Νηπτικός εργάτης
Από την περίοδο αυτή άρχισε να κρατά στημειώσεις από όσα διάβαζε. Ο,τι τον βοηθούσε στον αγώνα του το αντέγραφε σε ένα τετράδιο και προσπαθούσε να το κάνη πράξη. Ο εσωτερικός του αφανής αγώνας ήταν: Λίγη πρακτική μελέτη στα ασκητικά συγγράμματα, πολλή προσοχή, αδιάλειπτη προσευχή και επίμονη προσπάθεια για την κάθαρση από τα πάθη και την απόκτηση της θείας χάριτος.Αλλά και στην εργασία του, τόσο στο διακόνημά του όσο και στις παγκοινιές, προσπαθούσε να μην διακόπτη την προσευχή. Εργαζόταν γρήγορα και σιωπηλά. Ο γερο-Γεράσιμος ο Κουτλουμουσιανός, παλαιός συγκοινοβιάτης του διηγήθηκε: «Εμείς όταν δουλεύαμε στις παγκοινιές, μιλούσαμε, γελούσαμε, αυτός τίποτε. Δούλευε απόμερα και απέφευγε την πολυλογία και την κατάκριση. Ήταν πολύ προσεκτικός καλόγηρος».
Κάποτε έστειλε το Μοναστήρι πατέρες μεταξύ των οποίων και τον π. Αβέρκιο έξω από τα σύνορα του Αγίου Όρους, για να φυτέψουν λεύκες σε ένα κτήμα. Πιο πέρα υπήρχε δρόμος και περνούσαν διάφοροι κοσμικοί. Ο π. Αβέρκιος επέβαλε στον λογισμό και στα μάτια του να μη δη κανέναν και πράγματι κατώρθωσε παρόμοιο άθλο με τον αββά Ισίδωρο της Σκήτεως, που πήγε στην Αλεξάνδρεια και δεν είδε κανέναν, παρά μόνο τον Πατριάρχη. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά για να βλέπη μόνον καλά παραδείγματα προχωρημένων πατέρων και να ωφελήται.
Αιματηρή υπακοή
Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Ήταν στο Μοναστήρι ένας αδελφός μαραγκός, που οι πατέρες τον δέχτηκαν από ανάγκη, γιατί ενώ στην αρχή είχε επτά μαραγκούς το Μοναστήρι, στο τέλος δεν είχε κανέναν, ούτε για τις μικροδουλειές. Επειδή τον είχαν ανάγκη, του ‘χαν δώσει και πολλές πρωτοβουλίες. Είχε πάρει πολύ αέρα, έγινε και προϊστάμενος και δεν λογάριαζε κανέναν. Όποιος πήγαινε κοντά του να μάθη την τέχνη, δεν μπορούσε να μείνη περισσότερο από μια βδομάδα. Εγώ, με την χάρι του Θεού, έμεινα δυόμισυ χρόνια. Τι τράβηξα, δεν λέγεται. Αλλά και πόσο όφελος είχα! Έβριζε, φώναζε συνέχεια. Δεν έβλεπε καλά και όταν μούλεγε να κάνω κάτι, το όποιο έβλεπα ότι ήταν λάθος και θα χρειαζόταν μετά να διορθώνουμε και να βάζουμε μπαλώματα, αν τολμούσα να του πω κάτι, φώναζε: “Ακόμη δεν το έμαθες; Εσύ μόνο δυό λέξεις θα λες, “ευλόγησον” και “νάναι ευλογημένο”". Σιωπούσα. Γινόταν στραβά. Κάναμε παράθυρα για την Εκκλησία με μπαλώματα. Αν ρωτούσαν οι πατέρες, εγώ σιωπούσα· αυτός ήταν και στην σύναξη και αν ήθελε, μπορούσε να ομολογήση την αλήθεια. Διαφορετικά έβαζα καμμιά δραχμή στην άκρη (δηλαδή αποταμίευα μισθό πνευματικό). Έκανα αιμοπτύσεις και φώναζε: “Τι κάνεις εκεί; Δούλευε. Εσύ έτσι θα πεθάνεις”.Όταν χειροτέρεψε η καταστάση, είπε ο γιατρός να μείνω οπωσδήποτε δυό μήνες στο Νοσοκομείο της Μονής. Ήρθε εκεί με φωνές: “Γρήγορα να ‘ρθης κάτω, δεν έχεις τίποτε”. Έκανα υπακοή και ξεκίνησα να πάω στο βουνό, για να κόψουμε καστανιές, να τις τετραγωνίσουμε. Πήρα ένα απόμερο μονοπάτι. Δεν πήγα από τον δρόμο, για να μη με δουν οι πατέρες και εκτεθή ο γέρο-Ι. Στον δρόμο άνοιξαν οι αρτηρίες και ξέσπασε αιμορραγία, γι’ αυτό αναγκάστηκα να επιστρέψω. Μετά ήρθε στο Νοσοκομείο και με ρώτησε αυστηρά: “Γιατί δεν ήρθες;”.
Δεν έκανα κανένα λογισμό για τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μου ‘χε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός. Έρχονταν σε μένα οι άνθρωποι και χωρίς να το επιδιώκω, γινόμουν αίτιος να παίρνω την δουλειά από τους άλλους. Όλοι έτρεχαν σε μένα και οι οικογενειάρχες έμεναν χωρίς δουλειά. Για να αποφύγω, τους έλεγα “θ’ αργήσω, έχω πολλές παραγγελίες”, κ.ά., αλλά αυτοί δεν έφευγαν. “Θα περιμένουμε”, έλεγαν. Έτσι τώρα ξεπληρώνω αμαρτίες. Τελικά, επειδή τόσο ωφελήθηκα από αυτόν τον αδελφό, τον οικονόμησε ο καλός Θεός. Δεν έβλεπε καθόλου, ταπεινώθηκε σε όλους και σώθηκε. Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο».
Ο άγιοι Πατέρες έκριναν την υπακοή ως ομολογία. Αλλά για τον π. Αβερκιο η υπακοή ήταν μαρτυρική, αιματηρή. Και μάλιστα όχι στον Ηγούμενο, αλλά σε έναν παλαιότερο μοναχό. Τα υπέμεινε όλα με χαρά και υπομονή.
Όταν οι προϊστάμενοι έβλεπαν τα παράθυρα λειψά και του έκαναν παρατηρήσεις, δεν εδικαιολογείτο λέγοντας ότι έτσι του είπε ο γερο-Ι., αλλά σιωπούσε και υπέμενε τις άδικες κατηγορίες σαν να έφταιγε. Έπειτα αποκάλυψε ο καλός Θεός την αλήθεια και κατάλαβαν οι προϊστάμενοι τι συνέβαινε και θαύμασαν την αρετή του αρχαρίου.
Στο Νοσοκομείο ο καλός νοσοκόμος, για να τον δυναμώση λίγο, του έδινε να τρώη καρύδια με μέλι. Εκεί ο π. Αβέρκιος στενοχωριόταν που ήταν στο κρεββάτι και δεν μπορούσε να βοηθήση «τους κοπιώντας πατέρας και αδελφούς». Ο νοσοκόμος του είπε: «Εάν κάνης κομποσχοίνι, αυτό αξίζει περισσότερο. Ο Θεός θα δώσει δύναμη στους πατέρες και θα στείλει και ευλογίες στο Μοναστήρι». Έτσι με φιλότιμο κοπίαζε προσευχόμενος για όλους τους αδελφούς.
Όταν κάπως ανέρρωσε, του έδωσε ευλογία ο Ηγούμενος να έχη ένα μπρίκι στο Κελλί του να πίνη κανένα ζεστό ρόφημα, για να συνέλθη. Αναζητώντας καμινέτο στους πατέρες συγκινήθηκε πολύ, που δεν βρήκε σε κανέναν. Αφού με δυσκολία εξοικονόμησε και έκανε μια-δυό φορές ζεστό στο Κελλί του, υστέρα τον πείραξε ο λογισμός του. Πέταξε το μπρίκι, που ήταν ένα κονσερβοκούτι, από το παράθυρο στην θάλασσα και ανέθεσε την υγεία και ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό.
Επίσκεψη της θείας χάριτος
Την τραχύτητα της ασκήσεως ήρθε να γλυκάνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός, η επίσκεψη της θείας χάριτος. «Όταν είχαν σωθή τελείως οι μπαταρίες (εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις)», διηγήθηκε, «έζησα ένα γεγονός: Μια νύχτα, ενώ προσευχόμουν όρθιος, ενιωσα κάτι να κατεβαίνη από πάνω και να με περιλούζη ολόκληρο. Αισθανόμουν μια αγαλλίαση και τα μάτια μου έγιναν δύο βρύσες που έτρεχαν συνέχεια δάκρυα. Έβλεπα και ζούσα αισθητά την χάρι. Μέχρι τότε, συγκινήσεις και τέτοια είχα αισθανθή πολλές φορές, αλλά τέτοιο πράγμα πρώτη φορά μου συνέβη. Ήταν τόσο δυνατό πνευματικά αυτό το γεγονός, ώστε με στήριξε και κράτησε για δέκα περίπου χρόνια μέχρι που αργότερα στο Σινά, έζησα μεγαλύτερες καταστάσεις με άλλον τρόπο».Αναχώρηση για ησυχία
Όταν ο π. Αβέρκιος προσήλθε στο Μοναστήρι, παρακάλεσε τον Ηγούμενο να μείνη για ένα χρονικό διάστημα και έπειτα να του δώση ευλογία για την ησυχία και αυτός το δέχθηκε. Ωφελήθηκε βέβαια πολύ από όλους τους πατέρες και έβαλε καλό θεμέλιο σε εκείνο το πολύαθλο κοινόβιο, αλλά και ο πόθος του για την ησυχαστική ζωή γινόταν εντονώτερος. Όταν προσευχόταν ο νους του ηρπάζετο σε θεωρία. Η καρδιά του ήταν πυρωμένη «τοις άνθραξι τοις ερημικοίς» και αισθανόταν το κάλεσμα της ερήμου.Έλαβε ευλογία να αναχωρήση από την Μονή για λόγους ησυχίας. ʼφησε στο Μοναστήρι κόπους και διακονία, αίματα και ιδρώτες και εξήλθε με την ελπίδα στον Θεό και στην Παναγία, για να τον οδηγήσουν «εν γη ερήμω».
Πρώτα πήγε και προσκύνησε την εικόνα της Πορταϊτίσσης στην Ιβήρων. Αλλοιώθηκε η μορφή της Παναγίας! Έγινε πολύ γλυκειά! Από αυτό πληροφορήθηκε ότι είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού η αναχώρησή του.
(Πηγή: http://www.esphigmenou.gr/index.php?mid=5&sid=4&newsid=21 )
http://gerontes.wordpress.com/2010/10/29/%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%AD%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%8A%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%85/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου