Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Μεγαλομάρτυρας (ἑορτὴ Εἰρήνη)
Ἡ
Ἁγία Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη ἄθλησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν θυγατέρα
τοῦ Λικινίου, ποὺ ἦταν βασιλιὰς κάποιου μικροῦ βασιλείου, καὶ τῆς
Λικινίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Μαγεδῶν καὶ ἀρχικὰ ὀνομαζόταν Πηνελόπη.
Ὅταν
ἡ Ἁγία ἔγινε ἕξι ἐτῶν, ὁ πατέρας της Λικίνιος τὴν ἔκλεισε σὲ ἕνα πύργο
καὶ ἀνέθεσε τὴν διαπαιδαγώγησή της σὲ κάποιον γέροντα, ὀνόματι
Ἀπελλιανό, ὁ ὁποῖος καὶ ἔγραψε τὰ ὑπομνήματα τοῦ μαρτυρίου αὐτῆς.
Μία
νύχτα ἡ Εἰρήνη εἶδε τὸ ἑξῆς ὅραμα: μπῆκε στὸν πύργο ἕνα περιστέρι
κρατώντας μὲ τὸ ράμφος του κλαδὶ ἐλιᾶς, τὸ ὁποῖο καὶ ἄφησε ἐπάνω στὸ
τραπέζι. Ἐπίσης, μπῆκε καὶ ἕνας ἀετὸς μεταφέροντας στεφάνι ἀπὸ ἄνθη, τὸ
ὁποῖο τοποθέτησε καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὸ τραπέζι.
Ἔπειτα μπῆκε ἀπὸ
ἄλλο παράθυρο ἕνας κόρακας, ὁ ὁποῖος ἔβαλε ἐπάνω στὸ τραπέζι ἕνα φίδι.
Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησε ἀποροῦσε καὶ σκεπτόταν τί ἄραγε νὰ σημαίνουν αὐτὰ
ποὺ εἶδε. Τὰ διηγήθηκε λοιπὸν στὸν γέροντα Ἀπελλιανὸ καὶ ἐκεῖνος τὰ
ἑρμήνευσε ὡς προάγγελμα τῶν στεφάνων τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους
αὐτῆς μετὰ τὴ βάπτισή της.
Στὸ
Χριστιανισμὸ ἑλκύσθηκε ἀπὸ κάποια κρυπτοχριστιανὴ νέα, ἡ ὁποία, λόγω τῆς
τιμιότητας καὶ τῶν ἀρετῶν της, ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς
γονεῖς τῆς Πηνελόπης καὶ εἶχε τοποθετηθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς ὡς θεραπαίνιδα τῆς
θυγατέρας τους. Ἕνας ἱερεύς, ὀνόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφὰ τὴ νεαρὴ
ἡγεμονίδα καὶ τὴ μετονόμασε Εἰρήνη.
Τὸ γεγονὸς δὲν ἄργησε νὰ
πληροφορηθεῖ ὁ πατέρας της Λικίνιος, ὅταν μάλιστα ἡ Ἁγία Εἰρήνη
συνέτριψε τὰ εἴδωλα τῆς πατρικῆς της οἰκίας ὀμολογώντας μὲ αὐτὸ τὸν
τρόπο τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀνακρίθηκε καὶ
καταδικάσθηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα. Στὴ συνέχεια ἔπαθε
πολλὰ ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν Σεδεκία καὶ Σαπώριο Α’.
Ἔπειτα
ἡ Ἁγία Εἰρήνη πῆγε στὴν Καλλίπολη τοῦ Ἑλλησπόντου, ὅπου βασίλευε ὁ
Νουμεριανός. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε σὲ αὐτὸν καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν
πίστη της στὸν Χριστό. Οἱ εἰδωλολάτρες τὴν ἔκλεισαν διαδοχικὰ σὲ τρία
πυρακτωμένα χάλκινα βόδια.
Τὸ τρίτο ὅμως βόδι, τὴ στιγμὴ ποὺ
βρισκόταν ἐντός του ἡ Μεγαλομάρτυς, ὅλως παραδόξως κινήθηκε, ἐνῷ ἦταν
ἄψυχο ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Στὴ συνέχεια αὐτὸ σχίσθηκε καὶ βγῆκε ἀπὸ
μέσα του ἡ Ἁγία ἐντελῶς ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς πυρᾶς. Τὸ γεγονὸς
αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσέλθουν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες
ψυχές.
Στὴν πόλη Μεσημβρία τῆς Θρᾴκης ἡ Ἁγία Εἰρήνη θανατώθηκε,
ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀναστήθηκε καὶ εἵλκυσε στὴν πίστη τὸ διοικητὴ
καὶ ὁλόκληρο τὸ λαό. Τέλος, ἡ Ἁγία κατέφυγε μαζὶ μὲ τὸ δάσκαλό της
Ἀπελλιανὸ στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου διέμεινε ἐπιτελώντας πολλὰ
θαύματα καὶ τιμώμενη ὡς ἀληθινὴ ἰσαπόστολος. Ἐκεῖ ἀνέπτυξε μεγάλη δράση
μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως αὐτῆς, τὸ 315 μ.Χ.
Στὸ Συναξάρι της
ἀναφέρεται ὅτι στὴν Ἔφεσο ἡ Ἁγία βρῆκε μία λάρνακα, στὴν ὁποία δὲν εἶχε
ὡς τότε ἐνταφιασθεῖ κανένας, μπῆκε μέσα σὲ αὐτὴν καὶ κοιμήθηκε μὲ
εἰρήνη. Πρὶν δὲ ἀπὸ τὴν κοίμησή της ἡ Ἁγία Εἰρήνη εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ
μὴν μετακινήσει κανένας τὴν ταφόπετρα, μὲ τὴν ὁποία θὰ σκέπαζε τὴ
λάρνακα ὁ δάσκαλός της Ἀπελλιανός, προτοῦ περάσουν τέσσερις ἡμέρες. Μετὰ
ὅμως ἀπὸ δυὸ ἡμέρες ἐπισκέφθηκαν τὸν τάφο ὁ Ἀπελλιανὸς καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ
ὁποῖοι εἶδαν ὅτι ἡ ταφόπετρα ἦταν σηκωμένη καὶ ἡ λάρνακα κενή.
Κατὰ
τὰ δυτικὰ Μαρτυρολόγια ἡ Ἁγία Εἰρήνη μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀφοῦ
ρίχθηκε στὴν πυρά. Πρέπει δὲ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὸ Μηνολόγιον τοῦ
αὐτοκράτορα Βασιλείου Β’, ἡ Ἁγία Εἰρήνη τελειώθηκε μαρτυρικὰ δι’
ἀποκεφαλισμοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης
τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ,
ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας
ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν
αἴτησαι.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Τὴν
καλλιπάρθενον ὑμνήσωμεν πάντες, νύμφην Χριστοῦ, ἐκ τῶν νεκρῶν
ἀναστάσαν, ἣν ὁ Θεὸς ἐδόξασε σημείοις φρικτοίς, Εἵλκυσε γὰρ πλῆθος
ἄπειρον, ἀσεβῶν ἐν τὴ πίστει, καὶ θεόθεν ἔλαβε, τὴν Χριστώνυμον κλῆσιν, ὁ
τοῦ Θεοῦ γὰρ Ἄγγελος ἐλθῶν, ἐκ Πηνελόπης Εἰρήνην ἐκάλεσε.
Οἱ Ἅγιοι Εἰρηναῖος, Περεγρίνος καὶ Εἰρήνη οἱ Μάρτυρες ἐκ Θεσσαλονίκης
Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Εἰρηναῖος, Περεγρίνος καὶ Εἰρήνη ἀναφέρονται τόσο στὸ
Ἱερωνυμικὸ ὅσο καὶ στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο. Τὸ μαρτύριό τους ἐμφανίζει
ἀρκετὲς παραλλαγὲς στοὺς Λατινικοὺς Κώδικες αὐτῶν τῶν Συναξαρίων, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ διατυπώνονται ποικίλες ὑποθέσεις, ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ
μαρτύριο τοῦ Εἰρηναίου καὶ τοῦ Περεγρίνου στὴ Θεσσαλονίκη ἢ ταυτίζουν
τὴν Εἰρήνη μὲ τὴν Μεγαλομάρτυρα Εἰρήνη, τῆς ὁποίας ἡ μνήμη ἀναγράφεται
στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ μὲ τὴν Εἰρήνη ποὺ μαρτύρησε στὴ
Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τὶς Μάρτυρες Ἀγάπη καὶ Χιονὶα (τιμοῦνται 16
Ἀπριλίου).
Ὡστόσο ἡ πλειοψηφία τῶν Κωδίκων, καθὼς καὶ δυτικὰ
ἁγιολογικὰ ὑπομνήματα, ποὺ συντάχθηκαν γιὰ τοὺς τρεῖς Μάρτυρες, τοὺς
χαρακτηρίζουν ρητὰ ὡς Ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα
ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὑπομνήματα, οἱ Ἅγιοι Εἰρηναῖος, Περεγρίνος καὶ
Εἰρήνη ἡ Παρθένος ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.),
ἀρνούμενοι νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μαρτύρησαν διὰ πυρὸς καὶ
χαρακτηρίζονται ὡς «ἔνδοξοι μάρτυρες τῆς Θεσσαλονίκης τῆς Μακεδονίας».
Οἱ Ἅγιοι Γαϊανός, Γάιος καὶ Νεόφυτος οἱ Μάρτυρες
Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Γαϊανός, Γάιος καὶ Νεόφυτος τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ἡ
Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ,
στὴν περιοχὴ τοῦ Δαρείου.
Ὁ Ἅγιος Ἰλάριος Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης
Ὁ
Ἅγιος Ἰλάριος γεννήθηκε στὴ Λωραίνη τῆς Γαλλίας καὶ χειροτονήθηκε
Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀρελάτης τῆς Γαλλίας κατὰ τὸ α’ ἥμισυ τοῦ 6ου αἰῶνα
μ.Χ. Ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περὶ χάριτος καὶ
προορισμοῦ, συνέγραψε τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ὀνωράτου καὶ ἄλλα ἔργα. Μετὰ τὴν
κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ὀνωράτου (κοιμήθηκε τὸ 429 μ.Χ.) ἐξελέγη Ἐπίσκοπος
Ἀρελάτης καὶ ποίμανε τὴν Ἐκκλησία θεοφιλῶς ἐπὶ 20-25 ἔτη.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 450-455 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος Ἐπίσκοπος Μιλάνου
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Ἰταλία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μιλάνου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 470 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μυροβλύτης Ἐπίσκοπος Μαδύτου
Ὁ
Ὅσιος Εὐθύμιος γεννήθηκε στοὺς Ἐπιβάτες τῆς Θρᾴκης στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου
αἰῶνα μ.Χ. Ἀδελφή του κατὰ σάρκα ἦταν ἡ Ὁσία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνὴ
(τιμᾶται 14 Ὀκτωβρίου). ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του Νικήτας, ἡ μητέρα του
τὸν ὁδήγησε σὲ μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ τριάντα
χρόνια καὶ διέπρεψε στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτεψε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ ὡς ἐρημίτης.
Ὁ
θεοφιλὴς βίος του τὸν ἀνέδειξε οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Περίνθου, ἀκολούθως δὲ
Πρεσβύτερος ἀπὸ ἄλλον Ἐπίσκοπο. Τέλος ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Μαδύτου
τοῦ Ἑλλησπόντου, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀκάματη ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν
ἐξαίρετη ποιμαντορική του ἱκανότητα.
Ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὸ δῶρο
τῆς θαυματουργίας καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του ἐπιτελοῦσε πλῆθος
θαυμάτων καὶ θεράπευε λεπροὺς καὶ κωφάλαλους.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου
ἀνδρὸς ἔφθασε μέχρι τὸ παλάτι καὶ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο Β’
(976-1025), ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο στὴ Μάδυτο. Ἐκεῖ ὁ
Ἅγιος προφήτευσε τὴ νίκη τοῦ βασιλέως ἐναντίον τοῦ Βάρδα Φωκᾶ τὸ 989
μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 989-996
μ.Χ. Κατὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμησή του ὁ τάφος του ἀνέβλυσε μύρο, ὡς ἀπόδειξη
τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του, καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύθηκαν. Γι’ αὐτὸ
καὶ ἐπονομάσθηκε Μυροβλύτης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαδύτου
σὲ πρόεδρον, καὶ Ἱεράρχην κλεινόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς τοῦ Χριστοῦ
μιμητήν, Εὐθύμιε Ὅσιε, ὅθεν ἱερατεύσας, θεοφρόνως Κυρίω, ὤφθης τῆς
εὐσεβείας, πρακτικὸς ὑποφήτης καὶ νῦν Πάτερ Ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σ
Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν τοὶς Κύρου
Στὸ
Λαυριωτικὸ Κώδικα διαβάζουμε ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται ἀνάμνηση
τῆς γενόμενης ἡλιακῆς ἐκλείψεως, ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 1369 καὶ ἦταν
θαυμαστή, ὥστε νὰ φαίνονται τὰ ἄστρα καὶ ἡ ἡμέρα νὰ τραπεῖ σὲ νύχτα.
Οἱ Ὅσιοι Βαρλαὰμ καὶ Γεδεῶν
Οἱ
Ὅσιοι Βαρλαὰμ καὶ Γεδεῶν ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 14ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ
ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σεπρούχωφ.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 1377.
Ὁ Ὅσιος Μιχαῖος
Ὁ
Ὅσιος Μιχαίας τοῦ Ραντονὲζ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ὑποτακτικοὺς τοῦ
Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἔζησε μαζί του στὸ ἴδιο κελλί. Κάτω ἀπὸ
τὴν καθοδήγησή του ἔφθασε σὲ μεγάλο βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως.
Γιὰ
τὴν πραότητα τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἀγωνιστικότητα τῆς καρδιᾶς του,
ἐμφανίσθηκε καὶ σὲ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Μία φορά, ὅταν ὁ Ἅγιος
Σέργιος εἶχε ὁλοκληρώσει τὸν πρωινὸ κανόνα τῆς προσευχῆς, κάθισε κάτω
γιὰ λίγο, προκειμένου νὰ ξεκουραστεῖ, ἀλλὰ ξαφνικὰ εἶπε στὸν ὑποτακτικό
του: «Νὰ εἶσαι ἕτοιμος, παιδί μου, θὰ ἔχουμε μία θαυμάσια ἐπίσκεψη».
Μόλις
ποὺ εἶχε ψιθυρίσει αὐτὲς τὶς λέξεις καὶ μία φωνὴ ἀκούσθηκε: «Ἡ Πάναγνος
πλησιάζει». Ξαφνικὰ ἐκεῖ ἔλαμψε ἕνα φῶς ἐντονότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ὁ
Ὅσιος Μιχαίας ἔπεσε στὸ ἔδαφος ἀπὸ φόβο καὶ στάθηκε ἐκεῖ σὰν νὰ ἦταν
νεκρός.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Σέργιος σήκωσε ἐπάνω τὸν ὑποτακτικό του, τὸν
ρώτησε: «Πές μου, πάτερ, ποιὸς εἶναι ὁ λόγος γι’ αὐτὸ τὸ θαυμάσιο
ὅραμα;». Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ ἀρθρώσει λέξη ἀπὸ τὸ φόβο του. Καὶ ὁ
Ἅγιος Σέργιος τοῦ ἐξήγησε σχετικὰ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
καὶ τὴν προστασία της.
Ὁ Ὅσιος Μιχαίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ
1385. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται σὲ μία κρύπτῃ στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας
Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 1734 ἐπάνω ἀπὸ τὸν
τάφο τοῦ Ὁσίου Μιχαίου ἐγκαινιάσθηκε ναὸς ἀφιερωμένος στὸ γεγονὸς τῆς
ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ στὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Πέτρου καὶ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν Νέᾳ Μάκρη Ἀττικῆς
Ὁ
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐφραὶμ γεννήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1384. Σὲ μικρὴ
ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του, τὴ δὲ
φροντίδα τους ἀνέλαβε ἡ εὐσεβὴς μητέρα του.
Σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων
ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τοῦ ὄρους
τῶν Ἀμώμων (Καθαρῶν) τῆς Ἀττικῆς καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ προοδεύοντας στὴν
ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν βιοτὴ καὶ πολιτεία. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος
καὶ πάντοτε διακονοῦσε στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο μὲ φόβο Θεοῦ.
Στὶς 14
Σεπτεμβρίου 1425, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του στὴ μονή, τὴν εἶδε
κατεστραμμένη ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὅλοι οἱ πατέρες δὲ εἶχαν σφαγιασθεῖ
ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ βασανίσθηκε ἀνηλεῶς.
Οἱ Τοῦρκοι τὸν κρέμασαν ἀνάποδα σὲ ἕνα δένδρο, κάρφωσαν τοὺς πόδες καὶ
τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τέλος διαπέρασαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα του μὲ
πυρακτωμένο ξύλο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ μαρτύρησε τὸ 1426, καὶ ἔλαβε τὸ
ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1950.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Προφητικὸς ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἐφραὶμ μαρτύρησε στὴ Δαμασκό.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐκ Ρωσίας
Τὸ
μεγαλύτερο μέρος τῶν πληροφοριῶν σχετικὰ μὲ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ,
ποὺ ἔχουμε στὴν κατοχή μας, στηρίζεται σὲ ἕνα χρονικὸ ποὺ ἀφηγεῖται τὴν
ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεως τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸν ποταμὸ Μόνζα, στὴν
περιοχὴ Κοστρομά, καθὼς καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὶς
μορφὲς τῶν δυὸ ἱδρυτῶν, τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Θεράποντος.
Αὐτὸ τὸ
χρονικὸ συντάχθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ ἕνα μοναχὸ τῆς
μονῆς. Ὁ ἱστορικὸς Κλγιουσέβσκιυ ὑποδεικνύει ὡς ἡμερομηνία συντάξεως τὸ
1644 καὶ θεωρεῖ ὅτι ὁ συγγραφέας ἦταν ὁ τρίτος ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ
Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ παρέμεινε ἀνώνυμος.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ χρονικό, ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς τοῦ Μονζὲνκ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 16ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία.
Γεννήθηκε
στὴν Κοστρομὰ καὶ βαπτίσθηκε μὲ τὸ ὄνομα Ἀμῶς. Ὄντας ἀκόμα νέος, κατὰ
τὴν διάρκεια μιᾶς ἀρρώστιας, εἶχε ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὄνειρο: εἶδε μία
ἐρημικὴ ἐκκλησία ἀνάμεσα σὲ δυὸ ποταμοὺς καὶ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ
λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος σου».
Ὁ Ἀμῶς, θεραπευμένος πλέον, ἔφυγε
κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν νυμφεύσουν καὶ ἔφθασε κατ’
ἀρχὴν στὸ μοναστῆρι τοῦ Τόλγκα στὸ Γιαροσλάβλ, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν
Ὅσιο Γεννάδιο καὶ ἦταν ἀφιερωμένο στὸ Σωτῆρα Χριστό.
Ἐκεῖ ἔλαβε
τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάσθηκε Ἀδριανός. Μετὰ ἀπὸ ὁρισμένα χρόνια
ἀσκήσεως κατέφυγε στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντᾶ, στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος,
κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ στὴ συνέχεια στὸ ἐρημητήριο ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ
τὸν μοναχὸ Παῦλο τῆς Ὀμπνόρα, μαθητὴ τοῦ Ὁσίου Σεργίου, στὰ δάση τοῦ
Κόμελ.
Ἐδῶ καλλιέργησε μία βαθιὰ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν Στάρετς
Παφνούτιο, στὸν ὁποῖο ἀποκάλυψε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ξαναβρεῖ τὴν
ἐκκλησία ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ὄνειρο. Στὸν ἴδιο Στάρετς, στὴ συνέχεια, κατὰ
τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου, ὑποδείχθηκε ἀπὸ ἕναν ἄγνωστο μοναχὸ ὁ τόπος
στὸν ὁποῖο ὁ Ἀδριανὸς θὰ ξαναέβρισκε αὐτὴ τὴν ἐκκλησία: μία ἔρημος
ἀνάμεσα στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόνζα, στὴν περιοχὴ τῆς Κοστρομᾶ.
Ὁ
Ἀδριανὸς καὶ ὁ Παφνούτιος εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσκητέψουν μαζὶ σὲ
ἐκεῖνον τὸν ἀπομακρυσμένο τόπο, ποὺ εἶχε μία ἐγκαταλειμμένη ἐκκλησία
ἀφιερωμένη στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Παρόλα αὐτὰ ὁ Παφνούτιος
διορίσθηκε τὸ 1595, μὲ διάταγμα τοῦ τσάρου, ἀρχιμανδρίτης στὸ μοναστῆρι
Κούντωφ (ἢ Μονὴ τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ) στὴ Μόσχα.
Ἔτσι, τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Ἀδριανὸς μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς μοναχοὺς ἔφθασε στὸν ἀπομονωμένο καὶ ἥσυχο τόπο.
Ἀλλὰ
οἱ κίνδυνοι καὶ οἱ δυσκολίες ἀπὸ τὶς ἀνοιξιάτικες πλημμύρες ἀνάγκασαν
τὸν Ὅσιο Ἀδριανὸς νὰ μεταφέρει τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ μοναστικὴ κοινότητα
σὲ μία τοποθεσία πιὸ ἀσφαλῆ. Ἐκ νέου τοῦ παρουσιάσθηκε ἐκεῖνος ὁ
ἄγνωστος μοναχός, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε στὸν Ὅσιο Ἀδριανὸ τὸ νέο τόπο, γιὰ
νὰ κατασκευάσει τὸ μοναστῆρι.
Λίγο ἀργότερα κατέφθασε ἐκεῖ ἕνας
Στάρετς μὲ τὸ ὄνομα Θεράπων, ποὺ ζοῦσε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη ὡς ἐρημίτης, σὲ
ἀπομόνωση καὶ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἀναγνώρισε
στὸ πρόσωπό του τὸν μοναχὸ ποὺ τοῦ εἶχε μυστηριωδῶς ἐμφανισθεῖ. Ὁ
Θεράπων ἔζησε στὴν κοινότητα τοῦ ἡγουμένου Ἀδριανοῦ γιὰ δυὸ καὶ πλέον
χρόνια μέχρι τὸ θάνατό του.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανός, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1619.
Ὁ Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος
Ὁ
Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων (Γιοβάνοβιτς) γεννήθηκε στὸ Βελιγράδι τὸ 1874.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐγκυκλίων μαθημάτων του συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ
Μόσχα καὶ τὸ 1901 ἐπέστρεψε στὴ Σερβία, ὅπου ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς
Ρακόβιτσα κοντὰ στὸ Βελιγράδι. Παράλληλα δίδασκε στὸ ἐκκλησιαστικὸ
σεμινάριο τοῦ Βελιγραδίου.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου
πολέμου ἔμεινε στὴ Σερβία καὶ ἀνέλαβε τὴ διακονία τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν
πληγέντων. Τὸ 1938 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος καὶ τὸ 1939 μετατέθηκε στὴν
Ἐπισκοπὴ τῆς Μπάνια Λούκα στὸ βόρειο μέρος τῆς Βοσνίας.
Ὅταν ὁ
Χίτλερ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κατέλαβε τὸ
βασίλειο τῆς Γιουγκοσλαβίας, διόρισε φιλοναζιστικῆ κυβέρνηση στὴν
Κροατία. Ἡ νέα κυβέρνηση ἀπαίτησε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Σέρβιοι (περίπου
3.000.000 πιστοί) νὰ ἀσπασθοῦν τὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, γιὰ νὰ θεωροῦνται
Κροάτες, ἢ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν τόπο τους, γιὰ νὰ μὴν δολοφονηθοῦν.
Οἱ
ἀρχὲς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πλάτωνα, ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ τὸ
Βελιγράδι, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχὴ καὶ νὰ φύγει μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό
του στὴ Σερβία, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε σθεναρὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ποίμνιό
του καὶ τὴν Ἐπισκοπή του.
Ἔτσι, στὶς 4 Μαΐου 1941, τὸν συνέλαβαν,
τὸν βασάνισαν καὶ τὸν σκότωσαν. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔριξαν στὸν
ποταμό, ὅπου βρέθηκε μετὰ τρεῖς ἑβδομάδες. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου
ἡ φιλοναζιστικὴ ἐξουσία ὁδήγησε στὸ Γιασένοβακ, τὸ μεγαλύτερο
στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων, τοὺς Χριστιανούς, τοὺς
Ἑβραίους καὶ τοὺς Τσιγγάνους. Ἐκεῖ βασανίσθηκαν καὶ δολοφονήθηκαν περὶ
τοὺς 700.000 ἄνθρωποι.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, μὲ ἀπόφασή της, ἀνεκήρυξε τὸν Ἐπίσκοπο Πλάτωνα Ἅγιο καὶ τὸν ἐνέταξε στὸ ἁγιολόγιό της.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Σιέρπουχωφ Ρωσίας
Ἡ
ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν ἱερὰ Μονὴ Σιέρπουχωφ τῆς Ρωσίας κοντὰ στὴ
Μόσχα εἶναι γνωστὴ γιὰ θαύματα ἀπεξάρτησης σὲ ἀλκοολικοὺς καὶ
ἐξαρτημένους ἀπὸ τὰ ναρκωτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου