Ἀφοῦ δέ μεταλάβῃς, κλείσου εὐθύς εἰς τά ἀπόκρυφα τῆς καρδίας σου καί λησμονώντας κάθε κτιστόν πράγμα, ὀμίλησε μέ τόν Θεόν σου, μέ τοῦτον ἤ παρόμοιον τρόπον.
«Ὦ ὕψιστε Βασιλεῦ, τοῦ οὐρανοῦ, τίς σέ ἔφερε μέσα εἰς τήν καρδίαν μου; ὁποῦ εἶμαι ἄθλιος, πτωχός καί γυμνός;»
Καί Αὐτός θέλει σοῦ ἀποκριθῆ.
«Ἡ ἀγάπη»
Καί ἐσύ, πάλιν εἰπέ.
«Ὦ ἀγάπη Γλυκεία! τί θέλεις ἐσύ ἀπό ἐμένα;»
Αὐτός δέ, θέλει σοῦ εἰπῆ, πώς δέν θέλει ἄλλο, παρά ἀγάπην λέγοντας:
«Δέν θέλω νά ἀνάψῃ ἄλλο πῦρ εἰς τό θυσιαστήριον τῆς καρδίας σου καί εἰς ὅλα τά ἔργα σου, παρά τό πῦρ τῆς ἀγάπης μου, διά νά κατακαύσῃ αὐτό κάθε ἄλλην ἀγάπην καί κάθε ἴδιόν σου θέλημα καί νά μοῦ δώσῃ εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Τοῦτο ἐζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό λόγου σου. Διότι ἐπιθυμῶ νά Εἶμαι ὅλος ἰδικός σου καί ἐσύ ὅλος ἰδικός μου, τό ὁποῖον δέν θέλει γίνει ποτέ, ἕως ὁποῦ δέν ὑποτάξῃς τόν ἑαυτόν σου, ἀλλά μένεις προσκολλημένος εἰς τήν ἀγάπην τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἰς τήν ἰδίαν σου γνώμην καί εἰς κάθε ὄρεξιν καί φιλοτιμίαν σου. Σοῦ ζητῶ τό μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου, διά νά σοῦ δώσω τήν ἀγάπην μου. Ζητῶ τήν καρδίαν σου νά ἑνωθῇ μέ τήν ἰδικήν μου, ἥτις, διά τοῦτο μοῦ ἀνοίχθη μέ τήν λόγχη ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν. Καί ζητῶ ὅλον ἐσέ, διά νά εἶμαι καί Ἐγώ ὅλος δικός σου. Ἐσύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσυγκρίτου τιμῆς καί ὅμως γίνομαι τόσης τιμῆς, ὅσης εἶσαι ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν, ὦ ψυχή μου ἠγαπημένη, μέ τό νά δοθῇς εἰς ἐμέ. Ἐγώ θέλω, γλυκύτατόν μου τέκνον, νά μή θέλῃς οὐδέν, νά μήν ἀκούῃς οὐδέν, νά μήν βλέπεις οὐδέν ἐκτός ἀπό Ἐμένα καί ἐκτός ἀπό τό θέλημά μου. Διά νά θέλω καί ἐγώ κάθε πράγμα εἰς ἐσέ, νά ἐννοῶ εἰς ἐσέ, νά ἀκούω εἰς ἐσέ καί νά βλέπω εἰς ἐσέ, εἰς τρόπον ὁποῦ, τό ἰδικόν σου οὐδέν, καταρουφιζόμενον (περιεχόμενον) εἰς τήν ἄβυσσον τῆς ἀπειρίας (φιλανθρωπίας) μου νά μεταβάλλεται εἰς ἐκείνην καί ἔτσι, ἐσύ θέλεις εἶσαι εἰς Ἐμέ ὅλος πληρέστατος, εὐτυχέστατος καί μακάριος, καί Ἐγώ εἰς ἐσέ Ὅλος Θεραπευμένος καί Εὐχαριστημένος
Μετάφραση
Καί ἀφοῦ μεταλάβεις, κλείσου ἀμέσως στά ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς σου καί λησμονώντας κάθε κτιστό πράγμα, μίλησε μέ τόν Θεό σου, μέ αὐτόν ἤ μέ παρόμοιο τρόπο:
«Ὦ Ὕψιστε Βασιλιᾶ τοῦ οὐρανοῦ, τί σέ ἔφερε στήν καρδιά μου, σέ μένα πού εἶμαι ἄθλιος, φτωχός, τυφλός καί γυμνός;»
Καί αὐτός θά σοῦ ἀπαντήσει:
«Ἡ ἀγάπη»
Καί σύ πάλι πές:
«Ὦ ἀγάπη ἄκτιστη! Ὦ ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις ἐσύ ἀπό ἐμένα;»
Καί αὐτός θά σοῦ πεῖ ὅτι δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά ἀγάπη λέγοντας:
«Δέν θέλω νά ἀνάψει ἄλλη φωτιά στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου καί σέ ὅλα τά ἔργα σου, παρά μόνον ἡ φωτιά τῆς ἀγάπης μου, γιά νά κατακάψει κάθε ἄλλη ἀγάπη καί κάθε προσωπικό σου θέλημα καί νά μοῦ τό παραδώσει ὡς ὀσμή εὐωδίας. Αὐτό ζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό σένα. Διότι ἐπιθυμῶ νά εἶμαι ὅλος δικός σου καί σύ ὅλος δικός μου, πράγμα τό ὁποῖο δέν θά γίνει ποτέ, ἄν δέν ὑποτάξεις τόν ἑαυτό σου, ἀλλά μένεις προσκολημμένος στήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου, στήν δική σου τήν γνώμη καί σέ κάθε ἐπιθυμία σου καί τιμή τοῦ κόσμου (φιλοτιμία). Σοῦ ζητῶ τό μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου γιά νά σοῦ παραδώσω τήν ἀγάπη μου. Ζητῶ τήν καρδιά σου γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν δική μου, πού γιά τόν λόγο αὐτό μοῦ ἀνοίχθηκε μέ τήν λόγχη πάνω στό σταυρό. Καί ζητῶ ὁλόκληρον ἐσένα γιά νά εἶμαι ὁλόκληρος δικός σου. Ἐσύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσύγκριτης τιμῆς, καί ὅμως γίνομαι τόσο, ὅσο ἀξίζεις ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν, ὦ ψυχή μου ἀγαπημένη, μέ τό νά δοθεῖς σέ μένα. Ἐγώ θέλω, πολύ ἀγαπητό μου παιδί, νά μήν θέλεις τίποτε, νά μήν ἀκοῦς τίποτε, νά μήν βλέπεις τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ἐμένα καί τό θέλημά μου, γιά νά θέλω κι’ ἐγώ κάθε πράγμα γιά σένα, νά σκέπτωμαι γιά σένα, νά σοῦ ὑπακούω, καί νά βλέπω σέ σένα, ὥστε τό δικό σου μηδέν ἀφοῦ περιέλθει στήν ἄβυσσο τῆς ἀπειρίας μου νά μεταβάλλεται σ’ ἐκείνην, κι’ ἔτσι θά εἶσαι σέ μένα γεμάτος ἀπό περιεχόμενο (δέν θά αἰσθάνεσαι κενός) πάρα πολύ εὐτυχισμένος καί μακάριος, καί ἐγώ ἀπό σένα πολύ ἱκανοποιημένος καί εὐχαριστημένος».
(Μετάφραση: Ἱερομόναχος Βενέδικτος Νεοσκητιώτης καί βρίσκεται στό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, Ἀόρατος Πόλεμος στήν νεοελληνική γλώσσα)
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου