Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας κδ´ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α´ Θεσ. β´ 20 - γ´ 8).
Α Θεσ. 2,20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.
Α Θεσ. 2,20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.
Α Θεσ. 3,1 Διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν Ἀθήναις μόνοι,
Α Θεσ. 3,1 Επειδή τόσον πολύ σας έχομεν αγαπήσει και σας επεθυμήσαμεν, δεν υπεφέραμεν πλέον να μένωμεν χωρισμένοι από σας και δι' αυτό επροτιμήσαμεν με όλην μας την καρδιά να μείνωμεν μόνοι εις τας Αθήνας.
Α Θεσ. 3,2 καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν,
Α Θεσ. 3,2 Και εστείλαμεν εις σας τον Τιμόθεον τον αδελφόν μας και διάκονον του Θεού και συνεργάτην μας στο έργον του Ευαγγελίου, δια να σας στηρίξη, να σας παρηγορήση και ενισχύση εις την πίστιν σας,
Α Θεσ. 3,3 τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις. αὐτοὶ γὰρ οἴδατε ὅτι εἰς τοῦτο κείμεθα·
Α Θεσ. 3,3 ώστε κανείς να μη κλονίζεται και να μη ταράσσεται εις τας θλίψεις αυτάς. Διότι και σεις οι ίδιοι γνωρίζετε ότι δι' αυτό υπάρχομεν και έχομεν ταχθή (δια να υποφέρωμεν δηλαδή με υπομονήν και πίστιν τας θλίψεις και να προοδεύωμεν έτσι εις την κατά Χριστόν ζωήν).
Α Θεσ. 3,4 καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε.
Α Θεσ. 3,4 Αυτό δε το γνωρίζετε, διότι, όταν ήμεθα μαζή σας, σας επρολέγαμεν, ότι μέλλομεν να υποστώμεν θλίψεις, όπως και πράγματι έγινε και σστο γνωρίζετε.
Α Θεσ. 3,5 διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μήπως ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν.
Α Θεσ. 3,5 Εξ αιτίας των θλίψεών σας ακριβώς αυτών εγώ δεν ημπορούσα πλέον να μένω ήσυχος και έστειλα τον Τιμόθεον, δια να μάθω μέσω αυτού περί της πίστεως σας και να κατατοπισθώ, μήπως σας εδημιούργησε πειρασμούς ισχυρούς και σας εκλόνισεν ο πονηρός, ο οποίος ως έργον του έχει να πειράζη τους ανθρώπους, και μήπως έτσι ο κόπος μας αποδειχθή μάταιος και ανωφελής.
Α Θεσ. 3,6 Ἄρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾶς ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθήν, πάντοτε ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς,
Α Θεσ. 3,6 Τωρα δε, όταν ήλθεν ο Τιμόθεος και μου έφερεν από σας χαρμοσύνους πληροφορίας δια την πίστιν και την αγάπην σας και μας εβεβαίωσεν ότι διατηρείτε σταθερά καλήν την ανάμνησίν μας, ποθούντες πολύ πάντοτε να μας ιδήτε, όπως ακριβώς και ημείς ποθούμεν να σας ίδωμεν,
Α Θεσ. 3,7 διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν, ἀδελφοί, ἐφ᾿ ὑμῖν ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ ἡμῶν διὰ τῆς ὑμῶν πίστεως·
Α Θεσ. 3,7 δια τούτο, (δια τας καλάς δηλαδή πληροφορίας, που είχαμεν σχετικώς με την σταθεράν και ζωντανήν πίστιν σας) επαρηγορήθημεν και ημείς, εξ αιτίας σας, εις όλην την θλίψις και την ταλαιπωρίαν μας.
Α Θεσ. 3,8 ὅτι νῦν ζῶμεν, ἐὰν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ.
Α Θεσ. 3,8 Διότι, όπως και προηγουμένως έτσι και τώρα, ζώμεν, εάν σεις στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι εν Κυρίω.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτέρας ιβ´ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. κ´ 27-44).
Λουκ. 20,27 Προσελθόντες δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸν
Λουκ. 20,27 Επλησίασαν τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν
Λουκ. 20,28 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
Λουκ. 20,28 λέγοντες· “διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του.
Λουκ. 20,29 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,29 Ησαν λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,30 καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,30 Και επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,31 καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτὴν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτά· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ ἀπέθανον·
Λουκ. 20,31 Και ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και απέθανον.
Λουκ. 20,32 ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν.
Λουκ. 20,32 Υστερα δε από όλους απέθανε και η γυναίκα.
Λουκ. 20,33 ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα.
Λουκ. 20,33 Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”.
Λουκ. 20,34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·
Λουκ. 20,34 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται και δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται·
Λουκ. 20,35 Εκείνοι όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.
Λουκ. 20,36 Διότι ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα διατάξη και θα πραγματοποιήση.
Λουκ. 20,37 ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ.
Λουκ. 20,37 Οτι δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον, όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ.
Λουκ. 20,38 Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν.
Λουκ. 20,38 Μαθετε δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γην και είναι δι' ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί, ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”.
Λουκ. 20,39 ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, καλῶς εἶπας.
Λουκ. 20,39 Μερικοί δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”.
Λουκ. 20,40 οὐκέτι δὲ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν.
Λουκ. 20,40 Δεν ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι.
Λουκ. 20,41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· πῶς λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ εἶναι;
Λουκ. 20,41 Είπε δε προς αυτούς· “πως λέγουν ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαυΐδ;
Λουκ. 20,42 καὶ αὐτὸς Δαυΐδ λέγει ἐν βίβλῳ τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου
Λουκ. 20,42 Ενώ ο ίδιος ο Δαυίδ στο βιβλίον των ψαλμών λέγει· είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου,
Λουκ. 20,43 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
Λουκ. 20,43 έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιον εις τα πόδια σου.
Λουκ. 20,44 Δαυΐδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· καὶ πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν;
Λουκ. 20,44 Ο Δαυίδ λοιπόν ονομάζει αυτόν Κυριον, και πως είναι δυνατόν να είναι μόνον απόγονός του; Η προσφώνησις αυτή εκ μέρους του Δαυΐδ, φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον απόγονος του Δαυΐδ, αλλά Κυριος και Θεός”.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου