐξ αὐτῆς καί ποιοί εἶναι οἱ καταλληλότεροι τόποι πρός ἄσκηση»[1]. Γιά ὅσους ἴσως εἶναι πρώτη φορά, λέμε ὅτι ὁ Εὐεργετινός εἶναι μία συλλογή, μία ἀνθολογία ἀπό Πατερικά κείμενα, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν τόν χριστιανό, εἴτε εἶναι μοναχός εἴτε εἶναι λαϊκός, ἀπό τά πρῶτα στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέχρι τά πιό ὑψηλά, ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα μέχρι τήν κορυφή. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀκόμα στήν ἀρχή καί μᾶς μιλάει γιά ἀποταγή καί γιά ξενιτεία.
            Προσέξτε ὅτι τήν ἴδια λέξη ἀποταγή καί ἀποτάσσομαι χρησιμοποιεῖ καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὅταν βαφτιζόμαστε: «Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ; Ἀποτάσσομαι. Καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;..». Ἑπομένως, ἡ ἀποταγή καί ἡ ξενιτεία ἀφορᾶ σέ ὅλους. Ὅλοι πρέπει νά ἀποταχθοῦμε τόν σατανᾶ, ὅλοι πρέπει νά ξενιτεύσουμε - νά ξενιτευθοῦμε, νά ἀποξενωθοῦμε ἀπό τόν σατανᾶ, ἀπό τά ἔργα τοῦ σατανᾶ, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀπό τόν διάβολο καί ἀπό τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»[2], εἶναι θεμελιωμένος ἐπάνω στόν διάβολο.
-           Καί θά πρέπει κι ἐμεῖς λοιπόν νά φύγουμε μακριά ἀπό τούς συγγενεῖς μας καί ἀπό τήν πατρίδα μας, ὅπως κάνουν οἱ μοναχοί;
            Καί ὄχι ὅλοι βέβαια οἱ μοναχοί, ἀλλά αὐτοί πού τό ἐπιλέγουν. Γιατί καί κάποιοι ἐπιλέγουν νά μείνουν κοντά στήν πατρίδα τους, στούς συγγενεῖς τους, ὄχι βέβαια μέσα στό σπίτι τους, ἀλλά σέ ἕνα μοναστήρι πού νά εἶναι κοντά. Ὅμως θά δεῖτε ἐδῶ, πώς οἱ ἅγιοι συμβουλεύουν τούς μοναχούς νά φεύγουν μακριά. Εἶναι πιό μεγάλος ὁ μισθός τους ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἔχουν τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά, ἀλλά ἔχουν τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ.
-           Γιά ἕναν ὅμως γενικά ἁπλό χριστιανό, λαϊκό, πού ζεῖ μέσα στόν κόσμο, πῶς θά γίνει νά ἀποταχθεῖ ἀπό τόν διάβολο καί νά ξενιτεύσει γιά τόν Θεό;
            Θά πρέπει, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, νά ἐξέλθουμε καί νά ἀφοριστοῦμε[3] ἀπό τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου τροπικά, ἐφόσον δέν μποροῦμε τοπικά. Τροπικά, δηλαδή ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας νά εἶναι εὐαγγελικός καί ὄχι κοσμικός. Καί ἀναγκαστικά τότε ὑπάρχει αὐτή ἡ τροπική θά λέγαμε ξενιτεία, ἡ ἀποξένωση ἐξαιτίας τοῦ διαφορετικοῦ τρόπου ζωῆς.
            Ἕναν ἐπίσης ὁλόκληρο λόγο ἔχει γιά τήν ξενιτεία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ τρίτος λόγος, καί μᾶς δίνει κι αὐτός ἕναν ὁρισμό. «Ξενιτεία εἶναι ἡ ὁριστική ἐγκατάλειψη ὅλων ἐκείνων πού ὑπάρχουν στήν πατρίδα μας καί πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἐπιτύχουμε τόν εὐσεβῆ σκοπό τῆς ζωῆς μας»[4]. Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας θά πρέπει νά εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση.
Αὐτός θά πρέπει νά εἶναι ὁ εὐσεβής σκοπός. Αὐτός δηλαδή πού εἶναι θεάρεστος, αὐτός εἶναι πού ζεῖ μέ εὐσέβεια, αὐτός πού ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί προσπαθώντας νά ἀρέσει στόν Θεό. Ἄρα ξενιτεία, λέγει ὁ Ἅγιος, εἶναι τό νά ἐγκαταλείψεις τήν πατρίδα σου καί ὅλα αὐτά πού σέ ἐμποδίζουν στόν εὐσεβῆ σκοπό. Ἑπομένως, κυρίως κι ἐδῶ μᾶς μιλάει καί γιά τοπική βέβαια ἀποξένωση, ἀφορᾶ αὐτό στούς μοναχούς, ἀλλά καί τροπική πού ἀφορᾶ σέ ὅλους.
            Λέει πάλι παρακάτω ὁ Ἅγιος: «ἡ ξενιτεία εἶναι ἀπαρρησίαστη συμπεριφορά». Συμπεριφορά, δηλαδή, πού δέν ἔχει παρρησία. Θά λέγαμε σήμερα αὐθάδεια, θράσος. «Εἶναι κρυμμένη σοφία, εἶναι σύνεση πού δέν φανερώνεται». Ἐνῶ εἶσαι σοφός, δέν τό δείχνεις. Ἐνῶ εἶσαι συνετός, δέν τό φανερώνεις. «Εἶναι ζωή μυστική». Ὁ χριστιανός ζεῖ μιά ζωή ἐσωτερική πολύ ἔντονη κοινωνίας καί προσευχῆς μέ τόν Θεό καί πρός τόν Θεό ἀντιστοίχως, χωρίς πολλές φορές νά γίνεται ἀντιληπτός ἀπό τό περιβάλλον του. «Εἶναι», ἀκόμα λέγει, ἡ ξενιτεία «σκοπός πού δέν βλέπεται, λογισμός ἀφανής»[5]. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά καταλάβει τόν χριστιανό, ὅταν ζεῖ ἀληθινά χριστιανική ζωή. Μᾶλλον τόν καταλαβαίνει ὡς τρελό, ὡς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει χάσει τά λογικά του. Γι’ αὐτό καί ὅταν κανείς ζεῖ κοσμική ζωή σ’ ἕνα περιβάλλον κοσμικό, πού ζεῖ κι αὐτό κοσμικά, ὅταν ξαφνικά μετανοήσει καί ἀρχίσει νά ζεῖ χριστιανικά, οἱ ἄλλοι τοῦ λένε ὅτι τρελάθηκε.. τί εἶναι αὐτά πού κάνει;.. καί πῶς ἄλλαξε ἔτσι κ.λ.π.
            Ἡ ξενιτεία εἶναι «ὄρεξις τῆς εὐτελείας». Αὐτός πού ἔχει ξενιτεία χαίρεται νά ζεῖ μέ ταπείνωση, μέ ἁπλότητα καί ἀγαπάει τήν εὐτέλεια. «Ἐπιθυμία τῆς στενοχωρίας», βιάζει τόν ἑαυτό του γιά τό καλό. «Αἰτία τοῦ θείου πόθου»[6]. Δέν μπορεῖ νά ἀνάψει μέσα σου ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό, ἄν δέν ἀποξενωθεῖς ἀπό τόν κόσμο καί τόν διάβολο. Ὅπως λέγαμε καί στό κήρυγμα, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, λέει, εἶναι λαός Ἰακώβ καί λαός Ἰσραήλ. Ὁ Ἰακώβ μεταφράζεται πτερνιστής (τό ὄνομα Ἰακώβ), εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ὑπεσκέλισε τόν ἀδελφό του, τόν Ἡσαῦ. Καί ὁ χριστιανός ὑποσκελίζει τόν διάβολο, τόν κατατροπώνει, γι’ αὐτό καί ἀνήκει στόν λαό Ἰακώβ, στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά εἶναι καί λαός Ἰσραήλ. Ἰσραήλ θά πεῖ νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν, νοῦς πού βλέπει τόν Θεό. Ὅταν κανείς νικήσει τόν διάβολο, νικήσει τόν κόσμο, τήν κοσμική νοοτροπία στόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο, ἀλλά τόν ἑαυτό του μπορεῖ νά τόν ἀλλάξει καί νά μή συμβιβαστεῖ μέ τή μόδα, μέ τόν λεγόμενο πολιτισμό τεχνικό καί λεγόμενο πνευματικό καί μέ ὁτιδήποτε τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Μπορεῖ νά μή συμβιβαστεῖ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πορεύεται πραγματικά κατά Θεόν, καθαρίζεται καί φτάνει μετά νά βλέπει τόν Θεό. Ἀπό τήν πράξη πᾶμε στή θεωρία.
            Ξενιτεία ἀκόμα, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, εἶναι καί «πλῆθος τοῦ θείου ἔρωτος». Γεννιέται πλῆθος ἀγάπης πρός τόν Θεό σ’ ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἑκούσια, θεληματικά ἀρνεῖται τά ἀνθρώπινα στηρίγματα, τίς ἀνθρώπινες παρηγοριές. Γιατί οὐσιαστικά αὐτό εἶναι ξενιτεία γιά τόν μοναχό πού φεύγει μακριά, ν’ ἀρνηθεῖ τήν ὅποια συμπαράσταση ἀνθρώπινη, ἀπό συγγενεῖς, ἀπό μητέρα, ἀπό πατέρα, ἀπό ὁποιοδήποτε φίλο, γνωστό πού εἶχε, καί νά πάει σάν ἕνας ξένος ἀνάμεσα σέ ξένους. Κι ἐκεῖ μή ἔχοντας τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά ὁ Θεός τοῦ δίνει πλῆθος θείας, θείου ἔρωτος, ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἐπίσης ἡ ξενιτεία εἶναι «ἄρνηση τῆς κενοδοξίας»[7]. Γιατί μέσα στήν πατρίδα του κανείς ζώντας μέ εὐσέβεια εἶχε -τώρα δέν ἔχει, παλιότερα εἶχε- δόξα. Σήμερα ἔχει γίνει τό ἀντίθετο. Σήμερα εἶναι τῆς μόδας νά τό παίζεις ἀσεβής, ἄθεος, ἀντίχριστος. Παλιά ἦταν τῆς μόδας, νά τό ποῦμε ἔτσι ἁπλά, νά εἶσαι εὐσεβής. Εἶχε πέραση αὐτό. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ὑποκριτές, πού τό παίζανε εὐσεβεῖς ἀλλά δέν ἦταν στήν πραγματικότητα. Γιατί τό κάνανε; Γιά νά ἔχουνε δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὁ λαός τούς εὐλαβεῖτο, τούς ἔδινε καί τά χρήματά του. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος τά οὐαί αὐτά στούς ὑποκριτές, τούς γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι λέει «εἶσθε ἅρπαγες καί κατεσθίετε τάς οἰκίας τῶν χηρῶν»[8], κατατρώγετε τά σπίτια τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν. Πῶς; Ἐπειδή τούς εὐλαβοῦντο οἱ ἄνθρωποι, τούς ἔδιναν τά χρήματά τους γιά νά τούς μνημονεύουν ὑποτίθεται κ.λ.π. καί αὐτοί βεβαίως ζοῦσαν μιά ζωή ἀκόλαστη.
            Σήμερα εἶναι τῆς μόδας ἡ ἀσέβεια καί πολλοί ζοῦνε ὑποκριτικά. Ἐνῶ μπορεῖ νά ἔχουν κάποια πίστη μέσα τους, δέν τή φανερώνουν, τήν κρύβουν, καί ντρέπονται ἀκόμα νά κάνουν καί τόν σταυρό τους δημόσια, γιατί δέν εἶναι τῆς μόδας… Ἕνας ἄνθρωπος σήμερα πού ζεῖ εὐσεβῶς, δέν ἔχει κενοδοξία, ἔχει τό ἀντίθετο. Ἔχει ἀπαξίωση ἀπό τόν κόσμο. Παλιά ὅμως εἶχε κενοδοξία, εἶχε δόξα ἀπ’ τόν κόσμο. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος ἐδῶ, ἕνας πού φεύγει ἀπό τήν πατρίδα του, δέν ἔχει πειρασμό κενοδοξίας ἀπό τό περιβάλλον.
            «Βυθός τῆς σιωπῆς»[9] ἐπίσης εἶναι ἡ ξενιτεία. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι σάν ἕνας ἀλλόγλωσσος, πού δέν ξέρει νά μιλήσει δηλαδή, γιατί δέν ἔχει κανέναν γνωστό. Ἔτσι φαίνεται σάν ἀλλόγλωσσος ἐν μέσω ἀλλογλώσσων… Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ξενιτεία.
-           Τώρα γιά ὅλους τούς χριστιανούς ἰσχύουν αὐτά;
            Κατά μία ἔννοια ἰσχύουν. Θά πρέπει καί ὁ κάθε χριστιανός νά γίνει ἕνας ξένος γιά ὅλους, ἄν θέλει νά προχωρήσει στήν κατά Θεόν ζωή. Καί κατεξοχήν νά γίνει ξένος σ’ αὐτούς πού ζοῦν κοσμικά, γιά νά μπορέσει νά βρεῖ τή θεία ἀγάπη καί τόν θεῖο ἔρωτα. Νά γίνει τυφλός καί κουφός καί μουγγός θά λέγαμε, προκειμένου νά ἔχει ἀνοιχτές τίς ἐσωτερικές του αἰσθήσεις, ἐνεργοποιημένες, καί ἔτσι νά προχωρήσει κατά Θεόν. Μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, ὅσο κανείς περιορίζει τίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις, καί αὐτό εἶναι ξενιτεία, νά προσέξεις τά μάτια σου, νά προσέξεις τά αὐτιά σου, νά μή μποῦνε μέσα κοσμικά καί ἁμαρτωλά πράγματα, νά προσέξεις τό στόμα σου, νά μή μιλᾶς… λοιπόν, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ξενιτεύει ἀπό τό κακό, ἀπό τόν διάβολο, περιορίζεται καί ἀνοίγουν οἱ ἐσωτερικές αἰσθήσεις. Ἀνοίγει ἡ ἐσωτερική ὅραση καί ἀκοή καί ἀρχίζει καί βλέπει τόν Θεό καί ἀκούει τόν Θεό καί ὁ ἐσωτερικός ἐνδιάθετος λόγος μπορεῖ νά μιλάει πλέον στόν Θεό ἀκατάπαυστα. Νά ἡ νοερά προσευχή!
-           Γιατί σήμερα δυσκολευόμαστε νά κάνουμε νοερά προσευχή;
            Γιατί μιλᾶμε πολύ. Ὅσο κανείς μιλάει, τόσο δέν μπορεῖ νά μιλήσει ἐσωτερικά, νά συνομιλήσει καρδιακά μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, μέ τήν ἐσωτερική αὐτή φωνή στόν Θεό, μέ τόν Θεό.
            Ἄς δοῦμε λοιπόν τί λέει ὁ Εὐεργετινός σ’ αὐτή τήν Ὑπόθεση. «Στό Γεροντικό. Εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ἰάκωβος, ὅτι ἀπό τό νά δέχεσαι ξένους, μεγαλύτερη ἀξία ἔχει τό νά γίνεις ὁ ἴδιος ξένος γιά τόν Θεό»[10]. Καί ἡ φιλοξενία εἶναι μεγάλη ἀρετή βέβαια, λέει ὁ Ἅγιος αὐτός, ἀλλά ἀκόμα μεγαλύτερη ἀρετή εἶναι ἐσύ νά ξενιτεύσεις, νά ἀποξενωθεῖς δηλαδή ἀπό ὅλους γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καί, ὅπως εἴπαμε, κατεξοχήν ἀπό τούς κοσμικῶς βιοῦντας.
            «Κάποτε», δεύτερο περιστατικό ἀπό τό Γεροντικό, «ὁ Ἀββᾶς Λογγῖνος ρώτησε τόν Ἀββᾶ Λούκιο: Ἀββᾶ, ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ τήν ξενιτεία». Τοῦ εἶπε τόν λογισμό του. Καί τί τοῦ ἀπαντάει ὁ γέροντας; «Ἐάν δέν κατορθώσεις νά περιορίσεις τή γλῶσσα σου, δέν εἶσαι ξένος, ὁπουδήποτε καί ἐάν μεταβεῖς· καί ἐδῶ λοιπόν συγκράτησε τή γλῶσσα σου καί θά εἶσαι ξένος»[11]. Εἶναι αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ἄν κανείς περιορίσει τή γλώσσα του, ἀποξενώνεται, γιατί δέν θά ἔχει πλέον πολλές συνομιλίες, πολλές συναναστροφές, ἀπό τούς πολλούς θά ἡσυχάσει καί θά μπορέσει μετά νά βρεῖ τόν Θεό.
            «Ἕνας γέρων ἀσκητής εἶπε: ἐάν ἕνας μοναχός γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει ἕνας τόπος πού δύναται νά προκόψει πνευματικῶς καί δέν πηγαίνει ἐκεῖ γιά νά μή στερηθεῖ τά ἀναγκαῖα -αὐτά πού τοῦ χρειάζονται γιά τό σῶμα- ὁ μοναχός αὐτός δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός»[12]. Βάζει δηλαδή πάνω ἀπ’ ὅλα τή σωματική του ἀνάπαυση καί ὄχι τήν πνευματική, αὐτό θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος. Ἐνῶ θά πρέπει πάντα ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιλέγει τήν πνευματική ἀνάπαυση. Μπορεῖ, ἄς ποῦμε, νά σοῦ ἐξασφαλίζει ἕνα περιβάλλον πλούσια ζωή βιολογική, πλούσιο φαγητό, ἀνάπαυση σωματική κ.λ.π. ἀλλά νά μή σοῦ ἐπιτρέπει νά προχωρήσεις πνευματικά. Θά πρέπει νά φύγεις μακριά ἀπό ἕνα τέτοιο περιβάλλον γιά νά βρεῖς εὔκολα τόν Θεό. Χίλιες φορές νά στερηθεῖ κανείς τή σωματική ἀνάπαυση καί νά βρεῖ τήν πνευματική ἀνάπαυση.
            «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα: γιατί πάτερ ἡ γενεά μας δέν ἔχει τή δύναμη νά κρατήσει τήν ἄσκηση τῶν Πατέρων; Διότι, ἀπάντησε ὁ γέροντας, δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό οὔτε φεύγει ἀπό τούς ἀνθρώπους οὔτε μισεῖ τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ κόσμου»[13]. Νά πῶς ἔρχεται ἡ σταθερότητα στήν ἄσκηση καί ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς! Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τό σῶμα, ἔχει φιλαυτία καί κενοδοξία, θέλει νά δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους καί εἶναι κολλημένος στά ὑλικά πράγματα, αὐτός δέν μπορεῖ νά κάνει ἄσκηση. Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα δέν μποροῦν νά νηστέψουν ὄχι γιά λόγους ὑγείας ἀλλά γιατί εἶναι κολλημένοι στά πάθη τους καί λένε χίλιες δυό προφάσεις στόν πνευματικό. Ἄν ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ἀποφύγουμε τούς ἀνθρώπους, μέ τήν ἔννοια τίς μάταιες συναναστροφές, καί ἀποξενωθοῦμε, μέ τήν ἔννοια νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τά ὑλικά πράγματα, νά μήν εἶναι κολλημένη ἡ καρδιά μας στά ὑλικά, τότε εὔκολα θά ἀσκηθοῦμε. Γιατί σέ ἄνθρωπο τόν ὁποῖο φεύγει τούς ἀνθρώπους καί τήν ὕλη, ἀρχίζει στήν ψυχή του αὐθόρμητα νά γεννιέται ἡ κατάνυξη καί ὁ πόθος τῆς ἄσκησης. Δέν φεύγει τούς ἀνθρώπους, δέν ἀποφεύγει τούς ἀνθρώπους γιατί τούς μισεῖ, ἀλλά γιά νά μπορέσει νά ἡσυχάσει, νά ἔχει χρόνο γιά τόν Θεό καί νά μή πέφτει στή ματαιολογία, στήν ἀργολογία, στήν κατάκριση καί στίς χίλιες τόσες γνωστές ἁμαρτίες πού φέρνουν οἱ συναναστροφές καί μάλιστα ὅταν εἶναι μέ κοσμικούς ἀνθρώπους.
            «Ὅπως ἐκεῖνος πού θέλει νά σβήσει τή φωτιά πού ἄναψε στό χωράφι του», λέει, «ἄν δέν προλάβει νά κόψει τήν ὕλη πού βρίσκεται μπροστά ἀπό τήν καιομένη ἔκταση δέν εἶναι δυνατό νά σβήσει τή φωτιά, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν φύγει στόν τόπο, ὅπου μέ μεγάλο κόπο θά βρίσκει τόν ἄρτο του, δέν μπορεῖ νά εὐδοκιμήσει στήν ἄσκηση, γιατί ἡ ψυχή κάτι πού δέν τό βλέπει, δέν μπορεῖ καί νά τό ἐπιθυμήσει γρήγορα»[14]. Βλέπετε τώρα συμβουλές πρός ὑποψήφιους ἀσκητές. Καί ὅλοι μας πρέπει νά γίνουμε ἀσκητές μέσα στήν Ἐκκλησία. Νά μήν ἀγαπήσουμε τό σῶμα ἄλογα, ἀλλά νά τό τρέφουμε ὅσο χρειάζεται γιά νά συντηρεῖται σέ κατάσταση ὑγείας καί νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκφράζει τή μετάνοιά του διά τοῦ σώματος. Δέν πρέπει νά κολλήσουμε καί νά γίνουμε φιλοσώματοι καί φίλαυτοι, ἀλλά αὐτό, λένε οἱ Ἅγιοι, γίνεται πολύ πιό εὔκολα, ὅταν δέν ἔχεις ἄνετα καί εὔκολα ὅ,τι ἀναπαύει καί δίνει ἡδονή στό σῶμα. Νά πᾶς κάπου, λέει, πού μέ δυσκολία νά βρίσκεις καί τό ψωμί σου. Γιατί ὅ,τι δέν βλέπεις, δύσκολα καί τό ἐπιθυμεῖς. Ὅ,τι βλέπεις, «ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται μετά καί τό ἐρᾶν», ἔρχεται καί ἡ ἐπιθυμία. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό πράγμα, γενικότερα νά τό μάθει ὁ ἄνθρωπος αὐτό ὁ πνευματικός, νά προσέχει τί βλέπει, τί πέφτει μέσα στό ὀπτικό του πεδίο καί ποῦ στήνει τό βλέμμα του, ποῦ ἑστιάζει τά μάτια του κάθε φορά. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι ἀπό τά μάτια, ἄν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νά μπεῖ καί ἡ ἐπιθυμία ἡ ἀκάθαρτη τῆς πορνείας καί τῆς μοιχείας στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δεῖς ἀπρόσεκτα μέ σκοπό νά ἐπιθυμήσεις[15].
            Θυμόμαστε καί τόν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό καί εἶναι πρότυπο ἀνθρώπου χριστιανοῦ. «Ἔξελθε», τοῦ εἶπε ὁ Θεός «ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου»[16]. Ἔτσι καί ὁ κάθε χριστιανός καλεῖται νά κάνει αὐτή τήν ἔξοδο. Ξαναλέω τροπικά καί ὄχι τοπικά. Λέει πάλι καί ὀ Ἀπόστολος Παῦλος «μή συναναμίγνυσθαι πόρνοις»[17]. Δέν μπορεῖτε νά ἀναμιγνύεστε μέ πόρνους. Καί διευκρινίζει μετά, δέν σᾶς λέω γιά τούς πόρνους τοῦ αἰῶνος τούτου, τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου δηλαδή, πού πορνεύουν γιατί δέν ἔχουν κανέναν ἠθικό φραγμό, δέν ἔχουν κανένα φόβο Θεοῦ. Μπορεῖ νά εἶναι καί βαφτισμένοι χριστιανοί, ὅπως οἱ σημερινοί μας Ἕλληνες, ἀλλά δέν τό ’χουν σέ τίποτε νά πορνεύουν, νά κάνουν προγαμιαῖες σχέσεις κ.λ.π. Δέν σᾶς λέω, λέει ὁ Ἀπόστολος, νά φύγετε ἀπ΄ αὐτούς, νά πάρετε τά βουνά, ἀλλά ἐάν κάποιος ἀδελφός ἤ ἀδελφή εἶναι τέτοιος, νά μήν τόν κάνετε παρέα, νά μή συναναστρέφεστε μ’ αὐτόν[18]. Δηλαδή ἕνας τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας συγγενής σου, τό παιδί σου ἐνδεχομένως, εἶναι κάποιοι τέτοιοι πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἀδελφοί σου πνευματικοί. Ἐφόσον, λέει, εἶναι τέτοιοι ἁμαρτωλοί καί δέν μετανοοῦν, συζοῦν κ.λ.π. κάνουν πολιτικό γάμο.. δέν μπορεῖτε, λέει, μ’ αὐτούς νά κάνετε παρέα. Στόν ἄλλον τόν μπακάλη, τόν μανάβη, πού πορνεύει, πού ζεῖ ἄσωτα, θά πᾶς νά πάρεις τά ψώνια σου. Δέν θά τόν βάλεις ὅμως κι αὐτόν στό σπίτι σου, νά συναναστραφεῖς μαζί του. Ἀλλά καί μ’ αὐτούς πού μέχρι τώρα ἐνδεχομένως συναναστρεφόσουνα, γιατί τούς θεωροῦσες ἀδελφούς ἐν Χριστῷ - καί μ’ αὐτούς πρέπει νά ἔχουμε συναναστροφές, φιλίες, τραπέζια κ.λ.π. ὄχι μέ ὁποιονδήποτε - ἐφόσον εἶναι ξεκάθαρα πλέον τοποθετημένοι στήν ἁμαρτία καί δέν μετανοοῦν, καί ἀπ’ αὐτούς, λέει, πρέπει νά βγεῖτε. Ἐξέλθετε! Βλέπετε πῶς καλούμαστε ὅλοι οἱ χριστιανοί νά ἔχουμε αὐτή τήν ξενιτεία ἀπό τά εἴδωλα καί τούς εἰδωλολάτρες τοῦ κόσμου.
            «Ξενιτεία εἶναι ὁ χωρισμός ἀπ’ ὅλα γιά νά μείνει ὁ νοῦς ἀχώριστος ἀπό τόν Θεό»[19]. Βλέπετε τί ὡραῖα τό λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος; Νά χωριστεῖς ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα γιά νά μπορεῖς νά ἔχεις τόν νοῦ σου στόν Θεό. Ἐννοεῖ ἀπό ὅλους, οἱ ὁποῖοι σέ ἐμποδίζουν νά προσεύχεσαι καί νά ζεῖς τή χριστιανική ζωή.
            «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν Ἀββᾶ Σισώη: Πάτερ, τί εἶναι ξενιτεία; Τό νά σιωπᾶ, ἀπάντησε ὁ γέροντας, καί νά μήν ἔχει δικά του πράγματα ὁπουδήποτε μεταβεῖ ὁ ξενιτεύων. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ξενιτεία»[20]. Βλέπετε πῶς ἑστιάζουν πάρα πολύ οἱ Ἅγιοι στό θέμα τῆς σιωπῆς. Καί ὅταν λέμε σιωπή, δέν πρέπει νά πηγαίνει ὁ νοῦς μας μόνο στή σιωπή τοῦ στόματος, νά μή μιλάει κανείς πολύ, ἀλλά καί στήν ἐσωτερική σιωπή τῶν λογισμῶν. Γιατί κανείς μπορεῖ νά μή μιλάει μέ τό στόμα, ἀλλά νά πολυλογεῖ ἐσωτερικά, νά κατακρίνει μέ τίς σκέψεις του καί μέ τούς λογισμούς του, νά μήν προσεύχεται, ἀλλά νά ἀσχολεῖται μέ μάταια καί διαβολικά πράγματα. Καί αὐτή ἡ σιωπή λοιπόν εἶναι μέσα στό ὅλο τῆς ξενιτείας.
            Ξενιτεία, λέει λοιπόν ὁ Ἀββᾶς Σισώης, θά πετύχεις ὅταν σιωπᾶς. Καί ὅταν ἐπίσης δέν ἔχεις δικά σου πράγματα. Βλέπετε τώρα, ἀποξένωση καί ἀπό τίς ὕλες. Καί αὐτά πού ἔχεις, γιατί ἐντάξει ὅσοι ζοῦνε στόν κόσμο χριστιανοί μπορεῖ νά ἔχουν κάποια μικρή περιουσία, ἀλλά κι αὐτοί δέν πρέπει νά εἶναι κολλημένοι μέ τήν καρδιά τους σ’ αὐτή. Ὅπως ἐπίσης καί μ’ αὐτούς πού εἶσαι μαζί, τούς συγγενεῖς σου κ.λ.π. δέν πρέπει νά ἔχεις συναισθηματική προσκόλληση ἀλλά ἐν Χριστῷ ἕνωση. Δηλαδή πάνω ἀπ’ ὅλα θά βάζεις ὄχι τήν ἀγάπη τήν συναισθηματική ἀλλά τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, πού σημαίνει ὅτι θά ἐνδιαφέρεσαι γιά τή σωτηρία τους καί ὅταν δεῖς ὅτι παρεκτρέπονται θά πρέπει νά τούς στενοχωρήσεις -μέ τήν καλή ἔννοια- νά τούς ἐπιπλήξεις, νά τούς συμβουλεύσεις τό σωστό, μέ διάκριση βέβαια καί καλό τρόπο. Ἀλλά δέν πρέπει νά πεῖς, τί νά κάνουμε τώρα;.. δέν μπορῶ νά σταματήσω, νά κόψω σχέσεις μαζί του. Ἐφόσον τοῦ τό εἶπες μία - δύο καί δέν δέχεται, δέν ἀλλάζει, μετά ἔχεις συναισθηματική προσκόλληση ἄν πεῖς ὅτι δέν μπορῶ νά σταματήσω. Πρέπει νά σταματήσεις, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό λέει «ἐάν σέ σκανδαλίζει τό μάτι σου, ἔξελε αὐτό, συμφέρει νά πᾶς μ’ ἕνα μάτι στόν παράδεισο, παρά καί μέ τά δυό στήν κόλαση»[21]. Ἕνα συγγενής σου, ἕνας φίλος, ἕνας πολύ δικός σου σάν τό μάτι σου, ὁ ὁποῖος σέ σκανδαλίζει, δηλαδή σέ ρίχνει σέ πειρασμό γιά ν’ ἁμαρτήσεις, θά πρέπει νά τόν βγάλεις ἀπ’ τή ζωή σου. Βέβαια θά πεῖς, ἀμέσως; Μπορεῖς νά τοῦ πεῖς μία, δύο φορές νά μετανοήσει καί ἄν δεῖς ὅτι δέν διορθώνεται, μετά τή δεύτερη φορά θά πρέπει νά σταματήσεις καί νά φύγεις, γιατί θά ἀρχίσεις νά βλάπτεσαι ἐσύ. Βλέπουμε πώς καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς συνιστᾶ αὐτή τήν ξενιτεία, τήν ἀποξένωση ἀκόμα καί ἀπό τούς πολύ δικούς μας ἐφόσον μᾶς ἐμποδίζουν στήν εὐσέβεια.
            «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε γέροντα: - Πάτερ, ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς ξενιτείας; Ὁ γέροντας σέ ἀπάντηση διηγήθηκε τό ἑξῆς: γνωρίζω ἀδελφό ὁ ὁποῖος περιεφέρετο ὡς ξένος. Αὐτός λοιπόν βρέθηκε στήν ἐκκλησία. Κατά σύμπτωση παρατέθηκε γεῦμα καί κάθισε νά φάει μαζί μέ τούς ἀδελφούς στήν τράπεζα. Μόλις τόν εἶδαν μερικοί ἀδελφοί εἶπαν «ποιός τόν κράτησε αὐτόν γιά νά φάει;» καί ἀπευθυνόμενοι πρός αὐτόν εἶπαν «σήκω καί πήγαινε ἔξω». Ἀμέσως σηκώθηκε ἀπ’ τή θέση του ὁ ξένος καί βγῆκε ἀπ’ τήν τράπεζα. Μερικοί ὅμως ἄλλοι ἐκ τῶν ἀδελφῶν λυπήθηκαν γιά τήν πρός τόν ξένο περιφρόνηση καί τόν κάλεσαν ἐκ νέου στήν τράπεζα. Ἀφοῦ κάθισε στήν τράπεζα, τόν ρώτησαν: Ἄραγε ποιά αἰσθήματα δοκίμασες ὅταν ἐκδιώχθηκες περιφρονητικά καί ἐκ νέου πάλι ὁδηγήθηκες στήν τράπεζα; Καί ὁ ξένος ἀπήντησε μέ ἠρεμία: ἐκείνη τή στιγμή σκέφτηκα ὅτι εἶμαι ὅπως ἕνας σκύλος, ὁ ὁποῖος ὅταν διωχθεῖ, φεύγει καί ἐπανέρχεται πάλι ὅταν τόν καλέσουν»[22].
            Ἐδῶ βλέπουμε πάρα πολλά. Βλέπουμε τήν ταπείνωση, βλέπουμε τήν αὐταπάρνηση, βλέπουμε τήν ἀποξένωση, βλέπουμε τήν μή ἐπιθυμία γιά τή δόξα τῶν ἀνθρώπων.. Μεγάλες ἀρετές εἶχε αὐτός. Καί κυκλοφοροῦσε σάν ἕνας πράγματι ξένος ὄχι μόνο ὡς πρός τήν ἐπιθυμία γιά δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί γενικότερα ἦταν ὁ νοῦς του στόν Θεό καί σοῦ λέει, μέ διώξανε.. Γιατί εἶμαι καλύτερος ἀπό τόν σκύλο πού τόν διώχνει κανείς ἀπό τό τραπέζι;           Χειρότερος εἶμαι. Ἔφυγε χωρίς νά ταραχτεῖ. Καί γύρισε πάλι ὅταν τόν φώναξαν, ὅπως ὁ σκύλος… ὅταν τόν φωνάζεις, ἀκόμα κι ἄν τόν ἔχεις μαλώσει προηγουμένως, δέν κρατάει κακία, ἔρχεται πίσω. Αὐτή εἶναι πολύ μεγάλη ἀρετή καί εἶναι ταπείνωση καί εἶναι ξενιτεία καί εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Καί δίνει στόν ἄνθρωπο αὐτή ἡ ἀρετή μιά πολύ μεγάλη εἰρήνη καί μιά πολύ μεγάλη, θά λέγαμε, προσαρμοστικότητα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος κάνει μέ ὅλους. Ταιριάζει μέ ὅλους, γιατί εἶναι μέ τόν Θεό. Καί ὅταν εἶσαι μέ τόν Θεό, εἶσαι καί μέ ὅλους. Καί ξένος μέ ὅλους, ἀλλά καί μαζί μέ ὅλους. Γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀποξενώνεσαι ἀπό ὅλους, δέν δένεσαι συναισθηματικά, ἀλλά καί κοινωνεῖς μέ ὅλους ἐν Χριστῷ.
            «Ἕνας ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε τό ἑξῆς: Κάποτε εἶχα δύο γείτονες. Ὁ ἕνας ἦταν ξένος καί ὁ ἄλλος ντόπιος. Ὁ ξένος ἤτανε λίγο ἀμελής. Ὁ ντόπιος ἦταν πάρα πολύ ἐπιμελής». Ἐννοεῖ στά μοναχικά του καθήκοντα καί στόν πνευματικό του ἀγῶνα. «Συνέβη δέ ὁ ξένος νά πεθάνει νωρίτερα. Ὁ γέροντας, ἐπειδή εἶχε διορατικό  χάρισμα, εἶδε πλῆθος ἀγγέλων νά ὁδηγοῦν τήν ψυχή του στόν οὐρανό». Εἶχαν ἀνοίξει τά πνευματικά μάτια τοῦ γέροντος καί ἔβλεπε τόν πνευματικό κόσμο. Ὅταν κοιμήθηκε λοιπόν αὐτός ὁ ξένος μοναχός, εἶχε ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή του. «Μόλις ὅμως ἔφτασε στόν οὐρανό καί πλησίαζε νά εἰσέλθει, ἔγινε ἐξέτασις ἐάν ἦταν ἄξιος νά εἰσέλθει», γιατί ἤτανε ἀμελής. «Τότε ἀκούστηκε μιά φωνή ἀπό ἄνω νά λέει, εἶναι πράγματι φανερό ὅτι ὑπῆρξε ὀλίγο ἀμελής, ἀνοίξατέ του ὅμως διά τήν ξενιτεία του»[23]. Βλέπετε; Δηλαδή βρῆκε παρρησία ἡ ψυχή του, γιατί ἀκριβῶς εἶχε φύγει μακριά καί δέν εἶχε αὐτή τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά πού εἶχε ὁ ἄλλος μοναχός πού ἦταν ντόπιος καί ἐπιμελής. Καί βλέπετε τήν τιμή πού τοῦ κάνει ὁ Θεός, ἐπειδή δέν ἔχει κανένα δικό του, στήν κηδεία του τοῦ στέλνει ἀγγέλους!
            «Μετά ἀπό λίγο κοιμήθηκε καί ὁ ντόπιος. Προσῆλθαν δέ διά τήν κηδεία του ὅλοι οἱ συγγενεῖς του. Ὁ διορατικός γέροντας εἶδε ὅτι πουθενά δέν φαινόταν ἄγγελος καί θαύμασε»[24]. Βλέπετε; Ὅταν ἔχεις τήν ἀνθρώπινη παρηγοριά, χάνεις τή θεία. Γι’ αὐτό, θά ἔλεγα, ἔτσι ἁπλά λαϊκά, δέ συμφέρει νά ζητᾶμε ἀνθρώπινα στηρίγματα ποτέ. Νά ἀφηνόμαστε στόν Θεό καί ὁ Θεός βρίσκει πολύ ἀνώτερους καί καλύτερους τρόπους γιά νά μᾶς στηρίζει. Ἀλλά λειτουργοῦμε πολύ κοσμικά πολλές φορές, μέ πολύ ὀρθολογισμό, καί λέμε, τί θά γίνει ἅμα κάνω ὅλα αὐτά πού λέει τό εὐαγγέλιο ἤ ὁ πνευματικός;.. θά μείνω μόνος μου, δέν θά ἔχω κανέναν..
-           Μά πότε εἶναι μόνος του ὁ χριστιανός;
            Ποτέ δέν εἶναι, ὅταν εἶναι πραγματικά χριστιανός.
            Ὁ ἄλλος λοιπόν ὁ ντόπιος εἶχε τούς δικούς του ἀλλά δέν εἶχε ἀγγέλους καί θαύμασε ὁ διορατικός γέροντας. «Προσέπεσε μέ δάκρυα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγε: Πῶς ὁ ξένος, ἄν καί ἦταν τόσο ἀμελής, ἀπόλαυσε τέτοια δόξα;». Δέν εἶχε τήν ἀκρίβεια πού εἶχε ὁ ντόπιος κι ὅμως εἶχε δόξα. «Ἐνῶ αὐτός -ὁ ντόπιος- ἄν καί ἐπιμελής, δέν πέτυχε τέτοια δόξα. Ἀμέσως φωνή ἀπ’ τόν οὐρανό τόν πληροφόρησε τά ἑξῆς: Αὐτός ἐδῶ ὁ ἐπιμελής, ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμή νά πεθάνει, ἄνοιξε τά μάτια του, εἶδε τούς συγγενεῖς του νά κλαῖνε καί παρηγορήθηκε ἡ ψυχή του». Εἶδε τήν ἀνθρώπινη συμπαράσταση. «Ὁ ξένος ὅμως, ἄν καί ἦταν ἀμελής, ἐντούτοις ὅμως κανέναν δικό του δέν εἶδε κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου του. Ἡ μοναξιά του αὐτή τόν ἔκανε ν’ ἀναστενάξει καί νά κλάψει. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν παρηγόρησε καί ἀντί γιά ἀνθρώπους τοῦ ἔστειλε ἀγγέλους»[25]. Βλέπετε τί στοργικό Θεό ἔχουμε καί πόσο -θά τό πῶ πάλι- συμφέρει νά εἴμαστε μαζί Του παρά μέ ἀνθρώπινα στηρίγματα.
            «Τοῦ Ἀββᾶ Ἡσαΐου. Ἐάν ἀποφασίσεις νά ζήσεις ὡς ξένος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μή θελήσεις νά συνάψεις γνωριμίες μέ τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς οὔτε νά ἔχεις μαζί τους πολλές σχέσεις»[26]. Μιλάει γιά ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει νά μείνει κάπου. Τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς, ὁ γέροντας Ἡσαΐας, μή προσπαθήσεις νά κάνεις σχέσεις, κοινωνικές γνωριμίες κ.λ.π. «γιατί τότε εἶναι προτιμότερο νά παραμείνεις μέ τούς κατά σάρκα συγγενεῖς σου. Ἐάν πάρεις κελί σέ γνώριμό σου τόπο, μήν ἐπιτρέψεις στόν ἑαυτό σου νά ἀποκτήσεις πολλούς φίλους. Εἶναι ἀρκετός ἕνας, γιά νά τόν ἔχεις παραστάτη ὅταν ἀσθενήσεις. Καί πρόσεξε μή χάσεις τήν ὠφέλεια ἀπ’ τήν ξενιτεία. Ἐάν φύγεις σέ τόπο γιά νά κατοικήσεις ἐκεῖ, μή βιαστεῖς νά πάρεις γρήγορα κελί γιά τήν κατοικία σου, μέχρις ὅτου μάθεις πῶς ζοῦν σέ ἐκεῖνο τόν τόπο, μή τυχόν σοῦ συμβεῖ κανένα ἐμπόδιο ἤ διά φροντίδα ἤ διά ἀνάπαυση ἤ ἄλλο πρόσκομμα ἀπό φίλους. Διότι ἄν εἶσαι σοφός, θά ἐννοήσεις ὅλα αὐτά ἐντός ὀλίγων ἡμερῶν καί τόν θάνατό σου καί τή ζωή σου»[27]. Γιατί μπορεῖ νά ὑπάρχει κάτι πού νά σέ ἐμποδίζει στήν πνευματική ζωή. Μή βιαστεῖς νά ἐγκατασταθεῖς ἐκεῖ πού θά πᾶς.
            Βλέπετε πόσο σοφά οἱ γεροντάδες κατευθύνουν! Καί αὐτό βέβαια ἰσχύει καί γιά τόν χριστιανό πού ζεῖ μέσα στόν κόσμο. Πρίν πᾶς, ἄν θέλεις κάπου νά πᾶς, νά μετακινηθεῖς, νά ἐξετάζεις πῶς εἶναι τό περιβάλλον. Ἤ σοῦ προτείνουν μιά ἐργασία. Νά ἐξετάσεις πῶς εἶναι ἐκεῖ ὁ διευθυντής, οἱ συνεργάτες, ἄν εἶναι κοσμικοί, ἄθεοι κ.λ.π. βλάσφημοι.. συμφέρει νά πᾶς ἐκεῖ; Θά πεῖς, σήμερα οἱ περισσότεροι ἔτσι εἶναι... Ἔ, θά πᾶς στούς ὅσο γίνεται καλύτερους. Νά προσέξεις ποῦ θά πᾶς. Καί ἄν ἐπιτέλους μπορεῖς νά ζήσεις καί φτωχότερα καί χωρίς ἐργασία ἀκόμα καλύτερα. Ἰδίως οἱ γυναῖκες. Γιατί σήμερα μέ τόν φεμινισμό ὑπάρχει κι αὐτό τό μαράζι πολλές φορές τῶν γυναικῶν νά ἐργαστοῦν. Γιά ποιό λόγο; Ἐάν ἀρκοῦν τά χρήματα τοῦ συζύγου, ἄς ζοῦμε καί λίγο φτωχότερα. Ὑπάρχει πολλή ἐργασία στό σπίτι μέ τά παιδιά γιά τίς γυναῖκες. Πολύ πιό ἀσφαλές περιβάλλον καί πολύ πιό βοηθητικό. Καί νά μία ξενιτεία! Αὐτό εἶναι ὄντως ξενιτεία. Νά ξενιτεύσεις ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς καί σκέψης, ἀπό τή μόδα πού ἐπιβάλλει σήμερα νά ἐργάζονται σάν εἴλωτες καί οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες καί νά ζήσεις τή χριστιανική ζωή εἰς πεῖσμα ὅλων αὐτῶν πού λένε τά ἀντίθετα.
            Ὑπεράνω ὅλων λοιπόν, λέει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι ἡ ξενιτεία. Καί αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, δηλαδή νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τό κακό, ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅσο μπορεῖς, οὔτε κἄν τίς λέξεις ἀκόμα τῆς ἁμαρτίας νά μή λές, γιά νά μή μολύνεις τή σκέψη σου καί τήν καρδιά σου. Οὔτε κἄν καί τίς λέξεις πού ἀφοροῦν στά διάφορα ἁμαρτήματα.
            «Ἐάν μάλιστα φύγεις κατά μόνας ὡς ἄγνωστος, ἀφήσεις τά πράγματά σου καί ἀπέλθεις εἰς ἄλλο τόπο φέρων ὡς ἐφόδια πίστιν τελεία καί ἐλπίδα καί σταθερά καρδία κατά τῶν θελημάτων σου αὐτό εἶναι ὁ πρῶτος ἀγώνας»[28], λέει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας καί αὐτό εἴπαμε τό κάνει καί ὁ λαϊκός χριστιανός τροπικά. Ἀποδεσμεύεται ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου καί ἀπό τούς συγγενεῖς καί ἀπό τόν τόπο του ἀκόμα, προκειμένου νά ἔχει τόν Θεό.
            «Οἱ δαίμονες βέβαια θά σέ περικυκλώσουν μέ πολλούς κύκλους, θά σέ φοβερίζουν πώς θά σοῦ συμβοῦν πειρασμοί καί σκληρά πτωχεία καί φοβερές ἀσθένειες. Θά ἐμβάλλουν στόν νοῦ σου ἀνησυχητικές σκέψεις, ὅτι τάχα ἄν περιπέσεις σ’ αὐτές τί θά κάνεις, ἐάν δέν ἔχεις κανέναν νά σέ γνωρίζει ἤ νά σέ φροντίζει. Ἀλλά καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ σέ δοκιμάζει, γιά νά φανερωθεῖ ὁ ζῆλος σου καί ἡ ἀγάπη σου πρός Αὐτόν»[29]. Μιλάει γιά ἕναν μοναχό πού φεύγει μακριά ἀπό τούς συγγενεῖς του, ὁπότε οἱ δαίμονες τοῦ βάζουν διάφορους τέτοιους λογισμούς. Ἀλλά, ξαναλέω, καί ἕνας χριστιανός ὀφείλει νά ἀποξενωθεῖ ἀπό τούς συγγενεῖς του, ὅταν οἱ συγγενεῖς του δέν ζοῦν κατά Θεόν. Καί μερικοί μάλιστα ἔχουν καί ἐνοχές, γιατί λέει, δέν μπορῶ νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν ἀδελφό μου.. μέ τόν πεθερό μου κ.λ.π. Δέν μπορεῖς, ἐάν δέ ζεῖ κατά Θεόν. Δέν ὑπάρχει σημεῖο ἐπικοινωνίας καί δέν πρέπει νά νιώθουμε τύψεις γι’ αὐτό. Θά τούς ἀγαποῦμε ὅλους, στήν καρδιά μας θά τούς ἔχουμε, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τούς ἔχουμε στό σπίτι μας οὔτε νά πηγαίνουμε στό δικό τους, γιατί κολλᾶμε τά πνευματικά τους μικρόβια κι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας καί τό περιβάλλον μας καί καταστρεφόμαστε.
            «Ἐάν λοιπόν», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, «ἐγκλειστεῖς μόνος σου εἰς τό κελλίον σου, τότε οἱ δαίμονες σπείρουν στόν νοῦ σου καί ἄλλους βαρυτάτους λογισμούς δειλίας καί συνεχῶς σοῦ ψιθυρίζουν». Ἀντίστοιχα καί τούς χριστιανούς πού ζοῦνε στόν κόσμο. Τούς βάζουνε λογισμούς δειλίας. Τώρα θά ἀποξενωθεῖς.. θά ἀπομονωθεῖς.. δέ γίνεται.. θά χαλάσεις τίς σχέσεις σου κ.λ.π. Καί τί λένε οἱ δαίμονες; «Μόνη ἡ ξενιτεία δέ σώζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν». Κάνουν καί τόν δάσκαλο οἱ δαίμονες πολλές φορές. «Φέρουν δέ εἰς σέ καί τήν ἐνθύμηση ὅσων βρίσκονται στόν κόσμο καί τῶν σαρκικῶν συγγενῶν καί σοῦ λέγουν – Τί λοιπόν; Ὅλοι αὐτοί δέν εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ;»[30]. Μόνο ἐσύ εἶσαι χριστιανός; Τό ἀκοῦμε πολλές φορές ἀπό τούς κοσμικούς πού μᾶς ἐπιτίθενται καί μᾶς λένε, καλά, ἐσύ τί θές νά μᾶς τό παίξεις τώρα χριστιανός;.. κι ἐμεῖς χριστιανοί εἴμαστε... Ἄσχετα ἄν ἔχουν νά πᾶνε μερικούς μῆνες στήν ἐκκλησία καί δέν ἔχουν κοινωνήσει γιά χρόνια καί δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ... Ἀλλά δηλώνουν χριστιανοί. Λοιπόν, άπό πίσω εἶναι ὁ διάβολος πού τά λέει ὅλα αὐτά. Ὄντως δέν εἶναι χριστιανοί. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντηση: ναί, δέν εἶστε! Δέν εἶστε.. ὄχι ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε, ἀλλά ξέρουμε τί σημαίνει χριστιανός καί ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε. Ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε…
            «Μετά ταῦτα σέ κάμνουν νά σκέφτεσαι τίς καιρικές ἀνωμαλίες, τό βάρος τοῦ σώματος καί ἄλλα παρόμοια ἐμφυτεύουν στήν καρδία σου γιά νά τή φέρουν σέ ἀμέλεια». Ἕναν πού πάει μόνος του καί ἀσκητεύει, ὁ διάβολος τοῦ βάζει καί τέτοιους λογισμούς, θά ἀρρωστήσεις, θά ἔχεις νά παλέψεις μέ τίς καιρικές συνθῆκες, μέ τούς λογισμούς τῆς ἀκηδίας πού φέρνουν βάρος στό σῶμα κ.λ.π. «Ἐάν ὅμως ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίδα ὑπάρχουν μέσα σ’ αὐτήν», μέσα στήν καρδιά σου, «δέ φέρει κανένα ἀποτέλεσμα ἡ κακία τους, διότι τότε φανερώνεται ὁ πόθος σου, τόν ὁποῖο ἔχεις πρός τόν Θεό, ἐάν βεβαίως ἀγαπᾶς Αὐτόν περισσότερο ἀπό τή σωματική σου ἀνάπαυση»[31]. Βλέπετε καί ὁ Κύριος ὅταν τόν πλησίασε κάποιος καί τοῦ λέει, Κύριε, θά Σέ ἀκολουθήσω, θέλω νά γίνω μαθητής Σου, ἀλλά ἐπίτρεψέ μου νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε ρητά «ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς»[32]. Δέν τόν ἄφησε νά πάει νά θάψει τόν πατέρα του. Τοῦ εἶπε, ἄσε αὐτούς πού εἶναι νεκροί πνευματικά νά θάψουν αὐτόν πού εἶναι νεκρός σωματικά -καί κατά πᾶσα πιθανότητα καί πνευματικά- τόν πατέρα σου καί ἐσύ μείνε κοντά Μου, σέ Μένα πού εἶμαι ἡ ζωή, ἡ ἀλήθεια καί τό φῶς. Βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ζητάει τήν ἀποξένωση ἀπό ὅλους αὐτούς οἱ ὁποῖοι ζοῦνε μακριά Του.
            Ἄν ἀγαπᾶς τόν Θεό λοιπόν καί δέν ἀγαπᾶς τήν ἀνάπαυση τή σωματική, θά τό κάνεις καί δέν θά ὑποταχθεῖς οὔτε θά ἐπηρεαστεῖς ἀπό τούς λογισμούς αὐτούς τῆς δειλίας πού βάζει ὁ διάβολος. Ἔτσι, μία τέτοια ἀποξένωση, ὅσο περνᾶνε τά χρόνια καί πᾶμε πρός τά ἔσχατα, πρός τά χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου, θά γίνεται ὅλο καί πιό ἐμφανής, γιατί βλέπετε ὁ κόσμος, ὅσο περνᾶνε τά χρόνια, γίνεται ὅλο καί πιό ἁμαρτωλός, ὅλο καί πιό σαρκικός, ὅλο καί πιό δαιμονικός καί ἀντίστοιχα οἱ χριστιανοί, γιά νά ἐπιβιώσουν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, θά πρέπει νά γίνουν ὅλο καί πιό ἅγιοι, ὅλο καί πιό ξεκάθαρα χωρισμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία κι ἀπό τόν κόσμο. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει αὐτή ἡ συναναστροφή καί ἡ ἀνάμειξη καί ἡ ταύτιση τῆς ζωῆς τους μέ τή ζωή μας. Καί ὅλο καί περισσότερο θά φαίνεται αὐτός ὁ ἀποχωρισμός.
            «Δέν ἐξενιτεύθεις χωρίς λόγο, ἀλλά γιά νά ἑτοιμαστεῖς στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου καί νά γνωρίσεις πῶς τόν καθένα ἀπ’ αὐτούς θά συντρίψεις στήν κατάλληλη περίσταση ἕως ὅτου ἐλευθερωθεῖς ἀπ’ αὐτούς καί φθάσεις στήν ἀνάπαυση τῆς ἀπαθείας»[33].
-           Γιατί ὁ μοναχός φεύγει ἀπό τόν κόσμο;
            Κατεξοχήν γιά νά μάθει νά πολεμάει τόν διάβολο. Μέσα στήν ἡσυχία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ κατ’ ἀρχάς τόν ἑαυτό του, νά δεῖ τά λάθη του, νά βάλει διάγνωση στήν ψυχή του καί ν’ ἀρχίσει τήν πνευματική θεραπεία μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του. Ὅταν θεραπευθεῖ αὐτός, μετά θά μπορεῖ νά βοηθήσει ἐνδεχομένως, ἄν τόν καλέσει ὁ Θεός, καί τόν κόσμο.
            «Ἄν ἐγκατέλειψες, ἀδελφέ, τόν κόσμο καί τίς ἀνέσεις του, πρόσεχε ἀπό τόν δαίμονα τῆς λύπης, μή τυχόν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης πτωχείας καί τῆς θλίψεως δέν κατορθώσεις νά φθάσεις στό μέτρο τῶν μεγάλων ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι: τό νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, νά ὑποφέρεις τήν περιφρόνηση καί τήν ὕβρη καί τό νά μήν ἀναφερθεῖ τό ὄνομά σου πουθενά σ’ αὐτό τόν κόσμο». Βλέπετε; Ὑψηλές ἀρετές μᾶς λέει τώρα ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας, τίς ὁποῖες καλεῖται νά ἐξασκήσει ὁ χριστιανός, ὁ κάθε χριστιανός, ὄχι μόνο ὁ ἀσκητής. Νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, δηλαδή νά μή λυπᾶσαι τό σῶμα σου. Νά μήν ὑποκύψεις στούς λογισμούς τῆς δειλίας καί τῆς φιλαυτίας, πού σοῦ λέει, μή νηστεύεις, μή κουράζεσαι… πρόσεχε μή κρυώσεις, μή πονέσεις κ.λ.π. Ὄχι! Γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ θά εἴμαστε ἕτοιμοι καί νά πεθάνουμε ἀκόμα. Νά ὑποφέρεις τήν περιφρόνηση, δηλαδή νά μή λογαριάζεις τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Γιατί ὁ κόσμος ὁπωσδήποτε θά σέ περιφρονήσει καί ὄχι μόνο.. θά σέ καταδιώξει.. καί ὄχι μόνο… θά σέ μισήσει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε «καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων»[34]. Θά γίνετε μισητοί ἀπό ὅλους. Καί ὅσο περνᾶνε τά χρόνια τό βλέπουμε αὐτό, ὁ χριστιανός πλέον γίνεται ὅλο καί λιγότερο ἀνεκτός ἀπό τόν κόσμο. Ἤδη, ἄς ποῦμε, κυριαρχοῦνε οἱ ὁμοφυλόφιλοι… στή νομοθεσία καί στά νομοθετήματα.. κακά τά ψέματα.. Ἄκουσα -ἀπό ἔγκυρα χείλη- στόν Καναδᾶ ὑπάρχει νόμος πού, ἄν οἱ γονεῖς ποῦνε στό παιδί τους ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι κακό πράγμα, τό παιδί τους τό παίρνει τό κράτος! Τούς ἀφαιροῦν τήν ἐπιμέλεια τοῦ παιδιοῦ! Αὐτό εἶναι ἐπίσημος νόμος. Στόν Καναδᾶ αὐτό. Σιγά-σιγά αὐτά θά ἔρθουν κι ἐδῶ.
            Ἀναγκαστικά λοιπόν θά ὑπάρξει αὐτή ἡ ἀποξένωση καί αὐτή ἡ ἐχθρότητα καί αὐτό τό μίσος ἐδῶ γιά τό ὁποῖο μιλάει ὁ Χριστός μας, ὅτι θά γίνετε μισητοί ἀπό ὅλους. Γιατί ἀκριβῶς ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ποῦμε ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε χριστιανοί. Ἄν γίνουμε ὑποκριτές -Θεός φυλάξοι- τότε βέβαια θά λέμε αὐτά πού λένε κι αὐτοί, ἀλλά θά πᾶμε στόν πάτο τῆς κόλασης, στή χειρότερη κόλαση.
            Νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, νά ὑποφέρεις τήν περιφρόνηση καί τήν ὕβρη. Βλέπετε σήμερα ὅσοι εἶναι παραδοσιακοί…
-           Τί θά πεῖ παραδοσιακός;
            Αὐτός πού ἀκολουθεῖ τήν Ἱερά Παράδοση. Δέν εἶναι ὁ ἀπαρχαιωμένος. Δέν εἶναι ὁ κολλημένος. Δέν εἶναι ὁ ἀγκυλωμένος στό παρελθόν, ὅπως τό λένε. Εἶναι αὐτός πού εἶναι πάντοτε νέος, γιατί ἡ Ἱερά Παράδοσή μας εἶναι πάντοτε νέα, εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας. Κι ὅμως οἱ χριστιανοί πού εἶναι τέτοιοι, τούς λένε παραδοσιακούς, τούς λένε κολλημένους, φονταμενταλιστές κ.λ.π. Ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε ὕβρεις καί ἀπαξίωση. Νά μή σέ νοιάζει αὐτό! Αὐτό εἶναι ἀποξένωση, αὐτό εἶναι ξενιτεία. Νά μή σέ νοιάζει ἄν θά ὑποφέρεις γιά τόν Χριστό.
            Κι ακόμα, νά μήν ἀναφερθεῖ, λέει, τό ὄνομά σου πουθενά σ’ αὐτό τόν κόσμο. Μεγάλη ἀρετή κι αὐτή, νά ἐπιδιώκεις τήν ἀφάνεια. Ὅσο γίνεται βέβαια… Δέν θά ὑποκρίνεσαι ὅμως. Σήμερα πολλοί ὑποκρίνονται τόν ἀσεβή, ὄχι τόν εὐσεβή, γιατί εἶναι τῆς μόδας ἡ ἀσέβεια, εἶναι τῆς μόδας ἡ ἀθεΐα. Καί εἶναι σέ ἕνα ἐστιατόριο καί δέν κάνει κανένας τόν σταυρό του. Κι ἕνας πού ἔχει λίγο φόβο Θεοῦ, δέν τολμάει.. ἤ τόν κάνει ἔτσι πολύ κρυφά.. σκύβει νά μήν τόν δεῖ κανένας. Γιατί; Γιατί τόν νοιάζει τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί φοβᾶται ν’ ἀκούσει ὅτι εἶναι θρησκόληπτος. Θά τόν ποῦνε θρησκόληπτο ἐπειδή ἔκανε τόν σταυρό του.. ἤ θά τόν ποῦνε, τέλος πάντων, διάφορα κοσμητικά ἐπίθετα. Τά ξέρετε, νά μήν τά ἐπαναλαμβάνω.
            Λοιπόν, νά μή σέ νοιάζει αὐτό καί νά μήν ἐπιδιώκεις ν’ ἀκουστεῖ τό ὄνομά σου, ὅπως ἐπιδιώκουν οἱ ἄνθρωποι οἱ φιλόδοξοι. «Γιατί ἄν ἀγωνιστεῖς νά ἀποκτήσεις αὐτές τίς ἀρετές, αὐτές θά ἑτοιμάσουν τόν στέφανο τῆς ψυχῆς σου»[35]. Ἐσύ νά κάνεις αὐτά πού λέει ὁ Χριστός κι ἄν τότε ἀκουστεῖ τό ὄνομά σου περιφρονητικά καί ἀπαξιωτικά, αὐτό εἶναι τιμή σου. Ἐδῶ λέει νά μήν ἀκουστεῖ τό ὄνομά σου, γιατί συμπλέεις μέ τόν κόσμο. Ὁ κόσμος προβάλλει αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν τά τοῦ κόσμου. Καί ἡ μασονία καί ὅλοι αὐτοί πού κυριαρχοῦν σήμερα προβάλλουν τούς δικούς τους. Καί νομίζει κανείς ὅτι αὐτοί εἶναι σπουδαῖοι γιατί ὅλα τά Μ.Μ.Ε. αὐτούς δείχνουν. Ὄχι, ἁπλούστατα ἐπειδή ταιριάζουν μ’ αὐτούς πού ἔχουν τά Μ.Μ.Ε. γι’ αὐτό καί προβάλλονται. Ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πολύ καλύτεροι πού δέν προβάλλονται, γιατί εἶναι ἀντίθετοι μέ τά πιστεύω αὐτῶν πού κυριαρχοῦν στά Μ.Μ.Ε.
            «Γιατί ἄν ἀγωνιστεῖς», λέει, «νά ἀποκτήσεις αὐτές τίς ἀρετές, αὐτές θά ἑτοιμάσουν τούς στεφάνους τῆς ψυχῆς σου»[36]: νά μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, νά ὑπομείνεις τήν περιφρόνηση καί τήν ὕβρη καί νά μήν ἀναφερθεῖ τό ὄνομά σου πουθενά σ’ αὐτό τόν κόσμο. Ἐάν τά κάνεις αὐτά, λέει, φτάσεις σ’ αὐτές τίς ἀρετές, ἔχεις ἕτοιμα τά στεφάνια σου. Τά στεφάνια τῆς ψυχῆς σου ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ἀπό τόν Θεό.
            «Ἐπειδή δέν θεωροῦνται πτωχοί ἁπλῶς αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν κόσμο καί πτωχεύουν μόνο κατά τό φαινόμενο, ἀλλά ἐκεῖνοι πού πτώχευσαν ἀπό κάθε κακία». Ξέρετε, ὑπάρχει μακαρισμός, πού λέει ὁ Χριστός μας «μακάριοι οἱ πτωχοί»[37], ὄχι τῷ πνεύματι, αὐτό εἶναι στό κατά Ματθαῖον. Στό κατά Λουκᾶν λέει «μακάριοι οἱ πτωχοί». Εἶναι μακάριοι δηλαδή αὐτοί πού γίνονται πτωχοί ἑκούσια γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ κατά Χριστόν πτωχεία, ἡ ὁποία εἶναι μεγίστη ἀρετή καί αὐτή τήν ἀσκεῖ ὁ μοναχός, ἀλλά καί ὁ κάθε χριστιανός θά πρέπει νά προσπαθεῖ ὅσο γίνεται νά ζεῖ πτωχικά, μέ ὅσο γίνεται λιγότερα πράγματα. Αὐτοί λοιπόν ὅμως δέν εἶναι πού ζοῦνε πτωχικά μόνο ὡς πρός τά ὑλικά, ἀλλά κατεξοχήν πτωχοί «αὐτοί πού πτωχεύουν ἀπό κάθε κακία καί εἶναι ὅπως οἱ πεινασμένοι τῇ τροφῇ, ἔτσι κι αὐτοί θυμοῦνται καί πεινοῦν τόν Θεό καί ζητοῦν τόν Θεό. Οὔτε πάλι ἀποκτοῦν τήν ἀπάθεια αὐτοί μόνο πού ἔχουν ἐξωτερική θλίψη, ἀλλά ἐκεῖνοι πού φροντίζουν γιά τή διόρθωση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καί κόβουν τά θελήματά τους καί αὐτοί θά λάβουν τόν στέφανο τῶν ἀρετῶν»[38]. Λέει ὁ Κύριος «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ»[39] καί πάλι λέει εἶστε μακάριοι ἐάν θλιβεῖτε καί ὑπομείνετε θλίψη γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Ἀλλά αὐτές οἱ θλίψεις δέν εἶναι μόνο οἱ ἐξωτερικές. Κατεξοχήν θλίψη εἶναι καί τό νά κόψεις τό θέλημά σου καί νά ἀρνηθεῖς τίς ἄνομες ἐπιθυμίες σου καί νά κατευθύνεις τίς ἐσωτερικές σου δυνάμεις πρός τόν Θεό. Γιατί βλέπετε, πῶς σήμερα μᾶς ἔχει πιάσει μιά τεμπελιά καί ὄχι μόνο ἐξωτερικά, σωματικά τεμπελιάζει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά κατεξοχήν καί πνευματικά, καί οὔτε προσευχόμαστε οὔτε μελετοῦμε, ἀδρανεῖ καί ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος. Λοιπόν.. μία θλῖψις εἶναι κι αὐτή, νά κινητοποιήσεις τήν ἐσωτερική σου δύναμη, αὐτό πού λέμε νοῦς, νά τήν κατευθύνεις στόν Θεό. Αὐτό εἶναι κόπος. Νά μπεῖς σ’ αὐτούς τούς ἑκούσιους κόπους, στίς ἑκούσιες θλίψεις, γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καί τότε γίνεσαι ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί φτάνεις στήν ἀπάθεια.
            «Νά προσπαθεῖς ἐπίσης», λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας, «νά ἀντιληφθεῖς καλῶς μέ ποιά πρόφαση θορυβοῦν οἱ λογισμοί πού σέ ταράσσουν».
-           Γιατί φοβᾶσαι νά ξενιτευθεῖς; Νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τόν κόσμο;
            Νά ἀρνηθεῖς τήν ἀνάπαυση τοῦ κόσμου καί τά καλά τοῦ πολιτισμοῦ, θά λέγαμε, καί τά ὑλικά, χρήματα, ἀγαθά.. καί τούς συγγενεῖς, καί ὅλα αὐτά πού δίνουνε μία -ἐξωτερικά- ἐξασφάλιση. Γιατί σέ θορυβοῦν αὐτοί οἱ λογισμοί, πού σοῦ λένε, πῶς θά γίνεις χριστιανός;.. καί θά ἀπομονωθεῖς ἀπ’ ὅλους.. κ.λ.π. «Διότι πολλές φορές», λέει, «σοῦ φέρνουν ἀμέλεια ἐπειδή σέ ἀπασχολοῦν μέ τή σκέψη νά ἀλλάξεις τόπο χωρίς αἰτία καί πάλι ἐσύ μετανοημένος παραμένεις. Τό κάνουν δέ αὐτό -οἱ δαίμονες- ὥστε ὁ νοῦς σου νά παραμένει ἀργός καί μετέωρος»[40]. Δέν σέ ἀφήνουν οἱ δαίμονες νά ἀλλάξεις τρόπο ζωῆς καί μένεις σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ μετεωρισμοῦ, τῆς ἀργίας καί οὔτε ξεκόβεις ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό αὐτούς πού πρέπει νά ξεκοπεῖς οὔτε καί προχωρεῖς πνευματικά. Εἶναι τέχνη τῶν δαιμόνων κι αὐτή. Καί σέ κρατᾶνε ἔτσι μετέωρο. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποφασιστικά κάνει τήν ἀποταγή του καί τήν ξενιτεία του ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα πού τόν ἐμποδίζουν.
            «Ὅσοι ἔχουν ἀντιληφθεῖ τήν κακουργία αὐτῶν τῶν λογισμῶν παραμένουν ἀτάραχοι, εὐχαριστοῦντες τόν Κύριο γιά τόν τόπο τόν ὁποῖο ἔδωκε σ’ αὐτούς γιά νά ὑπομένουν»[41]. Ἐδῶ μιλάει καί γιά τούς μοναχούς πού τούς βάζει ὁ διάβολος νά ἀλλάζουν τόπο καί νά πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλον. Γιά τόν χριστιανό πού ζεῖ στόν κόσμο βέβαια, τόν βάζουνε νά ἀναζητάει τίς ἀναπαύσεις τοῦ κόσμου καί νά πάει ἐδῶ.. νά πάει ἐκεῖ.. Καί ἔχουμε ἀνθρώπους πού ἔχουνε γυρίσει ὅλες τίς σέκτες καί ὅλες τίς αἱρετικές ὁμάδες περιπλανώμενοι καί ψάχνουν νά βροῦν... Τί ψάχνουν νά βροῦν; Τελικά εἶναι ὑποδουλωμένοι σ’ αὐτό τό πνεῦμα τό δαιμονικό, γιατί δέν κάνουν τή σωστή ἀποταγή, τή σωστή ξενιτεία.
            «Ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία καί ἡ ἀγάπη καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά εὐχαριστεῖται εἰς τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες»[42]. Πολλές φορές ὁ διάβολος τί κάνει; Προσπαθεῖ νά σέ βγάλει καί ἀπ’ τόν πνευματικό. Νά σέ διώξει ἀπ’ τόν πνευματικό. Σοῦ βάζει λογισμούς γιά τόν πνευματικό σου, ὥστε νά σέ κάνει περιφερόμενο, νά πηγαίνεις ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, γιατί τάχατες δέν σέ ἀναπαύει αὐτός ὁ πνευματικός, νά πᾶς κάπου ἀλλοῦ. Δέν λέω γιά αὐτές τίς περιπτώσεις τῶν πνευματικῶν χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί, δυστυχῶς, ὑπάρχουν καί τέτοιοι στήν ἐποχή μας, καί ἀπ’ αὐτούς πρέπει νά φεύγεις τρέχοντας! Ἀλλά μιλάω γιά ἕναν πνευματικό, ὁ ὁποῖος σοῦ δείχνει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κοπιώδης βέβαια καί ἔχει καί κάποια θλίψη. Δέν πρέπει νά σηκωθεῖς νά φύγεις καί ν’ ἀναζητήσεις κάτι ἄλλο, τάχατες γιά ν΄ ἀναπαυθεῖς περισσότερο, δηλαδή γιά νά ὑπηρετηθοῦν τά πάθη σου σέ τελευταία ἀνάλυση.
            «Ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία καί ἡ ἀγάπη καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά εὐχαριστεῖται εἰς τούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες. Ἡ ἀμέλεια καί ἡ ἀπροσεξία καί ἡ ἀγάπη τῆς ἀναπαύσεως ἀναζητοῦν τόπο στόν ὁποῖο δοξάζονται. Ὁπόταν ἀπό τήν δόξα τῶν πολλῶν ἐξασθενοῦν οἱ αἰσθήσεις καί κατ’ ἀνάγκη τά πάθη πλέον τούς αἰχμαλωτίζουν, τούς καταδυναστεύουν καί καταστρέφουν διά τοῦ μετεωρισμοῦ καί τῆς πλησμοσύνης τήν ἐσωτερική ἐγκράτεια»[43]. Τώρα μιλάει γιά ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος ζεῖ μέ ἀμέλεια, κοιτάει νά ἑλκύσει τή δόξα τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε αὐτή ἡ δόξα, λέει, ἐξασθενεῖ τίς αἰσθήσεις, τήν νήψη, τήν ἐγρήγορση καί ὁδηγεῖ τόν μοναχό στόν μετεωρισμό καί χάνεται ἡ ἐγκράτεια. Ἀλλά τό ἴδιο γίνεται καί μέ ἕναν ὁποιοδήποτε χριστιανό. Ἄν ὁ χριστιανός ἐπιδιώκει νά τά ’χει καλά μέ ὅλους, νά τά ’χει καλά μέ τόν κόσμο, αὐτός ὁπωσδήποτε θά χάσει τήν ἐσωτερική ἐγκράτεια καί θά μετεωρίζεται καί θά ζητάει πάντα πῶς νά ἀρέσει στούς ἄλλους καί ὄχι πῶς νά ἀρέσει στόν Θεό.
            Θά ποῦμε κι ἕνα τελευταῖο τοῦ Ἁγίου Διαδόχου καί νά σταματήσουμε. «Δέν μπορεῖ ἡ ψυχή νά ἐπιθυμήσει νά χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἐάν ἡ διάθεσή της δέ γίνει τελείως ἀδιάφορη γιά αὐτόν τόν κόσμο»[44]. Βλέπετε τί λέει κι ἐδῶ; Ὄχι μόνο ὁ μοναχός, ἀλλά καί ὁ κάθε χριστιανός, θά πρέπει νά ἔχει αὐτή τήν ἀποσύνδεση ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο. Πῶς λέει στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή, πού εἶναι ἕνα διαμάντι τῶν μεταποστολικῶν χρόνων, τῶν χρόνων μετά τούς Ἀποστόλους, δέν ξέρουμε ποιός τήν ἔχει γράψει, οἱ χριστιανοί, λέει, κατοικοῦν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά πολιτεύονται στόν οὐρανό. Ὁ νοῦς τους εἶναι ἐκεῖ. Ζοῦμε ἐδῶ, ἀλλά εἶναι σάν νά μή ζοῦμε. Ὁ νοῦς μας θά πρέπει νά εἶναι ἐκεῖ. Νά εἴμαστε ἀποχωρισμένοι, ἀποξενωμένοι, ἀδιάφοροι γιά αὐτό τόν κόσμο. Γι’ αὐτό βλέπετε καί μεταξύ τοῦ χριστιανισμοῦ - τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ πολιτισμοῦ ὑπάρχει μιά ἀντινομία.
-           Ὁ πολιτισμός τί θέλει νά κάνει;
            Ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἀθανάσιος ὁ Μυτιληναῖος, θέλει νά φέρει τόν Παράδεισο στή γῆ, νά φτιάξει τόν χαμένο Παράδεισο χωρίς ὅμως νά κυκλοφορεῖ μέσα στόν Παράδεισο ὁ Χριστός!.. ὅπως κυκλοφοροῦσε στόν ἀρχαῖο Παράδεισο. Νά τά ἔχουμε ὅλα καί νά ἔχουμε καί τίς ἡδονές τίς σαρκικές καί νά μήν ἔχουμε τόν Θεό. Ἐνῶ ὁ χριστιανισμός τί μᾶς λέει; «Ούκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»[45]. Δέν ἤρθαμε γιά νά μείνουμε, δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πόλη μας. Ἀναζητοῦμε τήν μέλλουσα πόλη. Γι’ αὐτό ὁ χριστιανός θά πρέπει νά ζεῖ μέ μιά τέτοια διάθεση, νά εἶναι ἀποσυνδεδεμένος ἀπό τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου, ὄχι ὅτι δέν θά χρησιμοποιεῖ τά πολιτισμικά ἀγαθά, ἀλλά δέν θά προσκολλᾶται, δέν θά κάνει κατάχρηση, «χρώμενοι ἀλλ΄ οὐ καταχρώμενοι τοῦ κόσμου»[46].
            «Ὅλες οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος ἀντιστρατεύονται πρός τήν πίστη, ἐπειδή οἱ μέν αἰσθήσεις συνδέουν τόν ἄνθρωπο μέ τά παρόντα, ἐνῶ ἡ πίστις ὑπόσχεται στόν ἄνθρωπο τήν ὑπερτάτη τελειότητα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν»[47]. Ὅσο κανείς ἐνεργοποιεῖ τίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις, κολλάει στά παρόντα, στά γήινα, ἐξασθενεῖ ἡ πίστη. Βλέπετε σήμερα μέ ὅλο αὐτό τόν τεχνικό πολιτισμό καί τήν προσκόλληση τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταλήξει νά λατρεύουν τόν πολιτισμό, ὁπότε μιλᾶμε γιά μιά εἰδωλολατρία, ἔχουν χάσει τήν πίστη τους αὐτοί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί τό λέει ἐδῶ, τό ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς.
            «Πρέπει λοιπόν ὁ ξενιτεύων καί ἀγωνιζόμενος», καί αὐτός θά πρέπει νά εἶναι κάθε χριστιανός ὅπως εἴπαμε, «νά μήν ἐνθυμεῖται ποτέ ὡραιόκλαδα καί σκιερά δένδρα ἤ δροσερές πηγές ἤ κήπους μέ διάφορα ἄνθη ἤ οἰκίες πολυτελεῖς ἤ νά ἐνθυμεῖται τίς σχέσεις του μετά τῶν συγγενῶν του οὔτε νά σκέπτεται, ἐάν τύχει, πανηγυρικές τιμές, ἀλλά νά χρησιμοποιεῖ, μετ’ εὐχαριστήσεως τά ἀναγκαῖα, νά θεωρεῖ δέ τόν παρόντα βίο ὡς μία ὁδό ξένη, στερημένη ἀπό πᾶσα σαρκική ἐπιθυμία. Γιατί μόνο ἐάν περιορίσουμε ἔτσι τή διάνοιά μας, θά γίνει δυνατό νά τήν ἐπαναφέρουμε ὁλόκληρη στά ἴχνη τῆς αἰωνίας ζωῆς. Ἐπειδή ἡ ὅρασις καί ἡ γεῦσις, ὡς καί οἱ ὑπόλοιπες αἰσθήσεις, ὅταν τίς μεταχειριζόμαστε ὑπέρ τό μέτρον, διασκορπίζουν τήν μνήμη τῆς καρδιᾶς»[48], τή μνήμη δηλαδή τήν καρδιακή, τήν νοερά προσευχή. Ὅσο ἐνεργοποιεῖς τίς ἐξωτερικές αἰσθήσεις, τί θά φᾶμε.. τί θά πιοῦμε.. τί θά δοῦμε.. κατεξοχήν τί θά δοῦμε, τόσο κλείνουν οἱ ἐσωτερικές αἰσθήσεις.
            «Πρώτη ἡ Εὔα ἐπαληθεύει μέ τή συμπεριφορά της αὐτό τό πράγμα - διότι ἕως τή στιγμή πού δέν πρόσεξε τό δένδρο», πού εἶχε πεῖ ὁ Θεός νά μή φᾶνε ἀπ’ αὐτό τό δέντρο, «ἐνεθυμεῖτο μέ προσοχή τό θεϊκό πρόσταγμα». Θυμόταν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἄκουσε τόν διάβολο πού τῆς εἶπε, φάε ἀπ’ αὐτό τό δέντρο, καί κοίταξε τό δέντρο, λέει, ἦταν «ὡραῖον εἰς ὅρασιν καί καλός εἰς βρῶσιν ὁ καρπός»[49], ἔχασε τή μνήμη τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς καί ἁμάρτησε, ὅταν ἐνεργοποίησε τίς αἰσθήσεις. Βλέπετε τί ρόλο παίζει ἡ ὅραση καί οἱ ἐξωτερικές αἰσθήσεις. Ὅσο δέν τίς εἶχε ἐνεργοποιημένες καί δέν ἔβλεπε τό δέντρο πού ἀπαγορευόταν νά φάει «σκεπαζότανε μέ τίς πτέρυγες τοῦ θείου ἔρωτος καί ἀγνοοῦσε ἀκόμα καί τή γυμνότητά της. Ἐπειδή ὅμως εἶδε τό δένδρο, εὐχαρίστως καί τό ἄγγιξε μέ πολλή ἐπιθυμία, στή συνέχεια γεύθηκε τόν καρπό μέ κάποια ἐνεργό ἡδονή καί ἀμέσως καταλήφθηκε, ὡς γυμνή, ἀπό φιλόσαρκο διάθεση γιά σωματική σχέση»[50]. Δέν ὑπῆρχε στόν Παράδεισο σαρκική σχέση. Ὑπῆρχε ἡ παρθενία. Ἡ σαρκική σχέση μπῆκε μετά ἀπό τήν πτώση.
            «Ἀφοῦ δέ κατέστησε ἐμπαθή ὁλόκληρη τήν ἐπιθυμία της, παραδόθηκε στήν ἀπόλαυση τῶν παρόντων, περιπλέξασα καί τόν Ἀδάμ στό πταῖσμα της ἐξαίτιας τῆς εὐχαρίστου γεύσεως καί ὄψεως τοῦ καρποῦ»[51]. Βλέπετε πῶς ἀπό τήν ὅραση γεννιέται ἡ ἐπιθυμία ἡ σαρκική καί ἡ ἁμαρτία.
            «Ἀπό τότε λοιπόν μέ δυσκολία ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νά ἐνθυμεῖται τόν Θεό ἤ τίς ἐντολές Του», γιατί κολλήσαμε διά τῶν αἰσθήσεων στά αἰσθητά πράγματα. «Ἐμεῖς λοιπόν ἀποβλέποντες συνεχῶς στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας», ὄχι λοιπόν στά ἔξω, ἀλλά μέσα μας νά βλέπουμε, «καί ἐνθυμούμενοι ἀκαταπαύστως τόν Θεό, ἄς διερχόμαστε ὡς τυφλοί τήν εὐκόλως ἐξαπατῶσα παροῦσα ζωή», τόν παρόντα αἰῶνα τόν ἀπατεῶνα, ὅπως λέμε καί στούς Χαιρετισμούς. Ἄς διερχόμαστε ὡς τυφλοί τήν εὐκόλως ἐξαπατῶσα παροῦσα ζωή! «Γιατί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς φιλοσοφίας εἶναι τό νά συγκρατεῖς πάντοτε τά μάτια σου νά μήν ἀγαποῦν τίποτε. Αὐτή τήν ἀλήθεια μᾶς διδάσκει καί ὁ πολύπειρος Ἰώβ· ἐάν δέ ἡ καρδία μου ἠκολούθησε πιστά τόν ὀφθαλμό μου». Δέν ἀκολούθησε, λέει, ἡ καρδιά μου τόν ὀφθαλμό μου. Δηλαδή αὐτά πού βλέπεις νά μήν τά κάνεις ἀντικείμενο πόθου καί ἐπιθυμίας. Νά τά βλέπεις ψυχρά. Κι ἄν δέ μπορεῖς, μήν τά βλέπεις καθόλου: «ἤ ὁρῶν μή ἔρα ἤ ἐρῶν μή ὅρα». Τό ξέρετε αὐτό. Ἐάν, λέει βλέπεις, νά μήν πέφτεις σέ ἔρωτα αὐτῶν πού βλέπεις. Ἤ ἄν δέν μπορεῖς, τότε μή βλέπεις καθόλου. «Αὐτό εἶναι γνώρισμα καί κατάσταση τελειότατης ἐγκράτειας καί ξενιτείας»[52].
            Βλέπετε πόσο ὡραῖα μᾶς τά λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί πόσο ἀπελευθερωτικά εἶναι ὅλα αὐτά! Γιατί σήμερα ζοῦμε μιά ὑποδούλωση στά πάθη μας, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀσκοῦμε αὐτή τήν ἀρετή τῆς ξενιτείας. Τῆς ἀποξένωσης δηλαδή τροπικά ἀπό πρόσωπα καί πράγματα, τά ὁποῖα μᾶς δένουν μέ τή γῆ, μέ τήν ὕλη καί μέ τά πάθη.
            Ὅλα αὐτά εἶναι θεραπευτικά. Καί ξαναλέω, δέν εἶναι διαφορετικά γιά τούς μοναχούς καί διαφορετικά γιά τούς λαϊκούς. Ὅλοι καλούμαστε νά τηρήσουμε τίς ἐντολές κι ἄν κανείς δέν κάνει αὐτή τήν ξενιτεία, δέν ἀσκήσει αὐτή τήν ἀρετή τῆς ἀποταγῆς καί τῆς ξενιτείας ἀπό τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά ζήσει χριστιανικά.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης







[1] Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
[2] Α΄Ἰωάν. 5, 19.
[3] Β΄Κορ. 6, 17.
[4] Κλῖμαξ, Λόγος Γ΄, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος, ἐκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2009 (στό ἑξῆς: Κλῖμαξ, Λόγος Γ).
[5] Κλῖμαξ, Λόγος Γ.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ματθ. 23, 13.
[9] Κλῖμαξ, Λόγος Γ.
[10] Εὐεργετινός.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Πρβλ. Ματθ. 5, 28.
[16] Γέν. 12, 1.
[17] Α΄Κορ. 5, 9.
[18] Πρβλ. Α΄Κορ. 5, 11.
[19] Κλῖμαξ, Λόγος Γ.
[20] Εὐεργετινός.
[21] Ματθ. 18, 9.
[22] Εὐεργετινός.
[23] Ὅ.π.
[24] Ὅ.π.
[25] Ὅ.π.
[26] Ὅ.π.
[27] Ὅ.π.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Ὅ.π.
[31] Ὅ.π.
[32] Ματθ. 8, 22.
[33] Εὐεργετινός.
[34] Μάρκ. 13, 13.
[35] Εὐεργετινός.
[36] Ὅ.π.
[37] Λουκ. 6, 20.
[38] Εὐεργετινός.
[39] Ματθ. 5, 11.
[40] Εὐεργετινός.
[41] Ὅ.π.
[42] Ὅ.π.
[43] Ὅ.π.
[44] Ὅ.π.
[45] Ἑβρ. 13, 14.
[46] Α΄Κορ. 7, 31.
[47] Εὐεργετινός.
[48] Ὅ.π.
[49] Γέν. 2, 9.
[50] Εὐεργετινός.
[51] Ὅ.π.
[52] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible