Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Τετ. διακαιν. (Πρξ. β΄ 22-38).
Πραξ. 2,22 Ἄνδρες Ἰσραηλῖται,
ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους. Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον,
ἄνδρα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένον εἰς
ὑμᾶς δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις οἷς ἐποίησε
δι᾿ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν,
καθὼς καὶ αὐτοὶ οἴδατε,
Πραξ. 2,22 Ανδρες Ισραηλίται, ακούστε με προσοχήν τους λόγους αυτούς,
που θα σας πω· Τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ο οποίος απεδείχθη και εμαρτυρήθη εις
σας από τον ίδιον τον Θεόν με υπερφυσικάς δυνάμεις και καταπληκτικά θαύματα και
υπερφυσικά σημεία, που δι' αυτού έκαμε ανάμεσα εις όλους σας ο Θεός, όπως
άλωστε και σεις οι ίδιοι καλά γνωρίζετε,
Πραξ. 2,23 τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ
βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ
χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε·
Πραξ. 2,23 αυτόν τον Ιησούν, ο οποίος σύμφωνα με την ωρισμένην
θέλησιν και πρόγνωσιν του Θεού σας παρεδόθη από τον προδότην, αφού τον
επιάσατε, τον εσταυρώσατε και τον εφονεύσατε με τα χέρια των Ρωμαίων
στρατιωτών, οι οποίοι, σαν εθνικοί που είναι, δεν έχουν και δεν γνωρίζουν τον
νόμον του Θεού.
Πραξ. 2,24 ὃν ὁ Θεὸς
ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ
ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Πραξ. 2,24 Αυτόν ο Θεός τον ανέστησεν εκ νεκρών και κατέλυσε τας
φοβεράς θλίψστου θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να κρατήται αυτός από τον
θάνατον.
Πραξ. 2,25 Δαυΐδ γὰρ λέγει εἰς
αὐτόν· προωρῴμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ
παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ
σαλευθῶ.
Πραξ. 2,25 Επειδή και ο Δαυίδ λέγει δια λογαριασμόν αυτού· Εγώ ο
Μεσσίας έβλεπα εμπρός μου τον Κυριον διαρκώς, ότι είναι εις τα δεξιά μου,
έτοιμος και ισχυρός να με προστατεύση, δια να μη κλονισθώ από το φρικτόν
μαρτύριον και τον σκληρόν θάνατον.
Πραξ. 2,26 διὰ τοῦτο εὐφράνθη
ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι
δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,
Πραξ. 2,26 Δια τούτο ακριβώς ευφράνθηκε η καρδιά μου και η γλώσσα
μου εξεδήλωσε την αγαλλίασίν μου, ακόμη δε και το σώμα μου θα αναπαυθή κατά την
ώραν του θανάτου και θα κατοικήση εις τάφον με βεβαίαν την ελπίδα ότι
συντομώτατα θα αναστηθή.
Πραξ. 2,27 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις
τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν
σου ἰδεῖν διαφθοράν.
Πραξ. 2,27 Διότι συ, ουράνιε Πατερ, δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν
μου στον Αδην και δεν θα επιτρέψης ο αφωσιωμένος εις σε άγιος Μεσσίας να ίδη το
σώμα του φθειρόμενον εις την αποσύνθεσιν του τάφου.
Πραξ. 2,28 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς
ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου.
Πραξ. 2,28 Συ έκαμες εις εμέ γνωστούς τους πνευματικούς δρόμους,
που οδηγούν εις την πνευματικήν ζωήν· θα με γεμίσης με ευφροσύνην, όταν θα με
αξιώσης και ως άνθρωπος να απολαμβάνω την δόξαν του προσώπου σου.
Πραξ. 2,29 Ἄνδρες ἀδελφοί,
ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παῤῥησίας πρὸς
ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε
καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν
ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης.
Πραξ. 2,29 Ανδρες αδελφοί, είναι επιτετραμμένον να σας πω με όλον
το θάρρος δια τον πατριάρχην Δαυίδ ότι και απέθανε και ετάφη και το μνημείον
του ευρίσκεται εδώ μεταξύ μας μέχρι της ημέρας αυτής. (Αρα η παρά πάνω
προφητεία του δεν αναφέρεται εις αυτόν).
Πραξ. 2,30 προφήτης οὖν ὑπάρχων,
καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ
ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ
τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ
τοῦ θρόνου αὐτοῦ,
Πραξ. 2,30 Αλλά προφήτης πραγματικός υπάρχων ο Δαυίδ και γνωρίζων
πολύ καλά, ότι ο Θεός του είχε υποσχεθή με όρκον, πως από απόγονον των
σπλάγχνων του, δηλαδή από την Παρθένον Μαρίαν, επρόκειτο να αναστήση τον
Χριστόν, κατά το ανθρώπινον, και να τον καθίση στον θρόνον ως βασιλέαν αιώνιον,
Πραξ. 2,31 προϊδὼν ἐλάλησε
περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ
κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου οὐδὲ
ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν.
Πραξ. 2,31 προείδε και ελάλησε δια την ανάστασιν του Χριστού,
ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή του στον Αδην ούτε το σώμα του είδε την φθοράν και
την αποσύνθεσιν του θανάτου.
Πραξ. 2,32 τοῦτον τὸν Ἰησοῦν
ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν
μάρτυρες.
Πραξ. 2,32 Αυτό τον Ιησούν τον ανέστησεν πράγματι ο Θεός και
αυτού του μεγάλου γεγονότος είμεθα ημείς μάρτυρες.
Πραξ. 2,33 τῇ δεξιᾷ οὖν
τοῦ Θεοῦ ὑψωθείς, τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρός, ἐξέχεε τοῦτο ὃ
νῦν ὑμεῖς βλέπετε καὶ ἀκούετε.
Πραξ. 2,33 Αφού, λοιπόν, με την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού
ανεστήθη εκ των νεκρών και υψώθηκε στους ουρανούς και έλαβεν από τον Πατέρα το
Αγιον Πνεύμα, που είχε υποσχεθή και εις ημάς, το έστειλε με τας πλουσίας του
δωρεάς και ενεργείας εις ημάς, πράγμα το οποίον σεις σήμερα και βλέπετε και
ακούετε.
Πραξ. 2,34 οὐ γὰρ Δαυΐδ
ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός·
εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν
μου
Πραξ. 2,34 Αλλά και περί της αναλήψεως του Μεσσίου στους ουρανούς
επροφήτευσε ο Δαΐδ, διότι δεν ανέβηκε ο Δαυίδ στους ουρανούς, εν τούτοις όμως
λέγει ο ίδιος· Είπεν ο Κυριος και Θεός στον Μεσσίαν, που είναι απόγονός μου
κατά το ανθρώπινον, αλλά Κυριος μου ως Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κάθισε εις τα
δεξιά μου,
Πραξ. 2,35 ἕως ἂν θῶ
τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
Πραξ. 2,35 έως ότου βάλω κάτω από τα πόδια σου νικημένους τους
εχθρούς σου.
Πραξ. 2,36 ἀσφαλῶς οὖν
γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον
καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον
τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.
Πραξ. 2,36 Ας γνωρίζη, λοιπόν, με κάθε βεβαιότητα όλη η φυλή του
Ισραήλ, ότι αυτόν τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε
Κυριον και Χριστόν”.
Πραξ. 2,37 Ἀκούσαντες δὲ
κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον
καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· τί ποιήσομεν, ἄνδρες
ἀδελφοί;
Πραξ. 2,37 Αφού δε ήκουσαν τα θεόπνευστα αυτά λόγια, κατελήφθησαν
από λύπην και κατάνυξιν καρδίας δια την βαρείαν ενοχήν των και είπαν προς τον
Πετρον και τους άλλους Αποστόλους· “τι να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;”
Πραξ. 2,38 Πέτρος δὲ ἔφη
πρὸς αὐτούς· μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν
ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος.
Πραξ. 2,38 Είπε δε προς αυτούς ο Πετρος· “μετανοήσατε και ας
βαπτισθή ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού δια την άφεσιν των αμαρτιών
σας· και θα λάβετε και σεις την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τετ. διακαιν. (Ἰω. α΄ 35-52).
Ιω. 1,35 Τῇ ἐπαύριον
πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ δύο,
Ιω. 1,35 Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν ο Ιωάννης στον
τόπον αυτόν και δύο από τους μαθητάς του.
Ιω. 1,36 καὶ ἐμβλέψας
τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,36 Και καθώς με απέραντον σεβασμόν εκύτταξε τον
Ιησούν, που περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει· “ιδού ο αμνός του Θεού”.
Ιω. 1,37 καὶ ἤκουσαν
αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν
τῷ Ἰησοῦ.
Ιω. 1,37 Και οι δύο μαθηταί του ήκουσαν τα λόγια του αυτά
και ηκολούθησαν τον Ιησούν.
Ιω. 1,38 στραφεὶς δὲ
ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας
λέγει αὐτοῖς·
Ιω. 1,38 Εγύρισε δε ο Ιησούς και όταν τους είδε να τον
ακολουθούν, λέγει εις αυτούς.
Ιω. 1,39 τί ζητεῖτε; οἱ
δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον
διδάσκαλε· ποῦ μένεις;
Ιω. 1,39 “Τι ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν· “ραββί-που
σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που μένεις;”
Ιω. 1,40 λέγει αὐτοῖς·
ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον
ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν
ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη.
Ιω. 1,40 Είπεν εις αυτούς· “ελάτε και ιδέτε που μένω”.
Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του την ημέραν εκείνην. Η
ώρα δε ήτο τέσσαρες το απόγευμα.
Ιω. 1,41 ἦν Ἀνδρέας
ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν
ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ.
Ιω. 1,41 Ενας δε από τους δύο, που ήκουσαν τα όσα ο
Ιωάννης είπε περί του Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο Ανδρέας, ο αδελφός του
Σιμωνος Πετρου.
Ιω. 1,42 εὑρίσκει οὗτος
πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ
λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι
μεθερμηνευόμενον Χριστός·
Ιω. 1,42 Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον αδελφόν του
τον Σιμωνα και του λέγει· “ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που ερμηνεύεται εις την
ελληνικήν Χριστός”.
Ιω. 1,43 καὶ ἤγαγεν
αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ
ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς
Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται
Πέτρος.
Ιω. 1,43 Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και ο Ιησούς
αφού τον εκύτταξε με βλέμμα βαθύ και στοργικόν είπε· “συ είσαι Σιμων, ο υιός
του Ιωνά· συ θα ονομασθής Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν
Πετρος”.
Ιω. 1,44 Τῇ ἐπαύριον
ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν
Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ·
ἀκολούθει μοι.
Ιω. 1,44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να
αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν
και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου)
και του λέγει· “έλα κοντά μου”.
Ιω. 1,45 ἦν δὲ ὁ
Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ
Πέτρου.
Ιω. 1,45 Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την
πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου.
Ιω. 1,46 εὑρίσκει
Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν
ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται,
εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ
τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
Ιω. 1,46 Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει·
“αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα
προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την
Ναζαρέτ”.
Ιω. 1,47 καὶ εἶπεν
αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν
εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.
Ιω. 1,47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την
Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και
ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”.
Ιω. 1,48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς
τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ
λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης
ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
Ιω. 1,48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς
αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν
υπάρχει πονηρία”.
Ιω. 1,49 λέγει αὐτῷ
Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι,
ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
Ιω. 1,49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με
γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν
ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”.
Ιω. 1,50 ἀπεκρίθη
Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς
τοῦ Ἰσραήλ.
Ιω. 1,50 Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε·
“Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον
οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”.
Ιω. 1,51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν
σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Ιω. 1,51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι
σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”.
Ιω. 1,52 καὶ λέγει αὐτῷ·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι
ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς
ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Ιω. 1,52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να
ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν
τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να
συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι
κύριος και των αγγέλων)”.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/04.%20Ioan.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου