Τό κεφάλαιο σήμερα, πού θά δοῦμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό, ἔχει τίτλο «Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν». Λέει ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι «στήν ἀσκητική ἀνθρωπολογία πού ἀναφέρεται στήν νοερά προσευχή», γιά τήν ὁποία μᾶς μίλησε μέχρι τώρα, «θά προσθέσουμε ἀκόμα λίγα λόγια γιά νά ἀποσαφηνίσουμε τό ἔργο αὐτό καί τά ἀποτελέσματά του. Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ὁ ἀσκητής, διατηρώντας τήν προσοχή τῆς καρδιᾶς στήν προσευχή, προσπαθεῖ νά διαφυλάξει τόν νοῦ καθαρό ἀπό κάθε λογισμό. Οἱ λογισμοί μπορεῖ νά εἶvαι φυσικοί στά πλαίσια τῆς ἐπίγειας ζωῆς, ἀλλά μπορεῖ vά εἶναι καί ἀποτέλεσμα δαιμονικῶν ἐπιδράσεων»[1]. Ἕνας φυσικός λογισμός ἄς ποῦμε, ὅτι πρέπει νά φροντίσω γιά τό φαγητό, γιατί πεινάω, ὑπάρχει ἀνάγκη. Ἀλλά ὑπάρχουν καί λογισμοί πού ἔρχονται ἀπό τούς δαίμονες, δέν εἶvαι φυσικοί λογισμοί. Καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι μολυσμός γιά τήν καρδία. Καί ὁ ἀσκητής προσπαθεῖ νά τηρεῖ τόν νοῦ του, νά τηρεῖ τήν καρδιά του καθαρή ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, καί τούς φυσικούς καί πολύ περισσότερο τούς δαιμονικούς.
«Πέφτοντας σέ δαιμονική ἐπίδραση ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται ἦττα τῆς ἐλευθερίας του, πού εἶναι καθ' ὁμοίωση Θεοῦ καί ἔτσι στερεῖται τή Θεία Χάρη»[2] καί τή Θεία ζωή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Ἔχει τό αὐτεξούσιο καί τό νοερό, τά στοιχεῖα αὐτά τοῦ κατ’ εἰκόνα, καί καλεῖται νά πορευθεῖ στό καθ’ ὁμοίωση. Δηλαδή αὐτό τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός νά τήν χρησιμοποιήσει, ὥστε νά πλησιάσει καί νά μοιάσει στόν Θεό πού εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος. Καί αὐτό βέβαια θά γίνει ὅταν ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέχεται τούς δαιμονικούς λογισμούς, οὐσιαστικά ὑποδουλώνεται, χάνει τό αὐτεξούσιο καί γίνεται ἄς ποῦμε μετά ἕνα κατευθυνόμενο, ἕνα ὑποχείριο τῶν δαιμόνων. Καί αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη χαρά τῶν δαιμόνων, νά πέφτουμε καί νά τούς προσκυνᾶμε, ὅπως τό ζήτησε καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, ἐκεῖ στό Σαραντάρειο Ὄρος: «ὅλα θά στά δώσω, ἄν πέσεις νά μέ προσκυνήσεις!»[3]. Ὁ διάβολος ἀκριβῶς θέλει ὅλοι νά τόν λατρέψουν ὡς θεό. Αὐτή εἶναι ἡ φιλοδοξία του. Καί οἱ σύγχρονοι σατανιστές καί αὐτοί οἱ τραγουδιστές τῆς ρόκ κ.λ.π. μέ τίς διάφορες παραφυάδες, πού ὅλο καί κάτι καινούριο ξεφυτρώνει, αὐτό λένε, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι θεός, θά μποροῦσε νά εἶναι θεός.. κάποιοι ἀπ’ αὐτούς λέγανε, ὅτι ἐμεῖς εἴμασε πιό διάσημοι ἀπό τόν Χριστό! Βλέπετε, αὐτή ἡ δαιμονική ἔπαρση περνάει καί στούς ἴδιους τούς σατανιστές καί θέλουνε καί ὁ Χριστός νά προσκυνήσει τόν διάβολο, τόν σατανᾶ. Λοιπόν, ὅλα αὐτά προσπαθεῖ ὁ διάβολος νά τά καταφέρει στόν καθένα μας. Καί κάθε φορά πού ὑποκύπτουμε σ’ ἕναν λογισμό, οὐσιαστικά κατά κάποιο τρόπο προχωρᾶμε σ’ αὐτή τήν πλήρη ὑποδούλωση καί προσκύνησή του καί λατρεία του. Καί τό δέλεαρ βέβαια εἶναι οἱ ἡδονές, τά πάθη, εἶναι ἡ δόξα τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ ὕλη, τά πράγματα τοῦ κόσμου. Καί πόσοι ἄνθρωποι σήμερα ὑποδουλώνονται ἐξαιτίας τῶν πραγμάτων στόν διάβολο καί ὑποκύπτουν καί προσκυνοῦν τόν διάβολο. Καί μέσω αὐτοῦ τοῦ τρόπου, βλέπετε, οἱ δαιμονοκρατούμενοι ἄνθρωποι ὑποτάσσουν καί χῶρες ὁλόκληρες! Ἄς ποῦμε ὅλη αὐτή ἡ κατάντια τῶν Ἑλλήνων σήμερα καί τοῦ ἔθνους μας ὀφείλεται ἀκριβῶς σ’ αὐτά τά πάθη καί κυρίως στό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ ἐξάρτησή μας ἀπό τό χρῆμα καί ἀπό τίς ἡδονές μᾶς ἔριξε στόν δανεισμό τόν ἄμετρο, καί ὡς πρόσωπα καί ὡς ἔθνος, καί τώρα ἔρχονται τά ἀποτελέσματα.
Πέφτοντας λοιπόν ὁ ἄνθρωπος σέ δαιμονική ἐπίδραση ὑφίσταται ἦττα τῆς ἐλευθερίας του. Αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «ᾧ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται»[4]. Σέ αὐτό πού νικιέται κάποιος, σ’ αὐτό καί ὑποδουλώνεται. Νικιέσαι στόν δαιμονικό λογισμό; Ὑποδουλώνεσαι στόν δαίμονα. Καί ἔτσι στερεῖται καί τήν Θεία ζωή. Γιατί δέν μπορεῖ νά εἶσαι ὑποδουλωμένος στόν διάβολο καί νά ἔχεις καί τήν Θεία ζωή μέσα σου. «Μιά τέτοια κατάσταση ὀνομάζεται πάθος», ἡ ὑποδούλωση δηλαδή στόν δαιμονικό λογισμό. «Καί μέ αὐτό τό ὄνομα», τήν λέξη πάθος δηλαδή, «ἐκφράζεται ἀπό τή μιά ἡ ἰδέα τῆς παθητικότητας ὡς νωθρότητα καί δουλεία»[5]. Αὐτός πού ἔχει κυριευθεῖ ἀπό ἕνα πάθος, εἶναι νωθρός, εἶναι δυσκίνητος πρός τό καλό, πρός τόν Θεό. Γι’ αὐτό βλέπετε, καί βλέπουμε καί στόν ἑαυτό μας, τί δυσκολία ἔχουμε νά ξεπεράσουμε μιά ἀδυναμία μας. Καί ἐνῶ τό βλέπουμε ὅτι εἶναι σωστό καί τό θέλουμε, στήν πράξη εἶναι πολύ δύσκολο. Ὑπάρχει αὐτή ἡ νωθρότητα. Ὑπάρχει αὐτή ἡ δουλεία, αὐτή ἡ παθητικότητα. Καί αὐτό ἐκφράζεται μέ τήν λέξη πάθος.
Ἀλλά ὑπάρχει καί μιά ἄλλη ἔννοια: «ἡ ἰδέα τοῦ πάθους ὡς ὄλεθρος καί θάνατος». Γιατί ὄντως, ἄν ὁ ἄνθρωπος παραμείνει σ’ αὐτή τήν κατάσταση, τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ ὄλεθρος καί ὁ θάνατος, «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος»[6]. ««Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τόν αἰῶνα· ὁ υἱός μένει εἰς τόν αἰῶνα»[7]»[8], μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό 8ο κεφάλαιο, 34ο καί 35ο στίχο. Καθένας πού κάνει τήν ἁμαρτία, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό, μή νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἐλεύθεροι. Ὁ διάβολος μᾶς ἐμπαίζει καί μᾶς λέει, ἐλᾶτε σέ μένα καί θά εἶστε ἐλεύθεροι ἀπό τόν Θεό, ἐλεύθεροι ἀπό τίς ἐντολές Του, ἐλεύθεροι ἀπό τά ταμπού κ.λ.π. Οὐσιαστικά ὅμως γινόμαστε δοῦλοι. Γιατί ὑπηρετοῦμε τήν ἁμαρτία, ὁπότε γινόμαστε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Καί ὁ δοῦλος δέν μπορεῖ νά μείνει στήν οἰκία, δηλαδή στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Μόνο ὁ Υἱός μένει εἰς τόν αἰῶνα, μένει γιά πάντα στήν οἰκία τοῦ Πατέρα. Καί πολλοί σήμερα πού εἶναι βαφτισμένοι, λένε γιατί;.. καί ἐμεῖς χριστιανοί εἴμαστε!.. τί θέλεις νά μᾶς πεῖς ἐσύ τώρα, πού νηστεύεις ἄς ποῦμε, ἤ πού πᾶς στήν ἐκκλησία καί κάνεις μεγάλους σταυρούς;..
«Ὁ «δοῦλος τῆς ἁμαρτίας» δέν μπορεῖ νά ἔχει ζωντανή συνείδηση τοῦ μεγαλείου τῆς θεόμορφης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»[9]. Δέν ἔχει γεύση δηλαδή τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας. Νομίζει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι δοῦλος στά πάθη καί δέν ἔχει αὐτή τήν θεόμορφη ἐλευθερία, τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ δηλαδή, ἡ ὁποία εἶναι ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία»[10].
«Τά πάθη διαθέτουν μιά ἑλκυστική δύναμη», ἕλκουν τόν ἄνθρωπο. «Ἡ ρίζωση, ὅμως, ἤ ἡ στερέωση ἔστω καί ἑνός ἐμπαθοῦς λογισμοῦ ἤ εἰκόνας στήν ψυχή δέν μπορεῖ νά συμβεῖ χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτό»[11]. Μπορεῖ μέν ὁ διάβολος ἔτσι νά ἔχει δολώματα πολύ ἑλκυστικά καί τά προβάλλει στούς ἀνθρώπους, ὅμως κανένας δέν καταπίνει τό δόλωμα χωρίς τή θέλησή του. Ὅλοι τό καταπίνουν μέ τή θέλησή τους καί πιάνονται στό ἀγκίστρι τό δαιμονικό. Γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος πάντοτε, ἔχει δηλαδή τήν δυνατότητα νά πεῖ ναί ἤ ὄχι στήν ὁποιαδήποτε πρόκληση, στόν ὁποιοδήποτε λογισμό, στήν ὁποιαδήποτε εἰκόνα πού θά τοῦ βάλει μπροστά του ὁ διάβολος.
«Σέ ὅλο τό σύμπαν δέν ὑπάρχει τίποτε τόσο δυνατό, ὥστε νά στερήσει ἀπό τόν ἐλεύθερο ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἀντισταθεῖ καί νά ἀπορρίψει ὁτιδήποτε»[12]. Πιό δυνατό δηλαδή ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει τίποτε, κανένα πνεῦμα δαιμονικό. Ὁ Θεός βέβαια εἶναι παντοδύναμος, ἀλλά σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ποτέ δέν τήν καταστρατηγεῖ.
«Ὅταν κάποιος λογισμός ἤ εἰκόνα ριζωθεῖ στήν ψυχή, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται «κατεχόμενος» σέ διαφορετικό βαθμό ἐντάσεως κάθε φορά». «Κατεχόμενος», δηλαδή οὐσιαστικά εἶναι μία μορφή δαιμονισμοῦ, αὐτό θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος. Ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τήν ὑποστατική, ὅτι τό δαιμόνιο κατοικεῖ ὑποστατικά, πραγματικά μέσα στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς ἐπιρροῆς. Κατέχεται, ἐπηρεάζεται σέ ἄλλοτε ἄλλο βαθμό ἀπό τό πονηρό πνεῦμα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιτρέψει νά ριζωθεῖ μέσα στήν ψυχή του ὁ λογισμός ὁ δαιμονικός ἤ ἡ εἰκόνα ἡ δαιμονική, ἡ ἐμπαθής.
«Ἡ ἑλκυστική δύναμη τοῦ πάθους βρίσκεται στήν δελεαστική πρόταση τέρψεως ἤ εὐχαριστήσεως». Ἐκεῖ ποντάρει ὁ διάβολος καί μᾶς λέει, πάρτο αὐτό, θά ἔχεις τέρψη, θά ἔχεις εὐχαρίστηση. «Καί ὁ ὄλεθρος εἶναι τό ἐπακόλουθο τῶν ἐμπαθῶν ἡδονῶν»[13]. Ἡ ἡδονή πού μᾶς προβάλλει ὁ διάβολος, ἡ ἐμπαθής ἡδονή, ἔχει ὡς ἐπακόλουθο τόν πόνο, τόν κόπο, τόν θάνατο, τόν ὄλεθρο. Μετά λοιπόν ἀπό τήν ἡδονή ἐπακολουθεῖ νομοτελειακά ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος καί ὁ θάνατος.
Ἄν δέν ὑπῆρχε στήν κίνηση πρός τό πάθος ἡ στιγμή πού ὑπόσχεται ἡδονή, ἀλλά ἄρχιζε ἀμέσως μέ τόν πόνο, τότε δέν θά μποροῦσε νά παρασύρει πρός τό μέρος της τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου»[14]. Σκεφτεῖτε, ὅταν ἱκανοποιώντας ἕνα πάθος ὁ ἄνθρωπος, δέν περνοῦσε καθόλου ἀπό τήν στιγμή τῆς ἡδονῆς, πήγαινε κατευθείαν στήν ὀδύνη. Τότε δέν θά συγκατατιθέμεθα στό πάθος καί στόν κακό λογισμό.
«Τό πάθος ὡς βάσανο καί θάνατος τό ἀντιλαμβάνεται ἔτσι ἀμέσως μόνο ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πού γνώρισε τήν ζωοποιό ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης, πού γεννᾶ στήν ψυχή ἀποστροφή, «μίσος» γιά τίς ἁμαρτωλές κινήσεις πού γίνονται μέσα της»[15]. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἀμέσως ἀπορρίπτει τό δέλεαρ τοῦ διαβόλου, τήν ψευτοηδονή πού μᾶς προβάλλει ὁ διάβολος, γιατί γνωρίζει, ἐκ πεῖρας πλέον, τί σημαίνει Χάρη καί τί σημαίνει ἀπώλεια Χάρης, ἀπώλεια Χάρης καί δέσμευση, ὑποδούλωση στό πάθος. Ὁπότε ἀποκρούει ἀμέσως τήν πρόταση τήν δαιμονική.
«Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν. Ἄν ὁ ἀγώνας αὐτός συνδεόταν μόνο μέ τήν ἀποφυγή τῆς ἡδονῆς, θά ἦταν εὔκολος». Ἄν καί αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιατί, ἰδίως στίς μέρες μας, κυριαρχεῖ ἡ φιληδονία, ἡ φιλαυτία. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πιό δύσκολο. «Τό πιό δύσκολο μέρος αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα βρίσκεται στό δεύτερο στάδιο, ὅταν δηλαδή τό ἀνικανοποίητο πάθος ἀρχίζει νά τυραννάει τόν ἄνθρωπο μέ τίς πιό διαφορετικές ἀσθένειες. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι ἀπαραίτητες μεγάλη ὑπομονή καί ἐπιμονή ἀπό τόν ἀσκητή, γιατί τό εὐεργετικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀντιστάσεως στά πάθη δέν ἔρχεται σύντομα»[16]. Δηλαδή, κατά παραχώρηση Θεοῦ, περνάει ὁ ἄνθρωπος ἀπό διάφορες ἀσθένειες ἀντιστεκόμενος στά πάθη.
«Εἶναι φυσικό γιά τόν ἄνθρωπο, στήν τωρινή κατάστασή του, νά περνᾶ ὅλη τή ζωή του ἀγωνιζόμενος. Ὑπάρχουν ὅμως δύο ἀκραῖες καταστάσεις πού χαρακτηρίζονται ἀπό ἀπουσία ἀγώνα. Ὁ ἀπαθής δέν ἔχει ἀγώνα, μέ τήν ἔννοια πώς ἡ προτεινόμενη ἐμπαθής ἡδονή δέν τόν προσελκύει καθόλου καί ὅλα τελειώνουν στόν ψιλό», στόν ἁπλό δηλαδή, «λογισμό»[17]. Δέν προχωράει νά γίνει ὁ λογισμός σύνθετος, δηλαδή νά συνδεθεῖ μέ κάποιο πάθος καί νά φτιάξει εἰκόνες ὁ ἄνθρωπος μέσα του. Αὐτός εἶναι ὁ ἀπαθής, ἀποκρούει δηλαδή ὅλες τίς προσβολές τοῦ ἐχθροῦ. Εἴχαμε πεῖ καί ἄλλη φορά πῶς ἐξελίσσεται ἕνας πειρασμός. Στήν ἀρχή ἔχουμε τήν προσβολή, ἡ ὁποία εἶναι ἀνένοχη. Στή συνέχεια ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν ἀπορρίψει τήν προσβολή καί ἀρχίσει νά συζητᾶ μέ τόν πειρασμό, ὑπάρχει τό στάδιο τῆς πάλης, καί ὁ λογισμός ἐξελίσσεται, ἄν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, καί ἀπό ψιλός, ἀπό ἁπλός λογισμός γίνεται ἐμπαθής, συνδέεται μέ κάποιο πάθος, γίνεται ἐπιθυμία καί φτάνει ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πάλη στήν συγκατάθεση, ἐσωτερικά πρῶτα, καί μετά ἔμπρακτα.
Καί ὅποιον τόν προσβάλλουν οἱ λογισμοί, ἀλλά παραμένει ἀπρόσιτος στίς ἑλκυστικές τους δυνάμεις, μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ ἀπαθής. Ἀπό τήν ἄλλη πάλι, ἡ ἀπουσία ἀγώνα εἶναι σημάδι πλήρους ὑποδουλώσεως. Ὑπάρχει κι αὐτή ἡ κατάσταση. Γι’ αὐτό μερικοί λένε, ὅταν ἤμουνα στήν κοσμική ζωή, ἤμουνα καλύτερα, δέν εἶχα πόλεμο! Βέβαια δέν εἶχες πόλεμο, γιατί ἔλεγες σέ ὅλα ναί στόν διάβολο! Ἤσουνα πλήρως ὑποταγμένος, δέν εἶχες δυσκολία ἀπό αὐτή τήν ἄποψη. Κι αὐτός εἶναι μιά ἄλλη ἀκραία κατάσταση. Ὄχι τοῦ ἀπαθοῦς βέβαια, ἀλλά τοῦ πλήρους ὑποδουλωμένου, τοῦ πλήρους κατεχομένου ἀπό τόν πονηρό. Καί αὐτή ἡ ἀπουσία ἀγώνα εἶναι σημάδι πλήρους ὑποδουλώσεως, γιατί σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἐξελίξεως τοῦ λογισμοῦ πού ὑποκινοῦν τά πάθη, ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ἀντιστέκεται, ἀλλά σπεύδει καί ὁ ἴδιος νά τόν συναντήσει (τόν λογισμό, καί τό πάθος καί τήν ἁμαρτία) καί ζεῖ μαζί του. Οὐσιαστικά δηλαδή ζεῖ μαζί μέ τόν διάβολο.
Στήν κατάσταση τοῦ ἔνσαρκου ἐπίγειου βίου του ὁ ἄνθρωπος ἔχει καί ἀδιάβλητα πάθη. Ἀδιάβλητα εἶναι τά πάθη πού δέν ἔχουν ἐνοχή, δέν ἔχουν ἁμαρτία, ἀλλά εἶναι ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς, τῆς πτώσεως καί τῆς φθορᾶς πού μπῆκε στόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος πεινάει, διψάει, κουράζεται, πονάει. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀδιάβλητα πάθη. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος καί αὐτά τά πάθη τά ὑπερκαλύψει, δηλαδή φάει παραπάνω ἀπ’ ὅσο χρειάζεται κ.λ.π. ἤ κοιμηθεῖ περισσότερο κ.λ.π. κ.λ.π. αὐτά τά πάθη ἀπό ἀδιάβλητα γίνονται διαβλητά, δηλαδή ἔνοχα καί ἁμαρτωλά.
Ὑπάρχουνε λοιπόν στόν ἄνθρωπο τά ἀδιάβλητα πάθη, παθήματα καί ἀνάγκες, πού χωρίς τήν ἱκανοποίησή τους γίνεται ἀδύνατη ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς του, ὅπως λ.χ. ἡ διατροφή, ὁ ὕπνος κ.τ.τ. «Γιά ὁρισμένα χρονικά διαστήματα ὁ ἀσκητής ἀψηφεῖ καί αὐτές τίς ἀνάγκες». Ἀψηφεῖ αὐτές τίς ἀνάγκες τίς βιολογικές καί κάνει ἐγκράτεια, νηστεία, ἀγρυπνία. «Ἄν ὅμως ἡ κραυγή τους ἀρχίσει νά ἀπειλεῖ ἀσθένειες, τότε ὁ ἀσκητής ἀντιστέκεται ὁρισμένες φορές μέχρι θανάτου, ἐπειδή εἶναι ἀποφασισμένος νά μήν ἀποχωρήσει. Ἐντούτοις παρατηρήθηκε πώς συνήθως δέν ἔρχεται ὁ πραγματικός θάνατος σέ παρόμοιες περιπτώσεις», δηλαδή ἀπό τήν νηστεία ἤ ἀπό τήν ἀγρυπνία. «Ἀντιθέτως, ὁ ἄνθρωπος διαφυλάσσεται μᾶλλον ἀκόμα περισσότερο ἀπό τόν Θεό»[18]. Καί ὁ Θεός θά στείλει ἕναν ἄνθρωπο ἐνδεχομένως, γιά νά τοῦ πεῖ, ξέρεις, τώρα φτάνει μέχρι ἐκεῖ, σταμάτα.. Θά τόν προειδοποιήσει δηλαδή. Καί ὁ ταπεινός ἄνθρωπος θά κάνει ὑπακοή. Ὁ ὑπερήφανος θά συνεχίσει μιά ἄσκηση πού εἶναι ὑπέρ τά μέτρα του καί τότε βέβαια κινδυνεύει.
«Τέτοια ἀνδρεία ἀποφασιστικότητα πού φτάνει ὡς τόν θάνατο, μοιάζει μέ πύρινη φλόγα. Συνήθως ὅμως ὁ ἀσκητής κρατᾶ αὐτή τήν φλόγα κρυμμένη στήν ψυχή χωρίς νά δείχνει ὁλόκληρη τήν δύναμή της. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ μετρημένη ἀνεκδήλωτη ἐνέργειά της εἶναι ἀπαραίτητη στή ροή τῆς καθημερινῆς ζωῆς, γιά νά μπορεῖ ὁ ἀσκητής νά ἀπολαύσει ἔστω καί κάπου ἀλλοῦ τήν ἐλευθερία ἀπό τούς λογισμούς»[19]. Αὐτή ἡ ἀποφασιστικότητα δηλαδή, πού οἱ ἀσκητές τήν λένε μέ μία λέξη «θάνατος». Διαβάστε καί τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή, εἶχε αὐτό τό σύνθημα, «θάνατος»! Καί ὁ π. Κλεόπας ὁ Ρουμάνος, ὁ σύγχρονος αὐτός ἀσκητής, καί αὐτός τήν ἴδια λέξη ἔλεγε. Δηλαδή πρέπει νά εἶναι ἀποφασισμένος ὁ ἄνθρωπος νά πεθάνει, γιά νά φτάσει σ’ αὐτή τήν ἀπολαύση τῆς ἐλευθερίας ἀπό τούς λογισμούς. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε: «ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, πρέπει νά ἄρει τόν σταυρό του»[20]. Καί ἄρση τοῦ σταυροῦ σημαίνει δυνητικά θάνατος. Ὁ σταυρός εἶναι ὁ θάνατος, ὁ σταυρικός θάνατος, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά σηκώνει τήν ἀπόφαση τῆς σταύρωσης, τήν ἀπόφαση τοῦ θανάτου ἀκολουθώντας τόν Χριστό. Ἔτσι, μέ τέτοια ἀποφασιστικότητα μᾶς θέλει ὁ Θεός.
«Ὁ νοῦς πού κατέβηκε στήν βαθειά καρδιά, μέ αὐτή τήν πράξη τῆς καταβάσεώς του γιά τήν προσευχή, ἀπαλλάσσεται ἀπό τό φορτίο κάθε εἰκόνας ὁρατῆς καί νοητῆς. Καί στήν κατάσταση αὐτή τῆς καθαρότητος καταξιώνεται νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό ἄμορφο αὐτό βάθος, παρότι ἀποκτᾶ κατόπιν μορφή σκέψεως ἤ ντύνεται μέ τήν α΄ ἤ β΄ εἰκόνα, δέν εἶναι πλέον πάθος, ἀλλά ἀληθινή ζωή κοντά στόν Θεό»[21]. Ὅταν ὁ νοῦς κατεβεῖ στήν καρδιά, τότε ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε εἰκόνα, ἀπό κάθε φορτίο. Καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ νοῦς μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Μοιάζει, λένε οἱ Πατέρες, αὐτή ἡ κάθοδος καί τό πέρασμα τοῦ νοῦ μέσα στήν καρδιά μέ αὐτό τό πέρασμα πού κάνει τό φίδι ὅταν θέλει νά ἀλλάξει δέρμα, μέσα ἀπό πολύ στενές σχισμές, τρύπες, βράχους κ.λ.π. ἀπό στενά ἀνοίγματα γιά νά ἀποβάλλει τό παλαιό δέρμα. Ἔτσι καί ὁ νοῦς, περνώντας μέσα στήν καρδιά καθαρίζεται, ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε εἰκόνα καί ἀπό κάθε πάθος. Καί στή συνέχεια, αὐτό πού θά προκύψει, δέν θά εἶναι πλέον πάθος, ἀλλά ἀληθινή ζωή κοντά στόν Θεό.
Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Ἄς κρατήσουμε αὐτά πού λέει καί στήν ἀρχή, πού εἴπαμε γιά τόν ἀγώνα κατά τῶν παθῶν καί γιά τήν μή συγκατάθεση στόν πονηρό, τήν μή προσκύνηση τοῦ πονηροῦ. Γιατί ὁ Θεός μᾶς θέλει ἐλεύθερους «προσκυνητάς Του», μᾶς ἔκανε «προσκυνητάς Του», τό λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες αὐτό. Μᾶς ἔβαλε στή γῆ, γιά νά Τόν προσκυνοῦμε, ὄχι γιά τόν Ἴδιο, ὁ Ἴδιος δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό προσκύνηση, ἀλλά γιατί ἔτσι Τοῦ μοιάζουμε. Ἔτσι ἀποκτοῦμε κι ἐμεῖς ἀγάπη -πρῶτα πρός τόν Ἴδιο- καί ἔτσι πραγματώνουμε τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουμε, δηλαδή νά γίνουμε κι ἐμεῖς θεοί κατά χάριν. Ὁ Θεός δηλαδή κατά κάποιο τρόπο μοιράζεται, χωρίς νά μοιράζεται βέβαια, τήν δόξα Του καί μέ μᾶς, χωρίς ὁ Ἴδιος νά χάνει δίνει αὐτή τήν δόξα Του καί σέ μᾶς καί μᾶς βάζει καί ἐμᾶς νά καθίσουμε στόν θρόνο Του. Εἶναι μεγάλη ἀνοησία -τό λιγότερο- νά ἀμελοῦμε καί νά συγκατατιθέμεθα στίς προτάσεις τοῦ πονηροῦ καί στούς λογισμούς καί νά ὑποδουλωνόμαστε στά πάθη καί στήν ἁμαρτία. Καί βέβαια προσέξτε, αὐτό πού ἔλεγε καί σήμερα τό Εὐαγγέλιο, ὅτι γιατί τό παθαίνουμε αὐτό; Γιατί δέν μποροῦμε νά διώξουμε τόν πονηρό; «Διά τήν ἀπιστίαν ἡμῶν»[22]. Στό βάθος ὑπάρχει ἀπιστία. Ὅπως ὑπῆρχε στόν πατέρα αὐτοῦ τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, πού ἔλεγε στόν Χριστό, ἐάν μπορεῖς, κάνε κάτι! Τό ἔδωσα στούς Ἀποστόλους, τούς Μαθητές Σου, δέν μπόρεσαν νά τό βγάλουν τό δαιμόνιο, νά τό κάνουν καλά τό παιδί.. ἄν μπορεῖς Ἐσύ, κάνε κάτι! Καί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, δέν εἶναι τό πρόβλημα σέ Μένα, Ἐγώ μπορῶ! Ἀλλά σέ σένα. «Ἄν ἐσύ μπορεῖς νά πιστέψεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατά στόν πιστεύοντι»[23]. Καί τό νά διώξουμε τούς λογισμούς, εἶναι πάλι θέμα πίστεως, δηλαδή ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, στίς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ, σ’ αὐτό ὅλο πού λέμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔχει κάνει κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση. Αὐτά ὅλα πρέπει νά τά πιστέψουμε. Καί ὅτι ὁ προορισμός μας εἶναι νά μοιάσουμε στόν Θεό, ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Καί ἀπό τήν στιγμή πού τά πιστεύει κανείς αὐτά, τότε ἀρχίζει ν’ ἀγωνίζεται, τότε ἀρχίζει νά μετανοεῖ, νά ἀντιστέκεται στόν πονηρό καί στήν ὑποδούλωση σ’ αὐτόν καί τότε προχωράει πνευματικά. Ἀλλιῶς θά ζεῖ, ὅπως ζοῦνε οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα, μακριά ἀπό τόν Θεό, δυστυχῶς.. τό ὁποῖο βέβαια εἶναι καί δική μας εὐθύνη. Γιατί ἐνδεχομένως καί αὐτοί θά μπορούσανε, ἔστω κάποιοι, νά μποῦνε στή διαδικασία ν’ ἀγωνιστοῦν, ἀλλά δέν ἄκουσαν λόγο Θεοῦ, πάλι γιά τήν δική μας ὀλιγοπιστία καί ἀπιστία. Γιατί ἄν κανείς εἶναι ἄπιστος, ὄχι μόνο δέν θά βγεῖ νά κηρύξει στούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ δέν κάνει αὐτή τήν ἐργασία στόν ἑαυτό του, πόσο μᾶλλον δέν θά τήν προσφέρει στούς ἄλλους αὐτή τήν ἀλήθεια τήν εὐαγγελική!
Ὁπότε, εἶναι ἕνα καθῆκον ν’ ἀντισταθοῦμε στόν πονηρό, ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους εἴμαστε συνδεδεμένοι ὅλοι διά τῆς κοινῆς φύσεως. Καί πρέπει νά τό ἔχουμε κι αὐτό κατά νοῦ, ν’ ἀγωνιστοῦμε, νά βροῦμε τρόπους, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, καινούριους τρόπους ἱεραποστολῆς, γιά νά βοηθήσουμε καί τούς ἄλλους. Ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς τούς πολύ δύσκολους καιρούς. Καί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, νά συνδεθοῦμε μεταξύ μας οἱ χριστιανοί κατά ὁμάδες-ὁμάδες, νά συνεργαζόμαστε καί νά ἀλληλοβοηθιόμαστε, γιατί ὁπωσδήποτε ἔρχονται πολύ δύσκολοι χρόνοι καί θά πρέπει νά γυρίσουμε στήν πρώτη κατάσταση τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν πού ἦταν ὅλοι μαζί. Καί τότε ἦταν πολύ δύσκολα τά πράγματα. Ἦταν στό ξεκίνημα ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ὀρθοδοξία στόν κόσμο καί ὅλοι τούς καταδίωκαν, καί ἡ ἐπίσημη ἐξουσία καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ εἰδωλολάτρες.. ἦταν στό στόχαστρο ὅλων! Καί σήμερα οἱ χριστιανοί εἶναι στό στόχαστρο ὅλων! Καί σᾶς ἔλεγα ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίληψη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει σχέση, δέν πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀνακατεύεται στήν κοινωνία∙ ἡ Ἐκκλησία νά περιοριστεῖ στά τοῦ οἴκου της καί τά τῆς κοινωνίας θά τά κανονίσει τό κράτος.. τουτέστι, σέ τελευταία ἀνάλυση, νά τό ποῦμε ὠμά, ὁ πονηρός, ὁ διάβολος!
Γιατί ὁ διάβολος, ξέρετε, αὐτό θέλει. Θέλει τόν χῶρο τῆς κοινωνίας δικό του. Ἐσεῖς, λέει, καθίστε στήν ἐκκλησία σας, στούς τέσσερις τοίχους, ἐκεῖ νά λιβανίζετε, νά ψέλνετε.. αὐτό δέν τόν ἐνοχλεῖ τόσο.. Ἀκόμα καί νά πιστεύετε στόν Τριαδικό Θεό! Γι’ αὐτά δέν καταδιωκόμαστε. Σπάνια νά καταδιωχθοῦμε γιατί πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, γιατί πιστεύουμε στίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Πότε καταδιώκονται οἱ χριστιανοί; Ὅταν καταλάβει ὁ διάβολος ὅτι πάει νά χαλαστεῖ ἡ δουλειά του στήν κοινωνία. Ὅταν οἱ χριστιανοί δηλαδή βγοῦνε στόν κόσμο καί προσπαθήσουν νά σαρκώσουν τό εὐαγγέλιο μέσα στήν κοινωνία. Καί σοῦ λέει, ὄχι, τότε. Φύγετε.. πᾶτε στά μοναστήρια σας, πᾶτε στίς ἐκκλησίες σας, μήν ἀνακατεύεστε μέ τήν κοινωνία! Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Καί δυστυχῶς κάποιοι χριστιανοί τό υἱοθετοῦμε αὐτό καί λέμε, ἐντάξει, ἐμεῖς θά κάνουμε προσευχή καί φτάνει. Δέν φτάνει ὅμως αὐτό. Βλέπετε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι -ἀφοῦ προετοιμάστηκε πρῶτα- καί κήρυξε. Καί χρειάζεται νά ἔχουμε λόγο Θεοῦ καί νά μιλᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως προέτρεπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στούς χριστιανούς πού τόν ἄκουγαν τότε καί χειροκροτοῦσαν καί χαιρόντουσαν, καί τούς ἔλεγε, αὐτά πού σᾶς λέω, νά πᾶτε νά τά πεῖτε στό σπίτι σας, νά τά πεῖτε σ’ ὅλους αὐτούς πού δέν εἶναι ἐδῶ τώρα, ἔτσι ὥστε σιγά-σιγά νά ἀλλάξει ἡ κοινωνία. Καί βέβαια αὐτό θά φέρει ἀντιδράσεις. Εἶναι σίγουρο! Γιατί ἡ κοινωνία εἶναι εἰδωλολατρική, εἶναι δαιμονοκρατούμενη. Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό εἶναι πού ἔκανε καί ὁ Χριστός. Βλέπετε, δέν ἔμενε συνέχεια στό Θαβώρ, κατέβαινε καί στόν κόσμο. Κατέβηκε πάλι ἀπό τό Θαβώρ καί πάλι ἀσχολήθηκε μέ τούς ἀνθρώπους καί ἔδιωξε τούς δαίμονες πού καταταλαιπωροῦσαν καί καταταλαιπωροῦν καί τώρα τούς ἀνθρώπους.
Λοιπόν, ἄς ἀντιστεκόμαστε στήν ἁμαρτία καί στόν διάβολο, ἄς μήν ὑποδουλωνόμαστε, καί γιά τήν δική μας ὠφέλεια καί γιά τήν ὠφέλεια ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀνθρωπότητας.
Τῷ δέ Θεῷ δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ματθ. 4, 9.
[4] Β΄Πέτρ. 2, 19.
[5] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[6] Ρωμ. 6, 23.
[7] Ἰωάν. 8, 34-35.
[8] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[9] Ὅ.π.
[10] Β΄Κορ. 3, 17.
[11] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὅ.π.
[20] Ματθ. 16, 24.
[21] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[22] Ματθ. 17, 20.
[23] Μάρκ. 9, 23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου