ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Λουκ. ιε’ 11-32
Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏
Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λούκ.15, 11-32). Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας, μᾶς παρουσιάζουν τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ἐξορία.
Ὁ ἄσωτος γιός, πῆγε σὲ μιὰ μακρινὴ χώρα καὶ ἐκεῖ σπατάλησε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μιὰ μακρινὴ χώρα. Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδεχτοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸ Θεό.
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲν θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος. Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἔλαβα ἀπὸ τὸ Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ' ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση. Ὕστερα - μὲ τὸ Βάπτισμα - ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς ἁμαρτίες, τὶς παραβάσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς ἀγάπης μου ἀπὸ τὸ Θεό, προτιμώντας τὴν μακρινὴ χώρα ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι τοῦ Πατέρα.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει.
Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴ πραγματοποιήσω. Αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια, νὰ ἀποκτήσω ξανὰ τὸ χαμένο σπίτι. «Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ. Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα, καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ γιός σου».
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι, τὴν τοῦ Ἀσώτου φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον, ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποιήσόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Ὁ Ἅγιος Λέων ὁ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Κατάνης
Ὁ Ἅγιος Λέων γεννήθηκε στὴ Ραβέννα τῆς Ἰταλίας ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὐγενεῖς. Ἀφοῦ σπούδασε, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴ Ραβέννα καὶ ἀργότερα ἐξελέγη γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ πνευματικότητα τοῦ βίου αὐτοῦ Ἐπίσκοπος Κατάνης τῆς Σικαλίας.
Ἔγινε προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, δίδασκε καὶ νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του καὶ ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας (τιμᾶται 13 Δεκεμβρίου). Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε, ἐπίσης, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν, τοὺς ὁποίους νίκησε καὶ ντρόπιασε ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ κείμενα.
Ὁ Ἄγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Καὶ τὸν μάγο Ἠλιόδωρο ποὺ εἶχε πλανέψει πολλοὺς μὲ μαγεῖες, μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τὸν κατέκαψε μὲ τὴ φωτιά, ἐπειδὴ καυχιόταν ὅτι μποροῦσε νὰ κάνει τὰ πάντα καὶ ὅτι δὲν φοβόταν τὴ φωτιά. Βλέποντας οἱ πιστοὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ καταπλάγηκαν.
Ἀμέσως τὸ περιστατικὸ αὐτὸ διαδόθηκε στὴ Βασιλεύουσα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Λέοντα Δ’ (775-780 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780-798 μ.Χ.) στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀξιώθηκε πολλῶν τιμῶν.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 785 μ.Χ. καὶ τὸ σεπτὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Λουκίας.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἱερέων ἄκρατης, εὐσέβειας διδάσκαλος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα πανόλβιε, ἠθῶν γὰρ οὐρανίων τῷ φωτί, τοῦ Πνεύματος πλουτήσας τὴν ἰσχύν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας καὶ τᾶς ψυχᾶς, Λέον τῶν προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β'. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν ἀπὸ βρέφους Κυρίω ἀνατεθέντα, καὶ ἐκ σπαργάνων τὴν χάριν ἀνειληφότα, πάντες τοὶς ἄσμασι στεφανώσωμεν, Λέοντα τὸν φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρόμαχον, αὐτῆς γὰρ ὑπάρχει τὸ στήριγμα.
Ὁ Ἅγιος Σαδὼκ Ἐπίσκοπος Περσίδος καὶ οἱ σὺν αὐτῶ ἑκατὸν εἴκοσι ὀκτὼ τελειωθέντες
Ὁ Ἅγιος Σαδὼκ ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Περσίδα. Διδάσκοντας ὅμως στὸν λαὸ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ πείθοντας πολλοὺς νὰ προσέλθουν στὸν Ζῶντα καὶ Ἀληθινὸ Θεό, προκάλεσε θυμὸ καὶ μεγάλη ὀργὴ στοὺς πυρολάτρες Μάγους, οἱ ὁποῖοι ἔστειλαν στρατιῶτες γιὰ νά τὸν συλλάβουν. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα ὁ Ἅγιος εἶδε στὸν ὕπνο του τὸν προκάτοχό του Ἐπίσκοπο Ἱερομάρτυρα Συμεών, νὰ κάθεται σὲ μακριὰ σκάλα καὶ νὰ τὸν καλεῖ νὰ ἀνέβει κοντά του, λέγοντάς του ὅτι τὸν καλεῖ ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος.
Αὐτὸ ὅμως φανέρωνε τὴν ἀνάβαση διὰ τοῦ μαρτυρίου. Μέχρις νὰ διηγηθεῖ αὐτὰ ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἔστειλαν στρατιῶτες οἱ Μάγοι, συνέλαβαν αὐτὸν καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονταν μαζί του καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸν βασιλέα Σαπὼρ Β’ (311-380 μ.Χ), ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἀμέσως τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, τοὺς βασάνισαν καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν τὸ 330 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔλαβαν τὸ στέφανο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Δίδυμος, Νεμέσιος καὶ Ποτάμιος ἐκ Κύπρου
Οἱ Ἅγιοι Δίδυμος, Νεμέσιος καὶ Ποτάμιος μαρτύρησαν στὴν Κύπρο. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Ἀνιανὸς
Ὁ Ἅγιος Ἀνιανὸς ἀναφέρεται σὲ ἄλλους Συναξαριστὲς ὡς Ἀνίνας. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Εὐτρόπιος
Ὁ Ἅγιος Εὐτρόπιος ἑορτάζει στὶς 3 Μαρτίου ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Δὲν γνωρίζουμε γιατί ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του σήμερα.
Ὁ Ὅσιος Πλωτίνος
Ὁ Ὅσιος Πλωτίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Διῆλθε τὸ βίο του στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὡς ἀσκητής.
Ποτὲ δὲν ἀπέκτησε ἕνα ἔνδυμα. Ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ νύχτες στάθηκε ἀκλόνητος σὲ ἀκανθῶδες θάμνους, σὰν στῦλος, γιὰ νὰ ὑπερνικήσει τὸν ὕπνο, ἔχοντας τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα στραμμένα πρὸς τὸν οὐρανό, τὴν δὲ ψυχή του ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς τὸν τίμησε μὲ τὴν χάρη καὶ εὐλογία του, ἀφοῦ ἐπιτέλεσε μεγάλα θαύματα.
Τὰ Συναξάρια περιέχουν πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι ἀναφέρεται ὅτι ἔστησε τὸν ἥλιο καὶ ὅτι διερχόταν τοὺς ποταμοὺς χωρὶς νὰ βρέχεται, ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος διέβη τὸν Ἰορδάνη καὶ ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας κατεβίβασε βροχὴ καὶ πότισε τὴν διψασμένη καὶ ἄνυδρη γῆ.
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, ἐπίσης στὶς 6 Ἰουνίου καὶ στὶς 29 Νοεμβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων Πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων καταγόταν ἀπὸ τὸ Παλέρμο τῆς Ἰταλίας. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του δίδαξαν σὲ αὐτὸν κάθε γραφὴ θεόπνευστη καὶ ὠφέλιμη. Μετὰ τὸν θάνατό τους συγκέντρωσε ὅλο τὸν πλοῦτο του καὶ τὸν μοίρασε στοὺς πτωχούς.
Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἀναχώρησε καὶ ἡσύχαζε σὲ μοναστῆρι, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ προσευχόμενος νύχτα καὶ ἡμέρα ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τόσο πολὺ δὲ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀρετή, ὥστε ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ κάνει θαύματα.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀρετὴ δὲν διαφεύγει τῆς προσοχῆς, ἔγινε καὶ Πάπας τῆς Ρώμης τὸ ἔτος 678 μ.Χ. καὶ ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀποστέλλοντας τρεῖς ἀντιπροσώπους καὶ τρεῖς Ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας.
Ἡ Σύνοδος αὐτή, συνῆλθε τὸ ἔτος 680 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Μεταξὺ τῶν καταδικασθέντων ἦταν καὶ ὁ προκάτοχος τοῦ Ἁγίου Ἀγάθωνος Ἐπίσκοπος Ρώμης Ὀνώριος Α’ (625-638 μ.Χ.)
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 682 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Κινδέος Ἐπίσκοπος Πισιδίας
Ὁ Ὅσιος Κινδέος ἢ Κινδαῖος ἦταν Ἐπίσκοπος Πισιδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.
Ἡ Ὁσία Μιλδρέδη ἐκ Βρετανίας
Ἡ Ὁσία Μιλδρέδη ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Μέρεγουολ καὶ τῆς Ἐρμενμπούργκας, πριγκίπισσας τοῦ Κέντ. Ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἐκάρη μοναχὴ στὴ μονὴ τοῦ Μίνστερ, ὅπου διετέλεσε καὶ ἡγουμένη, ἐγκατασταθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεοδώρου, Ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας, τοῦ ἐκ Ταρσοῦ τῆς Κιλικίας. Ἡ Ὁσία διακρίθηκε γιὰ τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρα της καὶ τὴ φιλανθρωπική της δράση.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 700 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νά θαυματουργεῖ.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ πράξη τῆς ἀνακηρύξεώς του σὲ Ἅγιο ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο Μογίλα, Μητροπολίτη Ρωσίας (κοιμήθηκε 1 Ἰανουαρίου 1647), τὸ ἔτος 1643.
Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κορνήλιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1501 στὴ Ρωσία ἀπὸ εὔπορη καὶ εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἔλαβε τὴν ἐκπαίδευσή τους κοντὰ σὲ ἕνα γέροντα μοναχὸ στὴ μονὴ Μιρὸζ τοῦ Πσκώφ, στὴν ὁποία τὸν ἀπέστειλαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ νὰ γίνει μοναχός. Τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ πραγματοποίησε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὴν Μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκὼφ καὶ ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὴν κατανυκτικότητα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ τὸ κάλλος τῆς φύσεως.
Σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ μερίμνησε γιὰ τὴν κατὰ Θεὸ προκοπὴ καὶ αὔξηση αὐτῆς. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε ἀπὸ δεκαπέντε σὲ διακόσιους.
Παράλληλα ὁ Ὅσιος φρόντισε γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς καὶ τὴν ἀνέγερση ναῶν ἐντὸς αὐτῆς καὶ καλλιέργησε τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς μονῆς στοὺς λαοὺς τῶν Αἰστιῶν καὶ τῶν Σαετίων, ποὺ ζοῦσαν στὴν περιοχή. Διάδωσε τὴν Ὀρθοδοξία, ἔκτισε ναούς, πανδοχεῖα, ὀρφανοτροφεῖα καὶ οἰκοτροφεῖα γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς πτωχούς.
Κατὰ τὴν διάρκεια φοβεροῦ λοιμοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Πσκὼφ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος, μιμούμενος τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, συμπαραστεκόταν στοὺς ἀσθενεῖς φροντίζοντάς τους, τοὺς Κοινωνοῦσε καὶ ἔψαλλε τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία σὲ ἐκείνους ποὺ ἀπέθνῃσκαν.
Κατέγραφε μάλιστα τὰ ὀνόματα τὸν κεκοιμημένων σὲ ἕνα βιβλίο, ποὺ τὸ ἀποκαλοῦσε «πρυμναία βίβλο» ἀπὸ τὸν συμβολισμὸ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, καὶ τὰ μνημόνευε στὶς προσευχές του, ἀφοῦ τὸ βιβλίο αὐτὸ γιὰ τὸν Ὅσιο σήμαινε τὴ μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
Κατὰ τὸν Λιβονικὸ πόλεμο ὁ Ὅσιος κήρυττε τὸν Χριστιανισμὸ στὶς κατεχόμενες πόλεις, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ βοηθοῦσε γενναιόδωρα τοὺς Αἰστίους καὶ Λιβονούς, οἱ ὁποῖοι χειμάζονταν ἀπὸ τὸν πόλεμο. Μέσα στὴ μονὴ περιποιόταν μὲ αὐταπάρνηση τοὺς τραυματίες καὶ ἀκρωτηριασμένους, ἐνταφίαζε τοὺς νεκροὺς στὰ σπήλαια καὶ χάραζε τὰ ὀνόματά τους στὸ Συνοδικὸ τῆς μονῆς ὑπὲρ τῆς αἰωνίας μνήμης αὐτῶν.
Ἀκόμη καὶ στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ὁ Ὅσιος δὲν δίστασε νὰ συμπαρασταθεῖ στοὺς πολεμιστές. Τὸ ἔτος 1570, εὐλόγησε τὰ Ρώσικα στρατεύματα ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν πόλη τοῦ Θελὶν καὶ τὴν ἴδια μέρα οἱ πολιορκημένοι Γερμανοὶ παρέδωσαν πράγματι οἰκιοθελῶς τὴν πόλη.
Ἐπιπλέον, σὲ καιρὸ εἰρήνης, ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν συγγραφὴ καὶ τὴ συλλογὴ βιβλίων γιὰ τὴν βιβλιοθήκη τῆς μονῆς.
Ἡ μονὴ τῶν Σπηλαίων ἀναδείχθηκε φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὸ Ρωσικὸ λαὸ καὶ προμαχῶνας ἐναντίων τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωσίας. Ὅμως ὁ Ὅσιος ἔπεσε θῦμα τῶν ἐσωτερικῶν ταραχῶν ποὺ ξέσπασαν στὴ χώρα καὶ ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τὸν τσάρο Ἰβᾶν τὸν Τρομερὸ τὸ ἔτος 1570, σὲ ἡλικία 69 ἐτῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ Χρονικὸ ποὺ συνέταξε ὁ ἱεροδιάκονος Πιτιρίμ.
Ὁ τσάρος ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ὅσιος ἔπεσε θῦμα διαβολῆς καὶ συκοφαντιῶν καὶ ἀφοῦ μετανόησε μετέφερε ὁ ἴδιος τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στὴ μονή. Ὁ δρόμος τὸν ὁποῖο διήνυσε ὁ τσάρος φέροντας στὰ χέρια του τὸ ματωμένο λείψανο τοῦ Ὁσίου ὀνομάσθηκε «ὁδὸς τοῦ αἵματος».
Τὸ ἱερὸ σκήνωμα ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου καὶ παρέμεινε ἄφθορο ἐπὶ 120 χρόνια. Τὸ ἔτος 1690 ἀνεκομίσθη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πσκὼφ καὶ Ἰζμπὸρκ Μάρκελλο στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Νέα ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων ἔγινε κατὰ τὰ ἔτη 1872 καὶ 1892, ὁπότε καὶ τὰ ἐναπέθεσαν ἐντὸς νέων θηκῶν.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ ὁ σὺν αὐτῶ ἀναιρεθέντες
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ Βάλαμο καὶ ἀνηρέθη μαζὶ μὲ 34 δόκιμους μοναχοὺς τῆς μονῆς ἀπὸ τοὺς Λατίνους τὸ ἔτος 1578.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου