«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»[1]. Ἔτσι ὑποδέχτηκαν τόν Κύριο οἱ Ἰουδαῖοι στά Ἱεροσόλυμα. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ὅμως, οἱ ἴδιοι αὐτοί ἄνθρωποι ἐφώναξαν «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν»[2]. Καί αὐτό διότι δέν ὑπῆρχε πραγματικός ἁγιασμός καί πραγματική ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του, εἶναι ἀσταθής, γιατί εἶναι ὑπερήφανος. Καί βεβαίως «παντοῦ κανείς μπορεῖ νά ἁγιάσει», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἴτε εἶναι στήν πόλη εἴτε εἶναι στήν ἔρημο. Ἀλλά χρειάζεται προσπάθεια, αὐταπάρνηση, ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος καί ἀπόφαση νά πεθάνει κανείς παρά νά ἁμαρτήσει πάλι. «Εἶναι μεγάλη τέχνη», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά τά καταφέρετε νά ἁγιαστεῖ ἡ ψυχή σας. Παντοῦ μπορεῖ νά ἁγιάσει κανείς, καί στήν Ὁμόνοια μπορεῖ νά ἁγιάσει, ἄν τό θέλει»[3]. Ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος καί στό πιό ἁμαρτωλό τόπο. Ὄχι γιατί ὁ τόπος καθεαυτό εἶναι ἁμαρτωλός, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τόν καθιστοῦν ἁμαρτωλό, δηλαδή τά ἁμαρτωλά ἔργα τῶν ἀνθρώπων μᾶς κάνουν νά ὀνομάσουμε ἕναν τόπο ἁμαρτωλό. Ἀλλά ὁ τόπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἶναι πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί κατά κάποιο τρόπο μολύνουμε τόν τόπο ὅπου ἁμαρτάνουμε.
«Στήν ἐργασία σας, ὅποια καί ἄν εἶναι», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μπορεῖτε νά γίνετε ἅγιοι, μέ τήν πραότητα, τήν ὑπομονή, τήν ἀγάπη». Γιατί ἡ κάθε ἐργασία δίνει εὐκαιρίες ὑπομονῆς, εὐκαιρίες πραότητας, εὐκαιρίες ἀγάπης πρός τόν πλησίον. «Νά βάζετε κάθε μέρα», λέει ὁ Ὅσιος, «νέα σειρά, νέα διάθεση, μέ ἐνθουσιασμό καί ἀγάπη, προσευχή καί σιωπή. Ὄχι νά ἔχετε ἄγχος καί νά σᾶς πονάει τό στῆθος». Ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος νά ἀγωνιζόμαστε ἀλλά χωρίς ἐγωισμό, ταπεινά, ἡσυχαστικά, ἥσυχα, χωρίς νά ἔχουμε διάθεση προβολῆς ἤ ἀνταγωνισμοῦ ἤ ζήλειας ἤ φθόνου. «Συμβαίνει γιά παράδειγμα», λέει ὁ Ἅγιος «νά σᾶς ἀναθέτουν ἐργασίες πέρα τῶν ὁρίων τῶν καθηκόντων σας. Δέν εἶναι σωστό νά ἀντιδρᾶτε, ἤ νά ἐκνευρίζεστε καί νά διαμαρτύρεστε[4]. Δηλαδή, συμβαίνει πολλές φορές, νά ἀδικεῖται ὁ ἄνθρωπος καί μάλιστα στό ἐργασιακό περιβάλλον. Δέν θά πρέπει νά ἀντιδρᾶ ὑπερήφανα, νά ἐκνευρίζεται, νά διαμαρτύρεται. «Αὐτές οἱ ταραχές φέρνουν κακό στόν ἄνθρωπο. Νά τά θεωρεῖτε ὅλα», λέει ὁ Ὅσιος, «σάν εὐκαιρίες ἁγιασμοῦ. Καί κάτι ἀκόμα. Ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο κέρδος. Μέ τό νά σᾶς ἀναθέτουν πολλή ἐργασία, μαθαίνετε τόν τρόπο ὅλης τῆς δουλειᾶς, ἐξυπηρετεῖτε σέ περισσότερες διακονίες, γίνεστε πιό ὑπεύθυνοι καί πιό εὐεργετικοί σέ πλατύτερο κοινό∙ παίρνετε γνώσεις πού ἴσως χρειαστοῦν ἀργότερα. Ἄν σᾶς ἀναθέτουνε δουλεῖες πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σας, μπορεῖτε ὡστόσο νά πεῖτε, μέ εὐγένεια βέβαια, «συγχωρέστε με, δέν θά μπορέσω νά κάνω αὐτή τήν ἐργασία». Ἀλλά μπορεῖτε καί νά μήν μιλήσετε καί νά σᾶς βγεῖ σέ καλό ὅλος αὐτός ὁ κόπος.
Ἔτσι κι ἐγώ», λέει ὁ Ὅσιος, «ὅπως σᾶς ἔχω πεῖ, ὅταν ἤμουνα μικρός, ὁ πατέρας μου πῆγε στήν Ἀμερική νά δουλέψει στήν διώρυγα τοῦ Παναμᾶ. Μικρός ἐγώ, φτωχοί οἱ γονεῖς μου. Ἡ μητέρα μου μέ ἔστειλε σέ ἕνα κατάστημα στήν Χαλκίδα. Ἦταν καί ἄλλα δύο παιδιά. Ὅλοι διατάζανε ἐμένανε κι ἐγώ ἔτρεχα παντοῦ. Ὅ,τι μοῦ λέγανε, ἐγώ τό ἔκανα, χωρίς νά πονηρεύομαι. Καί αὐτό μοῦ βγῆκε σέ καλό. Μιά μέρα πού σκούπιζα τό κατάστημα, εἶχαν χυθεῖ μερικά σπυριά καφέ ἄλεστα. Ἐγώ ἔσκυψα καί τά ἔβαλα στό χέρι γιά νά τά ρίξω πίσω στό τσουβάλι. Τό ἀφεντικό ἦταν στό γραφεῖο του, μέ εἶδε. Κατάλαβε τί πήγαινα νά κάνω καί μέ φώναξε. Φώναξε καί τά ἄλλα τά παιδιά καί τά δασκάλεψε. Γινόταν ἐκεῖ μεγάλες σπατάλες, καί ἐγώ τοῦ ἔκανα καλή ἐντύπωση». Γιατί ὁ Ὅσιος εἶχε τό πνεῦμα τῆς οἰκονομίας καί ὄχι τῆς σπατάλης. «Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα εἶπε καί μοιραστήκαμε τίς δουλειές καί βάλαμε τάξη στό κατάστημα»[5]. Βλέπουμε πῶς ἡ ἀρετή τελικά νικᾶ καί ὁ ἄνθρωπος, κάνοντας ὑπομονή καί ταπεινώνοντας τόν ἑαυτό του, τελικά κερδίζει ὄχι μόνο τά οὐράνια, ἀλλά καί τά ἐπίγεια ἀγαθά.
«Δούλευα σέ ὅλα μέ ἐπιμέλεια», λέει ὁ Ὅσιος «καί χωρίς ἀντίρρηση. Ἔπαθα κανένα κακό;». Ὄχι βέβαια. «Νά ἐργάζεστε», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «μέ ἐγρήγορση. Ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς ἀγωνία, μέ χαρά καί ἀγαλλίαση μέ ἀγαθή διάθεση. Τότε ἔρχεται ἡ θεία Χάρις»[6], ὅπου καί ἄν εἶναι κανείς. Ὁ Λώτ ἦταν στά Σόδομα καί στά Γόμορρα, καί ὅμως ἦταν ἅγιος καί δέν τόν ἐμπόδισε τό περιβάλλον νά παραμείνει ἅγιος, γιατί ἤτανε προσεκτικός καί δέν τούς κατέκρινε. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅπου καί ἄν εἴμαστε, ὅπως λέει ὁ Ὅσιος, μποροῦμε νά ἀγωνιζόμαστε καί ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ περιστάσεις μποροῦμε νά τίς ἀξιοποιοῦμε, ὅταν δέν τίς ἀντιμετωπίζουμε ἐγωιστικά ἤ κοσμικά, ἀλλά ταπεινά καί χριστιανικά.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 11, 9.
[2] Ἰωάν. 19, 15.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου