Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

«Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης




Ὁμιλία τοῦ Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτη στίς 24-05-2015


Σήμερα τό κεφάλαιο, πού μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ θά ἀναλύσουμε, ἔχει τίτλο γιά τήν προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν προσωπικό Θεό. Εἶναι βέβαια, ὅπως συνήθως, ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός»[1] τοῦ π. Σωφρονίου.

«Ὁ Κύριος εἶπε στόν Πόντιο Πιλάτο: «εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»[2]». Γι’ αὐτό δηλαδή ἦρθα στόν κόσμο, γιά νά μαρτυρήσω τήν ἀλήθεια. «Ὁ Πιλάτος ἀπάντησε μέ σκεπτικισμό: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;»[3]». Τί εἶναι ἡ ἀλήθεια; Τί εἶναι ἀλήθεια; «Καί πεπεισμένος πώς δέν ὑπάρχει καμιά ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, δέν περίμενε νά τοῦ δώσει ἀπάντηση οὔτε ὁ Χριστός, ἀλλά «ἐξῆλθε πρός τούς Ἰουδαίους»[4]. «Ὁ Πιλάτος εἶχε δίκαιο. Στό ἐρώτημα «ΤΙ ἐστιν ἀλήθεια», ἄν ἐννοεῖς τήν ἔσχατη ἀλήθεια πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ὅλης ὑπάρξεως τοῦ κόσμου, δέν ὑπάρχει ἀπάντηση. Ἄν, ὅμως, ὁ Πιλάτος, ἐννοώντας τήν Ἀρχιαλήθεια ἤ τήν Αὐτοαλήθεια», πού δηλαδή εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μας, ἄν τό εἶχε καταλάβει αὐτό καί «ἔκανε τό ἐρώτημα ὅπως πρέπει, «ΤΙΣ ἐστιν ἡ ἀλήθεια»», ὄχι ΤΙ ἐστιν, ἀλλά ΤΙΣ, ποιός δηλαδή εἶναι ἡ ἀλήθεια, «τότε θά ἔπαιρνε ἀπάντηση»[5]. Θά ἄκουγε ἀπό τόν Χριστό ὅτι «Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια»[6]. Γιατί ἡ Ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο, εἶναι ὁ Θεός καί δέν εἶναι ἕνα πράγμα, μιά ἰδέα, κάτι ἀφηρημένο.

«Ἡ ἀπάντηση θά ἦταν αὐτή πού λίγο πιό πρίν κατά τό Μυστικό Δεῖπνο προβλέποντας καί τό ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου ἔλεγε ὁ Κύριος στούς ἀγαπημένους Του μαθητές καί διά αὐτῶν σέ ὅλο τόν κόσμο: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια»[7]»[8]. Κατά κάποιο τρόπο θά λέγαμε προλέγει καί προφητεύει καί προλαμβάνει τόν Πιλάτο ὁ Κύριος ἐκεῖ στό Μυστικό Δεῖπνο καί δίνει τήν ἀπάντηση, ἄν μποροῦμε νά τήν ποῦμε, ἄν δεχόταν τήν σωστή ἐρώτηση. Ἀλλά δέν δέχθηκε τήν σωστή ἐρώτηση. Ἐρωτήθηκε: ΤΙ ἐστιν, καί ὄχι ΤΙΣ ἐστιν. Καί δυστυχῶς καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι, κι ἐμεῖς πολλές φορές πέφτουμε στήν παγίδα νά ψάχνουμε τήν ἀλήθεια ὡς κάτι ἀφηρημένο, σάν μιά ἰδέα. Ἐνῶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Καί ὅ,τι εἶναι ἐν Χριστῷ, αὐτό εἶναι ἀληθινό.

«Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας συχνά θεωροῦν τούς χριστιανούς ἀνεδαφικούς ὀνειροπόλους», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, χωρίς βάθος, «ἐνῶ γιά τόν ἑαυτό τους ἔχουν τήν γνώμη ὅτι πατοῦν σέ στέρεη βάση καί γι' αὐτό αὐτοαποκαλοῦνται θετικιστές». Τούς χριστιανούς, τούς πιστούς, τούς θεωροῦν ὅτι πετᾶνε στά σύννεφα.. δέν ἔχουνε στέρεη βάση στήν σκέψη τους καί στή ζωή τους, ὅπως οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι πατοῦν γερά πάνω στήν λογική. «Κατά παράδοξο τρόπο δέν ἀντιλαμβάνονται τόν ἀφηρημένο χαρακτήρα τοῦ «ΤΙ» τους». ΤΙ ἐστιν ἀλήθεια. Εἶναι κάτι ἀφηρημένο. «Δέν καταλαβαίνουν πώς ἡ Ἀλήθεια, ἡ συγκεκριμένη, ἡ ἀπόλυτη, μπορεῖ νά εἶναι μόνο «ΤΙΣ»», κάποιος δηλαδή, καί αὐτός ὁ κάποιος εἶναι ὁ Θεός «καί σέ καμιά περίπτωση «ΤΙ»», κάτι δηλαδή. «Γιατί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κάποιος θεωρητικός τύπος ἤ κάποια ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλά ἡ Αὐτοζωή, τό «Ἐγώ εἶμι»[9]»[10], πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Καί πράγματι, αὐτό πού ὑπάρχει ἀληθινά καί πραγματικά, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ὁ Θεός καί Αὐτός εἶναι πού δίνει ὕπαρξη στό σύμπαν, στά πάντα. Ἑπομένως, Αὐτός εἶναι ἡ Ἀλήθεια.

«Στά ἀλήθεια, τί πιό ἀφηρημένο ὑπάρχει ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ ΤΙ; Κι αὐτή τήν μεγάλη παραδοξότητα τήν βλέπουμε σέ ὅλη τήν ἱστορική πορεία τῆς ἀνθρωπότητας μετα τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ». Ὁ Ἀδάμ καί οἱ ἀπόγονοί του, ὅλοι ἐμεῖς, κάνουμε τό ἴδιο λάθος, ψάχνουμε τήν ἀλήθεια ὡς κάτι τό ἀφηρημένο, ὡς μία ἰδέα. Καί τήν ψάχνουμε μέ τήν λογική. «Γοητευμένη ἀπό τό λογικό της ἡ ἀνθρωπότητα ζεῖ σέ μία νάρκωση»[11]. Γιατί βέβαια, ὅταν ψάχνεις τήν ἀλήθεια στό ἀφηρημένο, στό ΤΙ, δέν βρίσκεις τό ΤΙΣ, τόν Θεό. Ὁπότε εἶσαι σέ μία νάρκωση καί σέ μία φυσικά πλάνη.

«Ἔτσι, ὄχι μόνο ἡ «θετική» ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία θέτουν στόν ἑαυτό τους τό ἐρώτημα «ΤΙ ἐστιν ἀλήθεια», ἀλλά ἀκόμη καί στή θρησκευτική ζωή τῆς ἀνθρωπότητας παρατηρεῖται ἡ ἴδια μεγάλη ἀπάτη. Τό ἴδιο καί ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν τήν ὀλισθηρή ὁδό τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀλήθειας τοῦ «ΤΙ»»[12]. Δηλαδή, τί θέλει νά πεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, ἄν τόν κατανοοῦμε σωστά; Ὅτι καί μέσα στήν θρησκευτική ζωή, στήν πνευματική ζωή, ὑπάρχει αὐτή ἡ παγίδα, δηλαδή νά ψάχνουμε τήν ἀλήθεια ὡς κάτι τό ἀφηρημένο καί ὄχι ὡς ἕνα πρόσωπο. Νά μήν προσπαθοῦμε δηλαδή νά ἔχουμε προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό, νά γνωρίσουμε τόν Χριστό ὡς πρόσωπο δηλαδή. Γιατί Αὐτός εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί ψάχνουμε νά βροῦμε μιά ἀφηρημένη ἀλήθεια, κάτι καλό ἄς ποῦμε.

«Τό λογικό ὑποθέτει ὅτι, ἄν γνωρίσει τή ζητούμενη ἀλήθεια τοῦ «ΤΙ», θά κατορθώσει νά γίνει κάτοχος μαγικῆς δυνάμεως καί ἐλεύθερος κυρίαρχος τοῦ ὄντος»[13]. Νομίζουμε ὅτι ὅλο ἔγκειται σ’ αὐτό, στό νά συλλάβουμε τό ΤΙ εἶναι ἀλήθεια, ἀντί νά ἐπιδιώκουμε νά γνωρίσουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό.

«Μπαίνοντας στόν λαβύρινθο τῶν λογικῶν ἀναζητήσεων στόν χῶρο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ὁ ἄνθρωπος πέφτει ἀναπόφευκτα στήν πανθεϊστική κοσμοθεωρία»[14]. Πανθεϊσμός εἶναι αὐτή ἡ θρησκεία πού θεωρεῖ ὅτι θεός εἶναι τά πάντα. Τά πάντα εἶναι θεός. Καί αὐτό τό πρεσβεύουνε κατεξοχήν οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες. Καί ἐσύ εἶσαι θεός καί ὅλα εἶναι θεός καί κομμάτια τοῦ θεοῦ..

«Κάθε φορά πού ὁ θεολογῶν νοῦς ἀποτολμᾶ νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό μέ τή δύναμή του, εἴτε τό καταλαβαίνει εἴτε ὄχι, ξαναπέφτει μοιραίως στό ἴδιο λάθος, στό ὁποῖο εἶναι βυθισμένες ἡ ἐπιστήμη μέ τήν αἰτιοκρατία της..»[15], αἰτιοκρατία εἶναι φιλοσοφική θεωρία πού λέει ὅτι τά ἴδια αἴτια ἔχουν πάντα τά ἴδια ἀποτελέσματα. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό. Βλέπουμε, ἄς ποῦμε, ὁ Θεός ἐνεργεῖ, μᾶς δίνει τή Χάρη Του, ἀλλά αὐτή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει τό ἴδιο ἀποτέλεσμα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀνάλογα μέ τό πῶς θά τό δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ὁπότε δέν ἰσχύει ἡ αἰτιοκρατία, ὅτι τά ἴδια αἴτια ἔχουν πάντα τά ἴδια ἀποτελέσματα. Ἕνας παίρνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς, ὁ ἄλλος τήν εἰσπράττει ὡς φωτιά, γιατί ἀκριβῶς δέν ἀγαπάει τόν Θεό. Ἐξαρτᾶται λοιπόν καί ἀπό τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, στό πῶς θά ἐνεργήσει καί τί ἀποτέλεσμα θά ἔχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἑπομένως ἡ αἰτιοκρατία δέν ἰσχύει, καί μάλιστα δέν ἰσχύει καί στήν φυσική ἐπιστήμη ἀκόμα! Ἔχει καταρριφθεῖ ἡ αἰτιοκρατία μέ τόν νόμο τῆς ἀπροσδιοριστίας κ.λ.π., πού δέν μποροῦν οἱ ἐπιστήμονες νά μᾶς ποῦνε μέ ἀσφάλεια τήν θέση ἑνός σωματιδίου κάθε στιγμή. Ὅλα αὐτά ἔχουνε καταρριφθεῖ καί στήν φυσική ἐπιστήμη. Δέν ὑπάρχει λοιπόν αἰτιοκρατία.

«Ἡ φιλοσοφία -ἐπίσης λέγει- μέ τόν ὀρθολογισμό της καί ὁ πανθεϊσμός στήν ἀναζήτηση -δηλαδή- καί στήν θεωρία τῆς ἀλήθειας τοῦ ΤΙ». Πέφτουνε σ’ αὐτό τό λάθος ὅλοι αὐτοί, ψάχνουνε τήν ἀλήθεια στό ΤΙ εἶναι ἡ ἀλήθεια, καί ὄχι στό ΤΙΣ. «Ἡ ἀλήθεια «ΤΙΣ» δέν γνωρίζεται μέ τή λογική πορεία ·ὁ Θεός «ΤΙΣ» γνωρίζεται μόνο μέ τήν κοινωνία ὑπάρξεως, δηλαδή μόνο μέ τήν ἀποκάλυψη μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό ὑπογράμμιζε συνεχῶς ὁ Γέροντας Σιλουανός»[16]. Εἶναι αὐτό πού μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι ἡ λογική, ἡ διάνοια, ἡ σκέψη, ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἕνα ὄργανο γιά νά βλέπει ὁ ἄνθρωπος, νά ἀκούει, νά μπορεῖ νά τοποθετεῖται μέσα στό περιβάλλον, τό ὑλικό περιβάλλον καί ὄχι γιά νά γνωρίσει τόν Θεό. Ὁ Θεός γνωρίζεται ἤ μᾶλλον ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθαρίσει τήν καρδιά του. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»[17]. Ὁ τρόπος δηλαδή γιά νά γνωρίσει κανείς τόν Θεό δέν εἶναι διά τῆς λογικῆς, ἀλλά διά τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, τῆς καθάρσεως τῆς καρδίας. Ὁπότε ὑπάρχει ἡ κοινωνία μέ τήν Αὐτοαλήθεια πού εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο καί δέν ἀνακαλύπτεται ἀπό τόν ἄνθρωπο διά τῆς λογικῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀνακαλύψει τόν Θεό διά τῆς λογικῆς, τότε πέφτει στόν πανθεϊσμό, ὅπως μᾶς εἶπε προηγουμένως, δηλαδή μπερδεύει τόν ἀληθινό Θεό μέ ψεύτικους θεούς, μέ τά εἴδωλα, μέ τά ὄντα, μέ τά κτίσματα. Καί κάνει θεό τό χρῆμα, κάνει θεό τίς ἡδονές, κάνει θεό τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων, κάνει θεό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.

«Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος λέει σχετικά τά ἑξῆς: «Ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσῃ αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ' αὐτῷ ποιήσωμεν»[18]»[19]. Ἐάν κάποιος Μέ ἀγαπάει, θά τηρήσει τόν λόγο Μου, λέει ὁ Χριστός, καί ὁ Πατέρας Μου θά τόν ἀγαπήσει, καί ἐννοεῖται καί ὁ Πατέρας καί Ἐγώ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀχώριστη, καί ὅ,τι ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, τό ἐνεργεῖ καί ὁ Υἱός καί τό ἐνεργεῖ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι΄ αὐτό λέει στή συνέχεια: «καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα». Δέν θά ἔρθει μόνο ὁ Πατέρας. Θά ἔρθω καί Ἐγώ, θά ἔρθει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Καί μονήν παρ' αὐτῷ ποιήσωμεν», καί θά κάνουμε διαμονή μέσα σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, δηλαδή θά κατοικήσουμε μέσα του, ὁπότε θά τοῦ γνωριστοῦμε, θά τοῦ ἀποκαλυφθοῦμε.

«Ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅ πέμψει ὁ πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος διδάξει ὑμᾶς πάντα»[20]. Καί μετά τό Ἅγιο Πνεῦμα θά μᾶς ἀποκαλύψει τόν Τριαδικό Θεό. «Ἡ ὀρθόδοξη ἀσκητική πεῖρα ἀπορρίπτει τήν ὁδό τῶν ἀφηρημένων θεωριῶν ὡς λανθασμένη»[21]. Αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο δίδασκε ὁ Βαρλαάμ, μέ τόν ὁποῖο συγκρούστηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, διότι ἀκριβῶς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε τήν ὀρθόδοξο ὁδό, δίδασκε τήν ὀρθόδοξη ὁδό θεογνωσίας, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Ἐνῶ ὁ Βαρλαάμ δίδασκε τήν ὁδό διά τῆς λογικῆς, διά τῶν ἀριστοτελικῶν συλλογισμῶν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσεγγίσει καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Αὐτό ὅμως εἶναι λανθασμένο.

«Ὅποιος κρατάει τίς σκέψεις γιά τόν Θεό στά πλαίσια τῆς ἀφηρημένης θεωρίας τοῦ Ἀγαθοῦ, τοῦ Ὡραίου, τῆς Αἰωνιότητας, τῆς Ἀγάπης, και τά ὅμοια βρίσκεται σέ ἀπατηλή ὁδό. Ἐπίσης, ὅποιος ἁπλῶς καί μόνο ξεφορτώνεται ὅλες τίς ἐμπειρικές εἰκόνες καί ἔννοιες, καί αὐτός δέν γνώρισε ἀκόμα τήν ἀληθινή ὁδό»[22]. Προσέξτε το αὐτό τό σημεῖο. Οἱ ἀνατολικοί, μέ αὐτό πού κάνουνε, τόν διαλογισμό, καθαρίζουνε τήν διάνοιά τους ἀπό τίς διάφορες ἔννοιες, τίς διάφορες εἰκόνες, ἀπό τούς λογισμούς κ.λ.π., ἀλλά δέν ἔχουνε τίποτα νά βάλουν μέσα, γιατί δέν ἐπικαλοῦνται τόν ἀληθινό Θεό. Ἐπικαλοῦνται δαιμόνια, ὁπότε μένει κενός ὁ νοῦς τους. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, δέν εἶναι αὐτός ὁ δρόμος, ἁπλῶς νά ἀδειάσεις ἀπ’ ὅλους τούς λογισμούς. Οὔτε φυσικά νά σκέφτεσαι τόν Θεό ὡς κάτι ἀφηρημένο, κάτι πολύ ὡραῖο, πολύ ἀγαθό, αἰώνιο κ.λ.π. Δέν εἶναι αὐτό.

«Ἡ ὀρθόδοξη ἐνόραση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀφηρημένη θεωρία τοῦ Ἀγαθοῦ, τῆς Ἀγάπης κ.τ.λ. Δέν εἶναι ὅμως οὔτε ἁπλή ἀπαλλαγή τοῦ νοῦ ἀπό ὅλες τίς εἰκόνες καί τίς ἔννοιες». Αὐτό μπορεῖ νά τό κάνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δύναμή του ἄς τό ποῦμε τήν φυσική, πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὅπως τό κάνουν οἱ ἀνατολικοί, ἀλλά θά πρέπει μετά ὁ Ἴδιος ὁ Θεός νά ἔρθει στόν ἄνθρωπο, ἐφόσον Τόν ζητήσει ὁ ἄνθρωπος ὅμως, γιατί ὁ Θεός δέν ἔρχεται χωρίς νά Τοῦ τό ἐπιτρέψουμε. Τότε μόνο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ὅταν ἔρθει ὁ Θεός καί τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Δίνεται ἀπό τόν Θεό μέ τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή. Τότε ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό καί θεωρεῖ τόν Θεό, ὅταν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός. «Τότε ἡ ψυχή ἐνορᾶ τόν Θεό καί βλέπει πώς Αὐτός ἀγαπᾶ, εἶναι ἀγαθός, μεγαλοπρεπής, αἰώνιος, βλέπει τό ὑπερκόσμιο καί τό ὑπερβατικό Του»[23]. Ἀλλά ὄχι πλέον ὡς κάτι τό ἀφηρημένο, ἀλλά ὡς κάτι τό πολύ συγκεκριμένο καί προσωπικό, τό ὁποῖο τοῦ ἀποκαλύπτεται μέσα στήν καρδιά του.

«Ποτέ δέν θά μπορέσουμε νά μεταδώσουμε μέ λόγια στόν ἀναγνώστη αὐτό πού μᾶς θάμπωνε ὅταν συνομιλούσαμε μέ τόν Γέροντα», ἐννοεῖ μέ τόν Ἅγιο Σιλουανό. «Παρόλη τήν ἁπλότητα καί πραότητα τῆς συνομιλίας του, ὁ λόγος του ἦταν δραστικός, ὡς λόγος πού βγῆκε ἀπό βαθειά πεῖρα, ὡς λόγος γνήσιου φορέως τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς»[24], τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὡς ἐμπειρίαν ἔχων.

«Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅγιο Σιλουανό ἦταν πρόσωπική συνάντηση, μέ τήν όποία ἡ στροφή του πρός τόν Θεό ἀπέκτησε βαθιά προσωπικό χαρακτήρα. Στήν προσευχή του συνομιλοῦσε μέ τόν Θεό πρόσωπο πρός Πρόσωπο. Τό αἴσθημα τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ καθαρίζει τήν προσευχή ἀπό τήν φαντασία καί τούς ἀφηρημένους συλλογισμούς, μεταφέροντας τά πάντα σέ ἕνα ἀόρατο κέντρο ζωντανῆς ἐσωτερικῆς κοινωνίας»[25]. Ὅπως ὅταν συνομιλοῦμε μέ ἕναν ἄνθρωπο συγκεκριμένο καί φεύγει κάθε φαντασία καί κάθε θά λέγαμε ἀφηρημένος συλλογισμός, ἀφοῦ ἔχουμε μπροστά μας τό συγκεκριμένο πρόσωπο, ἔτσι καί ὅταν γίνει αὐτή ἡ προσωπική συνάντηση μέ τόν Χριστό.

«Συγκεντρωμένη πρός τά μέσα ἡ προσευχή παύει νά εἶναι «ἔκκληση πρός τό διάστημα»», δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη δηλαδή φωνή πρός τό διάστημα, πρός τό σύμπαν ἡ προσευχή, ἀλλά εἶναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, πού ἀπευθύνεται σέ ἕνα πολύ συγκεκριμένο Ὄν, σέ ἕνα πρόσωπο, πού εἶναι ὁ Θεός. Ἡ προσευχή λοιπόν δέν εἶναι μιά ἔκκληση πρός τό διάστημα «καί ὁ νοῦς γίνεται ὅλος προσοχή καί ἀκοή. Ἐπικαλούμενος τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί λέγοντας «Πατέρα», «Κύριε» καί τά ἄλλα, ὁ Ἅγιος βρισκόταν σέ τέτοια κατάσταση, γιά τήν ὁποία «οὐκ ἐξόν ἀνθρώπω λαλῆσαι»[26]», δέν μπορεῖ νά μιλήσει ἄνθρωπος. «Ὅποιος ὅμως δοκίμασε προσωπικά τήν παρουσία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, μόνο αὐτός θά τό καταλάβει αὐτό»[27]. Γιατί ὁ Θεός, ὅπως λέγαμε ὅταν ἀναλύαμε τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, ὁ Θεός δέν γνωρίζεται ἐγκεφαλικά, ἀλλά ἐμπειρικά. Καί ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος, δέν μποροῦμε νά Τόν περιγράψουμε. Δέν κλείνεται μέσα σέ λόγια κτιστά, ὅπως εἶναι τά δικά μας λόγια, σέ ἀνθρώπινα λόγια. Δέν ὑπάρχει γλώσσα γιά νά περιγράψει τόν Θεό καί τίς καταστάσεις τίς ἐμπειρικές, τῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει ὁ π. Σωφρόνιος, δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε τί ζοῦσε ὁ Γέροντας, παρά μόνο ἄν τό ἔχουμε ζήσει κι ἐμεῖς.

«Μιά καί προσεγγίσαμε κάπως τολμηρά τό θέμα τῆς προσευχῆς «πρόσωπο πρός Πρόσωπο», ἀναγκαζόμαστε νά δώσουμε ὁρισμένες ἐπιπλέον ἐξηγήσεις σχετικές μέ αὐτή τήν πλευρά τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς μας. Τό ἔσχατο στάδιο τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Προσωπικοῦ, ὑποστατικοῦ Θεοῦ. Ὅταν δοθεῖ στόν ἄνθρωπο καί ἀποκτήσει γνώση-βίωμα αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ, τότε εἰσέρχεται καί ὁ ἴδιος στόν σωστό δρόμο, γιά τήν πραγματοποίηση τῆς προσωπικῆς, ὑποστατικῆς ἀρχῆς καί ἡ προσευχή του παίρνει ἄλλο χαρακτήρα, πού ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια τοῦ πρόσκαρου καί τοῦ ὑλικοῦ»[28]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό προσωπικά, τότε καί ἡ προσευχή του παίρνει -λέει- τόν σωστό δρόμο. Καί τότε καί ὁ ἴδιος μπαίνει στόν σωστό δρόμο γιά νά πραγματοποιήσει τήν δική του ὑποστατική ἀρχή. Ποιά εἶναι ἡ ὑποστατική μας ἀρχή; Τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση, ὅτι ἔχουμε δηλαδή τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ προορισμός μας εἶναι νά ὁμοιάσουμε στόν Χριστό κατά πάντα πλήν τῆς κατ’ οὐσίας ταυτότητας.

«Στήν ὑποστατaκή του διάσταση ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρίν ἀπ' ὅλα καί πάνω ἀπ' ὅλα «εἰκόνα καί ὁμοίωση» τοῦ Θεοῦ». Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἶναι εἰκόνα καί ὁμοίωση, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ πλασμένος. «Σέ αὐτή τήν ὑποστατική ἀρχή ἀνήκει κυρίως ἡ αἰωνιότητα. Ὅταν ἀναδύεται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος, πού συνήθως ἔχει πεῖρα ἀπό τήν περιορισμένη ἀτομικότητά του, αἰσθάνεται ἐνεργῶς νά εἰσάγεται στήν Θεία αἰωνιότητα καί ὁ Χρόνος-Αἰῶνας τελειώνει γι' αὐτόν»[29]. Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά πραγματοποιεῖ τήν ὑποστατική του ἀρχή, νά πηγαίνει δηλαδή ἀπό τό κατ’ εἰκόνα τό ὁποῖο εἶναι δεδομένο στόν ἄνθρωπο, εἶναι τό νοερό καί το αὐτεξούσιο, νά πηγαίνει ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, αὐτό τό κάνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει τόν Θεό∙ μπαίνει στόν δρόμο τῆς ἐκπλήρωσης τοῦ προορισμοῦ του. Καί ὅταν τό κάνει αὐτό, δηλαδή ὅταν σιγά-σιγά ὁμοιοῦται μέ τόν Θεό, τότε ξεφεύγει άπό τά ὅρια τοῦ χρόνου, τοῦ κτιστοῦ χρόνου, τόν ὁποῖο ζοῦμε τώρα, τοῦ παρόντος αἰῶνος καί μπαίνει στά χρόνια τῆς αἰωνιότητας, μπαίνει στόν χρόνο τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό συμβαίνει βέβαια γιατί μπαίνει μέσα στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στή Θεία Χάρη. Μπαίνει μέσα στόν Θεό δηλαδή, γιά τόν Ὁποῖο δέν ὑπάρχει χρόνος, ὑπερβαίνεται. Ὁ Θεός δέν ζεῖ σ’ αὐτόν τόν χρόνο πού ζοῦμε ἐμεῖς, στόν κτιστό χρόνο. Δέν ὑπάρχει χρόνος γιά τόν Θεό.

«Οἱ Ἀπόστολοι μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς Θείας Ὑποστάσεως τοῦ Λόγου πού τούς δόθηκε, παρότι ἔμεναν ἀκόμη στή γῆ, πνευματικά ἔμεναν στήν αἰωνιότητα». Ζούσανε δηλαδή τήν αἰωνιότητα παρόλο πού ἤτανε ἀκόμα στή γῆ. «Καί αὐτό ἀκριβῶς προκαλοῦσε σ’ αὐτούς τά «ξένα ρήματα», τά «ξένα δόγματα», τήν ἰδιόμορφη γλώσσα, τίς ἔννοιες, τά αἰσθήματα»[30], αὐτά πού θά ἀκούσουμε καί στά Τροπάρια τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτά τά ξένα, τά παράξενα γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος, τά λαλεῖ καί τά ἀκούει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἑνώνεται, ὅταν προχωρεῖ στήν πραγματοποίηση τῆς ὑποστατικῆς του ἀρχῆς, δηλαδή ὁμοιοῦται μέ τόν Θεό.

«Μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία»[31]· «ἐγράφη δέ πρός νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὕς τά τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν»[32], λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους. Ζεῖ δηλαδή ὁ χριστιανός, ὁ πνευματικά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πού ὁμοιοῦται μέ τόν Χριστό, τά τέλη τῶν αἰῶνων. Ζεῖ αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στήν Β΄ καθολική του ἐπιστολή, μία ἡμέρα Κυρίου ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία. Ζεῖ τήν αἰωνιότητα. Ζεῖ πάλι αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στήν Α΄ του καθολική ἐπιστολή, «ἐλυτρώθητε... τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μέν πρό καταβολῆς κόσμου, φανερωθέντος δέ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων δι᾿ ὑμᾶς»[33]. Ζεῖ μέσα στήν αἰωνιότητα, μέσα στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ.

«Ἐξελέξατο ἡμᾶς πρό καταβολῆς κόσμου»[34]. Ζεῖ καί αὐτό τό πράγμα, ὅτι εἶναι ἐκλεγμένος ὁ ἄνθρωπος πρό καταβολῆς κόσμου ἀπό τόν Χριστό. Εἶναι μεγαλεῖο αὐτό τό πράγμα καί μόνο νά τό σκεφτοῦμε, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔχει διαλέξει πρίν ἀκόμα φτιάξει τόν κόσμο, γιά νά γίνουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ σώματός Του!

«Ποιά ἔννοια ἔχουν οἱ λέξεις, «ἔσχατοι χρόνοι», «τά τέλη τῶν αἰώνων»; Ἤ τί σημαίνει τό λεγόμενο στήν Λειτουργία, «καί τήν Βασιλείαν Σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν», πού λέμε στήν Ἁγία Ἀναφορά, ἤ αὐτό πού λέμε «εἴδομεν τῆς Ἀναστάσεώς Σου τόν τύπον, ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευτήτου Σου ζωῆς»[35], στήν εὐχή τοῦ σκευοφυλακίου στή Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου; Δέν σημαίνει τίποτα ἄλλο παρά ὅτι ἔχει ὑπερβαθεῖ ὁ χρόνος καί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στήν αἰωνιότητα.

«Ἡ εὐαγγελική ἀντίληψη γιά τόν χρόνο εἶναι διαφορετική ἀπό τήν ἰδέα τοῦ χρόνου πού ὑπάρχει στόν Νεύτωνα, στόν Ἀϊνστάιν ἤ στούς φιλοσόφους καί γνωσιολόγους τῶν διαφόρων τύπων. Ἔξω ἀπό τήν Θεία αἰωνιότητα δέν ὑπάρχει χρόνος καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει∙ ὅπως δέν ὑπάρχει καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τρισδιάστατος χῶρος ἔξω ἀπό τήν Θεία ἀπειρία πού συμπεριλαμβάνει μέσα της τά πάντα»[36]. Δηλαδή ὅλα εἶναι μέσα στόν Θεό καί αὐτός ὁ χρόνος ὁ παρών, ὁ αἰών ὁ ἀπατεώνας εἶναι μέσα στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ζοῦμε.

«Ὅταν μέ τόν νοῦ μας βυθιζόμαστε στήν σκέψη ἤ, ἄν θέλετε, στή θεωρία τοῦ ἄπειρου χώρου καί τοῦ ἀτέλειωτου χρόνου, πού μένουν πάντα ἀσαφεῖς καί μᾶς προξενοῦν κατάπληξη..», τί θά πεῖ ἄπειρος χῶρος καί ἄπειρος χρόνος;.. «τότε κάθε γεγονός, ἔστω καί κοσμικό, θεωρεῖται σάν νά «μετεωρίζεται στό μηδέν» καί τίποτε δέν μπορεῖ νά καθορίσει ἀπόλυτα τόν «χῶρο» ἤ τόν «χρόνο» τοῦ γεγονότος τοῦ πράγματος». Καθετί δηλαδή πού γίνεται, θά λέγαμε, μέσα στήν αἰωνιότητα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου εἶναι σάν κάτι τίποτε, σάν τό μηδέν! Καί ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος στέκεται πάνω ἀπό τά γεγονότα πού τοῦ συμβαίνουν τά καθημερινά. «Δέν ὑπάρχουν οὔτε ἡμερομηνίες οὔτε τόποι, ἀλλά τά πάντα γίνονται σχετικά. Ὅλοι κληθήκαμε «ἐκ τοῦ μή ὄντος» καί ζοῦμε μέσα στά ὅρια τῆς ἐπίγειας ὑπάρξεως, στά δεσμά τοῦ σχετικοῦ χρόνου καί τοῦ σχετικοῦ χώρου μας. Γιά τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τά πλαίσια τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι στενά, ἀπελπιστικά στενά»[37]. Ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ἔχει βρεῖ τόν Θεό, πνίγεται μέσα σ’ αὐτόν τόν πολύ-πολύ μικρό χρόνο τῆς ζωῆς του, τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, πού μπορεῖ νά ’ναι καί πολύ σύντομος, καί πνίγεται καί στά στενά ὅρια τοῦ χώρου. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει αὐτό τόν χῶρο καί τόν χρόνο καί ζεῖ στήν αἰωνιότητα ἀπό τώρα. Καί γιά τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μή ἀναγεννημένου πνευματικά, τά πλαίσια τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι στενά καί ἀσφυκτικά καί ἀπελπιστικά.

«Πέρα ὅμως ἀπό τά ὅρια αὐτῆς τῆς ἀπόγνωσης ἀρχίζει προσευχή ἄλλης ἐντάσεως, ἄλλων διαστάσεων, προσευχή «πάρ’ ἐλπίδα ἐπ' ἐλπίδι»[38]». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει τόν Θεό, τότε ὑπερβαίνει αὐτή τήν ἀπόγνωση. «Μέ τόν ἐρχομό του στόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά διδάσκεται ἀπό πατέρα καί μητέρα, ἀδέλφια, φίλους καί δασκάλους καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Καμιά σχολή ὅμως, κανένα βιβλίο, ἔστω καί ἱερό, δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο χωρίς τήν καθαρή προσευχή ὅλου τοῦ εἶναι του γιά τήν ἀσκητική ἔντασή της, στήν ἀναμφίβολη συναίσθηση πώς τόν εἰσάκουσε ὁ Θεός καί τόν δέχτηκε στήν αἰωνιότητά Του»[39]. Δηλαδή δέν ἀποκτοῦμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, καί ἀκόμα δέν ἀποκτοῦμε τήν βεβαιότητα ὅτι μᾶς δέχτηκε ὁ Θεός καί μᾶς συγχώρεσε ὁ Θεός παρά μόνο διά τῆς προσευχῆς, τῆς σωστῆς προσευχῆς, τῆς καθαρῆς προσευχῆς, καί ὄχι διαμέσου τῆς διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ νά μᾶς τό λένε οἱ ἄνθρωποι καί οἱ κατηχητές μας καί οἱ ἱερεῖς μας καί ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ἔχουμε συμφιλιωθεῖ μέ τόν Θεό, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔχει συγχωρήσει κ.λ.π., ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν τό ζεῖ αὐτό τό πράγμα, παρά μόνο ἄν ὁ ἴδιος προσωπικά καθαρίσει τήν καρδιά του καί κάνει καθαρή προσευχή. Τότε ἀρχίζει νά τό ζεῖ καί νά τό καταλαβαίνει αὐτό, ὅτι ὄντως εἶναι συγχωρημένος, ὅτι ὄντως εἶναι μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός μέσα του.

«Μιά τέτοια προσευχή εἶναι ἄνωθεν δώρημα. Ἀλλά τίποτε στή ζωή μας δέν γίνεται μόνο στά πλαίσια τῆς θείας ἐνέργειας». Αὐτή τήν καθαρή προσευχή βεβαίως τήν δίνει ὁ Θεός, ἀλλά τήν δίνει σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάνουν αὐτό πού πρέπει νά κάνουν. Χρειάζεται πάντα καί ἡ ἀνθρώπινη συνέργεια. «Πάντα ἀναγκαία εἶναι καί ἡ δική μας ἀνθρώπινη συνέργεια, γιατί ὁ Θεός δέν ἐπιβάλλεται σέ κανέναν» καί σέ κανέναν δέν δίνει ἀναγκαστικά, μέ τό ζόρι θά λέγαμε, καθαρή προσευχή, ὥστε νά ἔχει ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος πού εἴπαμε προηγουμένως. Εἶναι πάντα ἀναγκαία καί ἡ δική μας ἀνθρώπινη συνέργεια.

«Αὐτή ἡ θεόσδοτη προσευχή τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο ἀνάμεσα στόν χρόνο καί τήν αἰωνιότητα» καί ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐδῶ, ἀκόμα σ’ αὐτή τή ζωή, ὅμως ὑπάρχει καί στόν οὐρανό καί ζεῖ καί στόν οὐρανό, ὅπως λέγει ὡραῖα ἡ ἐπιστολή Πρός Διόγνητον, ὅτι τό πολίτευμά τους εἶναι στούς οὐρανούς! Καί ὁ νοῦς μας εἶναι στόν οὐρανό! «Νά, γιατί μποροῦμε νά ποῦμε πώς ὅλοι μας ζοῦμε πνευματικά σέ «διάφορους χρόνους», ἔστω καί ἄν οἱ ζωές μας συμπίπτουν στό ἱστορικό ἐπίπεδο». Ἔστω καί ἄν ζοῦμε δηλαδή στόν ἴδιο τόπο καί στίς ἴδιες μέρες, ὅμως ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν μέθεξή του, μέ τήν μέθεξη τῆς Θείας Χάρης, ζεῖ σέ διαφορετικό χρόνο. «Γι’ αὐτό ἔχουμε στήν Ἁγία Γραφή καί στά λειτουργικά κείμενα φαινομενικά παράδοξες ἐκφράσεις», ὅπως οἱ ἀκόλουθες: ««ἐγνώκαμεν τόν ἀπ' ἀρχῆς»[40]»[41]. Ἔχουμε γνωρίσει Αὐτόν πού ὑπάρχει πρό πάντων τῶν αἰώνων. «Εἴμαστε ἐκλεγμένοι «πρό καταβολῆς κόσμου»[42]». Πρίν ἀκόμα γίνει ὁ κόσμος εἴμαστε ἐκλεγμένοι. «Ἤδη λάβαμε «τήν μέλλουσα Βασιλεία»· ἤδη «ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευτήτου ζωῆς»»[43].

«Τήν Βασιλεία Σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν»[44]. Αὐτό λογικά δέν στέκει, πού λέμε στήν Θεία Λειτουργία. Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τήν βασιλεία Του, τήν ὁποία μᾶς χάρισε τήν μέλλουσα ὅμως, αὐτή πού πρόκειται νά ἔρθει! Ἀφοῦ πρόκειται νά ἔρθει, πῶς μᾶς τήν χάρισε (καί τήν ζοῦμε); Ναί, καί τήν ζοῦμε ἀπό τώρα, τήν προγευόμαστε, καί θά τήν πάρουμε στήν πληρότητά της στό μέλλον. Ὑπερβαίνεται δηλαδή διά τῆς Θείας Λειτουργίας, διά τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τό παρόν καί ζεῖ ὁ ἄνθρωπος καί τά ἀγαθά τοῦ μέλλοντος!

«Συγχρόνως ὅμως δέν παύουμε νά παρακαλοῦμε «σῶσον ἡμᾶς»», σῶσε μας Κύριε, γιατί εἴμαστε ἀκόμα στόν παρόντα αἰῶνα, «καί παραμένουμε ἀκόμα κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου» καί ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος τῆς πτώσης, τῆς παλινδρόμησης πρός τό κακό. «Ὅταν σέ μιά ἄμεση κοινωνία μέ τόν Προσωπικό Θεό ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ἔστω καί «ἐν ἐσόπτρῳ»[45], συντελεῖται τότε ἡ διάβαση στήν Αἰωνιότητα, καί οἱ χρονικοί αἰῶνες τελειώνουν καί φθάνουμε στά τέλη τῶν αἰώνων»[46]. Ζοῦμε, ὅπως λένε στήν θεολογική γλώσσα, τά ἔσχατα. Τά ἔσχατα δέν εἶναι κάτι πού θά ζήσουμε στό μέλλον, τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά ἔσχατα τά ζοῦμε ἀπό τώρα! Γι΄ αὐτό ἡ ἐσχατολογία, ἡ ὀρθόδοξη ἐσχατολογία, εἶναι στό παρόν καί ὄχι μόνο στό μέλλον. Ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί ἐπεκτείνεται στήν αἰωνιότητα.

«Ὅσο διαρκεῖ αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί πέρα ἀπό τήν ἐξουσία πού ἔχει πάνω του ὁ θάνατος, ἀλλά καί αὐτό δέν εἶναι ἀκόμα τό τέλος. Τέτοιοι εἶναι οἱ δρόμοι τοῦ Κυρίου: Στήν ἀρχή μᾶς ἀναζητεῖ Αὐτός πρῶτος», ὁ Θεός, «καί μᾶς ἀποκαλύπτεται χωρίς βία, ἀλλά καί χωρίς μέτρο». Εἶναι αὐτό πού ζοῦμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν ἀρχή τῆς μετάνοιάς μας, εἶναι ἡ περίοδος τῆς Χάριτος, πού ὁ ἄνθρωπος ἐκπλήττεται ἀπό τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ἀπορεῖ καί λέει, πῶς εἶναι δυνατόν νά ζῶ ἐγώ αὐτά τά πράγματα, πού εἶμαι ἕνας τόσο μεγάλος ἁμαρτωλός! Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται χωρίς μέτρο στόν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει πλούσια τή Χάρη του, καί χωρίς βία. «Ὕστερα, ὅμως», μᾶς ἀφήνει λίγο, τραβιέται λίγο, συστέλλεται ἡ Χάρη, «γιά νά φανερώσουμε στήν πράξη τῆς ζωῆς τήν γνώση πού μᾶς χαρίστηκε γιά τό ὄντως Ὄν»[47], μέ τό νά κάνουμε μετά κι ἐμεῖς αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε γιά νά φανερώσουμε αὐτό πού μᾶς χαρίστηκε, τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Χωρίς νά κάνουμε κάτι τήν φανερώνουμε μετά, μέ τήν ζωή τῆς μετάνοιας, μέ τήν ζωή τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν (συστελλομένης τῆς Χάριτος).

«Αὐτή ἡ κατάσταση, ὅταν συστέλλεται ἡ Χάρις, γεννᾶ μέσα μας πόνο βαθύ καί ἀγωνιώδη γιά τό δῶρο πού χάσαμε. Αἰσθανόμαστε πώς ἔχουμε καταποντιστεῖ ξανά στό σκότος καί ἡ δίψα νά βροῦμε τό χαμένο μᾶς σπρώχνει στόν ἀγώνα. Στή συνέχεια ὁ ἀγώνας αὐτός γίνεται ἀσκητική «ἐπιστήμη», «τέχνη», «πολιτεία»»[48] καί ὁ ἄνθρωπος ἔτσι ἀγωνιζόμενος τελειοποιεῖται καί ὅλο καί περισσότερο στερεώνεται στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.

«Ξεπεράσαμε, ὅμως, καί πάλι τό μέτρο. Μά θά ἀποτολμούσαμε νά ποῦμε ξανά, πώς στή ροή ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας δέν ὑπῆρξε πολιτεία πιό ὑψηλή, πιό τέλεια ἀπό αὐτή πού μᾶς δόθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Σήμερα ὅμως ἡ θεία αὐτή καλλιέργεια ἔγινε γιά τούς πολλούς ἀκατάληπτη, ξένη, λησμονημένη, χαμένη»[49]. Αὐτά τά πράγματα τώρα πού μᾶς λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος, πού λέμε ἐδῶ, ὁ πολύς ὁ κόσμος, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας, τά θεωρεῖ πράγματα ἀκατανόητα, ἀκατάληπτα, γιά νά μήν πῶ καί χαμένα.. Δυστυχῶς ἐκεῖ ἔχουμε φτάσει, γιατί ἔχουμε χάσει τόν προορισμό μας, ἔχουμε χάσει τελείως τήν ὑποστατική μας ἀρχή θά λέγαμε. Βέβαια τό κατ’ εἰκόνα ὑπάρχει, ἀλλά ἔχουμε χάσει ἐν πολλοῖς τό καθ’ ὁμοίωση. Καί βέβαια ὅσοι εἶναι βαφτισμένοι τό ἔχουνε τό καθ’ ὁμοίωση ὡς δυνατότητα, ἀλλά ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέ τό ἐνεργοποιεῖ, μένει ἀνενεργό μέσα του, τόσο ὁ ἄνθρωπος βιώνει μόνο τόν παρόντα αἰῶνα τόν ἀπατεῶνα τόν βιώνει ὡς κόλαση καί δέν ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου νά ζήσει ὅπως εἶναι κεκλιμένος νά ζήσει ὡς ἕνας μικρός θεός.

«Ἡ όρθόδοξη ἀσκητική καλλιέργεια ἔχει πολλές πλευρές. Μία ἀπό αὐτές εἶναι ἡ μοναχική ὑπακοή, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε παραπάνω. Θά προσπαθήσουμε νά διατυπώσουμε συμπληρωματικά μερικές οὐσιώδεις θέσεις γιά τό νόημα αὐτῆς τῆς πτυχῆς τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης»[50] καί μετά θά κλείσουμε καί τήν σημερινή ὁμιλία, γιατί ἔχει σημασία ἡ ὑπακοή καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς, πού ζοῦν στόν κόσμο. Δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, ὅπως κατεξοχήν πολλές φορές τό ἔχουμε ἐπισημάνει, ἀλλά εἶναι ὁδός μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ πρῶτος πού ὡς ἄνθρωπος ὑποτάχθηκε εἶναι ὁ Χριστός. Ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»[51].

«Ἡ ὑπακοή, ὅπως καί κάθε ἄλλη ὑψηλή πολιτεία, ἔχει πολλές βαθμίδες, ἀνάλογες μέ τήν πνευματική ἡλικία τοῦ ὑποτακτικοῦ». Ὅταν ἀκοῦτε τήν λέξη ὑποτακτικός, μήν πάει ὁ νοῦς σας μόνο στούς μοναχούς, ἀλλά σέ ὅλους μας. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὑπακούετε ἀλλήλοις, ὁ ἕνας νά ὑπακούει στόν ἄλλον. «Στήν ἀρχή ἡ ὑπακοή μπορεῖ νά ἔχει τόν χαρακτήρα μιᾶς σχεδόν παθητικῆς ὑποχώρησης τῆς θελήσεως ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατέρα ἐξαιτίας τῆς κατά Θεόν ἐμπιστοσύνης πρός αὐτόν». Σχεδόν παθητική ὑποχώρηση τῆς θέλησης μπροστά στόν πνευματικό στήν ἀρχή τῆς ὑπακοῆς. «Στήν τελειότερη μορφή της ἡ ὑπακοή εἶναι μιά ἐνεργητική κίνηση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, πού ὁδηγεῖται ἀπό τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀγάπησε ἄμετρα τόν κόσμο»[52]. Εἶναι πολύ ὡραῖο αὐτό τό σημεῖο. Δηλαδή στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά παθητική ἔτσι ὑποταγή θά λέγαμε, καί λέει τί νά κάνω, αὐτό πρέπει νά κάνω, θά κάνω ὑπακοή, ὅ,τι πεῖ ὁ πνευματικός.. Ὅταν ὅμως προκόψει ὁ ἄνθρωπος στήν ὑπακοή, δέν σκέφτεται ἔτσι, ἀλλά ἐνεργητικά κινεῖται στό νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί, εἰ δυνατόν, νά ἐκμαιεύσει, νά καταλάβει καί τό θέλημα τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί νά τό ἐκπληρώσει, πρίν ἴσως κἄν ἀκούσει ἀπό τόν πνευματικό πατέρα τήν ἐντολή!

«Ἡ στάση τοῦ ἔμπειρου ὑποτακτικοῦ χαρακτηρίζεται ἀπό τό ὅτι ἐντεiνει τήν προσοχή καί τή θέλησή του, γιά νά ἀντιληφθεῖ τήν σκέψη καί τήν θέληση τοῦ ἄλλου». Καί ὄχι μόνο τοῦ πνευματικοῦ πατρός, καί τοῦ ἄλλου, καί τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ ὁποιοδήποτε ἀδελφοῦ. Προσπαθεῖ ὁ χριστιανός, ὁ προχωρημένος στήν ὑπακοή, νά συλλάβει τήν ἐπιθυμία, τήν σκέψη τοῦ ἄλλου καί νά τοῦ τήν ἐκπληρώσει, ἐκτός φυσικά ἁμαρτίας. «Μέ αὐτή τήν πράξη ὑπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος δέχεται μέσα του νέα ζωή, πλαταίνει τήν καρδιά του, πλουτίζει τόν νοῦ του. Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς ἐργασίας τῆς ὑπακοῆς ὁδηγεῖ στό νά ἀρχίζει νά αἰσθάνεται ὁ ὑποτακτικός τήν «ὑπόστασή» του στό ἄλλο πρόσωπο»[53]. Αὐτό εἶναι μεγαλειῶδες! Καί εἶναι αὐτό πού ἀκούσαμε καί σήμερα στό εὐαγγέλιο, «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»[54]. Πῶς γινόμαστε ἕνα; Διά τῆς ἀγάπης, μέ τό νά μπαίνει ἡ ὑπόσταση τοῦ ἑνός στήν ὑπόσταση τοῦ ἄλλου. Νά ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού τό κάθε ἕνα ἀπό τά τρία πρόσωπα ζεῖ μέσα στά ἄλλα! Αὐτό θά πεῖ ἀλληλοπεριχώρηση διά τῆς ἀγάπης καί αὐτό ἀκριβῶς γίνεται διά τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Θείας Χάρης καί σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, ὅταν ἔχουμε ἐνεργό τήν Θεία Χάρη. Καί πότε ἔχουμε ἐνεργό τήν Θεία Χάρη; Ὅταν ἔχουμε ὑπακοή, ὅταν ὑπακοῦμε στόν Θεό βεβαίως κατ’ ἀρχάς καί μετά ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Τότε, λέει ὁ π. Σωφρόνιος, αἰσθανόμαστε ὁ ἕνας νά μπαίνει μέσα στόν ἄλλον καί νά ζοῦμε αὐτή τήν ἀλληλοπεριχώρηση κατ’ εἰκόνα θά λέγαμε τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μπαίνει ἡ ὑπόσταση τοῦ ἑνός στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου.

«Κι αὐτό δείχνει πώς ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτόν τόν ἴδιο ἡ ὑποστατική ἀρχή»[55]. Τότε ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ τόν προορισμό του, τό καθ’ ὁμοίωση, νά μοιάσει στόν Θεό, νά γίνει ἀγάπη δηλαδή, νά γίνει ἕνα καί νά ζήσει τήν ἑνότητα μέ τούς ἄλλους, τήν πραγματική ἑνότητα.

«Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος γράφει: «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν»[56]». Βλέπετε; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος λέει ὅτι ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν ἀδελφό του τόν μισεῖ, λέει ψέματα ὅτι ἀγαπάει τόν Θεό. Γιατί δέν ἔχει αὐτή τήν ὑπακοή, δέν ἔχει αὐτή τήν μετοχή στήν Θεία Χάρη, δέν ἔχει μπεῖ ἡ ὑπόστασή του στήν ὑπόσταση τοῦ ἄλλου, ἄρα δέν ἔχει κοινωνία ἀληθινή μέ τόν Χριστό. ««Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ»[57]». Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ: αὐτός πού λέει ὅτι ἀγαπάει τόν Θεό καί προσπαθεῖ ν’ ἀγαπήσει τόν Θεό, ν’ ἀγαπάει καί τόν ἀδελφό του. «Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀκολουθία ἤ ἡ δομή τῆς ὑπακοῆς. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό, εἶναι φυσικό νά ἐπιθυμεῖ νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ ἀγαπημένου, νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιόν του»[58]. Εἶναι πολύ φυσικό, ὅταν ἀγαπᾶς κάποιον ἄνθρωπο, νά τοῦ κάνεις τό χατίρι, ὅπως λέμε, νά τοῦ κάνεις τά θελήματα, (ἐκτός φυσικά ἁμαρτίας). Καί τότε νά τόν βάζεις μπροστά ἀπό σένα, πάνω ἀπό σένα, νά ὑπο-τάσσεσαι, νά μπαίνεις κάτω ἀπό αὐτόν, νά κάνεις τό θέλημά του. Καί τότε φυσικά μπαίνεις σ’ αὐτήν ὅλη τήν διαδικασία τῆς ἀληθινῆς ὑπακοῆς, ὁπότε τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, ὁπότε τῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Καί τότε γίνεσαι πραγματικά ἕνα μέ τόν ἄλλον.

Γιατί ἀποτυγχάνει ὁ γάμος; Γιατί ἀποτυγχάνει ἡ οἰκογένεια; Γιατί ἀποτυγχάνουν τά ζευγάρια; Γιατί ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει ὑπακοή, δέν ὑπο-τάσσεται. Ὁ ἕνας δέν τάσσεσαι ὑπό τῶν ἄλλων, γιατί δέν ἀγαπάει τόν ἄλλον οὐσιαστικά-ἀληθινά. Ἄν τόν ἀγαποῦσε ἀληθινά, θά τοῦ ἔκανε τά θελήματα, ἐκτός φυσικά πάντα ἁμαρτίας, ἐννοεῖται! Λοιπόν, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν τόν ἀγαπάει ἀληθινά, δέν ὑπο-τάσσεται. Καί ὁ καθένας προσπαθεῖ νά κάνει τό δικό του θέλημα, νά κυριαρχήσει στόν ἄλλον, νά ὑπερ-τάσσεσαι τοῦ ἄλλου καί ὄχι νά ὑποτάσσεσαι, ὁπότε διαλύεται ἡ οἰκογένεια. Δέν ὑπάρχει ἑνότητα. Κι ἄν δέν ὑπάρξει τό διαζύγιο, ὑπάρχει μία ζωή ἀπομόνωσης, ὁ καθένας ζεῖ μόνος του κι ἄς εἶναι στό ἴδιο σπίτι. Τό ἴδιο καί μέσα στήν ἐνορία, τό ἴδιο καί μέσα σ’ ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος. Γιατί ἀλληλοσπαραζόμαστε πολλές φορές καί ἔχουμε ἐμφύλιους πολέμους ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες; Γιατί ἀκριβῶς δέν ὑποτασσόμαστε. Καί δέν ὑποτασσόμαστε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, γιατί δέν ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ὁ καθένας προσπαθεῖ νά κυριαρχήσει στόν ἄλλον!

«Ἄν δέν ταπεινωνόμαστε στόν ἀδελφό καί δέν κάνουμε ὑπακοή σέ ἔργα πάντα μικρά κατά κανόνα», τί θά σοῦ ζητήσει ὁ ἄλλος; Κάτι πολύ μικρό, κάτι πολύ εὐτελές.. Ἄν δέν τό κάνεις αὐτό, «τότε πῶς θά εἴμαστε ταπεινοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὑπάκουοι σέ Αὐτόν στήν ἐκπλήρωση τοῦ μεγάλου Του, αἰώνιου θελήματος;». Ὅταν δέν μπορεῖς νά κόψεις τό θέλημά σου στό μικρό αὐτό πού σοῦ ζητάει ὁ ἀδελφός, δέν δείχνεις τήν στοιχειώδη ἀνοχή στήν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου, πῶς θά κάνεις ὑπακοή στόν Θεό καί θά ἐκπληρώσεις τό αἰώνιο θέλημά Του; «Πῶς θά ἐκπληρώσουμε τήν ἐντολή, «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[59] ἤ «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρους ὑμῶν»[60], πού εἶναι ἐντολή! Ποιούς ἐχθρούς ν’ ἀγαπήσουμε, ἐδῶ δέν ἀγαπᾶμε τόν διπλανό μας, τόν οἰκιακό μας πού θυσιάζεται γιά μᾶς! «Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἀπαραίτητη ὄχι μόνο σχετικά μέ τόν Θεό, ἀλλά καί σχετικά μέ τόν πλησίον, ὅταν μᾶς ζητᾶ κατορθωτά πράγματα πού δέν ἀντίκεινται -βεβαίως- στό θέλημα τοῦ Θεοῦ»[61].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ἰωάν. 18, 37.

[3] Ἰωάν. 18, 38.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[6] Ἰωάν. 14, 6.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[9] Ἰωάν. 8, 58.

[10] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ματθ. 5, 8.

[18] Ἰωάν. 14, 23.

[19] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[20] Ἰωάν. 14, 26.

[21] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[22] Ὅ.π.

[23] Ὅ.π.

[24]Ὅ.π.

[25] Ὅ.π.

[26] Β΄Κορ. 14, 4.

[27] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[28] Ὅ.π.

[29] Ὅ.π.

[30] Ὅ.π.

[31] Β΄ Πέτρ. 3, 8.

[32] Α΄ Κορ. 10, 11.

[33] Α΄ Πέτρ. 1, 18-20.

[34] Ἐφεσ. 1, 4.

[35] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[36] Ὅ.π.

[37] Ὅ.π.

[38]Ρωμ. 4, 18.

[39] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[40] Α΄ Ἰωάν. 6, 13.

[41] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[42] Ἐφεσ. 1, 4.

[43] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[44] Εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς, Θεία Λειτουργία.

[45] Ἰακ. 1, 23.

[46] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[47] Ὅ.π.

[48] Ὅ.π.

[49] Ὅ.π.

[50] Ὅ.π.

[51] Φιλ. 2, 8.

[52] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[53] Ὅ.π.

[54] Ἰωάν. 17, 21.

[55] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[56] Α΄Ἰωάν. 4, 20.

[57] Α¨Ἰωάν. 4, 21.

[58] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[59] Ματθ. 22, 39.

[60] Ματθ. 5, 44.

[61] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible