Λένε για κάποιο πολύ φτωχό Ερημίτη πως, σαν του πήγαινε κανένας αδελφός λίγο φαΐ και τύχαινε να του πάει κι άλλος την ίδια μέρα, δεν κρατούσε το δεύτερο, λέγοντας:
-Μ’ έθρεψε σήμερα ο Κύριός μου. Μού αρκεί αυτό.
Ένας αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
-Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
-Όχι, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν είναι καθόλου σωστό να τα κρατήσεις, γιατί έτσι μαθαίνεις να στηρίζεις τις ελπίδες σου σ’ αυτά και παύεις να έχεις την προστασία του Θεού.
Άλλος Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους Μοναχούς:
Μη θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο, από κείνο που φορείς. Πολλοί καλύτεροι σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περισσά;
Μη γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει τη φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μη συνηθίζεις να κρατείς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δόσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδυάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρεί μόνο την κεφαλή σου, μη θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.
Αν έχω εξασφαλίσει το ψωμί της ημέρας, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, και μου φέρει κανείς και μάλιστα κοσμικός κι άλλα τρόφιμα, καταλαβαίνω, πως από τον πειρασμό γίνεται τούτο, που θέλει να με ρίξει στην απληστία, και δεν τα δέχομαι. Αν καμιά φορά βρίσκομαι σε πραγματική ανάγκη, ο Θεός μου στέλνει, με κάποιον καλό άνθρωπο, εκείνα που χρειάζομαι, όπως έστειλε στο Δανιήλ, στο λάκκο των λεόντων, τροφή με τον προφήτη Αββακούμ. Όταν έχω χρήματα και τα κρατώ, ενώ περιμένω να με συντηρούν οι άλλοι, μοιάζω με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που περιφρόνησε τη Χάρη του Χριστού για την αγάπη των χρημάτων.
Αν ο Κύριος μου θέλει να ζω, συνήθιζε να λέγει ο Αββάς Φορτάς, που ήταν χρόνια κατάδικος από βασανιστική αρρώστια, ξέρει πως να με οικονομεί. Αν πάλι δε θέλει, μου είναι περιττή η ζωή. Έτσι ζούσε με μεγάλη στέρηση και δεν έπαιρνε από κανένα ελεημοσύνη.
Όταν κάποιος μου κάνει δωρεά, έλεγε άλλη φορά, όχι για την αγάπη του Θεού, αλλά από καθήκον, αν την πάρω, αδικώ τον δωρητή, γιατί ούτε εγώ μπορώ να την ανταποδώσω, ούτε από τον Θεό έχει αμοιβή.
Καθώς περπατούσε στην έρημο ένας νέος υποτακτικός, βρήκε ένα ξύλο, που πριν από λίγο είχε πέσει από μια φορτωμένη καμήλα. Το σήκωσε και το πήγε στην καλύβα του.
-Πού το βρήκες; τον ρώτησε ο Γέροντάς του.
-Στο δρόμο, αποκρίθηκε ο νέος.
-Αν το έφερε μπροστά στα πόδια σου τυχαία ο άνεμος, έχει καλώς, του είπε ο Γέροντας. Αν όμως το έχασε κανένας άνθρωπος, πήγαινε να το ρίξεις εκεί που το βρήκες, για να μη καταδικαστείς με τους αδίκους.
Έτσι ο νέος το πήγε πίσω στη θέση που το είχε βρει.
Ένας αδελφός από την έρημο πήγε στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια του. Πλησιάζοντας στην αγορά, είδε πεσμένο κάτω ένα σακκούλι. Το σήκωσε και κατάλαβε πως είχε μέσα πάνω από χίλια χρυσά νομίσματα, γιατί ήταν πολύ βαρύ. Δεν το πείραξε όμως, περίμενε εκεί ακίνητος, με την σκέψη, πως θα έλθει να το αναζητήσει εκείνος που το έχασε.
Σε λίγο φάνηκε ένας άνθρωπος καταστενοχωρημένος και γύρευε το σακκούλι, που του είχε πέσει από τη ζώνη του.
Ο αδελφός του το παρέδωσε αμέσως. Συγκινημένος ο άνθρωπος από την καλωσύνη του Μοναχού, έβγαλε από το σακκούλι μια χούφτα χρυσά νομίσματα για να τον ανταμείψει.
-Δεν θέλω, φίλε μου, ανταμοιβή, του είπε ο αδελφός, γι’ αυτό που ήταν καθήκον μου να κάνω.
Έκπληκτος από την αφιλοχρηματία του ο άνθρωπος, άρχισε να φωνάζει στους διαβάτες:
-Τρέξτε να δείτε αληθινά του Θεού άνθρωπο.
Στο μεταξύ όμως χάθηκε ο αδελφός ανάμεσα στο πλήθος, αφήνοντας και τα καλάθια του στη μέση, για να αποφύγει τον έπαινο.
Έλεγαν με θαυμασμό οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, πως από την πολλή του καλωσύνη έφτασε σε τελεία ακακία. Μια φορά δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα χρυσό νόμισμα, για ν’ αγοράσει λινάρι να κάνει εργόχειρο. Μόλις το προμηθεύτηκε, του ζήτησε λίγο ο γείτονάς του να φτιάξει μια ποδιά και ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε με πολλή προθυμία. Την άλλη μέρα πέρασε από το κελλί του άλλος αδελφός, είδε το λινάρι και γύρεψε κι αυτός για ένα πουκάμισο. Έδωσε και σ’ αυτόν ο άκακος Ιωάννης και σε δυο τρεις άλλους, που έτυχε να του ζητήσουν, ώσπου το μοίρασε όλο, χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του.
Ύστερα από μερικές μέρες πήγε ο δανειστής και του γύρεψε το νόμισμα.
-Πήγαινε, αδελφέ μου, του είπε ο Αββάς, και θα σου το φέρω στο κελλί σου.
Μα, σαν δεν είχε να το επιστρέψει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο, τον Οικονόμο της σκήτης, να του ζητήσει ένα νόμισμα. Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, βρήκε ένα φλουρί, μα δεν το πήρε. Έκανε προσευχή και γύρισε στο κελλί του. Ούτε στον Οικονόμο δε θέλησε να πάει.
Την άλλη μέρα πήγε πάλι ο αδελφός και γύρευε τα δανεικά. Βγήκε πάλι ο Αββάς Ιωάννης να πάει στον Αββά Ιάκωβο. Είδε το φλουρί στην ίδια θέση και δεν το σήκωσε, αλλά γύρισε αμέσως στο κελλί του.
Την τρίτη μέρα πήγε θυμωμένος ο δανειστής κι απαιτούσε το νόμισμά του.
-Ησύχασε, αδελφέ μου, του είπε με πραότητα ο άκακος Αββάς, σήμερα θα σου το φέρω.
Ξεκίνησε ευθύς για τον Οικονόμο και βρήκε πάλι στην ίδια θέση το φλουρί. Έκανε πρώτα προσευχή κι ύστερα το σήκωσε και το πήγε στον Αββά Ιάκωβο.
-Το βρήκα στο δρόμο, του είπε. Κάνε αγάπη να ρωτήσεις μήπως το έχασε κανένας αδελφός.
Ο Οικονόμος γύρισε όλη τη σκήτη και ρωτούσε τους αδελφούς, μα δε βρέθηκε κανείς να πει πως ήταν δικό του.
-Αφού δεν το έχασε κανείς, είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, δόσε το σε μένα να το επιστρέψω στον αδελφό που το χρωστώ, γιατί τρεις μέρες τώρα κινώ από το κελλί μου να έλθω να σου ζητήσω κι επειδή έβλεπα τούτο το φλουρί, γύριζα πίσω άπρακτος.
Θαύμασε ο Οικονόμος την αφιλοχρηματία του Αββά, που, ενώ βρισκόταν σε τόση ανάγκη, δεν πήρε το νόμισμα που βρήκε.
Είχε κι άλλο προτέρημα αυτός ο Όσιος: Όταν ερχόταν κάποιος να του ζητήσει κάτι, του έλεγε με καλωσύνη:
-Πάρε αδελφέ μου ό,τι σου χρειάζεται. Κι εκείνος έπαιρνε ό,τι και όσο ήθελε. Σαν το έφερνε πίσω, του έλεγε πάλι ο Αββάς:
-Βάλε το τώρα στη θέση του, χωρίς να γυρίσει να προσέξει. Αν δεν του έφερναν πίσω τα δανεικά, ποτέ δεν τα ζητούσε.
Από το Γεροντικό
http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=3234&Itemid=2
-Μ’ έθρεψε σήμερα ο Κύριός μου. Μού αρκεί αυτό.
Ένας αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
-Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
-Όχι, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν είναι καθόλου σωστό να τα κρατήσεις, γιατί έτσι μαθαίνεις να στηρίζεις τις ελπίδες σου σ’ αυτά και παύεις να έχεις την προστασία του Θεού.
Άλλος Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους Μοναχούς:
Μη θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο, από κείνο που φορείς. Πολλοί καλύτεροι σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περισσά;
Μη γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει τη φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μη συνηθίζεις να κρατείς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δόσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδυάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρεί μόνο την κεφαλή σου, μη θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.
Αν έχω εξασφαλίσει το ψωμί της ημέρας, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, και μου φέρει κανείς και μάλιστα κοσμικός κι άλλα τρόφιμα, καταλαβαίνω, πως από τον πειρασμό γίνεται τούτο, που θέλει να με ρίξει στην απληστία, και δεν τα δέχομαι. Αν καμιά φορά βρίσκομαι σε πραγματική ανάγκη, ο Θεός μου στέλνει, με κάποιον καλό άνθρωπο, εκείνα που χρειάζομαι, όπως έστειλε στο Δανιήλ, στο λάκκο των λεόντων, τροφή με τον προφήτη Αββακούμ. Όταν έχω χρήματα και τα κρατώ, ενώ περιμένω να με συντηρούν οι άλλοι, μοιάζω με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, που περιφρόνησε τη Χάρη του Χριστού για την αγάπη των χρημάτων.
Αν ο Κύριος μου θέλει να ζω, συνήθιζε να λέγει ο Αββάς Φορτάς, που ήταν χρόνια κατάδικος από βασανιστική αρρώστια, ξέρει πως να με οικονομεί. Αν πάλι δε θέλει, μου είναι περιττή η ζωή. Έτσι ζούσε με μεγάλη στέρηση και δεν έπαιρνε από κανένα ελεημοσύνη.
Όταν κάποιος μου κάνει δωρεά, έλεγε άλλη φορά, όχι για την αγάπη του Θεού, αλλά από καθήκον, αν την πάρω, αδικώ τον δωρητή, γιατί ούτε εγώ μπορώ να την ανταποδώσω, ούτε από τον Θεό έχει αμοιβή.
Καθώς περπατούσε στην έρημο ένας νέος υποτακτικός, βρήκε ένα ξύλο, που πριν από λίγο είχε πέσει από μια φορτωμένη καμήλα. Το σήκωσε και το πήγε στην καλύβα του.
-Πού το βρήκες; τον ρώτησε ο Γέροντάς του.
-Στο δρόμο, αποκρίθηκε ο νέος.
-Αν το έφερε μπροστά στα πόδια σου τυχαία ο άνεμος, έχει καλώς, του είπε ο Γέροντας. Αν όμως το έχασε κανένας άνθρωπος, πήγαινε να το ρίξεις εκεί που το βρήκες, για να μη καταδικαστείς με τους αδίκους.
Έτσι ο νέος το πήγε πίσω στη θέση που το είχε βρει.
Ένας αδελφός από την έρημο πήγε στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια του. Πλησιάζοντας στην αγορά, είδε πεσμένο κάτω ένα σακκούλι. Το σήκωσε και κατάλαβε πως είχε μέσα πάνω από χίλια χρυσά νομίσματα, γιατί ήταν πολύ βαρύ. Δεν το πείραξε όμως, περίμενε εκεί ακίνητος, με την σκέψη, πως θα έλθει να το αναζητήσει εκείνος που το έχασε.
Σε λίγο φάνηκε ένας άνθρωπος καταστενοχωρημένος και γύρευε το σακκούλι, που του είχε πέσει από τη ζώνη του.
Ο αδελφός του το παρέδωσε αμέσως. Συγκινημένος ο άνθρωπος από την καλωσύνη του Μοναχού, έβγαλε από το σακκούλι μια χούφτα χρυσά νομίσματα για να τον ανταμείψει.
-Δεν θέλω, φίλε μου, ανταμοιβή, του είπε ο αδελφός, γι’ αυτό που ήταν καθήκον μου να κάνω.
Έκπληκτος από την αφιλοχρηματία του ο άνθρωπος, άρχισε να φωνάζει στους διαβάτες:
-Τρέξτε να δείτε αληθινά του Θεού άνθρωπο.
Στο μεταξύ όμως χάθηκε ο αδελφός ανάμεσα στο πλήθος, αφήνοντας και τα καλάθια του στη μέση, για να αποφύγει τον έπαινο.
Έλεγαν με θαυμασμό οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, πως από την πολλή του καλωσύνη έφτασε σε τελεία ακακία. Μια φορά δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα χρυσό νόμισμα, για ν’ αγοράσει λινάρι να κάνει εργόχειρο. Μόλις το προμηθεύτηκε, του ζήτησε λίγο ο γείτονάς του να φτιάξει μια ποδιά και ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε με πολλή προθυμία. Την άλλη μέρα πέρασε από το κελλί του άλλος αδελφός, είδε το λινάρι και γύρεψε κι αυτός για ένα πουκάμισο. Έδωσε και σ’ αυτόν ο άκακος Ιωάννης και σε δυο τρεις άλλους, που έτυχε να του ζητήσουν, ώσπου το μοίρασε όλο, χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του.
Ύστερα από μερικές μέρες πήγε ο δανειστής και του γύρεψε το νόμισμα.
-Πήγαινε, αδελφέ μου, του είπε ο Αββάς, και θα σου το φέρω στο κελλί σου.
Μα, σαν δεν είχε να το επιστρέψει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο, τον Οικονόμο της σκήτης, να του ζητήσει ένα νόμισμα. Στο δρόμο, καθώς πήγαινε, βρήκε ένα φλουρί, μα δεν το πήρε. Έκανε προσευχή και γύρισε στο κελλί του. Ούτε στον Οικονόμο δε θέλησε να πάει.
Την άλλη μέρα πήγε πάλι ο αδελφός και γύρευε τα δανεικά. Βγήκε πάλι ο Αββάς Ιωάννης να πάει στον Αββά Ιάκωβο. Είδε το φλουρί στην ίδια θέση και δεν το σήκωσε, αλλά γύρισε αμέσως στο κελλί του.
Την τρίτη μέρα πήγε θυμωμένος ο δανειστής κι απαιτούσε το νόμισμά του.
-Ησύχασε, αδελφέ μου, του είπε με πραότητα ο άκακος Αββάς, σήμερα θα σου το φέρω.
Ξεκίνησε ευθύς για τον Οικονόμο και βρήκε πάλι στην ίδια θέση το φλουρί. Έκανε πρώτα προσευχή κι ύστερα το σήκωσε και το πήγε στον Αββά Ιάκωβο.
-Το βρήκα στο δρόμο, του είπε. Κάνε αγάπη να ρωτήσεις μήπως το έχασε κανένας αδελφός.
Ο Οικονόμος γύρισε όλη τη σκήτη και ρωτούσε τους αδελφούς, μα δε βρέθηκε κανείς να πει πως ήταν δικό του.
-Αφού δεν το έχασε κανείς, είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, δόσε το σε μένα να το επιστρέψω στον αδελφό που το χρωστώ, γιατί τρεις μέρες τώρα κινώ από το κελλί μου να έλθω να σου ζητήσω κι επειδή έβλεπα τούτο το φλουρί, γύριζα πίσω άπρακτος.
Θαύμασε ο Οικονόμος την αφιλοχρηματία του Αββά, που, ενώ βρισκόταν σε τόση ανάγκη, δεν πήρε το νόμισμα που βρήκε.
Είχε κι άλλο προτέρημα αυτός ο Όσιος: Όταν ερχόταν κάποιος να του ζητήσει κάτι, του έλεγε με καλωσύνη:
-Πάρε αδελφέ μου ό,τι σου χρειάζεται. Κι εκείνος έπαιρνε ό,τι και όσο ήθελε. Σαν το έφερνε πίσω, του έλεγε πάλι ο Αββάς:
-Βάλε το τώρα στη θέση του, χωρίς να γυρίσει να προσέξει. Αν δεν του έφερναν πίσω τα δανεικά, ποτέ δεν τα ζητούσε.
Από το Γεροντικό
http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=3234&Itemid=2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου