ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - Παραλειφθέν, Κυρ. ιθ΄ ἐπιστ. (Β΄ Κορ. ια΄ 31-ιβ΄ 9).
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm
Β Κορ. 11,31 ὁ Θεὸς καὶ
πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν,
ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας,
ὅτι οὐ ψεύδομαι.
Β Κορ. 11,31 Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που
είναι ευλογημένος και δοξασμένος στους αιώνας, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι, αλλ'
ότι αυτά που θα σας πω είναι απολύτως αληθινά.
Β Κορ. 11,32 ἐν Δαμασκῷ ὁ
ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν
πόλιν πιάσαι με θέλων,
Β Κορ. 11,32 Εις την Δαμασκόν ο διοικητής ο διωρισμένος από τον
βασιλέα Αρέταν εφρουρούσε την πόλιν των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλαβή·
Β Κορ. 11,33 καὶ διὰ θυρίδος
ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον
τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
Β Κορ. 11,33 και από κάποιο παράθυρο, μέσα εις ένα καλάθι πλεγμένο με
σχοινί με κατέβασαν έξω από το τοίχος και εξέφυγα από τα χέρια του.
Β Κορ. 12,1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ
συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ
ἀποκαλύψεις Κυρίου.
Β Κορ. 12,1 Να καυχηθώ δια τόσα και τόσα άλλα, που υπέστην και
έπραξα δια το Ευαγγέλιον, δεν με συμφέρει από πνευματικής απόψεως. Θα προχωρήσω
όμως εις οράματα και αποκαλύψεις, που έλαβα εκ μέρους του Κυρίου.
Β Κορ. 12,2 οἶδα ἄνθρωπον ἐν
Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν
σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ
οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον
ἕως τρίτου οὐρανοῦ.
Β Κορ. 12,2 Γνωρίζω ένα άνθρωπον, που εζούσε εν Χριστώ, και ο
οποίος προ δεκατεσσάρων ετών-είτε ευρίσκετο στο σώμα του κατά την ώραν εκείνην
δεν γνωρίζω· είτε ήτο εκτός του σώματος, δεν γνωρίζω, ο Θεός το γνωρίζει-είχεν
αρπαγή και αναληφθ έως τον τρίτον ουρανόν.
Β Κορ. 12,3 καὶ οἶδα τὸν
τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς
τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν·
Β Κορ. 12,3 Και γνωρίζω, ότι αυτός ο άνθρωπος-είτε με το σώμα του
έξω από το σώμα του, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει-
Β Κορ. 12,4 ὅτι ἡρπάγη εἰς
τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα,
ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
Β Κορ. 12,4 ότι ηρπάγη έως στον παράδεισον και ήκουσε λόγους, τους
οποίους ανθρωπίνη γλώσσα δεν ημπορεί να διατυπώση και τους οποίους δεν είναι
επιτετραμμένον στον άνθρωπον να τους είπη και τους αποκαλύψη.
Β Κορ. 12,5 ὑπὲρ τοῦ
τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ
καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου.
Β Κορ. 12,5 Δια τον άνθρωπον αυτόν θα καυχηθώ, που τον ετίμησε
τόσον πολύ ο Θεός. Δια τον ευατόν μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνον δια τας
ασθενείας μου, όπως αυταί αφάνησαν εις τας περιόδους των διωγμών και των
κινδύνων.
Β Κορ. 12,6 ἐὰν γὰρ
θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ
ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ
λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.
Β Κορ. 12,6 Εάν όμως θελήσω να καυχηθώ δια τους αγώνας μου και δια
τα έργα, τα οποία με την βοήθειαν του Θεού υπέρ του Ευαγγελίου έκαμα, δεν θα
είμαι άφρων, διότι θα πω την αλήθειαν. Διστάζω όμως και αποφεύγω να το πράξω,
μήπως τυχόν κανείς σχηματίση δι' εμέ ιδέαν ανωτέραν, από ο,τι βλέπεις εις εμέ η
απ' ο,τι ακούει από εμέ.
Β Κορ. 12,7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ
τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη
μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ
ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.
Β Κορ. 12,7 Και ένεκα του πολλού πλήθους των αποκαλύψεων, δια να
μη υπερηφανεύωμαι, επέτρεψεν ο Θεός και μου εδόθη σκληρό αγκάθι στο σώμα,
άγγελος δηλαδή του σατανά, δια να με γρονθοκοπή και να με ταλαιπωρή, ανίατος
ασθένεια δια να μη το παρώ επάνω μου.
Β Κορ. 12,8 ὑπὲρ τούτου τρὶς
τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ·
Β Κορ. 12,8 Δια την θλίψιν και δοκιμασίαν αυτήν τρεις φορές
παρεκάλεσα τον Κυριον να μου την απομακρύνη.
Β Κορ. 12,9 καὶ εἴρηκέ
μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ
δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν
μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ
ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Β Κορ. 12,9 Και ο Κυριος μου είπε· “σου αρκεί η χάρις μου· διότι η
δύναμίς μου φαίνεται ολοένα και τελειοτέρα μέσα εις την ανθρωπίνην αδυναμίαν με
τα μεγάλα και θαυμαστά έργα που κατορθώνει”. Με πολύ μεγάλην εσωτερικήν
γλυκύτητα και ευχαρίστησιν θα καυχώμαι περισσότερον δια τας ασθενείας μου, ώστε
να μένω έτσι εις την ταπεινοφροσύνην, δια να κατοικήση εις εμέ η δύναμις του
Χριστού.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ - Ἡμέρας, Δευτέρας ιζ΄ ἑβδομ. Λουκᾶ (Λκ. ιγ΄ 9-13).
Λουκ.
13,9 κἂν μὲν ποιήσῃ
καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.
Λουκ. 13,9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν
κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του
παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν
καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο
Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους
εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).
Λουκ.
13,10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν
μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
Λουκ. 13,10 Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς.
Λουκ.
13,11 καὶ ἰδοὺ
γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ
ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι
εἰς τὸ παντελές.
Λουκ. 13,11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα
μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη
συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της.
Λουκ.
13,12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν
ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου·
Λουκ. 13,12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε·
“γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”.
Λουκ.
13,13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ
τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ
ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Λουκ. 13,13 Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως
εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου