Ἀπὸ τὸ Γεροντικό:
Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιώς ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴν μετάνοια τοῦ ἀμαρτωλοῦ καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλούς λόγους, εἶπε:
– Πὲς μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾶς;
– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
– Ἂν λοιπὸν ἐσύ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό Του πλάσμα;
____________________________________________
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
– Τὶ νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
– Νὰ σηκωθεῖς.
– Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
– Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
– Μέχρι πότε;
Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σὲ ὁποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ’ αὐτὴν καὶ φεύγει.
____________________________________________
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου:
Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μένει ἀμετανόητος. Κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαχνικὸς ὅσο ὁ Θεός. Τὸν ἀμετανόητο, ὅμως, οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου